Αντονέν Αρτώ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αντονέν Μαρί-Ζοζέφ Αρτώ, [Antoine Marie Joseph Paul Artaud], Γάλλος παραδοσιοκράτης και συντηρητικός, πολέμιος της θεωρίας του μαρξισμού και του υλισμού, απόγονος Ελλήνων μεταναστών από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας από την μητρική του καταγωγή, ποιητής, ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς όλων των εποχών, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και διαπρεπής θεωρητικός του θεάτρου, ο εμπνευστής και δημιουργός του «Θεάτρου της Σκληρότητος», [Théâtre de la cruauté], γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1896 στο νησί της Μασσαλίας στη Γαλλία και πέθανε στις 4 Μαρτίου 1948 στο Παρίσι από υπερβολική δόση φαρμάκων, καθώς έπασχε από καρκίνο των εντέρων, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας.

Antoine Marie Joseph Paul Artaud
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 4 Σεπτεμβρίου 1896
Τόπος: Μασσαλία (Γαλλία)
Θάνατος: 4 Μαρτίου 1948
Τόπος: Παρίσι (Γαλλία)
Υπηκοότητα: Γαλλική
Ασχολία: Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας,
δημιουργός «Θεάτρου Σκληρότητος».

Βιογραφία

Πατέρας του Αντονέν ήταν ο καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού Antoine-Roi Artaud και μητέρα του η Euphrasie [Ευφροσύνη] Nalpas και οι δύο με καταγωγή από την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Η μητέρα του Αντονέν κύησε 9 παιδιά, 4 από τα οποία γεννήθηκαν νεκρά και άλλα 2 πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία, ενώ ο Αντονέν από έμβρυο ακόμη κινδύνεψε να πεθάνει ενώ στα τέσσερα χρόνια του προσβλήθηκε από βαριάς μορφής μηνιγγίτιδα, έπεσε σε κώμα και κατάφερε να επιβιώσει με μεγάλη δυσκολία. Ο Αντονέν παρακολούθησε μαθήματα και αποφοίτησε το Καθολικό σχολείο τής Sacre-Coeur στη Μασσαλία. Σε νεαρή ηλικία υπέφερε από νευραλγία ενώ στην εφηβεία εμφάνισε τις πρώτες του επιληπτικές κρίσεις και στα 21 του χρόνια διαγνώστηκε ότι πάσχει από μια μορφή κληρονομικής σύφιλης. Οι γονείς του φρόντισαν και νοσηλεύτηκε σε σανατόρια για πέντε χρόνια, όπου ήρθε σε επαφή με έργα των Ρεμπώ, Μπωντλαίρ και Έντγκαρ Άλαν Πόε, προκειμένου να αποκαταστήσουν την κλονισμένη ψυχική του ισορροπία, όμως παρουσίασε κατάθλιψη και η θεραπευτική αγωγή οδήγησε στον εθισμό του Αντονέν στα οπιούχα φάρμακα. Στην επιστράτευση του 1916 ο Αρτό, μετά από παραμονή δύο μηνών στο Στρατό, τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1916, απαλλάχθηκε λόγω της υπνοβασίας του.

Ενήλικη ζωή

Το Μάιο του 1919 ο Δρ. Dardel, ο διευθυντής του σανατορίου στο οποίο νοσηλεύονταν ο Αρτώ, του συνέστησε τη χορήγηση οπίου, γεγονός που οδήγησε σε μόνιμο εθισμό του. Το Μάρτιο του 1920 ο Αρτώ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αναλαμβάνει την γραμματεία του περιοδικού «Αύριο» [Demain] και γνωρίζει τον Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος τον γνωρίζει στον κύκλο των Ντανταϊστών και γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του σουρεαλιστικού κινήματος και πρώτος διευθυντής της Σουρεαλιστικής Κεντρικής Επιτροπής, κρατά το ημερολόγιο του Γραφείου Σουρεαλιστικών Ερευνών, γράφει στο περιοδικό «Σουρεαλιστική Επανάσταση». Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον κόσμο τού κινηματογράφου και δούλεψε ως κομπάρσος στα στούντιο της Γκωμόν ενσαρκώνοντας μικρούς ρόλους σε έργα τού Ντράγιερ, του Παμπστ, του Φριτς Λανγκ, του Κοκτώ ενώ εργάστηκε σε διάσημα θέατρα του Παρισιού, κοντά σε σκηνοθέτες όπως ο Κοπώ, ο Πιτέφ, ο Ντυλέν και ο Ζουβέ. Η άρνησή του να χρησιμοποιήσει την «αυτόματη γραφή», οι μεταφυσικές εμμονές του, η διαγραφή του φίλου του Ροζέ Βιτράκ απ’ την ομάδα και η δεδομένη αντίθεση του στη σχέση του κινήματος των Σουρεαλιστών με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και η απέχθεια του προς τον μαρξισμό και τον υλισμό αλλά και οι βαθύτατες μεταφυσικές του ανησυχίες οδήγησαν στη διαγραφή του το 1926. Ο Αρτώ κατηγορεί τους σουρεαλιστές για καιροσκοπισμό: «Δε θέλησα να εμπιστευτώ παρά στον εαυτό μου τη φροντίδα να καθορίσω τα όριά μου, το ότι απαιτώ να μ’ αφήσουν ελεύθερο και κύριο της ίδιας μου της δράσης. Μα τι να την κάνω εγώ όλη την Επανάσταση του κόσμου αν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος και άθλιος μες στην καρδιά της ίδιας μου της λειψανοθήκης;» Απαντώντας στην επίθεση που δέχτηκε κάνει τον απολογισμό για την συμμετοχή του στο κίνημα: «Ο σουρεαλισμός υπήρξε αυτή η δυναμική ελπίδα, η ακατάληπτη και πιθανόν απατηλή όπως και κάθε άλλη, που όμως σε ωθεί ακούσια να παίξεις το τελευταίο χαρτί, να κρεμαστείς απ’ οποιαδήποτε φαντασίωση, έστω κι αν αυτή ξεγελάσει για λίγο το πνεύμα. Ο σουρεαλισμός δεν μπορούσε να μου ξαναδώσει μια χαμένη ουσία, αλλά μου έμαθε να μην αναζητώ μέσα στην εργασία της σκέψης μια συνέχεια που μου είχε γίνει ανέφικτη, και να μπορώ να αρκούμαι στα φαντάσματα που το μυαλό μου έσερνε μπροστά μου». Τον ίδιο χρόνο, μαζί με τους Αρόν και Βιτράκ, ίδρυσε το θέατρο Αλφέ Ζαρρύ», μια πράξη πρωτοποριακή η οποία ωστόσο τέλειωσε γρήγορα λόγω της αντιδράσεως του κοινού στις νεωτερικές υπερβολές του Αρτώ.

Μεσήλικας ο Αρτώ παθαίνει συχνά νευρικούς κλονισμούς. Καλλιτεχνικά επηρεασμένος από το ιαπωνικό θέατρο εκφράζει, το 1932, το όραμα του στο «Μανιφέστο για το Θέατρο της Σκληρότητας». Το 1935 με το «Θέατρο της Σκληρότητος» σκηνοθέτησε τους «Τσέντσι» [Les cenci], απ’ την πεντάπρακτη τραγωδία του Shelley γραμμένη το 1819 και το διήγημα του Stendhal γραμμένο το 1837. Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1935 στο θέατρο Folies Wagram. Το κείμενο, όπως γράφει ο Αρτώ, έθετε σε αμφισβήτηση «όλες τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, της τάξης, της δικαιοσύνης, της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους». Η παράσταση απέτυχε κι έμεινε μόνο 17 μέρες στη σκηνή, όμως έθεσε σε εφαρμογή τη θεωρία του Αρτώ για το νέο είδος θεάτρου που οραματιζόταν στα μανιφέστα για το «Θέατρο της Σκληρότητας» [«Le Théâtre de la cruauté», 1933, 1935), που δημοσιεύτηκαν στην «Nouvelle Revue Française» [N.R.F.]. Το 1936 ταξίδεψε στην Αβάνα κι ύστερα στο Μεξικό, όπου ήρθε σ’ επαφή με σαμάνους τής φυλής των Ταραχουμάρα και συμμετείχε σε τελετουργίες πεγυότ. Τον Σεπτέμβριο του 1937 συνελήφθη για αλητεία στο Δουβλίνο και φυλακίστηκε ενώ στη διάρκεια του ταξιδιού ως επιβάτης πλοίου για την Χάβρη, όπου νοσηλεύεται σε ψυχιατρείο, δημιούργησε ένα τρομερά βίαιο επεισόδιο.

Το 1938 ο Αρτώ χαρακτηρίζεται «παράφρων», συλλαμβάνεται και κλείνεται σε ψυχιατρικά άσυλα. Ο Dr. L., που συχνά αναφέρει ο Αρτώ στις επιστολές του και που δεν είναι άλλος απ’ τον Jacques Lacan, το 1939 μιλώντας στον Roger Blin, διέγνωσε πως ο Αρτώ «Θεραπεύτηκε, θα ζήσει μέχρι τα 80 και δεν θα ξαναγράψει τίποτα πια, θεραπεύτηκε». Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Αρτώ έγραψε μια προειδοποιητική επιστολή προς τον Αδόλφο Χίτλερ, επιστολή που μέχρι τη δημοπράτηση της [1] βρισκόταν στο αρχείο της οικογένειας του. Ο Αρτώ παρέμεινε έγκλειστος για τα επόμενα 9 χρόνια στη διάρκεια των οποίων έγραφε δίχως διακοπή. Την περίοδο που ο Αρτώ ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο της Βιλ-Εβράρ, κοντά στο Νεϊγί σιρ Μαρν κι έπασχε από «διχασμό προσωπικότητας» και «παραληρηματική διαταραχή παρανοϊκής δομής» ο Γερμανικός στρατός κατέλαβε το Παρίσι, στις 14 Ιουνίου 1940. Τότε ο Αρτώ έγραψε επιστολή στον Αδόλφο Χίτλερ με την οποία τον ευχαριστούσε καθώς πίστευε ότι κατέλαβε την πόλη για να τον απελευθερώσει από το ψυχιατρείο. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Αρτώ κινδύνεψε να πεθάνει από ασιτία και το 1943 με τη βοήθεια της μητέρας του κι ύστερα από παρέμβαση του φίλου του Ρομπέρ Ντεσνός μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο στην πόλη Ροντέζ, στη νότια Γαλλία, όπου σε διάστημα μικρότερο από έναν χρόνο, τον υπέβαλαν σε περισσότερες από 51 ηλεκτροσπασμοθεραπείες. Στη διάρκεια μιας ηλεκτροσπασμοθεραπείας ο Αρτώ έσπασε ένα πλευρό του ενώ στη διάρκεια ενός άλλου έπεσε σε κώμα και ξύπνησε στο νεκροτομείο. Σταδιακά ο Αρτώ αρχίζει να υποφέρει από αιμορραγία στα έντερα και θα χάσει όλα του τα δόντια. Το 1946 τελικά απελευθερώθηκε μετά από πρωτοβουλία του Αρτύρ Αντάμωφ και το 1947 ηχογράφησε το «Pour en finir avec le jugement de Dieu» [Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού], ένα παράφορο έργο, γεμάτο ουρλιαχτά και παράξενους ήχους, σκοτεινή ατμόσφαιρα και άγρια γλώσσα, ως μικρογραφία αυτού που εννοούσε «Θέατρο της Σκληρότητος». Το κείμενο γράφτηκε μέσα στο άσυλο και κάνει κατά μέτωπο επίθεση -την τελευταία του- στον χριστιανισμό, την ψυχιατρική και τον πόλεμο. Το έργο λογοκρίθηκε πριν μεταδοθεί και ο Ferdinand Pouey που το είχε αναλάβει, παραιτήθηκε απ’ τον Ραδιοφωνικό σταθμό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες διαμαρτυρήθηκαν και ο Αρτώ οργάνωσε δύο ιδιωτικές παρουσιάσεις του, αλλά ακούστηκε στο Ραδιόφωνο 30 χρόνια αργότερα.

Τον Ιανουάριο του 1948 ο Αρτώ διαγνώσθηκε με καρκίνο των εντέρων και στις 4 Μαρτίου του επόμενου χρόνου βρέθηκε νεκρός πεσμένος στα πόδια του κρεβατιού του.

Κινηματογραφική καριέρα

Ο Αρτώ εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε δύο ταινίες που θεωρούνται κλασσικές. Πρόκειται για τις ταινίες:

  • «La Passion de Jean d'Arc» [«Το πάθος της Ζάν Ντ’ Άρκ»], του Καρλ Ντράγιερ το 1928, στο ρόλο του Jean Massieu, με συμπρωταγωνιστές την Ρενέ Φαλκονέτι και τον Μισέλ Σιμόν,
  • «Napoléon» του Αμπέλ Γκανς το 1927, στο ρόλο του Μαρά.

Εργογραφία

Ο Αρτώ υπήρξε από τα πρώτα μέλη του κινήματος του υπερρεαλισμού και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «La révolution Surréaliste» [Η Σουρρεαλιστική επανάσταση]. Έγραψε θεατρικά έργα, σενάρια, πλήθος από δοκίμια για το θέατρο και την δραματολογία, κριτικές, ποιήματα, μανιφέστα και πάρα πολλές επιστολές με ή χωρίς παραλήπτη και κατάφερε να επηρεάσει την εξέλιξη του θεάτρου. Τα προβλήματα της υγείας του που τον οδήγησαν σε εθισμό από το όποιο του στέρησαν τη φήμη που εδικαιούτο ενόσω ζούσε. Σημαντικές είναι οι ερωτικές επιστολές του Αρτώ προς την Ρουμανικής καταγωγής ηθοποιό του Θεάτρου και του κινηματογράφου, Genica Athanasiou, που εμπεριέχουν ψήγματα και θραύσματα από τις απόψεις ενός ιδιοφυούς τρελού, περί έρωτα, θανάτου, θεατρικής τέχνης και πολιτικής. Μέσα από τις επιστολές, η ερωμένη-ηθοποιός, υποδύεται τον εραστή της σε μια ακραία συνθήκη, ίσως του θανάτου του, σωματοποιώντας τον και προσπαθεί να εισχωρήσει στα άδυτα του μυαλού, της ψυχής και του σώματός του, για να τον αντιληφθεί βαθύτερα.

Σύμφωνα με τον Αρτώ, το θέατρο της σκληρότητας δημιουργήθηκε προκειμένου να αποκατασταθεί στο θέατρο μια εμπαθής και σπασμωδική σύλληψη της ζωής. Ο Αρτώ συνέλαβε την ιδέα του «Θεάτρου της Σκληρότητας», όπου οι ηθοποιοί «επιτίθενται» στις αισθήσεις των θεατών και τους κάνουν να εκφράσουν τα αισθήματα που κρύβουν στο υποσυνείδητό τους. Ο Αρτώ υπήρξε ένας μέγιστος στοχαστής, ένας οραματιστής και μύστης για την αναγέννηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού ενάντια στην πανώλη της καταναλωτικής κοινωνίας.

Βασικά χαρακτηριστικά του θεάτρου της σκληρότητας είναι:

  • Η απαισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα και η ελπίδα ότι το θέατρο μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές.
  • Η απομάκρυνση του κοινού από την καθημερινή πραγματικότητα και η χρήση συμβόλων με σκοπό την συναισθηματική και ψυχική συμμετοχή του.
  • Χρήση τεχνικών και σκληρών εκφραστικών μέσων με απώτερο στόχο την αφύπνιση του κοινού, ένα είδος ψυχοθεραπείας.
  • Χρήση του γκροτέσκου, του άσχημου και του πόνου για να απευθύνεται στο κοινό.

Συγγραφικό έργο

Το 1922 ο Αρτώ δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο Mercurede France, που προκάλεσαν την ενθουσιώδη ανταπόκριση της ομάδας των σουρεαλιστών κι έγινε δεκτός στον κύκλο τού Αντρέ Μπρετόν.

  • «Το Θέατρο και η δεύτερη όψη του» [Le Theatre et son double], έργο που ακόμη και σήμερα θεωρείται αξεπέραστο....
  • «Ηλιογάβαλος ο εστεμμένος»,
  • «Επιστολή στη Μάντισσα»,
  • «Οι Τσέντσι»,
  • «Το όστρακο και ο κληρικός»,
  • «Η κατάκτηση του Μεξικού»,
  • «Ο πίδαξ του αίματος»,
  • «Το θέατρο και το είδωλό του», εκδόθηκε στην Ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις «Δωδώνη» σε μετάφραση του Παύλου Μάτεσι,
  • «Η μεγάλη μέρα και η μεγάλη νύχτα», εκδόθηκε στην Ελληνική γλώσσα το 1987, από τις εκδόσεις «Αιγόκερως»,
  • «Ταξίδι στη χώρα των Ταραχουμάρα», εκδόθηκε στην Ελληνική γλώσσα το 1989, από τις εκδόσεις «Αιγόκερως»,
  • «Βαν Γκογκ: ο αυτόχειρας της κοινωνίας» το 1947, ένα χρόνο πριν τον θάνατο του συγγραφέα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [ Η επιστολή του Αντονέν Αρτώ προς τον Αδόλφο Χίτλερ δημοπρατήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2017, στην Κομπιέν της Γαλλίας, και η αξία της εκτιμήθηκε μεταξύ 10.000 έως 15.000 ευρώ.]