Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος Έλληνας ανώτατος αξιωματικός στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό με το βαθμό του Υποναυάρχου, που διατέλεσε αρχηγός του Στόλου, μέλος της Επαναστατικής επιτροπής του κινήματος του 1922 που οδήγησε στην εκτέλεση των Έξι και πολιτικός που διατέλεσε Πληρεξούσιος στην Δ' Εθνοσυνέλευση και υπουργός σε διάφορες κυβερνήσεις, γεννήθηκε το 1874 στην Ερμούπολη της Σύρου και απεβίωσε το 1958 στην Αθήνα.

Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Θεοδώρου Γκίκα [1], της οποίας η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα, και γιος τους ήταν ο ζωγράφος και ακαδημαϊκός Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Η Ελένη Γκίκα ήταν εγγονή του Γεωργίου Αντωνόπουλου, συμβούλου του Δημητρίου Υψηλάντη κι οπλαρχηγού, αργότερα δημογέροντα Ναυπλίου, που συμμετείχε στη πολιορκία κι Άλωση της Τριπολιτσάς. Σύμφωνα με διήγηση του γιου της ήταν «γλυκιά και μορφωμένη», «ήρεμος άνθρωπος με μεγάλη ευαισθησία». Ανιψιός του Αλέξανδρου ήταν ο Μιχαήλ Χατζηκωνσταντής.

Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος

Βιογραφία

Κατάγονταν από παλιά ναυτική οικογένεια των Ψαρών, που συμμετείχε στην εξέγερση του 1770, αλλά και με δυναμική παρουσία στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Πατέρας του ήταν ο βιομήχανος Νικόλαος Χατζηκυριάκος και αδερφός του ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση και κατατάχθηκε στις τάξεις του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως κυβερνήτης τορπιλοβόλου και το 1899 πήρε το βαθμό του σημαιοφόρου. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1909 ως μέλος του επαναστατικού συμβουλίου, στους Βαλκανικούς Πολέμους πήρε μέρος στη ναυμαχία της Έλλης και ήταν αρχηγός του Ελληνικού στόλου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1916 με το ξέσπασμα του κινήματος της Εθνικής Αμύνης συντάχθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μετά την επικράτηση του Κινήματος ανέλαβε πλοίαρχος του θωρηκτού «Αβέρωφ». Στις 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου 1918, το θωρηκτό «Αβέρωφ» ηγούμενο τιμητικά συμμαχικής ναυτικής Μοίρας του Ελληνικού, Αγγλικού και Γαλλικού Στόλου, σε εφαρμογή των όρων της Συνθήκης Ανακωχής που είχε υπογραφεί μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας στον Μούδρο, κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Αρχηγός της Ελληνικής ναυτικής Μοίρας ήταν ο Πλοίαρχος Γεώργιος Κακουλίδης και κυβερνήτης του «Αβέρωφ», από τον Ιούλιο του 1917 έως τον Απρίλιο του 1919, ήταν ο Πλοίαρχος Χατζηκυριάκος.

Το 1920 επέστρεψε από το Παρίσι όπου σπούδαζε ο γιος του Νίκος Χατζηκυριάκος, και η οικογένεια ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε τα μουσεία, της εκκλησίες, θαύμασε τα μνημεία και επισκέφθηκε τον ακαδημαϊκό και αρχιτέκτονα Βασίλη Κουρεμένο, πολύ στενό φίλο τους. Στενός φίλος της οικογένειας Χατζηκυριάκου ήταν και ο γνωστός ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης. Η οικογένεια κατοικούσε σε πενταώροφο κτίριο στην οδό Κριεζώτου 3 στην Αθήνα, τυπικό αρχιτεκτονικό δείγμα πολυκατοικίας του Μεσοπολέμου, όπου σήμερα στεγάζεται η Πινακοθήκη του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Η πολυκατοικία κτίστηκε το 1932 με πρωτοβουλία του ναυάρχου Χατζηκυριάκου, από τον Κωνσταντίνο Κιτσίκη, αρχιτέκτονα και καθηγητή του Πολυτεχνείου, αδελφό του πατέρα του εθνικομπολσεβίκου Πανεπιστημιακού καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη. Ο Χατζηκυριάκος διατηρούσε εξοχικό σπίτι στην Ύδρα.

Επαναστατική επιτροπή

Λίγες μέρες πριν την έκρηξη στην Χίο και την Μυτιλήνη του κινήματος των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά, η κυβέρνηση του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου προσπαθώντας να ενισχύσει το μέτωπο στην Θράκη, επανέφερε τον στρατηγό Παναγιώτη Γαργαλίδη στην ενεργό υπηρεσία. Το επαναστατικό κέντρο, είχε στείλει στη Χίο από την Αθήνα, σύνδεσμο με τον Νικόλαο Πλαστήρα, το δημοσιογράφο Κώστα Αθάνατο, ενώ ο Πάγκαλος με τους άλλους ανωτέρους αξιωματικούς -Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν, Τσερούλη, Τσιμικάλη και τον πλοίαρχο Χατζηκυριάκο- είχαν τη φιλοδοξία ν' αναλάβουν αυτοί τη γενική αρχηγία της επαναστάσεως. Στη Μυτιλήνη το διήμερο 11-12 Σεπτεμβρίου 1922 συνήλθε η αυτοανακηρυχθείσα Επαναστατική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι συνταγματάρχες Νίκος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς και ο τότε διοικητής του στόλου, πλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Γραμματέας της συσκέψεως ήταν ο ταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής.

Στην Αθήνα είχαν εκδηλωθεί και κινηθεί υπέρ του Κινήματος οι στρατηγοί Θεόδωρος Πάγκαλος, Παναγιώτης Γαργαλίδης, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Μανέτας και Τσερούλης, οι συνταγματάρχαι Σκανδάλης, Σακελλαρόπουλος καί Χαβίνης, ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, οι αντιπλοίαρχοι Ιωάννης Δεμέστιχας, Κολιαλέξης καί Γιαννικώστας οι οποίοι είχαν συλλάβει τους θεωρούμενους υπευθύνους πολιτικούς, ενώ είχαν συγκεντρωθεί στα γραφεία της εφημερίδος «Ελεύθερον Βήμα», τα οποία αποτέλεσαν το στρατηγείο τους. Είχαν συλληφθεί και κρατούνταν στη Διεύθυνση της Αστυνομίας οι Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Βίκτωρ Δούσμανης, Κωνσταντινόπουλος και Τσόντος-Βάρδας.

Έμειναν χωρίς επαναστατικά αξιώματα, στρατηγοί όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Αλέξανδρος Οθωναίος, ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης και ο Χατζηκυριάκος, αδιάλλακτοι Βενιζελικοί και μαχητικοί από την αρχή του Διχασμού. Παράλληλα κατέλαβαν αξιώματα αξιωματικοί όπως ο Στυλιανός Γονατάς και ο Δημήτριος Φωκάς, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν υποστηρικτές του Βενιζέλου, ενώ ούτε και ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν τόσο μαχητικός.

Δίκη και Καταδίκη των Έξι

Στην αρχή η διεξαγωγή της ανακρίσεως είχε ανατεθεί στον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, σκληρό κι αδιάλλακτο Βενιζελικό, που θέλησε να παραμερίσει τα πολιτικά πάθη στο ανακριτικό του έργο, ζητώντας τον απαραίτητο χρόνο για μια τέτοια υπόθεση. Ο Ζυμβρακάκης δέχθηκε αδιάκοπες πιέσεις και επιθέσεις φανατικών, οι οποίοι ήθελαν να ολοκληρωθεί η ανάκριση σε 10-15 μέρες. Επικεφαλής των αδιάλλακτων ήταν ο τότε πλοίαρχος Χατζηκυριάκος, ο οποίος ανάγκασε τον πλοίαρχο Δημήτριο Φωκά να παραιτηθεί. Έκτοτε ο Χατζηκυριάκος διετέλεσε μέλος της επαναστατικής επιτροπής του κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση της Δίκης των έξι, ενώ στη συνέχεια έστρεψε τα βέλη του προς τον Ζυμβρακάκη, τον οποίο επίσης, ανάγκασε να παραιτηθεί.

Καθώς η παρωδία δίκης έβαινε προς το τέλος της οι εκβιασμοί του Χατζηκυριάκου, του Θεόδωρου Πάγκαλου και του Αλέξανδρου Οθωναίου στον Νικόλαο Πλαστήρα, έπιασαν τόπο κι οδήγησαν στην καταδίκη και τις εκτελέσεις έξι εκ των κατηγορουμένων. Η ιστορία έχει καταγράψει ότι ο Χατζηκυριάκος είχε αγωνιστεί με μανία και πάθος για τη διαδικασία της εκτελέσεως και ήταν, πιθανόν, ο κύριος συντελεστής του ανεπανόρθωτου.

Δ' Συντακτική Συνέλευση

Ο Χατζηκυριάκος την περίοδο από το 1922 έως το 1923, διετέλεσε αρχηγός του Στόλου, βοήθησε στην αναδιοργάνωση του και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποναυάρχου. Με την έκρηξη και τη συντριβή του φιλοβασιλικού κινήματος των Παναγιώτη Γαργαλίδη-Γεωργίου Λεοναρδόπουλου τον Οκτώβριο του 1923, τα συντηρητικά κόμματα βρέθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Ο Χατζηκυριάκος στις εκλογές της 17ης Δεκεμβρίου 1923, εξελέγη πληρεξούσιος Αθηνών για την Δ' Συντακτική Συνέλευση, εκλογές στις οποίες όλα τα συντηρητικά κόμματα είχαν δηλώσει αποχή και η σύνθεση της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης που προέκυψε ήταν αποκλειστικά Βενιζελική.

Ανάμεσα στους υποστηρικτές του Βενιζέλου είχαν εκλεγεί περίπου 120 πληρεξούσιοι που υποστήριζαν την ανακήρυξη αβασίλευτης δημοκρατίας και οι περισσότεροι άνηκαν στο κόμμα «Δημοκρατική Ένωση» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1924, στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνελεύσεως, έλαβε χώρα το επεισόδιο του Θεόδωρου Πάγκαλου με τον Αθανάσιο Τζώνη, εθνικιστή πληρεξούσιο Άρτας -κτηνίατρο στο επάγγελμα, ο οποίος χαστούκισε τον Πάγκαλο. Τότε ο Χατζηκυριάκος καταφέρθηκε εναντίον του Τζώνη απειλώντας με παραίτηση από πληρεξούσιος, μαζί του συντάχθηκε και ο Γεώργιος Κονδύλης, όμως και οι δύο δεν υλοποίησαν την απειλή τους.

Πολιτική δράση

Ανέλαβε το Υπουργείο των Ναυτικών στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και διαφώνησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν εκείνος υπέγραψε τη Συνθήκη της Λωζάννης. Τον Ιούνιο του 1924, επί κυβερνήσεως Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο πλοίαρχος Κολιαλέξης -διοικητής της Μοίρας Γυμνασίων και ευνοούμενος του υπουργού Ναυτικών Χατζηκυριάκου- που είχε προαχθεί χωρίς να συγκληθεί το Ειδικό Συμβούλιο Προαγωγών, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν 158 αξιωματικοί αντιδρώντας στην απόφαση του υπουργού να επαναφέρει αξιωματικούς, οδήγησε τα πλοία στον όρμο του Πόρου, απ όπου και απείλησε την Κυβέρνηση με ανταρσία, αν πραγματοποιούσε επαναφορά των αξιωματικών αυτών, η οποία το επεδίωκε για να τους κατευνάσει. Μετά οδήγησε τη μοίρα –το σύνολο σχεδόν των πλοίων- στον Πειραιά και συνέχισε τις απαιτήσεις του, καταλαμβάνοντας και το θωρηκτό «Αβέρωφ».΄Όταν το θέμα ρυθμίστηκε ο Χατζηκυριάκος τιμώρησε τον Κολιαλέξη με δυο μήνες φυλακή.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Ιουνίου 1925, ο Χατζηκυριάκος, μαζί με τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον αντισυνταγματάρχη Βασίλειο Ντερτιλή, ο οποίος νοσηλεύονταν υπό περιορισμό στο Α' Στρατιωτικό Νοσοκομείο, εξαιτίας της συμμετοχής του στο αποτυχημένο κίνημα της 19ης Νοεμβρίου του 1924, υπό τον στρατηγό Χ. Λούφα, εκδήλωσαν στρατιωτικό κίνημα για την ανατροπή της κυβερνήσεως του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Στις 3 το πρωί οι κινηματίες επικράτησαν στους στρατώνες του Ρουφ, δηλαδή σε δύο μη μάχιμες μονάδες της Αθήνας, τους σκαπανείς και τους τηλεγραφητές, και απέτυχαν σε όλες τις υπόλοιπες στρατιωτικές μονάδες. Πριν χαράξει η 25η Ιουνίου ο Χατζηκυριάκος επιβιβάστηκε στο καταδρομικό «Αβέρωφ», ανακηρύχτηκε αρχηγός του στόλου και γύρω στις 4 τα ξημερώματα έστειλε στον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη το ακόλουθο τηλεγράφημα, «..Στόλος ταύτην νύκταν εκήρυξεν έκπτωτον Κυβέρνησιν. Καθιστώμεν προσωπικώς υπευθύνους Πρόεδρον, μέλη κυβερνήσεως διά χύσιν αδελφικού αίματος». Μισή ώρα αργότερα ο στρατηγός Χ. Τσερούλης, αφού είχε φροντίσει να καταλάβει τη Διοίκηση του Γ' Σώματος Στρατού, εκμεταλλευόμενος την απουσία του στρατηγού Αλέξανδρου Οθωναίου, κάλεσε τον υπουργό επί των στρατιωτικών Κ. Γόντικα στο τηλέφωνο για να τον πληροφορήσει ότι «...η φρουρά της Θεσσαλονίκης και όλαι αι άλλαι της Βορείου Ελλάδος επαναστάτησαν και αξιώνουν την άμεσον παραίτησιν της κυβερνήσεως...». Έτσι στις 18:30 το απόγευμα της ίδιας μέρας η κυβέρνηση Πάγκαλου έδωσε τον καθιερωμένο όρκο. Μετά την επικράτηση τους εγκαθίδρυσαν Στρατιωτικό καθεστώς, ενώ ο Χατζηκυριάκος ανέλαβε το υπουργείο Ναυτικών. Στις 3 Ιανουαρίου 1926, ύστερα από διαφωνία με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, παραιτήθηκε από το αξίωμα του Υπουργού των Ναυτικών, δημιουργώντας σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα στο καθεστώς.

Οι Άγγλοι διπλωμάτες σε αναφορές τους προς τους προϊσταμένους τους σχολίαζαν για την περίοδο άσκησης των καθηκόντων του στο Υπουργείο Εξωτερικών λέγοντας ότι, «...Όσο ικανός κι αν είναι,ο τελευταίος, ως αρχηγός του Ναυτικού, άλλο τόσο είναι ελάχιστα προετοιμασμένος, τόσο λόγω εκπαιδεύσεως, όσο και ιδιοσυγκρασίας, για την αντιμετώπιση διπλωματικών ζητημάτων..».. Επισημαίνουν επίσης την απογύμνωση των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών από τα πιο ικανά στελέχη του, και συνεχίζουν, «...οι εντολές του [...]μυρίζουν περισσότερο κατάστρωμα και λιγότερο διπλωματική εθιμοτυπία[...]». Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μεταστράφηκε και αργότερα πολιτεύθηκε με το κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη.

Στις αρχές του 1932 η πολιτική οργάνωση του Χατζηκυριάκου ενώθηκε με τις δυνάμεις του στρατηγού Θεοδώρου Πάγκαλου ενόψει των εκλογών. Τον ίδιο χρόνο ο Χατζηκυριάκος διορίστηκε Υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη. Το 1933 η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, εντοίχισε μια αναμνηστική πλάκα στην αίθουσα των φυλακών «Αβέρωφ», όπου έγιεν η δίκη των Έξι. «Έν τή αίθούση τούτη τή 15/28 Νοεμβρίου 1922, άνεγνώσθη ή άπόφασις του έκτακτου στρατοδικείου δι' ής κατεδικάσθησαν εις θάνατον και έτυφεκίσθησαν έπί έσχάτη προδοσία, οί αείμνηστοι άνδρες Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Γεώργιος Χατζηανέστης, οίτινες άφιερώσαντες όλόκληρον τήν ζωήν των και τήν πολιτικήν των δρασιν υπέρ του έθνους, εκρίθησαν, παρά του νόμους, τό Σύνταγμα και τήν Ήθικήν, παρ' άνομων δικαστών προδόται της ελληνικής πατρίδος. Τό Υπουργείου Δικαιοσύνης ένετοίχισεν έν έτει 1933». Μέλη της Κυβερνήσεως Τσαλδάρη ήταν ο Χατζηκυριάκος και ο Γεώργιος Κονδύλης, δύο από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων του 1922, τα οποία οδήγησαν στη Δίκη, την καταδίκη και την εκτέλεση των Έξι. Ο Χατζηκυριάκος παρέμεινε στη θέση του Υπουργού μέχρι το 1935, με μια μικρή διακοπή λίγων μηνών.

Κίνημα 1ης Μαρτίου 1935

Το 1934, ο αντιβενιζελικός Αλέξανδρος Σακελλαρίου είχε επαφές και με Βενιζελικούς αξιωματικούς με αποτέλεσμα να πέσει στην δυσμένεια του Χατζηκυριάκου και να του αφαιρεθεί η διοίκηση του στολίσκου αντιτορπιλικών.

Λίγες ημέρες πριν το τέλος του Φεβρουαρίου 1935 ο Χατζηκυριάκος, με την ιδιότητα του Υπουργού των Ναυτικών, κατέβηκε στον Ναύσταθμο και συγκέντρωσε τους κυβερνήτες των πλοίων του Στόλου στο καταδρομικό «Αβέρωφ» και τους έδωσε οδηγίες για την καταστολή του αναμενόμενου κινήματος. Σύμφωνα λοιπόν με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου, οι κινηματίες από τα πλοία θα εξέρχονταν με λέμβους στην ξηρά για να καταλάβουν τον Ναύσταθμο, ενώ αναμένονταν άλλοι να κατευθυνθούν προς τα μη επαναστατημένα αγκυροβολημένα πλοία, για να καταλάβουν κι αυτά. Η εκκίνηση του Βενιζελικού κινήματος δόθηκε το απόγευμα της 1ης Μαρτίου. Στο Ναύσταθμο σε όλα τα πλοία είχαν τοποθετηθεί από τον Χατζηκυριάκο πλοίαρχοι που ήταν πιστοί στην κυβέρνηση. Εκτός όλων αυτών, ο Ναύαρχος είχε φροντίσει να αφαιρεθούν τα πώματα των κυλίνδρων των μηχανών του καταδρομικού «Αβέρωφ» ώστε να μην μπορεί το πλοίο να τεθεί σε κίνηση, ενώ απαγόρευσε και τη χορήγηση πυρομαχικών και καυσίμων στα πλοία, στο εύδρομο «Έλλη», καθώς και στα πέντε αντιτορπιλικά, τα τρία τορπιλοβόλα και τα πέντε υποβρύχια.

Οι Βενιζελικοί πλοίαρχοι Κολιαλέξης και Δεμέστιχας κατάφεραν με μια τολμηρή πειρατική κίνηση να καταλάβουν τα περισσότερα πλοία του Ελληνικού στόλου, ανάμεσα τους και το «Αβέρωφ» τα οποία οδήγησαν στην Κρήτη που είχε εξεγερθεί υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αργότερα στην Βόρεια Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Η πειρατεία έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, καθώς ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι ο στόλος ήταν ασφαλής και η κοινή γνώμη θεωρούσε ότι ο υπουργός Χατζηκυριάκος είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας στον ναύσταθμο. Το υπουργικό συμβούλιο στην πρώτη του συνεδρίαση μετά την έκρηξη του κινήματος αντικατέστησε τον Χατζηκυριάκο, ο οποίος μετά την αποτυχία του να προφυλάξει τον στόλο είχε υποβάλλει την παραίτηση του, με τον Σοφοκλή Δούσμανη. Η τελευταία του θητεία του Χατζηκυριάκου που συνέπεσε με το Βενιζελικό Κίνημα του 1935, είχε ως συνέπεια να μειωθεί το κύρος του λόγω της πλήρους του αποτυχίας ελέγχου του Ναυτικού, λόγος για τον οποίο αποχώρησε οριστικά από την πολιτική.

Μνήμη Χατζηκυριάκου

Σύμφωνα με μεταγενέστερες διηγήσεις και περιγραφές του εθνικιστή γιου του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, ήταν ένας αυταρχικός πατέρας και άνθρωπος. Ήταν θυμώδης, τρόμαζε όλο τον κόσμο, ένα είδους σατράπη, σαν μπαμπούλας. Ο Νίκος διηγούνταν ένα περιστατικό όπου ενώ καθόταν μικρός στο περιβόλι του εξοχικού τους, ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και είδε να πετιούνται από τον πατέρα του έξω όλα τα έπιπλα και να σπάνε με πάταγο, ενώ συνέχιζε να τα κλωτσάει έξαλλος και να τα πετάει με ορμή στο περιβόλι. «.. Ήταν πάρα πολύ δυναμικός, μου έκανε εντύπωση...», έλεγε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας.

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Η Ελένη Θεοδώρου Γκίκα, καταγόταν από πλούσια οικογένεια με πολλά καράβια στην κατοχή τους επί τουρκοκρατίας. Ένας πρόγονος της οικογένειας ο Γιάννης Γκίκας, συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ελευθερίας της Ελλάδος με τα καράβια του και προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποσόν για τον σκοπό, έχοντας απέναντι του τον πατέρα του. Όμως απειλώντας τον ότι θα κάψει το σπίτι του, ο Γιάννης κατάφερε να πείσει και τον πατέρα του να συμμετάσχει στον αγώνα. Σύμφωνα με το γιο της Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα ήταν ευαίσθητη και αυτό την έκανε να φαίνεται κάπως κρύα καθώς ήταν υποχρεωμένη να κρατά μια στάση πιο κλειστή, σε αντίθεση με το χαρακτήρα του Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου.]