Έλλη Λαμπέτη

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Έλλη Λούκου, γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Έλλη Λαμπέτη, όνομα δανεισμένο από το έργο «Αστραπόγιαννος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής και πέθανε από μεταστατικό καρκίνο στις 07:30 το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου 1983, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής όπου νοσηλεύονταν. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 και τάφηκε με δημόσια δαπάνη στις 6 Σεπτεμβρίου 1983, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη τον Αύγουστο του 1950 έως το 1953 με τον συγγραφέα και κριτικό Μάριο Πλωρίτη, τον οποίο χώρισε το 1953 όταν δημιούργησε ερωτική σχέση με τον ηθοποιό Δημήτρη Χορν και η εκτός γάμου σχέση τους διάρκεσε ως το 1958, ενώ τη δεύτερη από το 1959 έως το 1976, με τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν και από τους γάμους και τη σχέση της δεν απέκτησε παιδιά.

Έλλη Λαμπέτη
Έλλη Λαμπέτη.jpg
Γέννηση: 13 Απριλίου 1926
Τόπος: Βίλια, Αττική (Ελλάδα)
Σύζυγος: Μάριος Πλωρίτης (α' γάμος)
Φρέντερικ Γουέικμαν (β΄γάμος)
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική, Αμερικανική
Ασχολία: Ηθοποιός
Θάνατος: 3 Σεπτεμβρίου 1983
Τόπος: Νέα Υόρκη (Η.Π.Α.)

Βιογραφία

Ο προπάππος της από την πλευρά του πατέρα της υπήρξε οπλαρχηγός του Κιθαιρώνα και πολέμησε τις στρατιές του Δράμαλη στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενώ ο παππούς της από τη μεριά της μητέρας της ήταν ιερέας.

Οικογένεια Λαμπέτη

Γονείς της Έλλης ήταν ο Κωνσταντίνος Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας στα Βίλια και μητέρα της η Αναστασία, η Τάσα όπως τη φὠναζαν στα Βίλια, το γένος Σταμάτη, η οποία σκοτώθηκε το 1944 από αδέσποτη σφαίρα, στο σπίτι τους στην οδό Ασκληπιού στην Αθήνα και ήταν το στερνοπαιδί τους. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένας ήταν δίδυμος αδελφός της, μόνο λίγα λεπτά μεγαλύτερος της, ο Τάκης, που πέθανε το 1941 από φυματίωση, ένας ακόμη αδελφός ο Τάσος και τέσσερις αδελφές, η Φωτεινή γεννημένη το 1915, η Κούλα, η Ειρήνη και η Αντιγόνη, δύο από τις οποίες, η Κούλα και η Φωτεινή, πέθαναν, επίσης, από καρκίνο. Η Έλλη έζησε τα παιδικά της χρόνια στα Βίλλια Αττικής και στο Πόρτο Γερμένο, όπου η οικογένεια περνούσε τα καλοκαίρια.

Το 1928 ο πατέρας της Έλλης, ο Κωνσταντίνος Λούκος, αποφάσεισε να ασχοληθεί με το εμπόριο ξυλείας και η οικογένεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην οδό Μιχαήλ Βόδα 139 στην περιοχή του Μεταξουργείου στην Αθήνα, ενώ το 1938 μετακόμισαν στην οδό Ασκληπιού, στο κέντρο της Αθήνας. Η Έλλη στάθηκε άτυχη στην προσωπική της ζωή καθώς ο θάνατος χτύπησε τα αδέλφια της. Το 1953 και το 1956 έχασε από καρκίνο, τις αδελφές της Κούλα και Φωτεινή, το 1958 άλλη της αδελφή η Ειρήνη σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη διάρκεια εκδρομής στα Γιάννενα και το 1976 πέθανε ο αδελφός της, ο Τάσος από καρδιακή προσβολή και μετά το θάνατο και της ίδιας, απέμεινε να επιζεί μόνο η Αντιγόνη.

Θεατρικές σπουδές

Μικρή η Έλλη είχε εκδηλώσει την πρόθεσή της να γίνει ζωγράφος, πάθος που διατήρησε ως το τέλος της ζωής της. Οι γονείς της ήθελαν να γίνει δασκάλα, μουσικός ή ζωγράφος. Η Έλλη παρακολούθησε τα μαθήματα της εγκύκλιας εκπαιδεύσεως στην Αθήνα και το 1938 μπήκε στο 5ο Γυμνάσιο Αθηνών στην περιοχή των Εξαρχείων. Ο θείος της Τάσος Σταμάτης, που τη συνόδευε στις εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, ήταν εκείνος που εμπνεύστηκε το καλλιτεχνικό της όνομα, όμως στις 25 Σεπτεμβρίου του 1941 απορρίφθηκε και μάλιστα ο τότε διευθυντής της σχολής Νίκος Παπαγεωργίου είπε «Αυτό το κορίτσι δεν κάνει ούτε για κομπάρσα». Ίδια ήταν και η απόφαση της επιτροπής των κριτών στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη, της οποίας μέλος ήταν και ο Δημήτρης Χορν.

Το ίδιο έτος, ο εθνικιστής συγγραφέας Σπύρος Μελάς, στενός φίλος του θείου της Έλλης, έπεισε τη Μαρίκα Κοτοπούλη να τη δεχθεί στη σχολή της με το επιχείρημα «δε χάθηκε ο κόσμος για μια κομπάρσα παραπάνω», όμως όταν η Κοτοπούλη, κορυφαίο όνομα της εποχής, άκουσε την Έλλη να απαγγέλει τους πρώτους στίχους από την «Αντιγόνη» είπε, με τον γνώριμο τρόπο της, «μπράβο, πουλάκι μου», ανοίγοντας το δρόμο στη Λαμπέτη για το θεατρικό σύμπαν. Έτσι, το 1941, η Λαμπέτη ξεκίνησε τις θεατρικές της σπουδές ως επιλογή της μεγάλης πρωταγωνίστριας, που αργότερα εκδήλωσε την πρόθεση και τη διάθεση να την υιοθετήσει.

Προσωπική ζωή

Ο πρώτος έρωτας της Έλλης με τον Θεόδωρο Σγουρδέλη, έναν ποιητή –διπλωμάτη που της αφιέρωσε μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ατέρμονη πορεία προς τον ήλιο». Ο Σγουρδέλης που ζούσε μόνιμα στο Παρίσι και εγκλωβίστηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου, γνωρίστηκε με την ηθοποιό την άνοιξη του 1943 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς. Της τον σύστησε ο αδερφός της ο Τάσος, που ήταν αρχιτέκτονας και είχε αναλάβει το χτίσιμο των σπιτιών που είχαν γκρεμιστεί απ' τους βομβαρδισμούς. Ο Σγουρδέλης παραλίγο να αποδειχθεί μοιραίος για την καλλιτεχνική της πορεία. Η επιρροή που ασκούσε στην Έλλη ο εραστής της άγγιζε τα όρια της μαγείας. Ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης, που γνώριζε την ερωτική ιστορία της από πρώτο χέρι είχε πει κάποτε ότι «ήταν μια παθιασμένη ιστορία. Ζούσαν στο δικό τους κόσμο, έκαναν έρωτα στα χωράφια, δε λογάριαζαν τίποτα», ενώ η ίδια είχε πει για τον πρώτο της έρωτα «μου χάρισε τον παράδεισο, αυτό έχει σημασία». Ο Σγουρδέλης προσπάθησε να τη στρέψει στη ζωγραφική αλλά όταν ξαναγύρισε στο Παρίσι εκείνη δεν τον ακολούθησε.
Το 1949 η Λαμπέτη ερωτεύθηκε τον συνάδελφο της ηθοποιό Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίο εκείνη την εποχή συμπρωταγωνίστησαν στο θέατρο. Ο περιπαθής έρωτάς τους έληξε άδοξα λίγους μήνες αργότερα, λόγω της καλλιτεχνικής αντιζηλίας τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Λαμπέτη φέρεται πως ενεπλάκη σε σεξουαλικό σκάνδαλο στο οποίο είχαν ακουστεί απίστευτες ιστορίες για ομαδικά όργια. Οι εφημερίδες της εποχής συμπεριέλαβαν το όνομά της ανάμεσα στους θεατές των οργίων που λάμβαναν χώρα σε μια βίλα στη Γλυφάδα, τον Νοέμβριο του 1969 και συμπλήρωναν ότι πρωταγωνιστές ήταν τρεις άνδρες, δύο ανήλικα κορίτσια δεκαπέντε χρόνων και ένας σκύλος.

Συνεργασίες

Η Λαμπέτη επανήλθε στο θεατρικό σανίδι χάρις στην επιμονή της Κοτοπούλη και συνεργάστηκε με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1944, τη χρονιά που ξεκίνησε τη συνεργασία της με τον Κώστα Μουσούρη, ενώ από το 1946 μέχρι το 1948 συνεργάστηκε με το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν. Το καλοκαίρι του 1948 εντάχθηκε στο δυναμικό του θιάσου της Κατερίνας και επέστρεψε από το 1949 έως το 1952 στο θίασο Μουσούρη. Το 1952 φτιάχνει θίασο με το Γιώργο Παππά και το Δημήτρη Χορν, ενώ από το 1954 ως το 1955 ο θίασος τους βρίσκεται σε περιοδεία στην Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Τουρκία. Στη συνέχεια από το 1955 έως το 1956, συνεργάστηκε με το Δημήτρη Χορν και τον Κώστα Μουσούρη, ενώ από το 1956 έως το 1959 αποτέλεσαν δημιουργικά χρόνια στο πλευρό του Δημήτρη Χορν. Στις 27 Απριλίου 1959 ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου παντρεύτηκε τον Φρέντερικ Γουέικμαν, ο οποίος στάθηκε δίπλα της ακόμη και μετά το διαζύγιό τους, μέχρι το τέλος της ζωής της.

Tο 1961-62 εμφανίζεται στο θέατρο «Διονύσια» με δικό της θίασο, ο οποίος την επόμενη θεατρική σαιζόν, 1962-63, στεγάζεται σε θέατρο που έχει το όνομά της. Τις περιόδους 1964-65, 1966-67 και 1967-68, στεγάζεται στο θέατρο «Διονύσια», το 1968-69 στο θέατρο «Κεντρικόν» και το 1969-70 στο θέατρο «Βρετάνια». Το 1970-71 βρίσκεται στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ με συνθιασάρχη το Λάμπρο Κωνσταντάρα, το 1972 στο θέατρο «Μπρόντγουαίη» με συνθιασάρχη το Ντίνο Ηλιόπουλο, ενώ το 1972-73 στο θέατρο «Διάνα» στο πλευρό της Κατερίνας. Την περίοδο 1974-75 καταγράφεται στο θεατρικό της ιστορικό η παρουσία της στο «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος» και η συνεργασία της με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο θέατρο «Διονύσια», στο οποίο παραμένει και την περίοδο 1975-76 με το δικό της θίασο. Συνεργάστηκε με το Μάνο Κατράκη το 1977-78 στο θέατρο «Μπρόντγουαιη», ενώ ο Απρίλιος του 1978 τη βρίσκει με το θίασο της στο θέατρο «Κάππα». Τέλος βρίσκεται στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» με συνθιασάρχη το Δημήτρη Παπαμιχαήλ τις περιόδους 1978-79 και 1979-80, ενώ η τελευταία της εμφάνιση γίνεται το 1981, στο ίδιο θέατρο με δικό της θίασο.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Η Έλλη πρωτοεμφανίστηκε στο θεατρικό σανίδι ως κομπάρσα, ενώ ήταν ακόμα μαθήτρια της σχολής Κοτοπούλη, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1942 σε δύο μουσικές κωμωδίες, όμως την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή του θεάτρου «Rex», με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση

  • «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν.

Το 1952 δημιούργησε μαζί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη-Παππά-Χορν. Το 1981 στην τελευταία της παράσταση στο θεατρικό σανίδι υποδύθηκε με ανεπανάληπτο τρόπο την κωφάλαλη Σάρα στο έργο «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού».

Διακρίσεις

Η Λαμπέτη τιμήθηκε με:

  • το Βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη για τις νέες Ελληνίδες ηθοποιούς, ως ανταμοιβή για την ερμηνεία της στα έργα «Η κληρονόμος» του Ρουθ–Αυγούστου Γκετς το 1949 και «Πεγκ, καρδούλα μου» του Τζ.Χάρτλεϋ Μάννερς το 1950,
  • Αριστείον Κινηματογραφικής αξίας το 1961, ως αναγνώριση της κινηματογραφικής της προσφοράς,
  • Βραβείο του Φεστιβάλ Ιθάκης το 1980, ως αναγνώριση για την πολυετή καλλιτεχνική της προσφορά.

Μετά τον θάνατό της, ο κινηματογράφος «Γρανάδα» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας 106, μετονομάστηκε και λειτουργεί έκτοτε ως θέατρο με το όνομα «Λαμπέτη».

Θέατρο

Η Έλλη έγινε διάσημη για την ερμηνεία της στις παραστάσεις:

  • «Πεγκ, καρδούλα μου»,
  • «Η Μικρή μας Πόλη»,
  • «Λεωφορείον ο Πόθος»,
  • «Γλυκιά Ίρμα»,
  • «Γυάλινος κόσμος»,
  • «Ξυπόλητοι στο πάρκο»,
  • «Αντιγόνη»,
  • «Ματωμένος Γάμος»,
  • «Το φιόρε του Λεβάντε»,
  • «Βροχοποιός»,
  • «Δεσποινίς Μαργαρίτα»,
  • «Φιλουμένα Μαρτουράνο»,

Κινηματογράφος

Πρωταγωνίστησε στις ταινίες:

  • «Αδούλωτοι σκλάβοι», [το 1946, παραγωγή «Νόβακ Φίλμ»],
  • «Παιδιά της Αθήνας», [το 1947, παραγωγή «Ηλίας Περγαντής»],
  • «Διαγωγή μηδέν», [το 1949, παραγωγή «Ανζερβός»],
  • «Ματωμένα Χριστούγεννα», [το 1951, παραγωγή «Ανζερβός»],
  • «Κυριακάτικο ξύπνημα», [το 1954, παραγωγή «Μήλλας Φιλμ»],
  • «Η κάλπικη λίρα», [το 1955, παραγωγή «Ανζερβός»],
  • «Το κορίτσι με τα μαύρα», [το 1956, παραγωγή «Ερμής Φιλμ»],
  • «Το τελευταίο ψέμα», [το 1958, παραγωγή «Φίνος Φιλμ»].

Η ερμηνεία της την κατέταξε ανάμεσα στις προτεινόμενες για την καλύτερη ξένη ηθοποιό στα βραβεία BAFTA. Η ταινία αναφέρεται στον ξεπεσμό μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, την υποκρισία, τα σαθρά θεμέλια της αστικής τάξης, τον νεοπλουτισμό και την ανάγκη της πίστης σε κάτι ανώτερο από τα χρήματα και τα κοσμικά σαλόνια.

  • «Χαμένο κορμί», [το 1961, παραγωγή «Λουξ Φιλμ»],
  • «Μια μέρα ο πατέρας μου», [το 1968, παραγωγή «Άρτεμις Φιλμ»].

Η ασθένεια

Το 1969 έγινε, στην Έλλη, για πρώτη φορά διάγνωση καρκίνου με συνέπεια να υποβληθεί σε ολική μαστεκτομή. Το 1970 αποδέχθηκε την πρόταση ενός επιχειρηματία-φίλου της και ανέλαβε το μεγάλωμα της Ελίζας, της νόθου κόρης του, από κοινού με τον Γουέικμαν. Το 1974 οι φυσικοί γονείς ζήτησαν το παιδί πίσω. Οι δύο πλευρές ενεπλάκησαν σε ένα σκληρό δικαστικό αγώνα, το τέλος του οποίου βρήκε νικημένη την Έλλη Λαμπέτη, αφού το παιδί επέστρεψε στους φυσικούς του γονείς. Στις 11 Μαρτίου του 1975 η Λαμπέτη δήλωσε:

«Δεν θέλω να τιμωρηθούν ο πατέρας του κι η μάνα του παιδιού επειδή το πήραν όπως το πήραν. Είναι οι φυσικοί του γονείς. Αφού το θέλουν, τί νόημα θα είχε να τους κυνηγήσω με τον Νόμο;»

Η περιπέτεια έριξε τη Λαμπέτη στη μελαγχολία και την απομάκρυνε από το θέατρο, ώσπου να ξαναβρεί το κουράγιο να ξανανέβει στη σκηνή. Το 1976 νόσησε ξανά από καρκίνο και το 1980 ο καρκίνος διαγνώστηκε πάλι με πολλές μεταστάσεις. Για να αντιμετωπίσει τα έξοδα αναγκάστηκε να πουλήσει το εξοχικό της σπίτι στον Άγιο Ιωάννη του Πηλίου. Στη διάρκεια επεμβάσεως στο μεσοθωράκιο στην οποία υποβλήθηκε, στη Νέα Υόρκη, της αφαιρέθηκε η μία φωνητική χορδή γεγονός που της στέρησε τη χαρακτηριστική χροιά της φωνής της και το 1982 σε μια παρόμοια εγχείρηση της πρόσθεσαν σωλήνα στο λάρυγγα για να μπορεί να μιλάει. Το Φεβρουάριο του 1983 νόσησε από ηπατίτιδα και διέκοψε αναγκαστικά τις χημειοθεραπείες, ενώ τον Ιούλιο του 1983 στη Νέα Υόρκη, της αφαίρεσαν το σωλήνα από το λάρυγγα.

Το τέλος της

Μετά το θάνατό της ώρα 7:30 πρωινή, στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital, [Όρος Σινά], τα μάτια της δωρήθηκαν για μεταμόσχευση, σύμφωνα με δική της επιθυμία. Ο προσωπικός γιατρός της Έλλης, o Διονύσης Ραζής, χρόνια μετά το θάνατο της δήλωσε ότι είχε προτείνει στους γιατρούς που την ανέλαβαν στη Νέα Υόρκη να της αφαιρέσουν προληπτικά τους μαστούς, κάτι το οποίο δεν έκαναν, με αποτέλεσμα η ηθοποιός να χτυπηθεί καθολικά από τη νόσο και να πεθάνει. Στην Αθήνα λειτουργεί από το 2001, το Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Γυναικών με Καρκίνο του Μαστού «Έλλη Λαμπέτη», το οποίο προσφέρει δωρεάν υπηρεσίες σε γυναίκες που πάσχουν από τη συγκεκριμένη μορφή της ασθένειας.

Μνήμη Έλλης Λαμπέτη

Η Λαμπέτη υπήρξε σπουδαία ερμηνεύτρια και γενναία γυναίκα, η οποία, αντίθετα με τη δημόσια εικόνα της, έζησε τη ζωή της στα άκρα και καταξιώθηκε στο θεατρικό χώρο τής εποχής αλλά και στον κινηματογράφο, παρά τις ελάχιστες εμφανίσεις της, διαψεύδοντας τους «ειδικούς», που την απέρριψαν, αρχικά στις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη συνέχεια στη Σχολή Κοτοπούλη. Χαρακτηριστικά της προσωπικότητος της ήταν το μελαγχολικό βλέμμα, η ερωτική φωνή με το γοητευτικό ψεύδισμα, αλλά και η ορμή μίας παθιασμένης γυναίκας και τεράστιας ηθοποιού. Το 1983 δημοσιεύτηκε η βιογραφία της από τη δημοσιογράφο Φρίντα Μπιούμπη, με τίτλο: «Έλλη Λαμπέτη: Η τελευταία παράσταση», στην οποία η συγγραφέας παραθέτει κομμάτια από τη ζωή της ηθοποιού όπως εκείνη της τα αφηγήθηκε, μερικούς μήνες πριν φύγει από τη ζωή.

Εξωτερικές συνδέσεις

Πηγές

  • [«Έλλη Λαμπέτη, σαράντα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας», (Ανδρομάχη Παπαδοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002).]

Παραπομπές