Αθανάσιος Σουλιώτης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αθανάσιος Σουλιώτης Έλληνας εθνικιστής, ανώτατος στρατιωτικός με το βαθμό του Υποστρατήγου (ε.α.), Εθνικός αγωνιστής που με το ψευδώνυμο «Νικολαΐδης» συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα κι ήταν συνεργάτης και επιστήθιος φίλος του Ίωνα Δραγούμη [1], εκδότης, αρθρογράφος, ποιητής και συγγραφέας, ένας από τους πρώτους Έλληνες μυστικούς πράκτορες με τεράστια δράση και συνεισφορά, καθώς και πολιτικός που διατέλεσε νομάρχης Ιωαννίνων και Φλώρινας, εκλέχθηκε βουλευτής και υπηρέτησε ως Υπουργός Επικρατείας και Πληρεξούσιος Κυβερνήτης Θράκης, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1878 στην Ερμούπολη της Σύρου και πέθανε στις 22 Μαρτίου 1945 από φυματίωση σε σανατόριο στα Μελίσσια Αττικής.

Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 6 Ιανουαρίου 1878
Τόπος: Ερμούπολη, Σύρος, Ελλάδα
Σύζυγος: Σοφία Προβελέγγιου-Σουλιώτη
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Υποστράτηγος ε.α., εθνικός αγωνιστής
Θάνατος: 22 Μαρτίου 1945
Τόπος: Αθήνα, Αττική, Ελλάδα

Στις 24 Απριλίου 1931 παντρεύτηκε με τη Σοφία Προβελέγγιου, κόρη του ποιητή και βουλευτή Αριστομένη Προβελέγγιου, καθώς και εγγονή από την πλευρά της μητέρας της, Αγλαΐας Βλάχου, του εθνικού αγωνιστή και προκρίτου των Αθηνών Σταύρου Βλάχου, με την οποία δεν απέκτησαν απογόνους. Στην Αθήνα κατοικούσαν σε οικία στην οδό Λιοσίων 98, ενώ έζησαν πολλά από τα ύστερα χρόνια της ζωής του Σουλιώτη στο αρχοντικό της οικογένειας Προβελέγγιου στο νησί της Σίφνου.

Βιογραφία

Ο Αθανάσιος Σουλιώτης ήταν απόγονος της οικογένειας του Απόστολου Κολιοδημήτρη από το Σούλι της Ηπείρου. Ο παππούς του Αθανάσιος Σουλιώτης πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και μετά το τέλος της εγκαταστάθηκε στη Σύρο.

Οικογένεια Σουλιώτη

Πατέρας του Αθανάσιου ήταν ο Μιλτιάδης Σουλιώτης [2] ενώ μητέρα του η Μαρία Φάσου, που κατάγονταν από οικογένεια της Λευκάδος και οι πρόγονοι της είχαν μεταναστεύσει στην Ιταλία κι είχε έναν αδελφό τον Κωνσταντίνο Σουλιώτη. Όταν ο ίδιος ήταν παιδί, η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του εργάστηκε αργότερα ως ανώτερος υπάλληλος στην «Εταιρεία Διαχειρίσεως των εις την υπηρεσίαν του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους Υπεγγύων Προσόδων» και συνταξιοδοτήθηκε ως ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Ο Αθανάσιος, που είχε αδέλφια την Ελένη [3], την Νίνα Σουλιώτη-Κουκουλά, το Σωκράτη, τον Κωνσταντίνο σύζυγο της Νίνας Αδοσίδη, και τη Τζένια σύζυγο του Μενέλαου Κομποθέκρα, ολοκλήρωσε τα μαθήματα του Δημοτικού το 1887 στην Αθήνα, ενώ παρακολούθησε τα μαθήματα του Γυμνασίου κι αποφοίτησε από το «Ελληνικό Σχολείο». Το Σεπτέμβριο του 1884, εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία εγκατέλειψε μετά το τέλος του Α' Ακαδημαϊκού έτους και ουδέποτε αποφοίτησε.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Το 1885 ο Σουλιώτης εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου ήταν συμμαθητές κι έγινε στενός φίλος με τον Κλέανδρο Καρθαίο μετέπειτα Αντιστράτηγο και πολύ γνωστό λογοτέχνη, από την οποία αποφοίτησε το 1900 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού (ΠΖ) και αρχικά τοποθετήθηκε στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού που είχε έδρα την Αθήνα. Ύστερα από δύο χρόνια παραμονής στην Αθήνα και μετά από δικό του αίτημα στον Αρχηγό του Στρατού τοποθετήθηκε Διοικητής λόχου της παραμεθορίου -τότε- περιοχής με έδρα το ορεινό χωριό Μαλακάσι της Πίνδου, στα Ελληνοτουρικά σύνορα μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου, όπου παρέμεινε επί τετραετία. Επισκέφθηκε με αποστολή στα Τρίκαλα στα τέλη του 1902 και κατέγραψε υπό τύπον επιστολών τις εντυπώσεις του από την ορεινή περιοχή των Τρικάλων, στο βιβλίο του

  • «Γράμματα από τα βουνά»,

όπου αναφέρει ότι ο Παύλος Μελάς φιλοξενήθηκε στο αρχοντικό του Αναγνωστιάδη, στο Βαρούσι. Παράλληλα ασχολήθηκε με την τοπογράφηση και την χαρτογράφηση των περιοχών γύρω από τα τότε Ελληνοτουρκικά σύνορα, τις οποίες επισκέπτονταν. Στη διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή ασθένησε από ελονοσία, αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή στην περιοχή, η οποία τον βασάνισε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και ο λόγος για τον οποίο έλαβε μια άδεια μακράς διαρκείας. Το 1905 αποσπάστηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου υπηρέτησε στη Γεωδαιτική Υπηρεσία, τη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού. Τον ίδιο χρόνο συναντήθηκε με το Λάμπρο Κορομηλά κι αποφάσισε να συμμετάσχει στο Μακεδονικό Αγώνα.

«Οργάνωση Θεσσαλονίκης» [4]

Με το ψευδώνυμο «Νικολαΐδης» συμμετείχε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα ως μυστικός πράκτορας, ιδιότητα που διατήρησε και αργότερα, μέχρι το 1916. Ο Αθανάσιος Νικολαΐδης, Έλληνας έμπορος που ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να δημιουργήσει περιουσία, ήταν στην πραγματικότητα ο Αθανάσιος Σουλιώτης, υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού σε μυστική αποστολή στο πλαίσιο της Ελληνοβουλγαρικής αντιπαραθέσως στη Μακεδονία.

Το Μάρτιο του 1906 ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης έφτασε στην Μακεδονία προερχόμενος από τον Πειραιά με το πλοίο της γραμμής που τον συνέδεε με τη Θεσσαλονίκη. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους άνοιξε κατάστημα σε συνοικία Εξαρχικών ως αντιπρόσωπος της Γερμανικής βιομηχανίας ραπτομηχανών Nothmann. Οι υπάλληλοί του ήταν Χριστιανοί και Εβραίοι, Έλληνες και Οθωμανοί πολίτες [5]. Για να κερδίσει τη θέση του αντιπροσώπου της Nothmann, ζήτησε από τον πατέρα του να δανειστεί χρήματα για να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει ως εγγύηση. Τον ίδιο χρόνο, γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη, στο Δεδέαγατς, όπου ο Ίων ασκούσε καθήκοντα Προξένου. Η επιχείρηση του Σουλιώτη καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως κατάφερε να αναλάβει αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρείας «Mutual» με έδρα την Αθήνα στη Μακεδονία. Παράλληλα σύστησε και από το Μάρτιο του 1906 διεύθυνε δική του ομάδα που έφερε την ονομασία «Οργάνωση Θεσσαλονίκης», σημαντική μυστική Ελληνική οργάνωση που ξεκίνησε να δραστηριοποιείται το 1905 στην Θεσσαλονίκη ως δίκτυο συλλογής πληροφοριών με βοηθό το Λουκά Σακελλαρόπουλο, γνωστό με το ψευδώνυμο Αλεξάνδρου, όμως ως κύριο άξονα το Ελληνικό προξενείο και τον Έλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά. Κύριοι συνεργάτες του ήταν οι γιατροί Δημήτριος Mαργαρόπουλος και Aλκιβιάδης Mάλτος, ο εργοστασιάρχης Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου και ο έμπορος Κωνσταντίνος Tουρνιβούκας.

Στην οργάνωση μυήθηκαν γνωστοί κι εύποροι Έλληνες της Θεσσαλονίκης, που ήταν ήταν κατανεμημένοι σε έξι ομάδες και χρησιμοποιούσαν συνθηματικά στις επαφές και τις συνεννοήσεις τους. Κύριοι σκοποί της οργανώσεως ήταν η προπαγάνδα, μέσω της διανομής φυλλαδίων με θέματα όπως οι «Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» [6] [7], την οποία η οργάνωση διένειμε στους αγρότες σε σλαβική μετάφραση για να τους πείσει ότι μόνο οι Έλληνες μπορούσαν να τους ελευθερώσουν από τον τουρκικό ζυγό, «Η Μεγάλη Ιδέα», το 1908, και άλλα, σε όλη την Μακεδονία, τα οποία ήταν γραμμένα στα Ελληνικά και στη σλαβική διάλεκτο, αλλά και η κατασκοπεία. Η οργάνωση διεξήγαγε οικονομικό πόλεμο κατά των Βουλγάρων «εξαρχικών», καθώς τα μέλη της απαγόρευαν στους Έλληνες να προσλαμβάνουν «Εξαρχικούς», είτε να τους πουλούν πρώτες ύλες και επέβαλαν αυστηρό μποϋκοτάζ στα καταστήματα των «Εξαρχικών». Επίσης προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες καταστηματάρχες να αλλάξουν τις ταμπέλες τους έτσι ώστε τα ελληνικά να είναι τα μεγαλύτερα βάζοντας τα τούρκικα και τα γαλλικά σε υποδεέστερα σημεία. Τα ελληνικά δεν έμπαιναν συνήθως πρώτα και ο Σουλιώτης σκέφτηκε πως η αλλαγή θα εντυπωσίαζε «τους σλαβόφωνους που έρχονταν στην μακεδονική πρωτεύουσα από τα χωριά» και θα βοηθούσε να επικρατήσει ο Ελληνισμός στην πόλη. Παράλληλα η οργάνωση αγόραζε γη στις Βουλγαρόφωνες συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Πολλές εταιρείες και μαγαζιά των «Εξαρχικών» χρεοκόπησαν, ενώ πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Θεσσαλονίκη και γενικά τη Μακεδονία, λόγω του οικονομικού αδιεξόδου στο οποίο περιέρχονταν.

Ο Σουλιώτης στρατολόγησε συνολικά 60 πράκτορες και συνέστησε ειδικό «Εκτελεστικό Τμήμα». Τα χρήματα που χρειάζονταν για τις δραστηριότητες της οργανώσεως ο Σουλιώτης τα εισέπραττε ως ασφάλιστρα για την ασφαλιστική εταιρεία του. Κατά κανόνα καταβάλλονταν εθελοντικά από τους Έλληνες της Θεσσαλονίκης, όμως αν κάποιος καθυστερούσε η δεν ήθελε να καταβάλλει το ποσό που του αναλογούσε, δεχόταν μια προειδοποίηση. Αν συνέχιζε να μην συμμορφώνεται τον αναλάμβανε ο εκτελεστικός βραχίωνας της οργανώσεως, που είχε επικεφαλής τον Γαβριήλ Πεντζίκη. Το εκτελεστικό στοχοποίησε και τα ηγετικά στελέχη των «εξαρχικών», καταφέρνοντας είτε να τα εκτελέσει, είτε να τα εξαναγκάσει να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη. Με τις δραστηριότητες της εμπέδωσε την ασφάλεια στις Ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας, ενώ παρείχε την ευκαιρία σε αυτούς που από ανάγκη η από φόβο είχαν ενταχθεί στην «Εξαρχική εκκλησία» να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1907 ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη κρίνοντας ότι είχε εκπληρώσει την αποστολή του και αντικαταστάθηκε από τον Ανθυπολοχαγό Λουκά Σακελλαρόπουλο.

«Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως»

Στις αρχές του 1908, ο Σουλιώτης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη -στην πόλη που σχεδόν το 1/3 των κατοίκων της, περίπου 400.000- ήταν Έλληνες και αποτελούσε την έδρα του Ορθόδοξου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του πνευματικού ηγέτη των Ορθοδόξων Χριστιανών, με εντολή του Ανατολικού Τμήματος του Μακεδονικού Κομιτάτου της Αθήνας, για να συντονίσει τις ελληνικές δραστηριότητες κατά του Βουλγάρικου Κομιτάτου στη Θράκη. Τον απασχολούσε κυρίως η αντιμετώπιση της σλαβικής απειλής για τον Ελληνισμό και πίστευε ότι Έλληνες και Τούρκοι θα μπορούσαν να συνεργαστούν σε μία πολυεθνική αυτοκρατορία για να ανακόψουν τη σλαβική πλημμυρίδα. Παριστάνοντας τον ασφαλιστικό πράκτορα που εκπροσωπούσε την ασφαλιστική εταιρεία Αμοιβαία, ενοικίασε έξι δωμάτια για την επιχείρηση του αλλά και ένα μικρό δωμάτιο ως προσωπικό του χώρο σε ένα κτίριο με πολλές άλλες επιχειρήσεις. Εκεί ίδρυσε με τη βοήθεια των Αθηνών και τη συνεργασία του Ίωνα Δραγούμη, πού ήταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη με την ιδιότητα του Β' Γραμματέα της Ελληνικής Πρεσβείας, την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως», με στόχο την ισότιμη συνεργασία των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπηρετώντας την Μεγάλη Ανατολική Ιδέα και επιδιώκοντας τον μετασχηματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια πολυεθνική ομοσπονδία. Παράλληλα η οργάνωση ενεπλάκη ουσιαστικά με τη διαχείριση των Ελληνορθόδοξων εκπαιδευτικών ζητημάτων και συνεργάστηκε με το Φιλελεύθερο κόμμα του Πρίγκηπα Σεμπαχεδίν για την διαδοχή του Σουλτάνου και την δημοκρατική διακυβέρνηση της Τουρκίας.

Ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης έγραφε για τους στόχους της «Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως»: «Να επιδιώξωμε... όχι μόνο να μην καταργηθούν τα λεγόμενα προνόμια του Πατριαρχείου, τα στοιχεία δηλαδή της ύπαρξής μας ως έθνος μέσα στην Τουρκία, αλλά να πάρουν οι Έλληνες της Τουρκίας ως ίσοι με τους Τούρκους πολίτας ανάλογο με τον αριθμό και τις ικανότητές τους μέρος εις την διοίκησιν του συνταγματικού οθωμανικού κράτους. Αν η παραπάνω προσπάθεια αποτύχει ο Ελληνισμός της Τουρκίας επωφελούμενος πάλιν της μεταβολής του πολιτεύματος πρέπει να προσπαθήσει να συνεννοηθεί με τα άλλα έθνη της Τουρκίας, τα μη Τουρκικά, τουλάχιστον δε με τα χριστιανικά και να αγωνισθεί μαζί τους, μήπως έτσι αναγκάσει τους Νεοτούρκους να δεχθούν την εθνική υπόσταση των μη Τούρκων και την πραγματική συνταγματική ισότητά των. Αν όποια από τις παραπάνω προσπάθειες πετύχαινε θα ευκολύνονταν μια συμμαχία Ελλάδος και Τουρκίας που θα χρησίμευε ως πυρήνας μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας... Αν όμως όλες οι παραπάνω προσπάθειες αποτύχουν τότε η Ελλάς πρέπει να συνεννοηθεί με τα άλλα Βαλκανικά Κράτη για να βοηθήσουν διπλωματικά τις υπέρ εθνικής υπάρξεως και συνταγματικής ισότητας προσπάθειες των ομογενών των της Τουρκίας... Αλλά εις το στάδιον αυτό του προγράμματος η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προσέξει πολύ... Οπωσδήποτε δε να μην ριχθεί στον πόλεμο πριν βεβαιωθεί ότι το τέλος του πολέμου αυτού είναι μια ομοσπονδία Βαλκανική που θάχει μέσα και την Ρουμανία και την Τουρκία όση θ’ απομείνη» [8]

Στην Αθήνα η κυβέρνηση αποφάσισε την ενοποίηση των διάφορων οργανώσεων και την δημιουργία της Πανελλήνιας Οργανώσεως με αρχηγό τον τότε συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή ο οποίος αποφάσισε την ανάκληση του Σουλιώτη και του υπέδειξε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά από διαβουλεύσεις ο Δαγκλής συμφώνησε με τον σχεδιασμό του Σουλιώτη κι εκείνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με σαφείς οδηγίες για την γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσει εξεξής. Το Σεπτέμβριο του 1908 η «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» συνέστησε την οργάνωση «Ελληνικός Πολιτικός Σύνδεσμος», και συνεργάστηκε με το Ανώτατο Κέντρο της «Πανελληνίου Οργανώσεως», δηλαδή με το συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή, που έφερε το ψευδώνυμο «Παρμενίων» και τον Στυλιανό Γονατά, που έφερε το ψευδώνυμο «Στέργιος Γρηγορίου», με στόχο και σκοπό να προωθήσει υποψηφίους και να προετοιμάσει τους Έλληνες για τις πρώτες εκλογές το Φθινόπωρο του ίδιου έτους. Το έργο του Συνδέσμου ήταν να υποστηρίξει συγκεκριμένους υποψηφίους και να αφυπνίσει τους Ελληνικής καταγωγής και συνειδήσεως ψηφοφόρους, για τα δικαιώματα τους. Από τούς 253 βουλευτές του κοινοβουλίου της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, όπως συνήλθε σε σώμα το Δεκέμβριο του 1908, 23 είχαν Ελληνική εθνική καταγωγή και συνείδηση, και από αυτούς 15 έγιναν μέλη στην «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως». Όλοι τους συναντούσαν τον Σουλιώτη στο γραφείο του ή στα διπλανά γραφεία του Συνδέσμου και εκεί αντάλλασσαν απόψεις με τον Ίωνα Δραγούμη μέχρι την αναχώρηση του, τον Φεβρουάριο του 1909.

Την ίδια εποχή υπήρξε ελληνική συμπαράσταση προς τους Αρμενίους, η οποία κορυφώθηκε κατά τις σφαγές των Αδάνων τον Απρίλιο του 1909, με παραστάσεις Ελλήνων προκρίτων και εκκλησιαστικών ηγετών στις οθωμανικές αρχές και στους ξένους προξένους υπέρ των θυμάτων, με απόκρυψη διωκόμενων Αρμενίων σε ελληνικά σπίτια και με δημόσιες καταγγελίες των ηθικών υπαιτίων [9]. Τότε με εντολή του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών άρχισε η προσέγγιση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις μη τουρκικές εθνότητες και ιδιαίτερα τους Αρμενίους. Το καλοκαίρι του 1909 ο Σουλιώτης διατάχθηκε -για μι ακόμη φορά- να επιστρέψει στην Αθήνα όπου παρέμεινε για σχεδόν έξι μήνες, από τα τέλη Ιουλίου 1909. Ενδιάμεσα, τις 22 Νοεμβρίου 1909, με την καθοδήγηση του Σουλιώτη, διοργανώθηκε ογκώδης διαδήλωση από το Πέραν μέχρι την Υψηλή Πύλη, με στόχο να εκφραστεί η απογοήτευση των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως για τις κοινοβουλευτικές παρανομίες των μηνών που προηγήθηκαν. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα ο Σουλιώτης υπηρέτησε ως εκπαιδευτής γεωγραφίας στη Στρατιωτική Ακαδημία και συμμετείχε στο Κίνημα στου Γουδή του 1909 ενώ αμέσως μετά συναντήθηκε και είχε σοβαρή συνομιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος ζήτησε από τον Σουλιώτη να παραιτηθεί επίσημα από την στρατιωτική του ιδιότητα για να μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να αρνηθεί κάθε σχέση μαζί του αν τυχόν αποκαλυφθεί η πραγματική ταυτότητα του «Νικολαΐδη». Ο Σουλιώτης ζήτησε και έλαβε διαβεβαίωση ότι αν και θα είχε παραιτηθεί επισήμως στον ατομικό στρατιωτικό του φάκελο θα επισυναφθεί εμπιστευτικό έγγραφο του Υπουργού Στρατιωτικών με αναφορά στους λόγους της εικονικής παραιτήσεως του ενώ θα διατηρούσε την αρχαιότητα του στη στρατιωτική ιεραρχία και θα δικαιούτο τις προαγωγές του σαν να μην είχε παραιτηθεί ποτέ. Στα μέσα Ιανουαρίου 1910 ο Σουλιώτης επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

Τον Αύγουστο του 1910, επιτροπή επέδωσε υπόμνημα στο μεγάλο Βεζίρη, το οποίο είχε συντάξει ο Σουλιώτης, κι έφερε τις υπογραφές του συνόλου των Ελλήνων βουλευτών του Οθωμανικού κοινοβουλίου. Στο υπόμνημα εκφράζονταν ο σκεπτικισμός για τις αντιδημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες καθώς και για το ανελεύθερο καθεστώς υπό το οποίο είχαν διεξαχθεί οι εκλογές, ενώ έθετε θέμα νέου εκλογικού νόμου. Το Φθινόπωρο του 1910 ως το τέλος του 1911 υλοποιήθηκε ο ελληνοαρμενικός «συνασπισμός» με κοινές ενέργειες των δύο Πατριαρχείων προς την Πύλη για την άρση των στρατολογικών, εκπαιδευτικών και των άλλων μέτρων εκτουρκισμού που χρησιμοποιούσαν οι Νεότουρκοι, με την έκδοση ειδικής εφημερίδας για τα δίκαια των εθνοτήτων της αυτοκρατορίας, την «Tribune des Nationalites», με τη συσπείρωση των πολιτικών εκπροσώπων των δύο λαών γύρω από τον «Ελληνικό Πολιτικό Σύνδεσμο» και με συντονισμό των παρεμβάσεων των Ελλήνων και Αρμενίων βουλευτών στην Οθωμανική Βουλή. [10] Ο Σουλιώτης διεύθυνε την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» μέχρι το Οκτώβριο του 1912, οπότε η Οργάνωση διαλύθηκε, έχοντας καταφέρει να εγγράψει περισσότερα από 500 μέλη.

Υπόμνημα σε Μπαλτατζή

Το 1909, όταν ο Σουλιώτης ανακλήθηκε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη, δίδαξε ως καθηγητής της Γεωγραφίας, με το βαθμό του Υπολοχαγού, στη Σχολή Ευελπίδων. Τον Ιανουάριο του 1910 δημοσιεύθηκε το πρώτο διάταγμα που περιλάμβανε την παραίτηση του από το Στρατό και στις 4 Ιουλίου 1912, δημοσιεύθηκε και το δεύτερο διάταγμα παραιτήσεως του, με το βαθμό του Λοχαγού, για λόγους Εθνικής ασφάλειας. Πριν την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων και καθώς είχε επικρατήσει η επανάσταση των Νεοτούρκων, που αρχικά δημιούργησε σημαντικές προσδοκίες για αλλαγή της πολιτικής της ΟΘωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στις Εθνικές μειονότητες που την κατοικούσαν, ο Σουλιώτης και ο Ίωνας Δραγούμης, έστειλαν υπόμνημα προς τον τότε Υπουργό των Εξωτερικών Γεώργιο Μπαλτατζή. «...Νομίζομε λοιπόν ότι είναι ανάγκη όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, τώρα μάλιστα, να αντικατασταθή στο νού των αρχηγών τουλάχιστον του έθνους, το ιμπεριαλιστικό μας όνειρο με το ακόλουθο πρόγραμμα..{...}.... Όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, τώρα μάλιστα, σκοπό να βάλωμε όχι μια ελληνική μεγάλη αυτοκρατορία, αλλά ένα συνασπισμό των λαών και των κρατών της Βαλκανικής χερσονήσου και της Μικράς Ασίας....». Τον Σεπτέμβριο του 1912, ο επιχειρηματίας Αθανάσιος Νικολαΐδης εγκατέλειψε την πόλη και λίγες ημέρες αργότερα ο λοχαγός Αθανάσιος Σουλιώτης εντάχθηκε ξανά στον Ελληνικό Στρατό, έβαλε μια παύλα μετά το επώνυμό του ως φόρο τιμής στα προγενέστερα χρόνια κι έκτοτε καταγράφεται στην ιστορία της Ελλάδος ως Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης.

Βαλκανικοί πόλεμοι

Το λάθος των Τούρκων να στραφούν εναντίον των Ελλήνων κατέληξε στην κήρυξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου και στη συνεργασία Ελλήνων και Σλάβων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κήρυξη του Α' Βαλκανικού πολέμου έβαλε τέλος σε κάθε προσπάθεια των Ελλήνων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ανασυνταχθούν. Ο ίδιος ο Σουλιώτης αφήνει στην αλληλογραφία του προς τον Ίωνα Δραγούμη να εκδηλωθεί η απογοήτευσή του. «Είναι κρίμα. Κρίμα την τόση δουλειά μας» [11]. Αν και ο Σουλιώτης, όπως και ο Ίωνας Δραγούμης, ήταν κατ’ αρχή τουλάχιστον εναντίον της συνεργασίας με τους Σλάβους, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και ως στρατιωτικός ακόλουθος της Ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια, με το βαθμό του Λοχαγού είχε διορισθεί Στρατιωτικός Σύνδεσμος στο Βουλγαρικό Στρατηγείο και στη βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Τεοντόρωφ στα Τουρκοβουλγαρικά σύνορα. Στις 5 το απόγευμα της Κυριακής 21 Οκτωβρίου 1912 συνάντησε στην Άνω Τζουμαγιά, το στρατιωτικό γιατρό Φίλιππο Νίκογλου, Ελληνικής καταγωγής που υπηρετούσε ως έφεδρος Βούλγαρος πολίτης. Το Σουλιώτη είχε καλέσει εκεί ο Βούλγαρος στρατηγός Τεοντόρωφ, όμως σύμφωνα με όσα ήξερε ο Νίκογλου, ο στρατηγός δεν θα εμφανίζονταν στο ραντεβού, καθώς κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη και η συνάντηση κλείστηκε απλά για να μην καταλάβει η Ελληνική κυβέρνηση τον πραγματικό προορισμό του, ότι δηλαδή μία Βουλγαρική μεραρχία βάδιζε προς τη Θεσσαλονίκη με σκοπό την κατάληψη της.

Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Σουλιώτης, ο Φίλιππος Νίκογλου «.....προθύμως πλησιάσας με, μοι είπεν ότι από της αρχής του πολέμου όλαι οι εμπιστευτικαί διαταγαί συνιστούσαν την καταβολήν πάσης προσπαθείας όπως αι Μακεδονικαί πόλεις και προπάντων η Θεσσαλονίκη καταληφθούν προ της καταλήψεως αυτών υπό του Ελληνικού Στρατού. Με επιβεβαίωσεν ότι ο Διάδοχος Βόρις μετά του Στρατηγού Ράτζο Πέτρωφ διήλθον από την Άνω Τζουμαγιά και ότι είδεν εις στο ξενοδοχείο του στρατιώτας της βασιλικής φρουράς οδηγούντας την βασιλικήν άμαξα, προοριζομένη δια την επίσημον είσοδον του Διαδόχου της Βουλγαρίας εις Θεσσαλονίκην...». Ο Λοχαγός Σουλιώτης προκειμένου να τηλεγραφήσει κρυπτογραφημένες τις πληροφορίες, προσποιήθηκε ότι ασθενούσε και με πιστοποίηση γιατρού επέστρεψε για νοσηλεία σε Νοσοκομείο στη Σόφια. Εκεί ο Στρατιωτικός Ακόλουθος Ταγματάρχης Φρατζής τηλεγράφησε τις πληροφορίες με τους κώδικες του Υπουργείου Εξωτερικών στον Υπουργό Λάμπρο Κορομηλά. Με βάση την πληροφορία του Νίκογλου, σώζονται δύο σχετικά χειρόγραφα σημειώματα του τα οποία βρίσκονται στο αρχείο του Σουλιώτη στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη, ο Ελληνικός στρατός άλλαξε τον αρχικό του σχεδιασμό και στις 26 Οκτωβρίου 1912, κατέλαβε στη Θεσσαλονίκη. Στις 27 Οκτωβρίου, εμφανίστηκε έξω από την πόλη η Βουλγαρική μεραρχία η οποία ζήτησε να στρατωνιστεί μέσα στην πόλη, όμως επετράπη σύντομη παραμονή σε δύο τάγματα Βουλγαρικά, τα οποία απομακρύνθηκαν λίγες ημέρες αργότερα, μετά από ένοπλη δράση του Υποστρατήγου Κωνσταντίνου Καλλάρη, στρατιωτικού διοικητή της πόλεως.

Τον Νοέμβριο του 1912 ο Σουλιώτης βρίσκεται στις Σαράντα Εκκλησιές και ενημερώνει το Δ. Πανά σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί εκεί και τα προβλήματα του ελληνικού πληθυσμού. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ταξιδεύει στο Βελιγράδι κι από εκεί στέλνει στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου ένα υπόμνημα σχετικά με το διακανονισμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ στη συνέχεια επιστρέφει στη Σόφια, όπου παραμένει μέχρι τα μέσα του 1913. Τον Οκτώβριο του 1913 διορίζεται attache στο Ελληνικό Προξενείο στο Παρίσι με εμφανή σκοπό να συνδράμει τους Έλληνες αντιπροσώπους στη Βαλκανική Οικονομική Συνδιάσκεψη όμως έχει αναλάβει μυστική αποστολή με στόχο τη συνεννόηση με τους εξόριστους στο Παρίσι και στην Αίγυπτο τούρκους πολιτικούς, που αντιπολιτεύονταν τους Νεότουρκους. Τον επόμενο μήνα γράφεται στην Ecole Libre des Sciences Politiques και παρακολουθεί τα μαθήματα της. ΤΥο καλοκαίρι του 1914, μήνα Αύγουστο, επιστρέφει στην Αθήνα και παραμένει δύο μήνες άρρωστος στο ξενοδοχείο Πριγκηπικό ενώ το χειμώνα της ίδιας χρονιάς, Οκτώβριο και Νοέμβριο, ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο για επαφές με Τούρκους εξόριστους. Στα δύο ταξίδια του, στη Γαλλία και στην Αίγυπτο, τον συνοδεύει η αδελφή του Ελένη.

Πολιτική δράση

Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων ο Σουλιώτης κατέλαβε χαμηλόβαθμες θέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών κυρίως ως διπλωματικός αγγελιοφόρος και το 1913 εγγράφηκε και παρακολούθησε μαθήματα πολιτικών επιστημών στη Γαλλία. Αργότερα διορίστηκε Νομάρχης Ιωαννίνων γεγονός που τον ταύτισε με την πλευρά των οπαδών του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α' και προκάλεσε την σε βάρος του οργή των Βενιζελικών. Υπηρέτησε σε διάφορες διπλωματικές αποστολές και για τις ανάγκες τους, κατά διαστήματα, μετακινήθηκε ή μετατέθηκε στις πρεσβείες της Σόφιας, του Παρισιού, της Κωνσταντινουπόλεως καθώς και στην Αίγυπτο, στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, με στόχο τη συνεννόηση με εξόριστους Παλαιότουρκους και φιλελεύθερους Νεότουρκους. Για τις αποστολές του υπέβαλε εκθέσεις προς τον εκάστοτε Υπουργό των Εξωτερικών, αλλά και τους πρωθυπουργούς της Ελλάδος. Στην Αθήνα μαζί με τους Ίωνα Δραγούμη και Γεώργιο Μπούσιο επανεξέδωσε την εφημερίδα «Πολιτική Επιθεώρησις» [12] στις 2 Ιανουαρίου 1915, με τη μορφή περιοδικού [13] ενώ δημοσίευσε πολλά άρθρα σε καθημερινές εφημερίδες, που επικεντρώνονται στο χειρισμό των εθνικών ζητημάτων από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον οποίο ασκούν σφοδρή κριτική. Τον Δεκέμβριο του 1915 έως τον Αύγουστο του 1916, ο Σουλιώτης ορίστηκε Νομάρχης Ιωαννίνων και αργότερα διαγγελεύς στην Κωνσταντινούπολη. Από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Σουλιώτη-Νικολαΐδη και του παλιού του συνεργάτη, πλέον στρατηγού Παναγιώτη Δαγκλή, προκύπτει πως ο βενιζελικός Δαγκλής κατηγόρησε τον Σουλιώτη-Νικολαΐδη ότι έκλεισε τα μάτια του στις προδοτικές πολιτικές των βασιλοφρόνων [14].

Το Φεβρουάριο του 1918 κι ως το 1919, επί κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, εκτοπίστηκε ως Βασιλόφρονας στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μόλις έχασε τη στρατιωτική και πολιτική εργασία του, ο Σουλιώτης απώλεσε κάθε πηγή εισοδήματος, η οικογένειά του δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσει και χρειαζόταν να πληρώσει τα περισσότερα από τα προσωπικά του έξοδα καθώς πριν την εξορία του ζούσε στο εξοχικό της Ναταλίας Μελά, χήρας του εθνικού ήρωα Παύλου και αδελφής των Δραγούμη. Τον Αύγουστο του 1919 πραγματοποίησε ένα επίπονο και με υψηλό κόστος ταξίδι στη Σκόπελο, όπου μεταφέρθηκε ως εσωτερικά εξόριστος μετά την επάνοδο του από την Κορσική ο Ίωνας Δραγούμης, προκειμένου να συναντήσει τον φίλο του και παρέμεινε μόνο για μερικές μέρες, καθώς τα οικονομικά του ήταν επισφαλή. Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη συντάραξε τον Σουλιώτη. Με τον Στέφανο Δραγούμη, τον πατέρα του Ίωνα ήδη διανοητικά ανίκανο, τα αδέρφια του να είναι σκορπισμένα στην εξορία και τον αδελφό του Φίλιππο με τον οποίο ο Ίων είχε την πιο στενή σχέση, ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης ανέλαβε όλα όσα είχαν σχέση με την κηδεία. Αυτός φρόντισε να πλυθεί και να ντυθεί το σώμα πριν έρθει η οικογένειά του να τον δει νωρίς το πρωί πριν από τη βιαστικά διατεταγμένη κηδεία κι αυτός ως ο καλλίτερος φίλος του Ίωνα τοποθέτησε ένα μικρό μαξιλάρι κάτω από το λαιμό του για να δείχνει πιο ήρεμος. Το 1920 ο Σουλιώτης διετέλεσε πληρεξούσιος Θεσσαλονίκης στη Γ' Εθνοσυνέλευση που λειτούργησε το ίδιο έτος. Μετά την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις εκλογές τον Νοέμβριο του 1920, ο Σουλιώτης προήχθη, τον Ιούνιο του 1921, στο βαθμό του Ταγματάρχη και στη συνέχεια σ' αυτόν του Αντισυνταγματάρχη. Λίγο πριν το τέλος της στρατιωτικής του καριέρας μετατάχθηκε στην Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή από την οποία αποστρατεύτηκε το 1922, με το βαθμό του Συνταγματάρχη και τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε βουλευτής με το «Λαϊκό Κόμμα» του Δημητρίου Γούναρη ενώ το 1923 εγγράφηκε και παρακολούθησε μαθήματα πολιτικών επιστημών στη Γερμανία.

Ύστερα χρόνια

Μετά από δύο χρόνια θητείας ένα στρατιωτικό κίνημα που επικράτησε ανέτρεψε την Κυβέρνηση και ο Σουλιώτης αποσύρθηκε από τη Δημόσια ζωή της Ελλάδος. Με μόνο σταθερό εισόδημα τη σύνταξή του ζήτησε την άδεια του νέου καθεστώτος, εγκατέλειψε τη χώρα και τον Απρίλιο του 1923 μεταβαίνει στο Βερολίνο όπου γράφεται και για ένα εξάμηνο παρακολουθεί μαθήματα στην Deutsche Hochschule fur Politik. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1925 και ως το 1930 εργάστηκε στην Εθνική Κτηματική Τράπεζα, ως εκτιμητής στο τμήμα Ακινήτων, λόγω των γνώσεων του στην Γεωγραφία, τη χαρτογραφία και την τοπογραφία ενώ αποδέχτηκε επίσης μια θέση, για μικρό χρονικό διάστημα, ως μέλος της Επιτροπής Εκτίμησης για το Συνταξιοδοτικό Ταμείο Υπαλλήλων Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Συνέχισε να γράφει άρθρα για το περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις και σποραδικά για άλλα περιοδικά ή εφημερίδες. Επί μικρό χρονικό διάστημα απασχολήθηκε ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου ιδιωτικού σχολείου και δραστηριοποιήθηκε ως μέλος συλλόγων πολιτικού ή ημιπολιτικού χαρακτήρα, όπως η συμμετοχή του στο σύνδεσμο Ελληνικός Σύλλογος Φίλων Ειρήνης το 1931 ή στο Δ' Βαλκανικό Συνέδριο το 1933 και διατηρούσε επαφές και λάμβανε επιστολές από παλιούς συναγωνιστές του και ακόμη και αγνώστους από τις μέρες του Μακεδονικού Αγώνα.

Στις 2 Ιουλίου του 1934 δημοσιεύθηκε το Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο ο Σουλιώτης διορίστηκε Νομάρχης Φλώρινας και οι ικανότητες του αποκαλύφθηκαν σύντομα. Η απόλυτη γνώση των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής κατέστησε απόλυτα επιτυχημένη την θητεία του που χαρακτηρίστηκε από τη βαθιά αντιπάθεια και τον ανοιχτό ανταγωνισμό του προς το Κ.Κ.Ε. και τους οπαδούς του κυρίως διότι με την τακτική της αντιμετωπίσεως των δίγλωσσων κατοίκων της περιοχής αφαιρούσε κάθε δυνατότητα ασκήσεως πολιτικής κομματικού παρεμβατικού χαρακτήρα ενώ φρόντισε με επιμέλεια την περιστολή της Βουλγαρικής προπαγάνδας που εκείνη την εποχή αναπτύσσονταν με κάθε τρόπο στην περιοχή υποκινούμενη από οργανώσεις Βουλγάρων στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Παρέμεινε στη θέση του Νομάρχη Φλώρινας έως τις 15 Ιουνίου 1935. Στις 28 Δεκεμβρίου 1935 διορίστηκε και στις 15 Ιανουαρίου 1936 ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα πληρεξούσιου Υπουργού, Γενικού Διοικητή Θράκης, στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή [15]. Αντελήφθη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή και ανέφερε στους προϊσταμένους του το τεράστιο ζήτημα της Τουρκικής προπαγάνδας στη Θράκη, μέσω του Τουρκικού προξενείου και ίδρυσε στα πλαίσια της Γενικής Διοίκησης το Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων, που μέχρι σήμερα έχει αρμοδιότητα την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης για τις μειονότητες, με σκοπό την παρακολούθηση της δραστηριότητας του Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής. Υπέβαλε την παραίτηση του στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά και στις 2 Ιουλίου 1936 δημοσιεύθηκε η επίσημη αποδοχή της [16].

Τιμητικές διακρίσεις

Ως εν ενεργεία στέλεχος του Ελληνικού Στρατού ο Σολιώτης έλαβε μετάλλια εκστρατείας και υπηρεσίας, το Μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα και το όνομά του συμπεριλήφθηκε στον επίσημο κατάλογο των Μακεδονομάχων, όμως από την άλλη βρέθηκε συνταξιούχος με βαθμό και σύνταξη, πολύ χαμηλότερη από ό,τι δικαιούτο και άξιζε. Για το λόγο αυτό υπέβαλε αναφορά δύο φορές σε διαφορετικές κυβερνήσεις, αρχικά το το 1927 όταν ήταν στην εξουσία μια ανεξάρτητη υπηρεσιακή κυβέρνηση ήταν στην εξουσία, όμως η αίτηση του αγνοήθηκε. Προσπάθησε εκ νέου το 1933 κατείχε την εξουσία μια συντηρητική, αντιβενιζελική κυβέρνηση. Τότε στην αναφορά του του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών επανέλαβε με λεπτομέρειες το υπηρεσιακό του ιστορικό, τα επιτεύγματα του αλλά και τους κινδύνους που αντιμετώπισε και εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο παραμορφώθηκε η στρατιωτική εικόνα και τα πραγματικά χρόνια της υπηρεσίας του. Επεσήμανε ότι οι περισσότεροι συμμαθητές του είχαν συνταξιοδοτηθεί ως υποστράτηγοι. Παράλληλα προσέφυγε διεκδικώντας δικαίωση μέσω των δικαστηρίων. Αν και η αναφορά του αγνοήθηκε από το Υπουργείο των Στρατιωτικών το Συμβούλιο της Επικρατείας τον δικαίωσε και διέταξε να του καταβάλλεται επιπρόσθετη σύνταξη σ' αυτή που ήδη εισέπραττε. Προς το τέλος του βίου του έλαβε την ικανοποίηση της εν ζωή αναγνωρίσεως των υπηρεσιών του προς το Ελληνικό κράτος, η οποία εκδηλώθηκε με την απονομή μεταλλίων και την παρασημοφόρηση του ενώ το καλοκαίρι του 1936, λίγο μετά την παραίτηση του από τη θέση του Υπουργού Επικρατείας και Γενικού Κυβερνήτη Θράκης, παρασημοφορήθηκε για τις υπηρεσίες του από τον Ιωάννη Μεταξά. Στις 14 Μαρτίου 1945 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του απονεμήθηκε ο βαθμός του Υποστρατήγου εν αποστρατεία τιμής ένεκεν για τη δράση του στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα [17].

Συγγραφικό έργο

Ο Αθανάσιος Σουλιώτης έγραψε και δημοσίευσε τα έργα:

  • «Γράμματα από τα βουνά & Σημειωματάριον» [18], που δημοσίευσε το 1905 με το ψευδώνυμο «Θαλής» στην Αθήνα.

Το μόνο του πεζογράφημα, το έγραψε στα χρόνια όταν υπηρετούσε στο Μαλακάσι και είναι λογοτεχνικό κομψοτέχνημα πλήρες από λαογραφικά στοιχεία για το Μαλακάσι και την ευρύτερη περιοχή, μέχρι τον Ασπροπόταμο. Οι επιστολές που έγραψε και απέστειλε, από το 1902 έως το τέλος του 1903, προς το φίλο του Κλέανδρο Λάκωνα, από τα τότε σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας που οριοθετούνταν δυτικά του Μαλακασίου όπου και υπηρετούσε στην εκεί βάση του Λόχου που επόπτευε τα σύνορα. Οι επιστολές αυτές επεξεργάστηκαν και εκδόθηκαν σαν πεζογράφημα. Πρόκειται για τις εντυπώσεις του από περιοδεία που έκανε ως ανθυπολοχαγός στις τότε παραμεθόριες περιοχές. Ξαναδουλεμένο στη δημοτική, επανεκδόθηκε το 1971, μαζί με ένα άλλο κείμενο, διαμορφωμένο από αποσπασματικές εντυπώσεις και σκέψεις του συντάκτη της περιόδου της «Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως», «Το Σημειωματάριον».

  • Η Μεγάλη Ιδέα, το 1908, Αθήναι,
  • «Ο Μακεδονικός Αγών», το 1959,
  • «Ημερολόγιον του Α' Βαλκανικού πολέμου», το 1962,
  • «Η Οργάνωσις Θεσσαλονίκης»,
  • «Η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως».

Το κείμενο είναι αποτέλεσμα καταγραφής των αναμνήσεων του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαϊδη, 30 περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα που πραγματεύεται. Η καταγραφή και επιλογή από σημειώσεις του συγγραφέα έγινε από τη σύζυγό του, Σοφία Σουλιώτη, με οδηγίες του ίδιου.

  • «Οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας» [19], έργο που μεταφράστηκε και στα Γαλλικά με τίτλο «Les habitants de l’Asie Mineure», το 1921.
  • «Απομνημονεύματα», έκδοση από το «Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου»,
  • «Ποιήματα» Πρόλογος Αγγέλου Σ. Βλάχου, εκδόθηκαν το 1977 στην Αθήνα.

Το τέλος του

Το 1942, στη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, η ήδη κλονισμένη υγεία του Σουλιώτη, που ήταν Τέκτονας και μέλος της Στοάς Σκεντέρμπεης [20], επιδεινώθηκε καθώς προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε σε σανατόριο στα Μελίσσια [21] ασθένεια από την οποία πέθανε τρεις μήνες μετά τα Δεκεμβριανά γεγονότα, δηλαδή την ένοπλη ανταρσία των συμμοριών του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Αθήνα.

Αρχείο Σουλιώτη

Το αρχείο του Σουλιώτη βρίσκεται στην κατοχή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης [22] [23] [24] [25] [26] [27] [28] στην Αθήνα και μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει κείμενο του Σουλιώτη για για την προσωπικότητα, τις ιδέες και το ανατολικό ιδανικό του Περικλή Γιαννόπουλου. Διατήρησε τους στενούς φιλικούς δεσμούς του με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τις οικογένειες του Ίωνα Δραγούμη και του Παύλου Μελά, ως το τέλος της ζωής του. Στη χειρόγραφη διαθήκη του, με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1943, ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης εμπιστεύτηκε όλα τα χαρτιά του στη σύζυγό του με την ευχή αυτή και μόνο αυτή να ήταν υπεύθυνη, επιτρέποντας ή αρνούμενοι την πρόσβαση σε μελετητές όπως έκρινε σκόπιμο, και βλέποντας αν μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο ή βιβλία από τις σημειώσεις που άφησε. Η Σοφία Σουλιώτη εργάστηκε επιμελώς για να καταστεί δυνατή η δημοσίευση μερικών σημαντικών άρθρων και ενός βιβλίου όσο ήταν ακόμη εν ζωή, και ενός άλλου σημαντικού βιβλίου που ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό της.

Μνήμη Σουλιώτη

Ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, εξέχων Έλληνας εθνικός αγωνιστής της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ένας αξιωματικός με αριστοκρατικό παρουσιαστικό, συνδύαζε την υψηλή αίσθηση του καθήκοντος με τις μεγάλες οργανωτικές ικανότητες και το προσωπικό θάρρος. Σε πολύ νεαρή ηλικία επέλεξε να εγκαταλείψει την άνεση και τις απολαύσεις των Αθηνών και προτίμησε την ταλαιπωρία και το ανθυγιεινό περιβάλλον των Ελληνικών επαρχιών. Στο έργο του ως μυστικός πράκτορας τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Κωνσταντινούπολη, δε δίστασε να αναλάβει μεγάλες ευθύνες και σημαντικές ώς καθοριστικές πρωτοβουλίες. Στη Θεσσαλονίκη με τη δράση του εξάλειψε την παρουσία των Βουλγάρων στην πόλη ενώ στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε ο αρχιτέκτονας της αρχικής συμφωνίας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Με τις πληροφορίες του, που εξασφάλισε από τον γιατρό Νίκογλου, υπήρξε ο κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τις Ελληνικές δυνάμεις πριν την είσοδο των Βουλγάρων στην πόλη κι αυτή είναι η μεγαλύτερη από τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ελλάδα. Πολιτικά υποστήριξε με συνέπεια όποιο κόμμα ή ηγέτη πίστευε ότι μπορούσε να πετύχει το καλλίτερο για την Ελλάδα.

Ο Λάμπρος Κορομηλάς, Έλληνας πρόξενός στη Θεσσαλονίκη, αυτός που στρατολόγησε τον Σουλιώτη γράφει σε εμπιστευτικό υπόμνημα προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τον Ιούνιο του 1907: «Άθανάσιος Σουλιώτης, ανθυπολοχαγός. Εν Θεσσαλονίκη από 30 Μαρτίου 1906. Ο κ. Σουλιώτης είναι ικανότατος και νοημονέστατος. Κατόρθωσε έν αύτη τη πολυπράγμονι Θεσσαλονίκη, εν η δευθύνει έξω του προξενείου ΙΔΙΑΝ οργάνωσιν, να μη νοηθεί κι ουδενός. Διεξάγει εξαιρέτως την υπηρεσίαν του...». Αν και αρχικά το προξενείο βοήθησε οικονομικά την Οργάνωση της Θεσσαλονίκης, σύντομα ο Σουλιώτης χρειαζόταν μόλις είκοσι οθωμανικές λίρες το μήνα αντί για εξήντα που είχαν αρχικά συμφωνηθεί, κι αργότερα δεν είχε ανάγκη ούτε αυτές καθώς εκτός από τα χρήματα από την επιχείρησή του, συγκέντρωνε εισφορές από τα μέλη της και αυτά με τη σειρά τους από τους συνεργάτες τους. Ως απόρροια του σωστού οικονομικού προγραμματισμού από τον Σουλιώτη το ελληνικό προξενείο δεν χρειάστηκε να συνεισφέρει μετά το 1907 εκτός από μερικές ειδικές περιπτώσεις. Η ικανότητα του να συγκεντρώνει πληροφορίες δίχως να εκτίθεται ήταν τόσο ανεπτυγμένη που κάποιες φορές Έλληνες που τον συνάντησαν με την ιδιότητά του ως εμπόρου σχολίαζαν και αναρωτιούνταν γιατί ο Σύνδεσμος Εμπόρων Θεσσαλονίκης τους έφερε σε επαφή με «ένα άτομο που ήταν τόσο αδιάφορο για την εθνική υπόθεση».

Αν και πολλοί Έλληνες της Θεσσαλονίκης ζήτησαν να επεκταθεί το μποϊκοτάζ που είχε αρχίσει εναντίον των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη και να συμπεριλάβει και τις εβραϊκές επιχειρήσεις που συνέχισαν να συναλλάσσονται με Βούλγαρους ο Σουλιώτης τους ανέφερε τον Εβραίο γιατρό, Ντέιβιντ Σάκκι, ο οποίος θεράπευε λαθραία Έλληνες αντάρτες και δεν συμφώνησε μαζί τους. Ο Σουλιώτης είχε παρατηρήσει ότι οι Εβραίοι δραστηριοποιούνταν χωρίς να αναμειχθούν σε ανθελληνικές δραστηριότητες. Είχαν μεν ανταγωνισμό με τις Ελληνικές επιχειρήσεις και συναλλαγές με Βούλγαρους όχι όμως από ευνοιοκρατία αλλά με βάση την κοινή επιχειρηματική λογική. Παράλληλα, ο Σουλιώτης γνώριζε ότι πολλές εβραϊκές επιχειρήσεις απασχολούσαν Έλληνες ως προσωπικό γραφείου, καταστημάτων ή ξενοδοχείων και έτσι το μποϊκοτάρισμα των ιδιοκτητών θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στους Έλληνες με τα χαμηλά εισοδήματα ενώ πολλοί Εβραίοι, αν και δεν ήταν σύμμαχοι, ήταν συμπαθείς προς την Ελληνική υπόθεση. Ο Σουλιώτης αν και είχε γνώση -ο μόνος, ίσως και το Ελληνικό Προξενείο, των ονομάτων όσων ήταν μέλη του Εκτελεστικού της Οργανώσεως στη Θεσσαλονίκη, δεν έδωσε, ούτε και τριάντα χρόνια αργότερα , τα ονόματα εκείνων που ανέλαβαν και εκτέλεσαν βίαιη δράση. Επίσης δεν είναι σαφές αν του ζητήθηκε από το Ελληνικό Προξενείο να αναθέσει σε άλλους τέτοια καθήκοντα ή αν πήρε την απόφαση μόνος του. Οι «Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» [29] το φυλλάδιο που εμπνεύστηκε το 1907 και στη συνέχεια δημοσίευσε στη γλώσσα των Σλαβόφωνων ο Σουλιώτης μεταφράστηκε από δύο συνεργάτες του. Με πολύ μεγάλη χαρά ο Σουλιώτης συνάντησε το 1911 το έργο του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ένας Ελληνορθόδοξος ιερέας του έδειξε ένα αντίγραφο του φυλλαδίου το οποίο του παρουσίασε ως αυθεντικό και σπάνιο.

Ο Σουλιώτης, δεν έτρεφε πολλές ελπίδες για την ειρήνευση της Μακεδονίας, θεωρούσε εφικτή την ειρηνική συμβίωση με τους Τούρκους που θα οδηγούσε στον εξελληνισμό του Οθωμανικού κράτους. Πρότεινε ως όρο, για να αρθεί η δυσπιστία ανάμεσα στα δύο κράτη, την παραίτηση της Ελλάδας από κάθε επέκταση προς την Οθωμανική επικράτεια και καλούσε τους Έλληνες της αυτοκρατορίας να αναπτύξουν όλη τους την εκπολιτιστική ικανότητα, γενικά ήταν υποστηρικτής της «..Μεγάλης Ιδέας µε ανατολίτικο χρώμα..». Ο Ίωνας Δραγούμης έγραφε [30] για το Σουλιώτη. «...Είσαι καλλίτερός μου στο έργο που μαζί φορτωθήκαμε και θα σε ζήλευα για την υπεροχή σου, αν δεν ένοιωθα πως πρέπει να γίνει αυτό που αναλάβαμε και αν δεν σ’ αγαπούσα τόσο, που να μ’ αρέση να σε βλέπω να πετυχαίνης...».

Όπως γράφει η Σοφία σύζυγος του Κωνσταντίνου Σπανούδη, ο Αθανάσιος Σουλιώτης και ο Ίωνας Δραγούμης «...Πήγαιναν συχνά για να ξεκουράσουν την ψυχή τους μέσα σ' ένα αναδρομικό εθνικό αναβάπτισμα. Την τελευταία φορά είχαν πάει με άλογα στον λόφο της Μονής της Χώρας, από το ύψωμα του οποίου μπορούσαν να απολαύσουν τις αδρές γραμμές των βυζαντινών τειχών που ζώνουν τη θεοφύλακτη Πόλη...». Στις κατά καιρούς εκδρομές τους οι ιππείς, όπως γράφει η Σοφία Σουλιώτη, έπαιρναν συχνά μαζί και τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Σπανούδη. Το όνομα του περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των επιφανών Ελλήνων Τεκτόνων, ως μέλος της Στοάς «Σκενδέρμπεης» [31].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • «Athanasios Souliotis-Nikolaidis and Greek Irredentism: A Life in the Shadows», Ιωάννης-Αθανάσιος Μάζης, έκδοση στα Αγγλικά, 10 Φεβρουαρίου 2022.

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Εις μνήμην Ιωαν. Δραγούμη Εφημερίδα «Εμπρός», 1η Αυγούστου 1921, σελίδα 2η.]
  2. [Ο Μιλτιάδης Σουλιώτης απεβίωσε στις 30 Ιουνίου του 1924 στην Αθήνα.]
  3. [Τον Ιούλιο του 1923 η Ελένη Σουλιώτη αναχώρησε για το Βερολίνο όπου απεβίωσε στις 27 Νοεμβρίου του 1923. Η νεκρώσιμη ακολουθία της έγινε στο Βερολίνο και η σορός της αποτεφρώθηκε. Τον Ιανουάριο του 1924 ο Σουλιώτης ξεκίνησε από Βερολίνο για Αθήνα μεταφέροντας την τέφρα της.]
  4. [Χρήστος Γούδης, «Η αλήθεια για τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908)»]
  5. [Ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης υλοποίησε από την αρχή την άποψη του για τις επιγραφές των Ελληνικών καταστημάτων. Από την πρώτη μέρα λειτουργία της επιχειρήσεως «Νικολαΐδης» ανάρτησε πινακίδα σε τρεις γλώσσες -ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Περιλαμβάνεται στο Αθανάσιος Σουλιώτης Νικολαΐδης, «Ο αγώνας για τη Μακεδονία», σελίδες 31η-32η.]
  6. [«Ιεροµονάχου Αθανασίου Μακεδόνος» (Α.Σ.Ν.), Προφητείαι του Μεγάλου Αλεξάνδρου-Πρεσκαζάνιε να Γκόλεµ Αλεξάντρ, δίγλωσσο χειρόγραφο, 32 φύλλων. Αντίγραφο του υπάρχει στη Γεvνάδιο βιβλιοθήκη, στο Αρχείο του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη.]
  7. [«Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» Université Aristote De Thessaloniki - Psifiothiki (Ολόκληρο το φυλλάδιο).]
  8. [Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, Οργάνωσής Κωνσταντινουπόλεως, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα 1984, σελίδα 16η.]
  9. [Η πρώτη διεθνής καταγγελία των σφαγών Αρμενίων αμάχων έγινε λίγους μόνο μήνες μετά τη διάπραξή τους από τον Αναστάσιο Αδοσίδη, με τίτλο «Armeniens et Jeunes Turcs: Les massacres de Cilicie», Παρίσι 1910, βιβλίο που γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1909.]
  10. [«Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως», επιμέλεια Θάνου Βερέμη-Κατερίνας Μπούρα, Αθήνα 1984, σελίδες 112-117, 201, 232, 302-304 & 329.]
  11. [Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, φάκελος επιστολών Αθανασίου Σουλιώτη προς Ίωνα Δραγούμη, αριθμός 890-891.]
  12. [Η εφημερίδα «Πολιτική Επιθεώρησις» ιδρύθηκε περί το 1908 στην Κωνσταντινούπολη από τους Ίωνα Δραγούμη, Γεώργιο Μπούσιο και Αθανάσιο Σουλιώτη–Νικολαΐδη. Ιδιοκτήτης της ήταν ο Γεώργιος Θεοχαρείδης και διευθυντής της ο Γεώργιος Μπούσιος. Ήταν τετρασέλιδη εβδομαδιαία πολιτική και κυκλοφορούσε κάθε Κυριακή. Στην εφημερίδα αρθρογραφούσε ανελλιπώς ο Γεώργιος Μπούσιος, ο οποίος ήταν ο κύριος αρθρογράφος της. Τις περισσότερες φορές ασκούσε δριμεία κριτική στο καθεστώς των Νεοτούρκων, φανερά και ενυπόγραφα ως βουλευτής Σερβίων, γεγονός που τον κατέστησε ανεπιθύμητο στους ιθύνοντες του οθωμανικού κράτους. Εξαιτίας της λογοκρισίας και των διώξεων υπό των τουρκικών αρχών η «Πολιτική Επιθεώρησις» άλλαζε συνεχώς τίτλους, και κατά καιρούς έφερε τα ονόματα, «Δίκαια των Εθνών», «Δράσις», «Ελευθεροτυπία», «Ισοπολιτεία», «Συναδέλφωσις», «Φωνή» και «LaTribune des Nationalites».]
  13. [«Πολιτική Επιθεώρησις» Σειρά τευχών του περιοδικού.]
  14. [Επιστολή του Παναγιώτη Δαγκλή της 6ης Φεβρουαρίου 1917.]
  15. [Κυβέρνησις ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΕΜΕΡΤΖΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.]
  16. [Κυβέρνησις ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕΤΑΞΑ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης].
  17. [Η εθνική μας επέτειος θα εορτασθή πανηγυρικώς. Εφημερίδα «Εμπρός», 14 Μαρτίου 1945, σελίδα 2η.]
  18. [Γράμματα από τα βουνά | Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης tameteora.gr]
  19. [Οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας Ολόκληρο το βιβλίο, ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη.]
  20. [Σουλιώτης- (Νικολαίδης) Αθανάσιος grandlodge.gr]
  21. [Ο Αθανάσιος Σουλιώτης στο Σανατόρειο στα Μελίσσια.]
  22. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  23. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  24. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  25. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  26. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  27. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  28. [Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη]
  29. [Αντίγραφο του φυλλαδίου οι «Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» υπάρχει στο βιβλίο του Αθανάσιου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, Ο Αγώνας για τη Μακεδονία, σελίδες 57η-65η.]
  30. [Ίωνος Δραγούμη, « Όσοι ζωντανοί», Αθήνα 1926, σελίδα 123.]
  31. [Σουλιώτης-(Νικολαίδης) Αθανάσιος Μεγάλη Στοά της Ελλάδος.]