Αργαλειός

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο αργαλειός, αρχαίο οικιακό εργαλείο που αναφέρεται από τον Όμηρο [1] ως ιστός, [σύμφωνα με τον ποιητή, η Πηνελόπη ύφαινε όλη μέρα και ξεΰφαινε όλη νύχτα, προσμένοντας τον Οδυσσέα, το σύζυγό της, προκειμένου ν' αποφύγει τους μνηστήρες], είναι είδος μηχανής που κινούνταν με μυϊκή ενέργεια. Με τη λέξη εννοούμε πλέον, οποιαδήποτε μέθοδο ή μηχανισμό, κατάλληλο για το τέντωμα των στημονιών ώστε να περνούν ανάμεσά τους τα υφάδια. Πλέον έχει σχεδόν καταργηθεί καθώς για τη διαδικασία της υφάνσεως χρησιμοποιούνται υφαντικές μηχανές.

Τύπος αργαλειού

Κατασκευή

Αποτελεί ένα από τα καλλιτεχνικά κατορθώματα των δημιουργικών χαρισμάτων των ανθρώπων και αρχικά ήταν μια απλή ξύλινη κατασκευή, με τη μορφή χονδρών σανίδων ή ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Έχει το σχήμα ορθογώνιου πα­ραλληλεπίπεδου με τέσσερα κατακόρυ­φα δοκάρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με οκτώ οριζόντια χοντρά σανίδια, ανά δύο σε κάθε πλευρά, ενώ οι τέσσερις χαμηλές σανίδες είναι προσαρμοσμένες σε ύψος μισού μέτρου περίπου από το δάπεδο και οι υπόλοιπες τέσσερις δένουν στην απόληξη τους, στα κατακόρυφα δοκά­ρια. Τέλος, τα δύο κατακόρυ­φα δοκάρια, που ευρίσκονται μπροστά, έχουν από μια καμπυλόσχημη εσοχή το καθένα στην οποία προσαρμόζεται ένα κυλινδρικό ξύλο [2].

Τον αργαλειό συνοδεύουν τα εξής απαραίτητα εξαρτήματα,

  • δύο «αντί», που στο ένα τυλιγόταν το στημόνι και στο άλλο το υφάδι,
  • διάφορα χτένια,
  • δύο ποδαρικά,
  • τέσσερα μιτάρια,
  • το ξυλόχτενο,
  • την ποταμίστρα,
  • την κουρούνα,
  • τις τροχαλίες,
  • τις σαΐτες,
  • το κάθισμα και
  • τους συνδετήρες.

Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, αντικαταστάθηκε από το μηχανικό αργαλειό, όταν το 1821, ο Ζοζέφ Ζακάρ, [Joseph Jacquard], Γάλλος μηχανικός και υφαντουργός, χρησιμοποιώντας το δυαδικό κώδικα, κατασκεύασε τον πρώτο αυτόματο αργαλειό [3] που μπορούσε να χειριστεί τρομερά πολύπλοκα σχέδια. Ο προγραμματισμός του γινόταν με διάτρητε κάρτες και έφερε επανάσταση στη κλωστοϋφαντουργία καθώς οι βασικές αρχές του εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα.

Ιστορική αναδρομή

Σύμφωνα με μαρτυρίες σε τύμβους, χρησιμοποιούνταν ήδη τα 4.500 π.Χ., ενώ οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γνώριζαν τη χρήση του καθώς και ύφαιναν λινά υφάσματα, που χρησιμοποιούσαν για τη μουμιοποίηση των Φαραώ και των ιερών ζώων. Τον συναντάμε από την αρχαιότητα ως σήμερα, στους μύθους, στις παραδόσεις αλλά και στην Ελληνική ιστορία και στα Μινωικά χρόνια αναφέρεται ότι ύφαιναν υφαντά, κάθε χρήσεως με δεκάδες χρώματα και παραστάσεις. Ήταν ως τα μέσα του 20ου αιώνα το κύριο μέσο υφάνσεως και κλωστοϋφαντουργίας και για το λόγο αυτό, αποτελούσε το βασικό πυλώνα αναπτύξεως της οικιακής οικονομίας. Στην αρχαία Ελλάδα ως προστάτιδα του αργαλειού και της υφαντικής τέχνης θεωρούνταν η «Εργάνη Αθηνά». Στα Βυζαντινά χρόνια ο αργαλειός γνώρισε μεγάλες δόξες και τιμές, αφού ήταν γνωστά και τα μεταξωτά νήματα υφαντικής, ενώ στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το γνέσιμο και ο αργαλειός ήταν αποκλειστικές ασχολίες της γυναίκας. Αναφέρεται με διάφορες ονομασίες, στην Κρήτη ονομάζεται αργαστήρι, δηλαδή εργαστήριο. Πρώτη ύλη για την ύφανση ήταν το πρόβειο μαλλί, το οποίο μετά την κουρά των προβάτων τον Μά­ιο, έπλεναν σε καυτό νερό και κατόπιν το χτύπαγαν με τις κοπανίδες, να φύγει η βρομιά. Ακολουθούσε το στέγνωμα του μαλλιού που στο τέλος η καθαρή ίνα του είχε βάρος κα­τά 50% περίπου λιγότερο από το αρχικό της, και τέλος το ξάσιμο με τα χέρια ή τα χει­ρόχτενα ή με τη λαναρίστρα.

Τελικά το μαλλί γινόταν χοντρή κλωστή, κατάλληλη για πλέξιμο, με τη ρόκα και με το αδράχτι που στη βάση του είχε το σφοντύλι, ένα στρογγυλό ξύλο για γρήγο­ρη περιστροφική κίνηση και βάφονταν με φυσικά υλικά σε διάφορα χρώματα. Το καφέ από τα φύλλα καρυδιάς ή τα καρυδότσουφλα, το κίτρινο από τα φύλλα άσπρης μουριάς, το μαύρο από τα μούρα μαύρης μουριάς ή χρησιμοποιούσαν ρίζες από φυτά και δένδρα ή βελανίδια, αγριοπιπεριές και τριαντάφυλλα. Για την βαφή έβραζαν τις κλωστές και έριχναν λίγο ξίδι μαζί με αλάτι, ώστε να μην ξεβάφουν, όμως σταδιακά η διαδικασία βαφής αντικαταστάθηκε από μπογιές με χημικά παρασκευάσματα. Στις περιοχές της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, συναντάμε τον οριζόντιο αργαλειό εδάφους, τον κάθετο αργαλειό, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 16ο αιώνα στην Αίγυπτο σε αντικατάσταση του οριζόντιου αργαλειού, αλλάζοντας την κατεύθυνση των στημονιών που τώρα τεντώνονται κάθετα προς το έδαφος μεταξύ δύο δοκαριών, ενώ προστίθεται επίσης και ένα σταθερό πλαίσιο και τον κάθετο αργαλειό με βάρη. Χρησιμοποιούνταν για την ύφανση, κυρίως κουβέρτες ή στρωσίδια, κυρίως στην προβιομηχανική ιστορική περίοδο και ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στις αγροτικές περιοχές στην Ελλάδα. Απαιτούσε μεγάλη υπομονή και κατανάλωση μυικής ενέργειας, ενώ ενδεικτικό είναι το λαϊκό τετράστιχο «Το κέντισµα είναι γλέντισµα/κι ρόκα το σεργιάνι/µα η τσικρίκα και ο αργαλειός/είναι σκλαβιά µεγάλη». Η λαϊκή παράδοση αναφέρεται στις υφάντρες που δεν ήξεραν να υφαίνουν με κοροϊδευτικό δίστιχο, «Σαν δεν ήξερες να φάνεις/τα μασούρια τι τα βάνεις;», όμως υπήρχαν στίχοι που υμνούσαν τον αργαλειό, λέγοντας, «Τιμή μεγάλη και τρανή πουν' ο αργαλειός στο σπίτι/το κάθε δόντι του αργαλειού αξίζει μαργαρίτι» ή «Μαλαματένιο τ' αργαλειό/και φίλντισι το χτένι/και μια κοπέλα λυγερή/που τραγουδάει και φαίνει».

Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν και υπάρχουν τέσσερις βασικές παραλλαγές του,

  • ο όρθιος ή αντρομιδίσιος αργαλειός, που είναι κατάλληλος για την ύφανση κιλιμιών χραμιών και κάθε είδους χαλιών,
  • ο καθιστός, που αποτελεί τον βασικότερο τύπο αργαλειού και είναι οριζόντιος,
  • του λάκκου, που είναι ίδιος με τον καθιστό, όμως είναι απλούστερος και πρόχειρος στην κατασκευή, ενώ είναι τοποθετημένος εκτός σπιτιού,
  • ο χαραρίσιος, που μοιάζει με τον όρθιο αλλά τοποθετείται υπό γωνία, στον οποίο ύφαιναν τις λινάτσες ή κοινώς τα χαράρια.

Οι γυναίκες, στην Ελλάδα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ασχολούνταν επαγγελματικά με τον αργαλειό και βοηθούσαν την οικιακή οικονομία, παράλληλα όμως, φρόντιζαν για το ρουχισμό των οικογενειών τους, ενώ οι νέες έφτιαχναν την προίκα τους όπως, σεντόνια, χρέμια, κουρελούδες, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, είδη ρουχισμού, από μωρουδιακά και εσώρουχα ως υφάσματα για χοντρές φορεσιές, μεταξωτά και κεντητά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Ομήρου «Οδύσσεια», κεφάλαιο Β΄, στίχοι 96-110, απόδοση σε μετάφραση, «...Η Πηνελόπη έστησε στην καμαρά της αργαλειό κι ύφαινε τρία χρόνια ένα πανί ολοκέντητο, σάβανο του γέροντα Λαέρτη. Κι έλεγε πως, όταν θα τελείωνε, τότε θα παντρευόταν κάποιον από τους μνηστήρες. Όμως όλη τη μέρα ύφαινε το ατέλειωτο πανί της κι όλη τη νύχτα ξήλωνε, κάτω από το φως μιας δάδας. Τρία χρόνια κράτησε αυτό το τέχνασμά της, ώσπου μια δούλα το μαρτύρησε κι έτσι αναγκάστηκε και τελείωσε το ατέλειωτο υφαντό της»
  2. [Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις «Εκ Προοιμίου», Άργος, 2010]
  3. Ο αργαλειός του Ζακάρ