Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογικό ψευδώνυμο με το οποίο έγινε γνωστός ο Αλέξανδρος Μοσχοβάκης, Έλληνας πεζογράφος, επαγγελματίας δημοσιογράφος και μεταφραστής, που αποκλήθηκε «κοσμοκαλόγερος», ονομάστηκε «Άγιος των Ελληνικών γραμμάτων» κι αναγνωρίζεται αν όχι ως ο κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης με βεβαιότητα ως ο κορυφαίος διηγηματογράφος της νεοελληνικής γραμματείας, γεννήθηκε στις 4 /16 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911, από πνευμονία. Η κηδεία του έγινε την ίδια ημέρα και τάφηκε στη γενέτειρά του.

Συνοπτικές πληροφορίες
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης1.jpg
Γέννηση: 4 /16 Μαρτίου 1851
Τόπος: Σκιάθος (Ελλάδα)
Σύζυγος: Άγαμος
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Λογοτέχνης, δημοσιογράφος,
μεταφραστής
Θάνατος: 3ης Ιανουαρίου 1911
Τόπος: Σκιάθος (Ελλάδα)

Ο Παπαδιαμάντης ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και μητέρα του η Αγγελική, [Γκιουλώ], κόρη του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά, η οποία είχε εγκατασταθεί στο νησί πριν το τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας κι είχε τέσσερις αδελφές και δύο αδελφούς, κατά σειρά γεννήσεως, τον Εμμανουήλ, την Ουρανία, τη Χαρίκλεια, τη Σοφούλα, το Γεώργιο και την Κυρατσούλα, από τους οποίους ο Εμμανουήλ, που ήταν ο πρωτότοκος, πέθανε σε νηπιακή ηλικία και ο Γεώργιος πέθανε το 1895 από ισχυρό νευρικό κλονισμό. Μακρινός εξάδελφος του ήταν ο λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Στη Σκιάθο τον 18ο αιώνα επικρατούσε η εκκλησιαστική παράδοση των Κολλυβάδων και πολλοί πρόγονοι της οικογένειας του Παπαδιαμάντη ήταν κληρικοί και ασκητές στο κοινόβιο της Μονής του Ευαγγελισμού στο νησί.

Σπουδές

Ο Αλέξανδρος διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα ως εσωτερικός στην Μονή του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο από το 1856 έως το 1860, όπου φέρεται εγγεγραμμένος με το όνομα Αλέξανδρος Παπά Διαμάντης. Ο πατέρας του δεν ήθελε να γίνει ο γιος του ιερέας αλλά σχολάρχης και το 1860 τον έστειλε στο Ελληνικό Σχολείο Σκιάθου έως το 1862, όπου φέρεται εγγεγραμμένος με το όνομα Αλέξανδρος Παπά Αδαμαντίου και στη συνέχεια στην Γ' τάξη, το σχολικό έτος 1865-66 στο Σχολαρχείο Σκοπέλου,με το όνομα Αλέξανδρος Αδαμαντίου ιερέως. Το σχολικό έτος 1867-1868 εγγράφεται στην Α' τάξη του Γυμνασίου Χαλκίδος, ως Αλέξανδρος Αδαμαντιάδης, όμως στη διάρκεια του επόμενου σχολικού έτους, συγκρούστηκε με τον καθηγητή των Θρησκευτικών, ο οποίος του φαινόταν «..πλέον του δέοντος αγράμματος..», και εγκατέλειψε τη φοίτηση στη μέση της χρονιάς. Το Σεπτέμβριο του 1869, μετά από εξετάσεις, πήρε το ενδεικτικό της Β' τάξης από τη Χαλκίδα και τον Οκτώβριο του ίδιο χρόνου εγγράφηκε στη Γ' τάξη του Γυμνασίου Πειραιώς. Στο τέλος του Ιανουαρίου 1870 διέκοψε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο του Πειραιά και επέστρεψε στη Σκιάθο και το 1871 επέστρεψε στην Αθήνα με συστατικές επιστολές του Δαμιανού, ηγουμένου της μονής Ευαγγελιστρίας Σκιάθου, προς τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο και κάποιον Βαλαβάνη, υπάλληλο του υπουργείου Παιδείας, όμως δεν έκανε χρήση των επιστολών.

Τον Ιούλιο του 1872 βρέθηκε για μικρό διάστημα στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του συμπατριώτη και παιδικού του φίλου, Νικόλαου Διανέλου, του μοναχού Νήφωνα της Μονής Δοχειαρίου, όπου παρέμεινε μερικούς μήνες «...χάριν προσκυνήσεως», όπως γράφει στο σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα. Επέστρεψε στη Σκιάθο κι από εκεί έφυγε στην Αθήνα, όπου έφτασε στις 26 Σεπτεμβρίου 1873 και γράφτηκε στην τετάρτη τάξη του Βαρβακείου Λυκείου, μετά από κατατακτήριες εξετάσεις. Αποφοίτησε στις 16 Σεπτεμβρίου 1874, με βαθμό «σχεδόν καλώς», και στις 25 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου παρά την άποψη του πατέρα του που ήθελε να σπουδάσει Θεολογία, γράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το όνομα Αλέξανδρος παπα Αδαμαντίου, έχοντας συμφοιτητή τον Γεώργιο Βιζυηνό. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική σχολή και δεν πήρε πτυχίο, καθώς η φτώχεια και η επισφαλής υγεία του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Στα πενήντα χρόνια του, σύμφωνα με όσα γράφει ο Παλαμάς, απέκτησε δίπλωμα καθηγητού της Γαλλικής γλώσσας, το οποίο δεν μπόρεσε ν' αξιοποιήσει.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Ο Παπαδιαμάντης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία από το Σεπτέμβριο του 1880 μέχρι τον Ιούνιο του 1881. Την ίδια χρονική περίοδο έγραψε το πρώτο του λυρικό ποίημα για τη μητέρα του και εξασφάλιζε τα οικονομικά μέσα για την επιβίωση του προγυμνάζοντας μαθητές, ενώ διάβαζε κι έμαθε Αγγλικά και Γαλλικά, και μελέτησε ξένη λογοτεχνία, έχοντας αχώριστο σύντροφο τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, τον ομότεχνο τρίτο εξάδελφο του, το μετέπειτα μοναχό Ανδρόνικο. Ο Μωραϊτίδης τον έφερε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και σταδιακά τα έργα του άρχισαν να δημοσιεύονται σε έντυπα όπως ο «Ραμπαγάς», ο «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως, το «Μη Χάνεσαι» και σε εφημερίδες όπως η «Εφημερίς» και από το 1892 έως το 1897, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, ως τακτικός συνεργάτης.

Παρά τη σημαντική λογοτεχνική του επιτυχία, τον προσέλκυσε η δημοσιογραφία, το γράψιμο και οι μεταφράσεις γαλλικών μυθιστορημάτων, εργάστηκε ως μεταφραστής σε εφημερίδες όπως το «Άστυ», που έγιναν τα κύρια μέσα του φτωχικού του βιοπορισμού. Σημαντικό τμήμα της ζωής του στην Αθήνα, αποτέλεσαν η συναναστροφή του με τους ανθρώπους του λαού και η σχέση του με τον ναίσκο με το μεσαιωνικό ναϊσκο του Αγίου Μελισσαίου στην Πλάκα που παρά την εισαγγελική επέμβαση κατεδαφίστηκε το 1943, όπου ιερουργούσε ο ιερέας Νικόλαος Πλανάς, ο Παπαδιαμάντης ήταν δεξιός ψάλτης και ο Μωραϊτίνης αριστερός. Αρχικά και για πολλά χρόνια, σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στη συνοικία του Ψυρρή, όμως από το 1906 νοίκιασε ένα δωμάτιο στην πλατεία Δεξαμενής κι άρχισε να συχνάζει στο καφενείο του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, στη μοναδική του φωτογραφία που υπάρχει.

Διακρίσεις

Τιμήθηκε με το παράσημο

  • του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος, μόλις μια μέρα πριν το θάνατό του,

όμως η καθολική αναγνώριση ήρθε μετά το θάνατό του. Αν και αρχικά το πατρικό σπίτι του, μετά το θάνατο των αδελφάδων του, έγινε πρώτα στάβλος και στη συνέχεια αχυρώνας μέχρι να απαλλοτριωθεί από την Ηλεκτρική Εταιρεία του νησιού προκειμένου να χρησιμοποιείται ως αποθήκη πετρελαιοειδών, εν τούτοις το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο, έργο του γλύπτη Θωμόπουλου και το 1936 το σπίτι του έγινε μουσείο. Στο αεροδρόμιο της Σκιάθου έχει δοθεί το όνομα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».

Εργογραφία

Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί. Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει ούτε μια μικρή συλλογή διηγημάτων του τυπωμένη σε βιβλίο -ήταν όλα τους διασκορπισμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Το έργο του δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σε καμία περίπτωση συντηρητικό και σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών «...είναι κοσμικό ευαγγέλιο». Στα Πασχαλινά Διηγηματά του, με τους ιδιωματισμούς και τη σκιαθίτικη ντοπιολαλιά, εισπράττεις έντονα πλάνα κινηματογραφικά και αναγνωρίζεις σ' αυτά την Ελλάδα, τους γείτονες και τον κοινωνικό σου περίγυρο. Έγραψε το πρώτο του λυρικό ποίημα στις 18 Απριλίου 1874, το οποίο αφιέρωσε στη μητέρα του. Στο έργο του εικονίζεται με απαράμιλλη ζωντάνια ο ελληνικός λαός, η ελληνική φύση και θάλασσα και στις γλυκές και στις τραγικές στιγμές. Χαρακτηριστικό του έργου του είναι η ανθρωπιά, η απλότητα, η ειλικρίνεια και η πολυμορφία, μαζί με την ανεξάντλητη ποικιλία σε μεταπτώσεις, εναλλαγές, τύπους και θέματα. Η τέχνη ήταν προσωπική, δική του. Κανένα πρόσωπο δεν τον επηρέασε ποτέ. Τους ήρωές του σπάνια τους περιγράφει εξωτερικά. Προτιμά τους ανώμαλους ή περίεργους τύπους, γιατί αυτοί είχαν ενδιαφέρον στη ζωή και στην κοινωνία. Η γλώσσα του υπήρξε σημείο αντιλεγόμενο. Άλλοι τον είπαν καθαρευουσιάνο, άλλοι δημοτικιστή. Η γλώσσα του όμως δεν υπήρξε ποτέ η ίδια. Ξεκίνησε από μια άψογη καθαρεύουσα, για να την απλουστεύσει χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στους τύπους και τις καταλήξεις.

Το έργο του χωρίζεται σε 4 περιόδους:

  • την ηθογραφική, από το 1887 έως το 1892,
  • τη σατιρική-κοινωνική, από το 1892 έως το 1896,
  • την ποιητική-μαγική, από το 1898 έως το 1902 και
  • τη ρεαλιστική, από το 1903 έως το 1910.

Στο έργο του που είναι αναγνωρισμένο παγκοσμίως, επηρεάστηκε από τη ρώσικη λογοτεχνία της εποχής του, κυρίως τον Ντοστογιέφκι. Στα περίπου 170 διηγήματα του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήματα τις αναμνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώματα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές. Έργα του έχουν μεταφερθεί με εξαιρετική επιτυχία στον κινηματογράφο, ενώ άλλα όπως η «Φόνισσα», η «Γυφτοπούλα» και οι «Έμποροι των Εθνών», προβλήθηκαν με τη μορφή τηλεοπτικών σειρών με τεράστια επιτυχία.

Διηγήματα

Έγραψε τρία μυθιστορήματα και τρία εκτεταμένα διηγήματα, [νουβέλες], 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Δημοσίευσε τα έργα:

  • «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως από 23 Αυγούστου /4 Σεπτεμβρίου 1879 έως 22 Δεκεμβρίου /3 Ιανουαρίου 1880,

με την προτροπή του Βλάση Γαβριηλίδη, με την υπογραφή «Α. Πδ». Ηρωίδα του έργου είναι η Ελληνίδα μετανάστρια Μαρίνα Βεργίνη, που διατηρεί ζωντανή την Ελλάδα μέσα της και παραμένει πιστή στις εθνικές αρετές.

  • «Οι έμποροι των εθνών» το 1882, δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι», μεταξύ του Νοεμβρίου 1882 και του Φεβρουαρίου 1883, με το ψευδώνυμο «Μποέμ».

Στο έργο ζωντανεύει τη Βενετοκρατία στην πρώτη της εξόρμηση για την κατάκτηση των Κυκλάδων και περιγράφει την αγριότητα των Βενετών και των Γενοβέζων.

  • «Γυφτοπούλα», που διαδραματίζεται στα χρόνια της Αλώσεως και πυρήνας της είναι το Βυζάντιο και η Μεγάλη Ιδέα.

Δημοσιεύθηκε από το Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1884, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη. Ο συγγραφέας κρυβόταν πίσω από την ανωνυμία. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Αλώσεως, το θρήνο της Πόλεως, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα.

  • «Χρήστος Μηλιώνης» δημοσιευμένο το 1885, στο περιοδικό «Εστία», έργο που αποτελεί πέρασμα από το ρομαντικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα. Στο μυθιστόρημα ξαναζωντανεύει τα ηρωικά χρόνια της Κλεφτουριάς και της Εθνεγερσίας του 1821.

«Το χριστόψωμο», έργο που δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887, στην εφημερίδα «Εφημερίς» κι είναι το πρώτο του διήγημα.

  • «Οι Χαλασοχώρηδες», διήγημα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1892, ένα χρόνο πριν την πτώχευση του 1893.

Η ιστορία του έργου διαδραματίζεται στη Σκιάθο, την τελευταία εβδομάδα βουλευτικών εκλογών και σ' αυτό ο Παπαδιαμάντης σατιρίζει τα πολιτικά και εκλογικά ήθη της εποχής του.

  • «Η φόνισσα», νουβέλα που θεωρείται από τα κορυφαία κι αντιπροσωπευτικά έργα της νεοελληνικής ηθογραφίας, το δεύτερο συγγραφικό έργο του.

Είναι γραμμένο στην Σκιάθο, όπου κατοικούσε κείνο το διάστημα, σε γλώσσα καθαρεύουσα και αποτελείται από 17 κεφάλαια. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «Κοινωνικόν μυθιστόρημα» και η πλοκή του εκτυλίσσεται στη γενέτειρα του.

Έγραψε επίσης, τα έργα

  • «Υπηρέτρα»,
  • «Η Σταχομαζώχτρα»,
  • «Μία ψυχή»,
  • «Η Μαυρομαντηλού»,
  • «Φτωχός Άγιος»,
  • «Στο Χριστό στο Κάστρο»,
  • «Στην Αγι-Αναστασά»,
  • «Ολόγυρα στη λίμνη»,
  • «Οι Χαλασοχώρηδες»,
  • «Λαμπριάτικος ψάλτης»,
  • «Βαρδιάνος στα σπόρκα»,
  • «Η νοσταλγός»,
  • «Έρωτας στα χιόνια»,
  • «Ο ξεπεσμένος δερβίσης»,
  • «Το σπιτάκι στο λιβάδι»,
  • «Έρως-Ήρως»,
  • «Τ’ αγνάντεμα»,
  • «Αμαρτίας φάντασμα»,
  • «Τα δαιμόνια στο ρέμα»,
  • «Όνειρο στο κύμα»,
  • «Η Φαρμακολύτρια»,
  • «Υπο την βασιλικήν δρυν»,
  • «Η Χολεριασμένη»,
  • «Στρίγλα μάνα»,
  • «Τ’ αστεράκι»,
  • «Συντέκνισσα»,
  • «Ο Γεί­το­νας με το λα­γού­το»,
  • «Τα κρούσματα»,
  • «Ο Κακόμης»,
  • «Η φωνή του Δράκου»,
  • «Γυνή πλέουσα»,
  • «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου»,
  • «Τα ρόδιν’ ακρογιάλια»,
  • «Το μυρολόγι της φώκιας»,
  • «Νεκρός ταξιδιώτης»,
  • «Ο Αμερικάνος».

Μεταθανάτια

Μετά το θάνατό του δημοσιεύθηκαν τα

  • «Τραγούδια του Θεού»,
  • «Τ’ αγγέλιασμα»,
  • «Τα μαύρα κούτσουρα»,
  • «Φλώρα ή Λαύρα»,
  • «Ιατρεία της Βαβυλώνος» μέχρι το 1925,
  • «Το γιαλόξυλο», έργο που βρέθηκε και δημοσιεύθηκε το 2008.

Όλα του τα έργα τυπώθηκαν σε βιβλία μετά το θάνατο του κι ο ίδιος δεν είδε κανένα έργο τυπωμένο στη διάρκεια του βίου του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία με το έργο του Παπαδιαμάντη.

Μεταφράσεις

Το μεταφραστικό του έργο είναι τεράστιο και περιλαμβάνει μεταφράσεις άρθρων με διάφορο περιεχόμενο, πεζά λογοτεχνήματα καθώς και τρία ιστορικά έργα,

  • «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του George Finlay, που εκδόθηκε το 2008 από το «Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων»,
  • «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Thomas Gordon, και
  • ενός ιστορικού έργου του Νικολάου Σπηλιάδη, που είναι γραμμένο στα γαλλικά.

Συγκεντρωτικές εκδόσεις

Μετά το θάνατό του τυπώθηκαν από τις εκδόσεις «Φέξης» το 1913, έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν ως τότε, ενώ πέντε τόμους εξέδωσε ο «Οίκος Ελευθερουδάκη» το 1930, και έναν τόμο με «Θαλασσινά διηγήματα» το 1925, ο Αθανάσιος Καραβίας. Το 1955, τα «Άπαντα» του εκδόθηκαν από τον «Εκδοτικό Οίκο Δ. Δημητράκου» με στοιχεία βιογραφικά, κριτικά σχόλια, προλόγους, με τη γενική επιμέλεια του Γιώργου Βαλέτα. Τέλος το 1963, τα «Άπαντα» του εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων», με προλόγους και επιμέλεια του Μιχάλη Περάνθη.

Τελευταία χρόνια

Στις 13 Μαρτίου 1908, με πρόσχημα την 25ετηρίδα του στα Ελληνικά γράμματα, αλλά στην πραγματικότητα προκειμένου να συγκεντρωθούν τα χρήματα που ήταν απαραίτητα για την σωτηρία του Παπαδιαμάντη από το πάθος του αλκοόλ, έγινε ειδική τελετή στην αίθουσα του συλλόγου «Παρνασσός», υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Ο αλκοολισμός, η δύσκολη ζωή που ζούσε στην πρωτεύουσα και η οικονομική ανέχεια που τον βασάνιζε, σε συνδυασμό με τους ρευματισμούς που του δημιουργούσαν προβλήματα στο γράψιμο, τον εξάντλησαν και στο τέλος του Μαρτίου 1908, επέστρεψε για οριστική εγκατάσταση τη Σκιάθο, από όπου έστελνε συνεργασίες σε αθηναϊκά έντυπα, με στόχο να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «...της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...», όπως έγραψε.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επέστρεψε στη Σκιάθο στα τέλη Μαρτίου του 1908, με την επιθυμία να παραμείνει ως το τέλος της ζωής του, μακριά από την αταίριαστη για τον ίδιο Αθήνα, με στόχο να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, αλλά και να βελτιώσει την υγεία του, κοντά στους δικούς του ανθρώπους και την οικογενειακή θαλπωρή. Στο νησί ο συγγραφέας ηρέμησε ψυχικά και ανέκαμψε σωματικά. Ξαναβρήκε τον εαυτό του, όμως αντιμετώπιζε μόνιμη οικονομική δυσπραγία και εξακολουθούσε να συντηρείται με χρήματα από μεταφράσεις που του στέλνει ο Βλαχογιάννης, καθώς και με δημοσιεύσεις διηγημάτων σε διάφορα έντυπα. Σημειώνει ο Γεώργιος Βαλέτας: «Τα δύο στερνά του χρόνια στη Σκιάθο είναι γεμάτα από θρησκευτική ενατένιση και ουράνια νοσταλγία. Ήρεμη μελαγχολία σκεπάζει την ψυχή του». Και πιο κάτω: «Στο νησί ο Παπαδιαμάντης ξαναβρίσκει τον εαυτό του και χαίρεται το μεγάλο αγαθό της ψυχικής γαλήνης και μοναξιάς, που μέσα στην ταλαιπωρία και τον θόρυβο της πολιτείας νόμισε πως δεν θα την ξαναβρή πια» [1]. Στη Σκιάθο ο Παπαδιαμάντης συμμετείχε πρωταγωνιστικά στα γεγονότα της δυναμικής αντιδράσεως των συμπατριωτών του τον Δεκέμβριο του 1908, προκειμένου να μη μεταφερθεί στον Βόλο η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κονίστριας από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό. Οι απανωτοί θάνατοι δύο προσφιλών του προσώπων, του ποιητή Νώντα Δεληγιώργη, που απεβίωσε σε νεαρή ηλικία και του αγαπητού του εξαδέλφου Σωτήρη Οικονόμου το καλοκαίρι του 1909, τον συγκλονίζουν.

Τον Μάιο του 1909 δέχθηκε την επίσκεψη στη Σκιάθο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, επίσκεψη που του προκάλεσε, κατ' αρχήν, ευχαρίστηση. Ο Καρκαβίτσας αποβιβάστηκε στη Σκιάθο επικεφαλής της περιοδεύουσας στρατολογικής επιτροπής, έπειτα από ανάλογη επίσκεψη στη Μαγνησία και το Πήλιο. Μάλιστα ως υπίατρος συνοδευόταν και από τον νομάρχη, για αυτό και έτυχαν επίσημης υποδοχής από τις αρχές του νησιού. Η ημερομηνία της αφίξεως καθορίζεται από τον Παπαδιαμάντη είναι η 11η Μαΐου, ενώ η διάρκεια της διήρκησε μία εβδομάδα ως τις 17 του μήνα. Αφότου ο Καρκαβίτσας αποβιβάστηκε στο νησί αναζήτησε τον Παπαδιαμάντη, ο οποίος γνώριζε τον επικείμενο ερχομό του. Ο Καρκαβίτσας καταγράφει την άφιξη της επιτροπής, την υποδοχή των επισήμων, τα καλωσορίσματα και τα κεράσματα, περιγράφει εικόνες της προκυμαίας και τις συζητήσεις του με τις αρχές του τόπου. Σύντομα συνάντησε τον Παπαδιαμάντη που του παραπονέθηκε για την αδυναμία του να τον φιλοξενήσει όπως θα ήθελε: «Ναρθής στον τόπο μου και να μην μπορώ να σε περιποιηθώ, να πας αλλού! Να μη σε πάρω στο σπίτι μου, είπε κι άρχισε να δακρύζη» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καρκαβίτσας. Στη συνέχεια του κειμένου του ο Καρκαβίτσας μεταφέρει τον διάλογο των μελών της συντροφιάς του με τις εκτιμήσεις τους για το μέγεθος της αξίας του Παπαδιαμάντη, «είνε μεγάλος άνθρωπος», αλλά και την επιμονή του «να μη βαστάη τη θέση του», επικρίνοντας τη συνειδητή επιλογή του Παπαδιαμάντη να αποφεύγει τους επώνυμους του τόπου. Με τις προτροπές του Καρκαβίτσα συγκατάνευσε ο Παπαδιαμάντης να συναντηθεί με τους επίσημους και συμφώνησε να τους υποδεχτεί στο σπίτι του για γλυκό και καφέ. Η επίσκεψη αυτή του νομάρχη και των αρχών του τόπου υπήρξε μια έμπρακτη αποδοχή της αξίας του συγγραφέα που αποκόμισε μια ευχαρίστηση στας δυσμάς του βίου του.

Κατά την εβδομαδιαία του παραμονή στη Σκιάθο ο Καρκαβίτσας περιόδευσε με τον Παπαδιαμάντη σε πολλά μέρη του νησιού, γνωρίζοντας από κοντά τον χώρο. Ο Ηλείος λογοτέχνης ολοκληρώνει το κείμενό του με μια φράση που σημείωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί και είναι μία από τις πλέον γνωστές για το έργο του Παπαδιαμάντη: «Ωμορφη είνε η Σκιάθος του Θεού, μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ωμορφότερη». Σε επιστολή του, στις 3 Ιουνίου 1909, προς τον Ιωάννη Βλαχογιάννη, γράφει ο Παπαδιαμάντης: «....Ο Καρκαβίτσας ήτον εδώ την προπερασμένην εβδομάδα, 11-17 Μαΐου. Ήλθε μαζί με την στρατολογικήν επιτροπήν. Του άρεσε το νησί μας, αν και εστενοχωρήθην εγώ, διότι δεν είχα τα μέσα να τον περιποιηθώ όπως ώφειλον. Ήτον δε κουρασμένος από την μακράν περιοδείαν ανά το Πήλιον και την Μαγνησίαν και δεν είχεν επιθυμίαν διά να πηγαίνωμεν εις εκδρομάς ανά την εξοχήν...» [2].

Το τέλος του

Ο Παπαδιαμάντης πέθανε μετά από μια σύντομη αρρώστια ενώ λίγες μέρες πριν το Ελληνικό κράτος, που μέχρι τότε δεν τον είχε βοηθήσει, τον παρασημοφόρησε αναγνωρίζοντας την μεγάλη του πνευματική προσφορά. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έψαλε το τροπάριο «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην» και ζήτησε να διαβάσει Σαίξπηρ από την αγγλική έκδοση που είχε πάντα στο πλάι του.

Μνήμη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

ο Παπαδιαμάντης μεγαλωμένος σαν ξεπεσμένο αρχοντόπουλο, χωρίς παρέες, και παθιασμένος με τα γράμματα, μαθήτευσε για λίγο στα σκληρά αγιορείτικα ήθη και γοητεύτηκε από τον μοναχισμό, όμως τελικά διάλεξε να ζήσει ως αναχωρητής μέσα στο πλήθος της πρωτεύουσας. Από μικρός ζωγράφιζε Αγίους και έγραφε στίχους. Υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα. Διακρίθηκε για την γλωσσική ιδιαιτερότητά του, τον τρόπο με τον οποίο εξέφρασε την εθνική-λαϊκή ψυχή, την ασκητική φιγούρα, την απεριποίητη εικόνα, τα φτωχά ρούχα και παπούτσια, ενώ το έργο του ταυτίστηκε με την έννοια της Ορθοδοξίας. Διάφορα οικογενειακά προβλήματα, η φιλία και η συγκατοίκηση του με ένα εξάδελφο του εξαρτημένο από το ποτό, οι οικονομικές του δυσκολίες αλλά και ο θάνατος του αδερφού του, τον οδήγησαν στον αλκοολισμό. Έζησε μια ζωή σεμνή και αθόρυβη. Ήταν πάντα απεριποίητος και αξύριστος. Πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου και έψελνε μαζί με τον ξάδερφό του, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Δεν είχε πολλούς φίλους. Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης υπήρξαν οι στενότεροι κι ίσως οι μοναδικοί του φίλοι. Ήταν μια φιγούρα μοναχική που σύχναζε στο καφενείο στη Δεξαμενή Κολωνακίου.

Έγραψαν για τον Παπαδιαμάντη

Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει για τα τελευταία χρόνια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην Αθήνα. «...Με μια γιορτή που είχαμε δώσει στον «Παρνασσό» είχαμε μαζέψει λίγα χρήματα για να μπει σε κάποια κλινική. Ο αλκοολισμός, που τον είχε καταβάλει σε μεγάλο βαθμό, απαιτούσε μια συστηματική θεραπεία. Πήγα στη Δεξαμενή με τον φίλο Αλέκο Μαυρουδή για να του πούμε πως υπήρχαν αρκετά χρήματα στη διάθεσή του και να τον πείσουμε να μπει σε κλινική. Δακρυσμένος έσκυψε να μου φιλήσει το χέρι από ευγνωμοσύνη. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη συγκίνηση στη ζωή μου. Τράβηξα με βία το χέρι μου και έκανα με τρόπο την πρόταση.
«Οχι νοσοκομείο», μου είπε ικετευτικά. «Οι νοσοκόμοι είναι είρωνες».
Φοβόταν μήπως τον ειρωνευτούν για την αιτία της αρρώστιάς του.
«Καλύτερα στην πατρίδα», πρόσθεσε. «Να πεθάνω κοντά στους δικούς μου».
Αντίκριζε τον θάνατο, που ένιωθε πια την παγωμένη του πνοή, με τη γαλήνη του μεγάλου χριστιανού.
«Στην πατρίδα», ξαναείπε.
Θα ήταν σκληρό και μάταιο να του αντισταθεί κανείς.
«Όπως αγαπάς, Αλέξανδρε».
Σε λίγες μέρες έφυγε για τη Σκιάθο και την αιωνιότητα».

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «...μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου, συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο...». Ο Δημήτριος Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ, όμως ο Παπαδιαμάντης έλεγε ότι, «...Δεν μοιάζω με κανέναν, είμαι ο εαυτός μου..». Περιγράφοντας μια συνάντηση τους ο Χατζόπουλος αναφέρεται στον Παπαδιαμάντη λέγοντας, «...ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του δια μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέττα του εις το πλάι,...». Στη συνήθεια της οινοποσίας [3], σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά, τον είχε παρασύρει ο παιδικός του φίλος, ο μοναχός Νήφωνας, ο οποίος μετά το Άγιον Όρος, αποσχηματίστηκε, παντρεύτηκε και ζούσε στην Αθήνα. Το άλλο πάθος του Παπαδιαμάντη ήταν το κάπνισμα. Τα «Ψιλά Αγρινίου, του Βάρκα...» τα αγόραζε χύμα, με την οκά, και το γραφείο του στην εφημερίδα ήταν κατάστικτο από καψίματα. Πότης, καπνιστής, άνθρωπος που ήξερε το καλό φαγητό, άφησε στην ιστορία των γραμμάτων τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη.

Ο Καρκαβίτσας στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, που κατέγραψε κατά τη διετή θητεία του ως γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι», περνώντας με το πλοίο από τη Σκιάθο δεν παραλείπει να μνημονεύσει τους δύο Αλέξανδρους: «Στο όνομα και την όψη των δύο αυτών νησιών (σ.σ. Σκιάθος & Σκόπελος) συγκίνησις με κυριεύει. Έρχονται αμέσως στον νου μου οι δύο αληθινοί διηγηματογράφοι μας ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης και θυμούμενος τους παρθενικούς ήρωας του πρώτου και τους αληθινούς του δευτέρου ζητώ να μάθω και τις τοποθεσίες που τους εσύνδεσαν εκείνοι και μου φαίνονται γνώριμα τα δύο νησιά, παλαιοί φίλοι και τα χαιρετώ εγκάρδια» [4]. Ο Καρκαβίτσας εκφράζεται για τον Παπαδιαμάντη με τα καλύτερα λόγια σε δύο περιπτώσεις. Σε συνέντευξή του που εκφέρει τις απόψεις του περί λογοτεχνικών θεμάτων, γλώσσας, σύγχρονων συγγραφέων, ανάμεσα στις άλλες θέσεις του λέει για τον Παπαδιαμάντη: «Ο Παπαδιαμάντης είνε αληθινός διηγηματογράφος. Ζηλεύω την μποέμικην ζωήν του και θα έδιδα ό,τι δεν έχω, διά να ζήσω σαν κι αυτόν, αν ημπορούσα, αν η ιδιοσυγκρασία μου το ήθελε» [5]. Σε άλλη του συνέντευξη σε περιοδικό [6] με το οποίο ο Παπαδιαμάντης είχε εκείνη την εποχή τακτική συνεργασία, αναφέρει: «Όταν διαβάζω τον Παπαδιαμάντη, μια ιδέα μου έρχεται πάντα στο νου: Πως ο αληθινός ποιητής, όπως κι αν την εύρη τη ζωή, πάντα ποιητής θα μείνη. Νάτος αυτός. Όλα γύρω του άθλια και λερωμένα. Και όμως καθετί που θα γεννήση η ψυχή του είνε γεμάτο αγνότη και λαμπρότη και ποίηση. Όπως κι από κάτι γλάστρες πήλινες βλέπουμε να πετιέται το αγνόλευκοκρίνο».

Βιβλιογραφία

  • «Ο Κοσμοκαλόγερος», έργο του Μιχάλη Περάνθη, μυθιστορηματική βιογραφία του Παπαδιαμάντη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η ζωή, το έργο, η εποχή του, Άπαντα, τόμος 6ος, σελίδες 344η & 345η.]
  2. [Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία, εκδόσεις «Δόμος», σελίδες 174η & 175η.]
  3. [Ο «οινόφλυξ» Παπαδιαμάντης taxydromos.gr]
  4. [Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Άπαντα», σελίδα 228η.]
  5. [Συνέντευξη του Ανδρέα Καρκαβίτσα στην εφημερίδα «Το Άστυ», φύλλο της 9ης Απριλίου 1893.]
  6. [Συνέντευξη του Ανδρέα Καρκαβίτσα στο Περιοδικό «Νέα Ζωή» Αλεξάνδρειας, 1908.]