Αλέξανδρος Χατζηπέτρος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αλέξανδρος Χατζηπέτρος [1] Έλληνας εθνικιστής ανώτατος αξιωματικός του Πυροβολικού στο στρατό Ξηράς με το βαθμό του Υποστρατήγου ε.α. και πολιτικός που διατέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του καθεστώτος της 21ης Απριλίου υπό τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο, γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1915.

Ήταν παντρεμένος με την Κωνσταντίνα Χατζηπέτρου και από το γάμο τους απέκτησαν ένα γιο, το Χριστόδουλο και μία κόρη, τη Χριστίνα.

Αλέξανδρος Χατζηπέτρος

Βιογραφία

Ο Αλέξανδρος κατάγονταν από οικογένεια με σημαντική ιστορική διαδρομή στην πολιτική και το στρατό και πρόγονοι του ήταν ο αγωνιστής και οπλαρχηγός της επαναστάσεως του 1821, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ή Χατζηπέτρου [2] καθώς και ο βουλευτής Τρικάλων Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, ο οποίος δολοφονήθηκε σε μονομαχία από το βουλευτή Σπυρίδωνα Στάη. Πατέρας του Αλέξανδρου ήταν ο αντιστράτηγος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος και μητέρα του η Αικατερίνη Σκυλίτση, μητέρα του Αριστείδη Σκυλίτση, από τον γάμο της με τον Στέφανο Σκυλίτση. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Κόρινθο, όπου υπηρετούσε ως αξιωματικός ο πατέρας του. Προήχθη στο βαθμό του Ταξιάρχου στις 18 Ιανουαρίου 1967, με απόφαση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου υπό την προεδρία του Γρηγόρη Σπαντιδάκη, προαγωγή που επικυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως.

Ο Χατζηπέτρος ανήκε στην οργάνωση Ι.Δ.Ε.Α. και είχε συμμετάσχει στο κίνημα του 1951, όταν οι αξιωματικοί που συμμετείχαν σ' αυτό ζητούσαν να αναλάβει ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος την ηγεσία της Ελλάδος. Παράλληλα, από το 1951 διατηρούσε στενή σχέση με τον Γεώργιο Παπαδόπουλου, με τον οποίο συνυπηρετούσαν στη Σχολή Πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο υπό τις διαταγές του τότε Αντισυνταγματάρχη Οδυσσέα Αγγελή. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ο Χατζηπέτρος υπηρετούσε ως αξιωματικός του Επιτελείου στο γραφείο του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού [Γ.Ε.Σ.]. Σε βιβλίο [3] που εκδόθηκε το 2014, αναφέρεται ότι την 1η Απριλίου του 1963, ο στρατηγός Βασίλειος Καρδαμάκης, τέως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού [Γ.Ε.Σ.], προσέγγισε τον Αμερικανό στρατιωτικό ακόλουθο συνταγματάρχη Μπόλντρι [Baldry], στην πρεσβεία των Αθηνών, από τον οποίο ζήτησε να εγκρίνει ένα στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία του Καρδαμάκη. Ο στρατηγός ανέφερε ονομαστικά τα ονόματα των «αληθώς πατριωτών και νομιμοφρόνων» αξιωματικών, που ήταν ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, τότε διευθυντής του γραφείου του στρατηγού Καρδαμάκη, και ο ταξίαρχος Οδυσσέας Αγγελής, οι οποίοι όπως του ανέφερε «προσβλέπουν σε εκείνον [τον Καρδαμάκη] ως ηγέτη τους» και ήταν έτοιμοι να σταματήσουν τη διεφθαρμένη κυβέρνηση, να αντιμετωπίσουν τους κομμουνιστές, οι οποίοι ήλεγχαν το 10% των ανωτάτων κυβερνητικών υπαλλήλων και να ελέγξουν τον «διαλυτικό τύπο» της Ελλάδος.

21η Απριλίου

Εννέα μήνες πριν την περίοδο της επιβολής του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, από το καλοκαίρι του 1966, ο Χατζηπέτρος κατείχε το βαθμό του Ταξιάρχου Πυροβολικού και υπηρετούσε στη βάση δοκιμών πυραύλων του Ν.Α.Τ.Ο. στο Ακρωτήρι της Κρήτης. Σύμφωνα με το Στυλιανό Παττακό, που ήταν συμμαθητής του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διατηρούσαν στενές οικογενειακές σχέσεις καθώς η Μαρία Νικολαΐδη, η σύζυγος του Παττακού, υπήρξε συμμαθήτρια της συζύγου του Χατζηπέτρου [4], ο Χατζηπέτρος ανήκε στον πυρήνα των 24 αξιωματικών που αποτέλεσαν τον επαναστατικό μηχανισμό της επιβολής του καθεστώτος [5]. Στις 5 το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1967 ήρθε αεροπορικώς από την Κρήτη στην Αθήνα και στις 24 Απριλίου, με απόφαση και με την υπογραφή του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Κόλλια, τοποθετήθηκε στη θέση του Διοικητή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών [Κ.Υ.Π.], στην οποία παρέμεινε έως τις 2 Ιουνίου 1972, όταν αντικαταστάθηκε από τον Μιχάλη Ρουφογάλη, ως τότε υποδιοικητή της Υπηρεσίας.

Στις 4 Νοεμβρίου 1967, ένα περίπου μήνα πριν το κίνημα του βασιλέως Κωνσταντίνου, ο Χατζηπέτρος ζήτησε ακρόαση από τον Ανώτατο άρχοντα της χώρας, στον οποίο μετέφερε τις απόψεις του [6] και προσπάθησε να τον πείσει να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας με το καθεστώς της 21ης Απριλίου. Η προσπάθεια του δεν είχε αποτέλεσμα καθώς ο Κωνσταντίνος αγωνιούσε για την τύχη του υπασπιστή του Μάκη Αρναούτη, τον έλεγχο του στρατού και εξέφρασε την αγωνία του για τη μελλοντική του αδυναμία να πραγματοποιεί μεταθέσεις κατά την κρίση του. Στις 7 Φεβρουαρίου 1968 δημοσιεύθηκε [7] η προαγωγή του Χατζηπέτρου στο βαθμό του Υποστρατήγου, αναδρομικά από την 4η Μαΐου 1964, με βάση το νόμο 4330/63. Ο Αλέξανδρος Χατζηπέτρος διατέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών [8] στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπαδόπουλου από τις 31 Ιουλίου 1972 έως τις 8 Οκτωβρίου 1973, όταν ορκίστηκε η κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη.

Μεταπολίτευση

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1968 το Συμβούλιον της Επικρατείας, υπό την προεδρία του Μιχάλη Στασινόπουλου, είχε αποφανθεί για την 21η Απριλίου 1967 ότι αποτέλεσε Επανάσταση [9]. Επίσης στις 26 Ιουλίου 1974, δημοσιεύθηκε το Προεδρικό Διάταγμα Γενικής Αμνηστίας με αριθμό 519, το οποίο όριζε, «...Αμνηστεύονται τα καθ' οιονδήποτε τρόπον τελεσθέντα μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος εγκλήματα, τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα υπό των διατάξεων του Ποινικού Κώδικος, του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος κ.λπ. και αυτόθι αναφερομένων νόμων, ως επίσης και τα προς αυτά συναπτόμενα ή συναφή, εφ' όσον ταύτα έχουν σχέσιν προς την κατάστασιν την δημιουργηθείσαν από της 21/4/1967. Ομοίως αμνηστεύονται τα αυτά ως άνω εγκλήματα, τελεσθέντα προ της 21/4/1967 και τα προς αυτά συναπτόμενα ή συναφή, εφ' όσον οπωσδήποτε απέβλεπον προς την ανατροπήν της καθεστηκυίας τάξεως...».

Μηνυτήρια αναφορά

Με μια κίνηση μεθοδευμένη και με ξεκάθαρο πολιτικό στόχο, στις 9 Σεπτεμβρίου 1974, υποβλήθηκαν μηνύσεις εναντίον του από το δικηγόρο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο οποίος δεκατρία χρόνια αργότερα τάχθηκε εγγράφως, δημόσια και απολύτως ξεκάθαρα υπέρ της αποφυλακίσεως όλων των κρατουμένων λόγω της μηνύσεως του [10], καθώς υποστήριξε ότι η καταδίκη του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του υπήρξε παράνομη. Με το Λυκουρέζο συντάχθηκαν ο δικηγόρος Ανδρέας Αναγνωστάκης, από τον Κίσσαμο Χανίων, ως εκπρόσωπος της «Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας», οι Φοίβος Κούτσικας, Γρηγόριος Κασιμάτης, με την μήνυση των οποίων κινήθηκε δίωξη κατά 50 φυσικών προσώπων, αξιωματικών όλων των βαθμίδων του Ελληνικού στρατού, για εσχάτη προδοσία και στάση. Οι μηνυτές πρότειναν την εξέταση 40 μαρτύρων κατηγορίας, ενώ μήνυση υπέβαλλε και ο δικηγόρος Δημήτριος Χαρισιάδης. Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν κατά του Παπαδόπουλου -με βάση το Αστικό Δίκαιο- αφορούσαν κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, συγκεκριμένα για παραβάσεις των άρθρων 134, 8α και 8β του Ποινικού Κώδικα.

Οι μηνύσεις, δυο μέρες αργότερα, διαβιβάστηκαν από την Εισαγγελία Αθηνών στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη, καθώς όταν τελέστηκαν τα αδικήματα ο Χατζηπέτρος είχε την ιδιότητα του στρατιωτικού. Οι μηνυτές υποστήριξαν ότι υπέστησαν αστική ζημία, καθώς από την ενέργεια του παρεμποδίστηκε η επαγγελματική τους ανέλιξη. Στους εν λόγω μηνυτές απαγορεύτηκε από το δικαστήριο να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες και τους απέβαλε της Πολιτικής Αγωγής, όμως τους επέτρεψε να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας. Οι δεκαπέντε εναγόμενοι της αναφοράς Λυκουρέζου –πλην του Αλέξανδρου Χατζηπέτρου- ήταν οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Νικόλαος Μακαρέζος, Δημήτριος Ιωαννίδης, Ιωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, Αντώνιος Λέκκας, Κωνσταντίνος Καρύδας, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Κωνσταντίνος Χρ. Παπαδόπουλος, Μάριος Φραγκίσκος, που υπηρετούσε ως συνταγματάρχης στο Γ.Ε.Σ. στις 21 Απριλίου 1967, Γεώργιος Ζωιτάκης, Γρηγόρης Σπαντιδάκης και Μιχαήλ Μπαλόπουλος. Στις 28 Σεπτεμβρίου έγινε γνωστό από δημοσιεύματα εφημερίδων ότι ο υποστράτηγος της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Εμμανουήλ Πλευράκης διενεργεί προκαταρκτική εξέταση με βάση την μήνυση Λυκουρέζου.

Συντακτική πράξη

Αλέξανδρος Χατζηπέτρος

Στις 3 Οκτωβρίου 1974, η Βουλή των Ελλήνων με πρωτοβουλία των βουλευτών του κόμματος «Νέα Δημοκρατία», εξέδωσε Συντακτική Πράξη [11] με την οποία βάπτιζε ως «πολιτικό έγκλημα» την 21η Απριλίου και ανακαλούσε την αμνηστία της 26ης Ιουλίου 1974 –που είχε παραχωρήσει ο Καραμανλής– μόνον για τους «πρωταίτιους» της 21ης Απριλίου, εξαιρουμένων του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη που ως τις 18 Δεκεμβρίου 1974 παρέμεινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, της υφιστάμενης στρατιωτικής ηγεσίας και του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα.

Η Συντακτική Πράξη παραβίασε τρεις θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου, του Συντάγματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς:
α) Εισήγαγε νομοθέτημα αναδρομικής ισχύος, με το οποίο καθιστούσε την επανάσταση ποινικό αδίκημα και παραγνώρισε το αξίωμα ότι «Επανάσταση επικρατήσασα δημιουργεί δίκαιον». Σύμφωνα με το άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικος τιμωρείται μόνον: «Ο αποπειρώμενος να μεταβάλη το πολίτευμα του κράτους», δηλαδή τιμωρείται μόνο τυχόν αποτυχημένη απόπειρα Επαναστάσεως. Η Συντακτική Πράξη παραβίαζε το αξίωμα «Nullum crimen nula paena sine praevia lege» [«Δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως νόμος που να το προβλέπει], καθώς και το Ελληνικό Σύνταγμα που ρητώς αναφέρει: «Νομοθέτημα αναδρομικής ισχύος απαγορεύεται απολύτως».
β) Ανακάλεσε αμνηστία, παραβιάζοντας το διεθνές αξίωμα «Αμνηστία δοθείσα, ουδέποτε ανακαλείται». Η Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 ανακάλεσε τρεις αμνηστίες: Την αμνηστία της 26ης Ιουλίου 1974 [12] την οποία έδωσε ο Καραμανλής ως Πρωθυπουργός. Την αμνηστία της 20ης Αυγούστου 1973 [13] που είχε δώσει ως Πρόεδρος ο Παπαδόπουλος και αμνήστευε και αυτό όλα τα πολιτικά αδικήματα που είχαν σχέση με την 21η Απριλίου κι έπειτα, καθώς και την επικύρωση την αμνηστίας της 20ης Αυγούστου 1973 με την Συντακτική Πράξη της 5ης Αυγούστου 1974 [14] και πάλι από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
γ) Στέρησε το δικαίωμα του «φυσικού δικαστού»: Η Συντακτική Πράξη όριζε ότι οι διωκόμενοι «υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών». Όμως για το αδίκημα της «στάσεως» αρμόδιο ήταν το Στρατοδικείο, ενώ γι’ αυτό της «εσχάτης προδοσίας» ήταν το ορκωτό Κακουργιοδικείο. Αντιθέτως, ορίστηκε, εντελώς παράνομα, «Ειδικό Δικαστήριο», ενώ η Συντακτική Πράξη δέσμευε την Δικαιοσύνη, προσδιορίζοντας την πράξη ως «πολιτικό έγκλημα», πριν εκδικασθεί.

Εναντίον των στελεχών και του επικεφαλής του καθεστώτος της 21ης Απριλίου στήθηκε μια πραγματική βιομηχανία μηνύσεων. Με απόφαση της Βουλής καθορίστηκε προθεσμία για την υποβολή μηνύσεων κατά των στελεχών του καθεστώτος, τρεις μήνες και για εγκλήματα από τα οποία είχε ζημιωθεί το Δημόσιο, έξι μήνες. Η Δικαστική Αρχή κινήθηκε αυτεπαγγέλτως από τα τέλη του 1974, μόνο για τις υποθέσεις του Πολυτεχνείου, κατά την εξέγερση του Νοέμβρη 1973 και για τα υποτιθέμενα βασανιστήρια των πολιτικών κρατουμένων και η Εισαγγελία Αθηνών διέταξε την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, για τις δυο αυτές περιπτώσεις των «ομαδικών» εγκλημάτων. Έτσι ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας Κωνσταντίνος Φαφούτης διέταξε την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, από τους Εισαγγελείς Δημήτριο Τσεβά, για την υπόθεση του «Πολυτεχνείου», και Βασίλειο Παππά, για τις υποθέσεις των «βασανισμών», «...ίνα κρίνη αν συντρέχη περίπτωσις ποινικής διώξεως..». Η προθεσμία για την υποβολή μηνύσεων που είχε οριστεί ήταν από τις 18 Ιανουαρίου μέχρι τις 18 Απριλίου 1975. Γεννήθηκε το ερώτημα αν η 18η Απριλίου είναι μέρα, μέσα στην προθεσμία ή έξω από αυτή και από την Εισαγγελία ανακοινώθηκε επίσημα, ότι η 18 Απριλίου είναι μέσα στην προθεσμία και ο αρμόδιος Εισαγγελέας, δέχτηκε τη μέρα αυτή, μόνο στην Αθήνα, περίπου 150 μηνύσεις με εκατοντάδες κατηγορούμενους. Τελικά όσοι μηνύθηκαν στις 18 Απριλίου και παραπέμφθηκαν σε δίκες, τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι η εν λόγω ημέρα είναι έξω από την προθεσμία, οι μηνύσεις εκπρόθεσμες και έπαψε η δίωξη των κατηγορουμένων.

Άσκηση διώξεως

Στις 21 Οκτωβρίου 1974, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Σόλων Γκίκας παρέδωσε διαβατήρια στον Παπαδόπουλο και τους συνεργάτες του, τα οποία τους παρείχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν ελεύθερα στο εξωτερικό, προκειμένου να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Όπως γράφει ο Στυλιανός Παττακός «..Όσοι θα τα εδέχοντο θα ελάμβανον: Εισιτήριον δια χώραν της αρεσκείας του έκαστος μετά της οικογενείας του, την δαπάνην του ταξιδίου και την διαβεβαίωσιν ότι θα ανελαμβάνετο υπό της Κυβερνήσεως η δαπάνη διαβιώσεώς του εις το εξωτερικόν..» [15]

Η δικογραφία που είχε σχηματιστεί μετά τις μηνύσεις διαβιβάστηκε στην Ολομέλεια των Εφετών. Στις 24 Οκτωβρίου συνήλθε σε συνεδρίαση η Ολομέλεια Εφετών Αθηνών, δηλαδή 80 από τους 83 εφέτες και 8 από τους 9 προέδρους εφετών που υπηρετούσαν, προκειμένου να αποφασίσουν για την άσκηση διώξεως εναντίον των πρωταιτίων της 21ης Απριλίου. Ο εισαγγελέας Μενέλαος Κουτσάκος πρότεινε να διωχθούν οι πρωταίτιοι και να ορισθεί ανακριτής εφέτης, όμως η ολομέλεια επιφυλάχθηκε να αποφασίσει και όρισε εισηγητή τον εφέτη Παναγιώτη Λογοθέτη. Την 1η Νοεμβρίου 1974 η Ολομέλεια των Εφετών αποφάσισε την ποινική δίωξη για εσχάτη προδοσία, έδωσε παραγγελία στον προϊστάμενο της εισαγγελίας Μενέλαο Κουτσάκο για την άσκηση της διώξεως και όρισε ανακριτή στην υπόθεση τον εφέτη Γεώργιο Βολτή. Η απόφαση έφερε τις υπογραφές 86 εφετών και προέδρων εφετών και η δίωξη έγινε ονομαστικά κατά όσων κατονομάζονταν στις μηνύσεις Λυκουρέζου, δεκαπέντε πρόσωπα, «Δημοκρατικών Δικηγόρων», πενήντα πρόσωπα, και Χαρισιάδη, πέντε πρόσωπα, αλλά και κατά κάθε άλλου που θα προέκυπτε από την ανάκριση.

Την 1η Νοεμβρίου 1974, ασκήθηκε δίωξη εναντίον του με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, κατά παράβαση των άρθρων 134 και 135, άρθρα 8α και 8β του Ποινικού Κώδικα, καθώς και 63 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Η μήνυση δυο μέρες αργότερα, διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία Αθήνας στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη, επειδή όταν τελέστηκαν τα αδικήματα ήταν στρατιωτικός. Η δίωξη ασκήθηκε από τον Μενέλαο Κουτσάκο, προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών, καθώς και εναντίον των Γεωργίου Παπαδόπουλου, Νικολάου Μακαρέζου, Στυλιανού Παττακού, και 62 ακόμη συνεργατών τους. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε συνέντευξη του στην Ελληνική κρατική τηλεόραση, στις 13 Νοεμβρίου 1974, υποστήριξε ότι «..παρέλαβε χάος και καμμένη γην», ενώ είπε ακόμη πως «..η κυβέρνησή μου αντικατέστησε άνω των 100.000 ατόμων, από τον τελευταίο κοινοτάρχη μέχρι τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, άνοιξε το δρόμο για την δικαστική δίωξη των πρωταιτίων της τυραννίας και για να διευκολύνει το έργο της Δικαιοσύνης, έλαβε μέτρα ασφαλείας κατά των υπευθύνων, τους δε κορυφαίους εξ αυτών, τους εξετόπισε σε νήσο του Αιγαίου»...».

Ανακριτική διαδικασία

Στις 18 Ιανουαρίου 1975 έγινε νόμος του Ελληνικού κράτους το παράτυπο «Δ' Ψήφισμα» της Ε' Αναθεωρητικής Βουλή των Ελλήνων, που αποφάσισε και καθόρισε τη μορφή της 21ης Απριλίου 1967 ως «πραξικόπημα» [16] και θέσπισε την αναδρομικότητα σε Ποινικά αδικήματα, πρωτοφανές γεγονός για τα νομικά χρονικά της Ελλάδος.

Το Δ’ ψήφισμα ήταν αποτέλεσμα παρανομίας καθώς ψηφίσθηκε από αναθεωρητική Βουλή, αρμόδια για την αναθεώρηση του Συντάγματος και όχι για την έκδοση ποινικών νόμων. Το Ψήφισμα παρήγαγε μια σειρά από παράνομα αποτελέσματα καθώς εισήγαγε δεύτερο νόμο αναδρομικής ισχύος και ονόμαζε τους διωκόμενους ως ενόχους «στάσεως» και «σφετερισμού εξουσίας», καταπατώντας την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Τέλος το Ψήφισμα, παραβαίνοντας κάθε έννοια δικαίου και λογικής, χαρακτήριζε μια Επανάσταση που επικράτησε για επτά χρόνια, ως «πραξικόπημα» το οποίο «ουδέποτε επικράτησε» και διακηρύσσει ότι δήθεν «η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», δημιουργώντας πρωτοφανές κενό νομικής συνέχειας του Ελληνικού κράτους για μια ολόκληρη επταετία.

Ο Χατζηπέτρος απολογήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1975 ενώπιον του ανακριτή ο οποίος τον εξέτασε στο αστυνομικό τμήμα της Κηφισιάς και αφέθηκε ελεύθερος με ομόφωνη γνώμη ανακριτού και εισαγγελέως. Την 24η Φεβρουαρίου 1975, το καθεστώς Καραμανλή σκηνοθέτησε κι αποκάλυψε το «Πραξικόπημα της Πυτζάμας», με αφορμή το οποίο αποστρατεύθηκαν περισσότεροι από 275 αξιωματικοί. Στις 22 Μαΐου 1975 δημοσιεύθηκε το υπ' αριθμό 414/75 βούλευμα του Πενταμελούς Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη με τις κατηγορίες της «εσχάτης προδοσίας» και της «στάσεως» και στις 2 Ιουλίου 1975 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε, με την υπ' αριθμόν 683 απόφαση, την αναίρεση [17] που είχε ασκήσει κατά του βουλεύματος της παραπομπής του.

O τότε Πρόεδρος της Ε.ΔΗ.Κ. Ιωάννης Ζίγδης στις 26 Νοεμβρίου 1974 δήλωσε ότι, «Η Κυβέρνησις Καραμανλή ωρκίσθη στις 24 Ιουλίου 1974 ενώπιον του «Προέδρου της Δημοκρατίας Στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη», ανεγνώρισε έτσι το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας του Δημοψηφίσματος Ιουλίου 1973. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση Καραμανλή είναι συνέχεια των κυβερνήσεων της δικτατορίας και επιβεβαίωση της νομιμότητος αυτών. Με την κυβέρνηση Καραμανλή ανεγνωρίσθη ότι η λεγόμενη «Επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967» επεβλήθη και επομένως εδημιούργησε δίκαιον. Κατόπιν αυτών δεν γνωρίζω ότι υπάρχει θέμα διώξεως των υπευθύνων της δικτατορίας». Η παραβίαση κάθε αρχής δικαίου προκάλεσε τη λεκτική αντίδραση ακόμη και του Ηλία Ηλιού, προέδρου του κόμματος «Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά» [«Ε.Δ.Α.»] ο οποίος στη συζήτηση του θέματος στη Βουλή, είπε «... Ωραία, δεν είναι επανάστασις, είναι πραξικόπημα. Μας ανησυχεί όμως κάτι άλλο. Ημνηστεύθη! Είτε ημνηστεύθη το 1973 από την ιδίαν την πραξικοπηματικήν Κυβέρνησιν... ή από την αμνηστίαν, την αναπόφευκτον πρέπει να πούμε αμνηστίαν της 26.07.1974, μετά την αποχώρησιν των πραξικοπηματιών. Αλλά, αφού αμνηστεύθηκε, είναι δυνατόν να δοθή ερμηνευτική έννοια και επομένως αναδρομή ισχύος εις τον κανόνα του άρθρου 5; Είναι αμφίβολον. Ερμηνευτικός νόμος είναι εκείνος, ο οποίος πράγματι ερμηνεύει κάτι το ασαφές και όχι το σαφές ...» [18].

Υποβλήθηκε μήνυση και ασκήθηκε δίωξη με παραγγελία της Ολομέλειας των Εφετών Αθηνών εναντίον των συνεργατών και των συμμετόχων στις κυβερνήσεις της 21ης Απριλίου. Ο εφέτης, Κωνσταντίνος Ποταμιάνος, που ορίστηκε ανακριτής, αρνήθηκε να διεξάγει ανακρίσεις, διότι «το έγκλημα τους ήταν στιγμιαίο» κατά τη γνώμη του. Τη διαφωνία κλήθηκε να επιλύσει το Συμβούλιο Εφετών, που έκρινε ότι το έγκλημα είναι «διαρκές» κι ανανέωσε την εντολή στον Ποταμιάνο. Κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών έγινε προσφυγή στον Άρειο Πάγο, ύστερα από αναίρεση του Εισαγγελέα Α. Π. Ευσταθίου Μπλέτσα. Στις 2 Ιουλίου 1975 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε, με την απόφαση 684, ότι το δήθεν αδίκημα της «εσχάτης προδοσίας» της 21ης Απριλίου 1967, ήταν «στιγμιαίον», απόφαση που είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή από κάθε ευθύνη, όσων συνεργάστηκαν με την 21η Απριλίου μετά την επικράτηση της. Καταθέτοντας ως μάρτυρας, σε δίκη του Νίκου Ψαρουδάκη, που είχε κατηγορηθεί για περιύβριση αρχής, για άρθρο του στην εφημερίδα «Χριστιανική» με τίτλο «Διαρκές το δικό σας έγκλημα κύριοι Αρεοπαγίτες» ο καθηγητής Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, αργότερα Υπουργός της Δικαιοσύνης, χαρακτήρισε τους αρεοπαγίτες που εξέδωσαν την απόφαση «ανθρωπάκια».

Αθωωτική απόφαση

Παραπέμφθηκε και δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της στάσεως στη δίκη των πρωταιτίων του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Ο Χατζηπέτρος και η συντριπτική πλειοψηφία των κατηγορουμένων ουδέποτε αναγνώρισαν την νομιμότητα της δίκης και την αρμοδιότητα του δικαστηρίου που τους δίκασε. Δεν δέχτηκαν διορισμό δικηγόρου και θεωρούσαν εαυτούς ως «οιονεί απόντες». Ο Χατζηπέτρος απολογήθηκε στις 18 Αυγούστου 1975 και το Σάββατο 23 Αυγούστου 1975 στη 1.10 το μεσημέρι, εκδόθηκε η απόφαση υπ' αριθμόν 477 με την οποία αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών, όπως ήταν η πρόταση του Εισαγγελέα του δικαστηρίου, από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών [19] με πρόεδρο τον Ιωάννη Ντεγιάννη, έκπτωτο στρατιωτικό δικαστή πριν την 21η Απριλίου 1967. Ο Χατζηπέτρος κατέθεσε ως μάρτυρας υπερασπίσεως, στις 25 Ιουλίου 1976, στη δίκη της Δέσποινας Γάσπαρη-Παπαδοπούλου, της οποίας ήταν προϊστάμενος την περίοδο που μισθοδοτούνταν από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών [Κ.Υ.Π.].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 21april1967.png

Αξιωματικοί (επαναστάτες)

21η Απριλίου 1967

25η Νοεμβρίου 1973

Αξιωματικοί

Δολοφονημένοι

Πολιτικά πρόσωπα

Πρωθυπουργοί

Υπουργοί

Υποστηρικτές

25η Νοεμβρίου 1973

Διάφορα πρόσωπα
  • Επίσκοποι
  • Μητροπολίτες
  • Θεολόγοι
  • Πανεπιστημιακοί καθηγητές


Παραπομπές

  1. [Το πρώτο συνθετικό του επιθέτου Χατζηπέτρος είναι το Χατζής, συνηθισμένο νεοελληνικό επώνυμο, το οποίο σχηματίστηκε από το προσηγορικό χατζής, που σημαίνει ο προσκυνητής των Αγίων Τόπων, δηλαδή της Ιερουσαλήμ. Ετυμολογείται από το αραβικό hajji <hajj =προσκύνημα. Ο τίτλος του χατζή, που δινόταν στους προσκυνητές των Αγίων Τόπων, παρέμενε συνδεδεμένος με το βαπτιστικό όνομα του προσκυνητή κι έτσι προέκυψε πλήθος άλλων επωνύμων, όπως Χατζημιχάλης, Χατζηγιάννης, Χατζηπέτρος και άλλα. Ο χατζής ήταν σεβαστός από τους συμπολίτες του και επιστρέφοντας στον τόπο καταγωγής του τον υποδέχονταν πανηγυρικά με εκκλησιαστική πομπή. Στη Θράκη η καλύτερη ευχή που έδιναν σε κάποιον ήταν: Ο Θεός να σ’ αξιώσει να γίνεις χατζής και πλούσιος, και στη Λέσβο: Με τα λόγια δε γίνισι χατζής.]
  2. [Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ή Χατζηπέτρου ήταν εξάδελφος του Ιωάννη Κωλέττη. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1799 στο Βετερνίκ, το σημερινό Νεραϊδοχώρι Τρικάλων και ήταν Βλάχικης καταγωγής από τον Ασπροπόταμο. Η οικογένεια ήταν πρόκριτοι της περιοχής για περισσότερα από 200 χρόνια, προνόμιο που τους αφαιρέθηκε το 1813, από τον Αλή Πασά. Ο πατέρας του Γεώργιος ή Γούσιας Χατζηπέτρος, που είχε μια κόρη και τέσσερις γιους και πιο μικρός απ’αυτούς ήταν ο Χριστόδουλος, ήταν ο πλουσιότερος γαιοκτήμονας της περιοχής, δραστήριος προύχοντας μεγαλοτσέλιγκας και έμπορος μάλλινων ειδών, με πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία έχασε όταν έπεσε στη δυσμένεια του Αλή Πασά. Η οικογένεια καταστράφηκε οικονομικά και στα 1812 οι δυο μικρότεροι από τους γιους του Γούσιου, ο Γιαννάκης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις Σέρρες, όπου η οικογένεια είχε αναπτύξει δραστηριότητες. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ταξίδεψε μέχρι τη Βιέννη μαζί με άλλους εμπόρους των Σερρών και εκεί ως μέλος μιας επιτροπής Ελλήνων συνάντησαν τον Ναπολέοντα, ζητώντας την αρωγή του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Το 1817, ο Χριστόδουλος βρέθηκε στην αυλή και στην υπηρεσία του Αλή-Πασά ως γραμματικός. Στα χέρια του ξεψύχησε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατά την διάρκεια της μάχης του Φαλήρου, ενώ το 1854 ήταν υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα. Πρώτη σύζυγος του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου ήταν η κόρη ενός προεστού από το Κλίνοβο, μετά το θάνατο της οποίας παντρεύτηκε με την Ειρήνη Στουρνάρα, κόρη του Νικόλαου Στουρνάρα, του αρματολού του Κόζιακα και του Ασπροπόταμου, για την οποία πολλές πληροφορίες υπάρχουν στα «Στρατιωτικά ενθυμήματα» του Νικολάου Κασομούλη. Ο γάμος του με την Ειρήνη Στουρνάρα έγινε το Σεπτέμβριο του 1828 στο Ναύπλιο, ενώ ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, προστάτης της οικογένειας Στουρνάρα,αποφάσισε να προικίσει τη νύφη με 3.000 γρόσια. Η Ειρήνη πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1844 και ο Χριστόδουλος δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ο Γούδας γράφει ότι «...ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ήλθεν εις γάμον μετά της αξίας των τε φυσικών και των ηθικών πλεονεκτημάτων Ειρήνης, θυγατρός του εν Μεσολογγίω ενδόξως πεσόντος ανδρείου στρατηγού Νικολάου Στουρνάρη...» και συμπληρώνει ο ο Δημήτριος Λιακατάς, «...Η Ειρήνη εστάθη αντάξια πλησίον του συζύγου της Χριστοδούλου. Εις τας Αθήνας εθεωρείτο μια από τας πλέον ωραίας Δεσποίνας της εποχής της και η οικία της ήτο το εντευκτήριον όλου του καλού της εποχής κόσμου...».] Έλλη Παπαναστασίου, «Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ο Ελευθερωτής».
  3. [Μιχάλης Ιγνατίου-Κώστας Παπαϊωάννου, «Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα;», εκδόσεις «Λιβάνης».]
  4. [Απολογία Αλέξανδρου Χατζηπέτρου ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών στις Αυγούστου 1975.]
  5. [«... αναφέρονται τα 24 ονόματα των καταδικασθέντων τον μήνα Αύγουστον 1975 με την κατηγορίαν των "πρωταιτίων" ... Οι ανωτέρω 24 Αξιωματικοί απετέλεσαν τον πυρήνα του επαναστατικού μηχανισμού και αυτοί εκίνουν τα νήματα και τα βήματά της». Στ. Γ. Παττακός, Βιβλίο 3ο, σελίδες 46 & 47.]
  6. Ο Αλέξανδρος Χατζηπέτρος για τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
  7. [Βασιλικό Διάταγμα, Φ.Ε.Κ. αριθμός 45, τεύχος Γ', 4 Φεβρουαρίου 1968.]
  8. Κυβέρνησις ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  9. [«...Tο Συμβούλιον της Επικρατείας, υπό την προεδρίαν του μετά την αποχώρησιν της Επαναστάσεως Προέδρου της Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινοπούλου, εδέχθη διά των υπ’ αριθμ. 2468/1968 και 503/1969 αποφάσεών του, ότι «... η παρούσα Κυβέρνησις διωρίσθη από τον κατά το Σύνταγμα Ανώτατον Άρχοντα και ωρκίσθη ενώπιόν του προσλαβούσα τον τύπον συνταγματικώς νομίμου Κυβερνήσεως, ίδρυσε νέαν νομιμότητα και δι’ αυτής ετέθη η Χώρα υπό καθεστώς Κράτους νόμου δικαίου ...».] Στυλιανός Παττακός, «21η Απριλίου 1967-Διατί; Ποιοί; Πως;», Αθήνα 1999, σελίδα 225, Εκδόσεις «ΒΙΟΒΙΛ».]
  10. [Άρθρο του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, Εφημερίδα «Ακρόπολις» 4 Ιανουαρίου 1987. Επιχειρήματα υπέρ της αποφυλακίσεως του Παπαδόπουλου είχαν διατυπωθεί από τον Ανδρέα Λεντάκη, που σε άρθρο του στις 13 Απριλίου 1995 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» διατύπωσε την άποψη ότι «η έξωθεν απειλή κατά του εθνικού μας χώρου, οπότε απαιτείται η μέγιστη ομοψυχία και ενότητα πέρα από τις κομματικές πολιτικές μας διαφορές».]
  11. [Φ.Ε.Κ. 277, 3 Οκτωβρίου 1974]
  12. [Προεδρικό Διάταγμα 519–Φ.Ε.Κ. 211]
  13. [Προεδρικό Διάταγμα 168–Φ.Ε.Κ. 186]
  14. [Φ.Ε.Κ. 217]
  15. [«Δυστυχώς ενικήσαμεν», Α’ μέρος, σελίδα 96.
  16. [«...Tο Συμβούλιον της Επικρατείας, υπό την προεδρίαν του μετά την αποχώρησιν της Επαναστάσεως Προέδρου της Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινοπούλου, εδέχθη διά των υπ’ αριθμ. 2468/1968 και 503/1969 αποφάσεών του, ότι «... η παρούσα Κυβέρνησις διωρίσθη από τον κατά το Σύνταγμα Ανώτατον Άρχοντα και ωρκίσθη ενώπιόν του προσλαβούσα τον τύπον συνταγματικώς νομίμου Κυβερνήσεως, ίδρυσε νέαν νομιμότητα και δι’ αυτής ετέθη η Χώρα υπό καθεστώς Κράτους νόμου δικαίου ...».] Στυλιανός Παττακός, «21η Απριλίου 1967-Διατί; Ποιοί; Πως;», Αθήνα 1999, σελίδα 225, Εκδόσεις «ΒΙΟΒΙΛ».]
  17. [Πλην του Αλέξανδρου Χατζηπέτρου, άσκησαν αναίρεση κατά του 414/1975 βουλεύματος, και οι: Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Γεώργιος Ζωιτάκης, Ιωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Καρύδας, Αντώνιος Λέκκας, Νικόλαος Ντερτιλής, Κωνσταντίνος Χρ. Παπαδόπουλος, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Δημήτριος Ιωαννίδης, Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος και Ευάγγελος Τσάκας.]
  18. [Στυλιανός Παττακός, «21η Απριλίου 1967-Διατί; Ποιοί; Πως;», Αθήνα 1999, σελίδα 224, Εκδόσεις «ΒΙΟΒΙΛ» & Γρηγόριος Μιχαλόπουλος, «Γεώργιος Παπαδόπουλος-Ο Μεγάλος Επαναστάτης», Αθήνα 2000, σελίδα 251, Εκδόσεις «Γρηγόρη Α. Μιχαλόπουλου».]
  19. [Τη σύνθεση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών αποτελούσαν, Πρόεδρος ο Γιάννης Ντεγιάννης, σύνεδροι οι εφέτες Παναγιώτης Λογοθέτης, Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος, Ιωάννης Γρίβας και Γεώργιος Πλαγιαννάκος, εισαγγελέας ο Κωνσταντίνος Σταμάτης και αναπληρωματικά μέλη οι Ηλίας Γιαννόπουλος και Δημήτριος Τζούμας.]