Αριστείδης Στεργιάδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αριστείδης Στεργιάδης Έλληνας νομικός και πολιτικός, οπαδός του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος διατέλεσε Γενικός Διοικητής Ηπείρου και την περίοδο 1919-22, Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, που αποκλήθηκε «δικτάτορας της Ιωνίας», γεννήθηκε το 1861 στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέθανε στις 20 Ιουνίου [1] 1949 στο Παρίσι.

Ήταν νονός και πατριός της Μπεάτας-Μερόπης Πετυχάκη-Κιτσίκη, αντάρτισσας του κομμουνιστικού Ε.Λ.Α.Σ. και Ελληνίδας φεμινίστριας, κόρης του Εμμανουήλ Πετυχάκη και της Κορίννας Δαυΐδ Αντωνιάδη, μετέπειτα συζύγου του Νικολάου Κιτσίκη και μητέρας του εθνικομπολσεβικίκου Πανεπιστημιακού Δημήτρη Κιτσίκη.

Αριστείδης Στεργιάδης

Βιογραφία

Η οικογένεια Στεργιάδη κατάγονταν από τη Μακεδονία και ο παππούς του Αριστείδη ονομάζονταν Στέργιος Σπάρτας. Ο Γεώργιος Στεργιάδης, πατέρας του Αριστείδη, για άγνωστο λόγο άλλαξε το επώνυμό του και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, μαζί με τη σύζυγο του Ασπασία. Αδέλφια του Αριστείδη ήταν ο γιατρός Ιωάννης και ο δικηγόρος Θρασύβουλος, τους οποίους δολοφόνησαν οι Τούρκοι μόλις επέστρεψαν στην Κρήτη από την Ευρώπη, ο Μηνάς που ήταν έμπορος στην Αθήνα, ενώ είχε και μία αδελφή, την Ειρήνη, μετέπειτα σύζυγο Γερωνυμάκη.

Σπουδές & Επαγγελματική δράση

Ο Αριστείδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα όπου ειδικεύτηκε στο Αστικό Δίκαιο, ειδικότερα στοπ δίκαιο των περιουσιών Μουσουλμάνων, και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1889 και έκτοτε εργάστηκε ως δικηγόρος στην γενέτειρά του. Η δράση της οικογένειας του εναντίον των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα το σφαγιασμό των αδελφών του, του γιατρού Ιωάννη και του δικηγόρου Θρασύβουλου που είχαν επιστρέψει και οι δύο τους λίγες μέρες πριν από το Παρίσι, στην πολιορκία του πατρικού τους σπιτιού από τον Τουρκικό όχλο, στις σφαγές της 25ης Αυγούστου 1898 και τον εμπρησμό της ελληνικής συνοικίας. Το 1905, ο Αριστείδης συμμετείχε στην επανάσταση του Θερίσου κΑι τη διάρκεια της συνδέθηκε φιλικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκαν στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την τοπική αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Ο Αριστείδης φυλακίστηκε από τους Άγγλους, που επιτηρούσαν τότε την Κρήτη, για δώδεκα μήνες. Αναφέρεται ότι ήταν μέλος της τεκτονικής στοάς «Αθηνά» από τα νεανικά του χρόνια, ενώ μύησε στο τεκτονισμό και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που από τις 25 Φεβρουαρίου 1898, ανήκε στην ίδια στοά.

Ο Στεργιάδης διατέλεσε πρόεδρος [2] του μικτού Ελληνοτουρκικού δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου από το 1900 μέχρι το 1910, εκτός από το διάστημα από τις αρχές του Αυγούστου 1908 έως τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, όταν αποχώρησε από τη θέση του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου «για λόγους υγείας» και αντικαταστάθηκε από τον Α. Χατζηδάκη-Νίβα. Το 1914 συμμετείχε στη σύνταξη της συνθήκης των Αθηνών και από το 1916 είχε επιλεγεί να μεταβεί στην Ήπειρο για να παραλάβει την περιοχήν από τους Ιταλούς, οι οποίοι την είχαν καταλάβει μετά τις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Αγγλογάλλων. Όταν κατέλαβε τη θέση του Γενικού Διοικητή της Ηπείρου, εκποίησε το σύνολο των μετοχών που είχε στην ιδιοκτησία του καθώς όπως έλεγε, «...Δεν πρέπει ένας δημόσιος λειτουργός να έχει εμπορικές μετοχές. Γιατί, μπορεί με μια απόφασή του να επηρεάσει την τιμή των και κάτι τέτοιο μπορεί να εξελιχθεί σε σκάνδαλο...». Από τις 28 Αυγούστου 1917, όταν οι Ιταλοί εκκένωσαν την Ήπειρο έως το 1919, διάστημα που διατέλεσε διορισμένος Γενικός διοικητής Ηπείρου, έδειξε τα πρώτα δείγματα της εξαλλοσύνης του και οι κάτοικοι της περιοχής τον ονόμασαν «Αλή Πασά» για τον σατραπισμό του, όμως η θητεία του θεωρήθηκε πετυχημένη διότι κατόρθωσε να χτυπήσει αποτελεσματικά τη ληστεία.

Ύπατος Αρμοστής

Παρά τις δραματικές παρακλήσεις του Βενιζέλου, ο Στεργιάδης δίσταζε και καθυστέρησε να αναλάβει καθήκοντα Ύπατου Αρμοστή στη Σμύρνη. Ο Στεργιάδης αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία το μεσημέρι της 8ης/21ης Μαΐου 1919, καθώς δεν πίστευε στην Μικρασιατική εκστρατεία θεωρώντας ότι θα οδηγούσε σε γενικό Ελληνοτουρικό πόλεμο με ανυπολόγιστες συνέπειες, αν και σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο ίδιος ο Στεργιάδης ζήτησε επίμονα την τοποθέτησή του στην Σμύρνη, όπου έφτασε με το αντιτορπιλικό «Λέων» [3]. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, με Γενικό γραμματέα τον Πέτρο Γουναράκη, έφερε τον τίτλο του Νομικού Συμβούλου του Αρχηγού του Στρατού Κατοχής επί όλων των ζητημάτων, πλην των στρατιωτικών [4]. Έως την κατάρρευση του μετώπου το 1922, η πόλη αποτελούσε «ίδιον» κράτος υπό τη διοίκηση του, ενώ οι δικαιοδοσίες και οι αρμοδιότητές του καθορίστηκαν από σχετικό νόμο και κατείχε θέση υπουργού [5]. Απαντώντας, την επόμενη ημέρα, στις προσφωνήσεις των Ελλήνων προκρίτων είπε:

«..Έφερα μαζί μου δια να διοικήσω καλώς τον τόπον, έναν βούρδουλα, τον οποίον δεν θα διστάσω να χρησιμοποιήσω, σκληρώς και αδιακρίτως» και ο δημοσιογράφος Μιλτιάδης Σεϊζάνης, του απάντησε, «Κύριε Ύπατε Αρμοστά. Καλά θα κάνετε να κρεμάσετε το βούρδουλα στον τοίχο. Εκατοντάδες χρόνια επεριμέναμε την σημερινή ημέραν. Μη θέλετε να δηλητηριάσετε την χώραν μας».

Έργα & ημέρες στη Σμύρνη

Ο Στεργιάδης, με δεξί του χέρι και εξ απορρήτων του τον Πέτρο Γουναράκη μετέπειτα διευθυντή της ηλεκτρικής εταιρείας ο οποίος έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του, επέβαλε αυστηρή λογοκρισία στους δημοσιογράφους και στις ελληνικές εφημερίδες της Σμύρνης για ειδήσεις που αφορούσαν τις πολεμικές επιχειρήσεις, πράξη αυτονόητη, λόγω της εμπολέμου καταστάσεως που επικρατούσε. Διατήρησε Τούρκους υπαλλήλους σε κατώτερες διοικητικές θέσεις, ενώ σε ένα από τα δεκατέσσερα τμήματα της αρμοστείας, στο τμήμα Μουσουλμανικών υποθέσεων, διατήρησε στη θέση του τον Τουρκοκρητικό Αλί Ναΐπ Ζαντέ, παλαιότερα νομάρχη Δράμας, όμως η επιθυμία του να μην θίξει την ευαισθησία των Τούρκων, τον οδήγησαν σε απαγορεύσεις, οι οποίες προκάλεσαν την αγανάκτηση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ενδεικτικά, στις 25 Μαρτίου 1921, όταν γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, ο Στεργιάδης απαγόρευσε στις ελληνικές εφημερίδες της πόλης να χρησιμοποιήσουν τη λέξη «Τούρκος» και τα παράγωγά της. Μια από τις εφημερίδες που είχε στην πρώτη σελίδα την εικόνα του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, όταν βρισκόταν στο πιεστήριο, αναγκάστηκε από τη λεζάντα που έγραφε «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος» να βγάλει το πρώτο συνθετικό «Τουρκο», και έτσι η λεζάντα έγραφε «Νικηταράς ο -φάγος». Σε μια άλλη περίπτωση, εφημερίδα έβαλε την εικόνα της πυρπολήσεως της τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου, όμως της απαγορεύτηκε να αναφερθεί στην πυρπόληση με αποτέλεσμα να γράψει στη λεζάντα της, «Κωνσταντίνος Κανάρης. Ωραία φωτοχυσία εορτής».

Ο Στεργιάδης οργάνωσε τα κρατικά έσοδα και ενίσχυσε την παρουσία της Εθνικής Τραπέζης ς της Ελλάδος στη Μικρά Ασία, ώστε να αντιμετωπίσει τη δράση των ιδιωτικών τραπεζών, που επέτειναν το οικονομικό χάος με αγοραπωλησίες συναλλάγματος με σκοπό το κέρδος, λόγω των συνεχών υποτιμήσεων του Τουρκικού νομίσματος, προκαλώντας μειωμένη εισροή κεφαλαίων σε εμπορικές δραστηριότητες. Οργάνωσε το σώμα της χωροφυλακής, συγκρότησε στρατοδικεία, πέτυχε τον επαναπατρισμό 120.000 χριστιανών προσφύγων και εκτοπισμένων, οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί στους διωγμούς της περιόδου 1914-16, και τους χορήγησε δάνεια για την αποκατάστασή τους. Εφοδίασε τους αγρότες με σπόρους και γεωργικά εργαλεία, ίδρυσε ένα πειραματικό αγρόκτημα και με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, το Ιωνικό Πανεπιστήμιο Σμύρνης, το οποίο είχε ως έμβλημα τη φράση «Φως εξ Ανατολών» την 28η Οκτωβρίου 1920, όταν υπέγραψε το διορισμό του Καραθεοδωρή ως οργανωτού, καθηγητού και πρυτάνεως του «Ελληνικού Πανεπιστημίου» [6]. Παράλληλα εγκατέστησε μικροβιολογικό εργαστήριο και Ινστιτούτο Παστέρ που συνέβαλαν στην καταπολέμηση πολλών ασθενειών, ενώ το Υγειονομικό τμήμα του νεοσύστατου πανεπιστημίου ήταν το πρώτο που λειτούργησε.

Τον Ιούλιο του 1922, ο Στεργιάδης με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Ελληνικού Υπουργικού Συμβουλίου, πρότεινε στο Αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών τη δημιουργία μικρασιατικού κράτους -όχι όμως με χριστιανικό χαρακτήρα αλλά αποκλειστικά μικρασιατικού, με ισότιμη συμμετοχή των ντόπιων στη διοίκηση του, το οποίο θα υποστηρίζονταν στρατιωτικά από ελληνικές δυνάμεις που θα παρέμεναν εθελοντικά μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Το αποτυχημένο λαϊκό συλλαλητήριο, που ακολούθησε την πρόταση του, αποκάλυψε τη δυσπιστία των μουσουλμάνων, αλλά και την αντίθεση της «Μικρασιατικής Άμυνας».

Στη διάρκεια της διοικήσεως του ήρθε σε ρήξη και αντιπαράθεση με τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, τότε αρχιστράτηγο των δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία. Μια απ’ τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει τους «οίκους ανοχής» της Σμύρνης, όμως αντιμετώπισε την αντίδραση ξένων προξένων, υπήκοοι των οποίων τους διηύθυναν και ήταν ιδιοκτησία τους. Ο Στεργιάδης επειδή δεν μπορούσε να επιβάλλει την εφαρμογή της διαταγής του στους Ευρωπαίους υπηκόους, διέταξε να στέκονται χωροφύλακες οι οποίοι σημείωναν τα ονόματα και τις διευθύνσεις όσων σύχναζαν στους οίκους ανοχής, οι οποίοι αναγκάσθηκαν να κλείσουν. Ο μπακαράς και άλλα είδη χαρτοπαιγνίου με μεγάλα ποσά είχαν καταστεί οικονομική πληγή στη Σμύρνη, καθώς είχαν ως αποτέλεσμα την πολύπλευρη εξαθλίωση πολλών πολιτών, ακόμα δε και αυτοκτονιών. Παράλληλα απαγόρευσε το χαρτοπαίγνιο στις λέσχες καθώς και στα ιδιωτικά σπίτια [7].

Ο Στεργιάδης με τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του προκάλεσε την αντιπάθεια του ελληνικού στοιχείου της Σμύρνης, και είχε καταστεί μισητός. Υποστήριζε τη θεωρία της ελληνοτουρκικής συνυπάρξεως στα εδάφη, που κατοικούσαν ετερόκλητοι πληθυσμοί και προσπάθησε να προφυλάξει τους Τούρκους σε βαθμό που η συμπεριφορά του θεωρούνταν εχθρική προς τους Έλληνες. Ο Γιάννης Κορδάτος, που έζησε από κοντά τα γεγονότα, έγραψε ότι «....ήταν Κρητικός και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου. Είχε τον τίτλο «Ύπατος Αρμοστής» και από την πρώτη μέρα έδειξε πως είχε σκοπό να παίξει τον ρόλο Τούρκου πασά...». Ο Εμμανουήλ Ρεπούλης, τότε αντιπρόεδρος της Ελληνικής κυβερνήσεως και ο Αλέξανδρος Διομήδης, τότε Υπουργός των Εξωτερικών ζήτησαν [8] την επέμβαση του Βενιζέλου, ενώ ο Ρέπουλης ταξίδεψε στη Σμύρνη κι έστειλε τηλεγράφημα [9], με ημερομηνία 1η Ιουλίου 1919, στον Βενιζέλο που βρίσκονταν στο Παρίσι, ο οποίος απάντησε με επιστολή [10] υποστηρίζοντας τον Στεργιάδη. Διατήρησε τη θέση του και μετά τις εκλογές το Νοέμβριο του 1920, όταν άλλαξε η κυβέρνηση, καθώς η παραίτηση του [11], την οποία υπέβαλλε στον τότε αντιβασιλιά Παύλο Κουντουριώτη, δεν έγινε δεκτή [12], όπως του απάντησε με τηλεγράφημα του ο τότε πρωθυπουργός, ο Δημήτριος Ράλλης. Ανάλογη ήταν και η θέση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος από τις 2/15 Νοεμβρίου 1920, του είχε ήδη στείλει τηλεγράφημα, «Αποδοκιμαζόμενος υπό του λαού αποχωρώ. Σε εξορκίζω εις τον πατριωτισμόν σου και την προσωπικήν φιλίαν μας να παραμείνεις εις την θέσιν σου, εάν η νέα κυβέρνησις σου το ζητήσει».

Τον Απρίλιο του 1922 προτάθηκε στο Στεργιάδη ν' αναλάβει την ηγεσία του αυτονομιστικού κινήματος «Μικρασιατική Άμυνα» [13]. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε απαραίτητη την παρουσία του Στεργιάδη στο εγχείρημα, όμως εκείνος απέρριψε την πρόταση. Το επόμενο διάστημα επέστρεψε στην Αθήνα για διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση, σχετικά με τις κινήσεις για το εγχείρημα και συναντήθηκε με τον Βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα, προκειμένου να διερευνήσει τις θέσεις των Άγγλων. Τήρησε εχθρική στάση απέναντι στους Αμυνίτες, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση και απελπισία στα στελέχη της οργανώσεως, ενώ εξόρισε στη Νάξο τον Α. Λάμπρου, ένα από τα ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Σμύρνης, πράξη που οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Αποχώρηση από τη Σμύρνη

Στις 19 Αυγούστου 1922, ο Στεργιάδης έδωσε εντολή στους δημοσίους υπαλλήλους να είναι έτοιμοι για αναχώρηση μαζί με τα αρχεία τους [14]. Με γραπτό αίτημα του προς το Βρετανό αντιπρόσωπο στη Σμύρνη, ζήτησε να υπάρχει στη διάθεση του ένα πολεμικό πλοίο για να μπορέσει να αναχωρήσει από τη Σμύρνη, καθώς όλος ο μηχανισμός της Ύπατης Αρμοστείας είχε ήδη αποχωρήσει και καμία μορφή ελληνικής εξουσίας δεν λειτουργούσε στην πόλη. Παράλληλα δημοσίευσε προκήρυξη η οποία ανέφερε «...στην πόλη η Ελληνική διοίκηση θα λάβει τέλος το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου και ώρα 22.30..». Στα επίτακτα πλοία «Αδριατικός» και «Ατρόμητος» επιβιβάστηκαν οι κατώτεροι υπάλληλοι της Ελληνικής διοικήσεως, ενώ οι ανώτεροι υπάλληλοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή και ο ταμίας Ρεβελής επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Νάξος», συναποκομίζοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της αρμοστείας. Σύμφωνα με τη διαταγή του Στεργιάδη, όλοι έπρεπε να έχουν τα έγγραφα της ταυτότητος τους και ειδική άδεια υπογεγραμμένη από τον ίδιο. Παράλληλα, μεταξύ των αμάχων διαδόθηκε η παραπλανητική πληροφορία, ότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας πρέπει να αποκτήσουν διαβατήρια [15], για να τους επιτραπεί να αποβιβασθούν σε ελληνικά λιμάνια.

Ο Στεργιάδης αναχώρησε την Παρασκευή στις 26 Αυγούστου 1922 περί την 7ην απογευματινή ώρα, όταν μπήκε κρυφά σε μία αγγλική πολεμική ατμάκατο που τον οδήγησε στη βρετανική ναυαρχίδα «Σιδηρούς Δουξ». Σύμφωνα με δημοσίευμα:

«...Ακόμη και τον ακόλουθό του επρόδωσε ο οικτρός σατράπης της Σμύρνης. Νεώτατο, ωραίο παλικάρι, τον είχε φέρει μαζί του στην Σμύρνη. Εκεί ο Κρητικός χωροφύλαξ ηγάπησε μία νεαράν Σμυρναίαν, την επήρε γυναίκα του και επερίμενε από ημέρας εις ημέραν να γίνει και πατέρας. Έξαφνα ο Στεργιάδης έφυγε για να ζητήσει άσυλο εις το αγγλικό θωρηκτό. Δεν είχε όμως τον ανθρωπισμό να ειδοποιήσει τουλάχιστον και τον ακόλουθό του, ώστε να σωθεί. Αντιθέτως, τον διαβεβαίωσε ότι πηγαίνει να συνεννοηθεί με τον Άγγλο ναύαρχο και θα επιστρέψει. Ο Κρητικός χωροφύλακας παρέλαβε την γυναίκα του και πήγε στην παραλία. Ήδη, οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να πλημμυρίζουν τους δρόμους. Ο χωροφύλακας έμεινε εκεί περιμένοντας τον κύριό του. Επιτέλους οι Τούρκοι έφθασαν, έσχισαν την κοιλιά της γυναίκας του και έκαψαν ζωντανό το ωραίο παλικάρι....» [16].

Εγκατάσταση στη Γαλλία

Ο Στεργιάδης μετά την αναχώρηση του από τη Σμύρνη, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και αφού επιβιβάστηκε σε ρουμανικό πλοίο με προορισμό την Κωστάντζα, στη συνέχεια κατευθύνθηκε σιδηροδρομικώς στο Παρίσι. Στις 5 Οκτωβρίου 1922, ο Στυλιανός Γονατάς έστειλε τηλεγράφημα στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι στο οποίο ανέφερε, «..Ειδοποιήσατε αυτόθι ευρισκόμενον πρώην Ύπατον Αρμοστήν Σμύρνης κ. Στεργιάδην όπως κατέλθη εις την Ελλάδα μέχρι της 15ης τρέχοντος μηνός (Οκτωβρίου) προκειμένου να λογοδοτήση επί ζητημάτων αφορώντων την εν Μικρά Ασία διοίκησίν του...», όμως η προσπάθεια του απέβη μάταιη. Ο Στεργιάδης στις αρχές του 1923, εγκαταστάθηκε στη Νίκαια στη νότια Γαλλία.

Ο Στεργιάδης απέφυγε να επιστρέψει ή έστω να επισκεφθεί την Αθήνα, καθώς είναι βέβαιο ότι θα καταδικαζόταν σε θάνατο μαζί με τους «έξι». Ο Ιωάννης Πασσάς στην εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος» αναφέρει, ότι αιτία της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του ήταν η προσβολή του από ανίατο σοβαρό αφροδίσιο νόσημα, όμως κι αυτή η αιτία δεν δικαιολογεί το σύνολον της συμπεριφοράς του. Στη Γαλλία έζησε με οικονομική άνεση, μέχρι τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν καταστράφηκαν οικονομικά οι εταιρείες στις οποίες είχε μετοχές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμη και τις οικοσκευές του για να επιζήσει και τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τον επισκεπτόταν ο Νικόλαος Πλαστήρας που «..όπως φαίνεται είχε αναλάβει ένα μέρος των εξόδων της συντήρησής του, μαζί με τον ανεψιό του Ύπατου Αρμοστή». Ο Στεργιάδης δεν επανήλθε ποτέ σε Ελληνικό ή σε Τουρκικό έδαφος και δεν μίλησε ποτέ για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, πέρα από δύο συνεντεύξεις του σε Ελληνικές εφημερίδες της εποχής, η μία στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» το 1927, στο δημοσιογράφο και λογοτέχνη Κώστα Ουράνη και στην εφημερίδα «Πατρίς», που δημοσιεύθηκε τμηματικά από τις 5 έως τις 13 Ιανουαρίου 1930, στο δημοσιογράφο Αποστολόπουλο.

Το τέλος του

Την 1η Αυγούστου 1949, η καθημερινή Αθηναϊκή εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευσε ένα πρωτοσέλιδο άρθρο, ανταπόκριση του δημοσιογράφου Γιώργου Πετρέα από τη Νίκαια της Γαλλίας, υπό τον τίτλο «Ένας άνθρωπος πέθανε ξεχασμένος: Η ζωή και ο θάνατος του Αριστείδη Στεργιάδη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Νίκαια». Τα έξοδα της κηδείας του καλύφθηκαν από το Ελληνικό Προξενείο στη Νίκαια και την κηδεία του παρακολούθησε μόνο ο επίτιμος πρόξενος, ένας Γάλλος δικηγόρος, ο οικονόμος του και η χήρα ενός Γάλλου αξιωματικού. Στην νεκρώσιμη ακολουθία χοροστάτησε ο ιερέας της Ρωσικής εκκλησίας στη Νίκαια, καθώς δεν υπήρχε Ελληνική εκκλησία και τάφηκε σε νεκροταφείο στα περίχωρα της πόλεως. Στο σπίτι της αδελφής του στο Ηράκλειο, στην συνοικία Σουλτὰν Ιμπραΐμ, στεγάζονται σήμερα τα γραφεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ανατολικής Κρήτης, το γνωστό ως Μέγαρο Γερωνυμάκη-Στεργιάδη και η βιβλιοθήκη του μηχανικού Νικόλαου Κιτσίκη ο οποίος κατασκεύασε το 1919 το λιμάνι του Ηρακλείου. Ελάχιστες επιστολές του Στεργιάδη έχουν κατατεθεί στη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου από κληρονομιά του ανιψιού του Ορέστη Πετάση.

Μνήμη Στεργιάδη

Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ροδά, διευθυντή του Γραφείου Τύπου στη Σμύρνη, ο Στεργιάδης, υπήρξε:

«...Ήρως αναμφισβητήτως καλών και ολεθρίων έργων. Υπερανθρωπος και μικράνθρωπος, δούλος των παθών, των ορέξεων και των φιλοδοξιών του. Η μεγαλυτέρα του ικανότης ήτο να εξαπατά τους πάντας και να τους καταγοητεύη όταν ήτο ήρεμος. Διότι ήτο πράγματι γόης εις τας ηρέμους στιγμάς του. Ν' απογυμνούται δε και ν' αποκαλύπτεται όταν κατελαμβάνετο υπό μανίας. Υφίστατο ένα πραγματικόν σεληνιασμόν. Άφριζε και υπενθύμιζε την κατσίκα με το γάλα. Με μίαν κλωτσιά έχυνεν ό,τι πολύτιμον και ευεργετικόν εδημιούργει επί πολλάς ώρας και ημέρας...μικράνθρωπος, ήτο δούλος των παθών, των ορέξεων και των φιλοδοξιών του. Η μεγαλυτέρα του ικανότης ήτο να εξαπατά τους πάντας. Κατελαμβάνετο υπό μανίας. Υφίστατο ένα πραγματικόν ‘σεληνιασμόν’. Άνθρωπος της βίας και της οργής δεν επέτρεπεν αντιλογίας, δεν άφηνε να ακουσθή η γνώμη των άλλων οι οποίοι ευρίσκοντο πλησιέστερον προς τα πρόσωπα και τα πράγματα. Είχε τον τυφλόν εγωισμόν να πιστεύη ότι ‘αυτός είναι το Κράτος’ και ότι υπεράνω της γνώμης του δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Το βέτο του Ύπατου Αρμοστού ήτο απρόσβλητον, κάτι σαν τα Σουλτανικά φιρμάνια τα οποία ουδείς είχε το δικαίωμα όχι απλώς ν’ αμφισβητήση, αλλ’ ούτε καν να τα κοιτάξη!...» [17].

Ο Χρήστος Αγγελομάτης στέκεται κριτικά στην έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος του Στεργιάδη για την τύχη του άμαχου πληθυσμού της Σμύρνης -και όχι στο γεγονός της φυγής του- γράφοντας χαρακτηριστικά ότι «....το μόνον το οποίον ενδιέφερε τον μοιραίον αυτόν άνθρωπον, ήτο η ομαλή και ακίνδυνος αναχώρησις των δημοσίων υπαλλήλων και η περισυλλογή των αρχείων» όμως αναγνωρίζει ότι έκανε «τίμια διαχείριση του δημοσίου χρήματος». Παράλληλα τον επικρίνει έντονα για τον τρόπο με τον οποίο άσκησε συνολικά τα καθήκοντά του με πολλά στοιχεία και παραδείγματα [18]. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, σε επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, στις 21 Αυγούστου 1922, ανάφερε για τον Στεργιάδη:

«Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κ. Ελευθέριε Βενιζέλε. ...{...}...φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, .... : Πρώτον, διότι αποστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τούτ’ αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιά και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιατικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν...{...}...».

Σύμφωνα με όσα γράφει στα «Απομνημονεύματά» του ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν:

«....Εις το πνεύμα του (σ.σ. του Στεριάδη) εκυριάρχησε μία και μόνη ιδέα. Να τρομοκρατήση άνευ ουδενός λόγου τον ελληνικόν πληθυσμόν και να περιποιηθή τον τουρκικόν. Βεβαίως έπρεπε να μη διοικήσωμεν με βιαιότητα τους Τούρκους και εν γένει τους αλλοεθνείς. Αλλά εκ παραλλήλου επεβάλλετο η ελληνική διοίκησις να αποκτήση την αγάπην και να κινήση εις το ανώτατον σημείον το εθνικόν φρόνημα των επί τόσους αιώνας δουλευόντων ελληνικών πληθυσμών και να φανή προς αυτούς αληθινά πατρική. Ο Στεργιάδης εκίνησεν αμέσως την αντιπάθειαν του ελληνικού πληθυσμού, τον οποίον καταφανώς περιεφρόνει και κακομετεχειρίζετο. Δυστυχώς ο Στεργιάδης δεν αντικατεστάθη και έμεινε μισούμενος από τους ατυχείς Έλληνας της Μικράς Ασίας, χωρίς να κάμη τίποτε δια να προλάβη ή έστω να μετριάση την καταστροφήν. Το δε οικτρόν είναι ότι έφυγεν από τον τόπον αυτόν, τον οποίον με τόσον αγέρωχον και περιφρονητικόν τρόπον εκυβέρνα, ως φυγάς, χωρίς καν εγκαίρως να λάβη πρόνοιαν δια την αναχώρησιν του πληθυσμού, χωρίς να ειδοποιήση τουλάχιστον εγκαίρως αυτούς δια να λάβουν ατομικώς τα μέτρα των....».

Ο δημοσιογράφος, ιστορικός και ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος, στο έργο του «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», αναφέρει για τον Στεργιάδη:

«...Μία από τας πλέον περιέργους και πλέον αινιγματικός μορφάς της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας υπήρξεν ο διορισθείς ως ύπατος αρμοστής Σμύρνης Αριστειδης Στεργιάδης. Είχεν επιλεγή υπό τού Ελευθερίου Βενιζέλου και είχεν αποσταλή εις την ΄Ηπειρον δια να παραλάβη την περιοχήν από τους Ιταλούς, οι οποίοι την είχον καταλάβει μετά τας συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Αγγλογάλλων το 1916. Είχεν εκτιμήσει ο Βενιζέλος τον Στεργιάδην κατά την διάρκειαν της εις την Ήπειρον δράσεώς του, αλλ’ ήγνόει τον χαρακτήρα του. Ο Στεργιάδης επροκάλεσε την αντιπάθειαν του ελληνικού στοιχείου της Σμύρνης, και δεν είναι υπερβολή να λεχθή ότι κατέστη μισητός...».

Βιβλιογραφία

  • «Ο Ύπατος της Σμύρνης», Σωτηρία Μαραγκοζάκη, Ιανουάριος 2013, Αθήνα, εκδόσεις «Κέδρος»
  • «Σμύρνη 1919-1922: Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσοστόμου Σμύρνης» [19], Βασίλειος Ι. Τζανακάρης, εκδόσεις «Μεταίχμιο», Αθήνα 2012.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Βασίλης Τζανακάρης, «Σμύρνη 1919-1922. Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσοστόμου», εκδότης: «Μεταίχμιο», Αθήνα, 2019, σελίδα 18η.]
  2. [Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου της 18ης Ιουλίου 1908, με την ιδιότητα του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου μιλώντας, «...καθιστά γνωστόν εις το Δημοτικόν Συμβούλιον, ότι ο εν Αθήναις εσχάτως αποθανών λόγιος Έλλην Δημήτριος Βικέλας εκληροδότησε εις τον Δήμον Ηρακλείου την βιβλιοθήκην αυτού, η οποία θα αποσταλεί εδώ δαπάνη των κληρονόμων και προτείνει εφ' ενός μεν να αποφασίση το Συμβούλιον αν ο Δήμος αποδέχεται το κληροδότημα, διότι εκ του νόμου απαιτείται τοιαύτη δήλωσις, αφ' ετέρου δε να εκδηλώσει το Δημοτικόν Συμβούλιον την βαθυτάτην τιμήν του Δήμου προς την μνήμην του μεταστάντος και την βαθυτάτην αυτού θλίψιν δια την απώλειαν ην υπέστη το Ελληνικόν γένος και τα Ελληνικά Γράμματα δια του θανάτου του. Το Συμβούλιον αποδέχεται ομοφώνως και μετ' ευγνωμοσύνης το κληροδότημα και ψηφίζει: να εκφράση ο Δήμος προς τους κληρονόμους την βαθείαν του Δήμου θλίψιν δια τον θάνατον του υπερόχου λογίου και Έλληνος πατριώτου και δεύτερον να τελεσθή δαπάνη του Δήμου αρχιερατικόν μνημόσυνον εν των καθεδρικώ ναώ του Αγίου Μηνά υπέρ της μνήμης του...». Η πρώτη εγκατάσταση της Βιβλιοθήκης έγινε στα ισόγεια δωμάτια του Νομαρχιακού Καταστήματος, όμως ο Στεργιάδης θεωρούσε ότι, «..τα παραχωρηθέντα δωμάτια είναι ανήλια και υγρά και ήρξατο να είναι καταφανής η εκ της υγρασίας βλάβη των βιβλίων»]
  3. [Ο Στεργιάδης κατά την αποβίβαση του στο λιμάνι της Σμύρνης συνοδεύονταν από δύο ανώτερους υπαλλήλους που είχε μαζί του στην Διοίκηση της Ηπείρου, τους Πέτρο Γουναράκη και Κρυωνά, τον Διευθυντή των Οικονομικών Υπηρεσιών Σαμαράκη τον οποίο είχε παραλάβει από την Αθήνα μαζί με τον λογιστή Κουφουδάκη και τον ταμία Παναγιωτόπουλο.]
  4. [«Ο Ελληνικός Στρατός εις την Σμύρνην», Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού]
  5. [Νόμος 2493, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, σειρά Α,1, της 10ης Σεπτεμβρίου 1920]
  6. [Έγραφε η απόφαση του Αριστείδη Στεργιάδη, «... Εν Σμύρνη, τη 28 Οκτωβρίου 1920, Αριθμός 34123/119/12711/12720. Απόφασις. Έχων υπ' όψιν τον Νόμον 2493 "περί της Ελληνικής Διοικήσεως Σμύρνης μετά της περιοχής αυτής" ... μεταξύ εμού, ως Υπάτου Αρμοστού της Ελλάδος εν Σμύρνη και του τέως τακτικού καθηγητού του Πανεπιστημίου Βερολίνου κ. Κ. Καραθεοδωρή, Διορίζω οργανωτήν του νυν ιδρυομένου Πανεπιστημίου και τακτικόν αυτού καθηγητήν των Μαθηματικών τον επί τούτω ... μετακληθέντα εκ Γερμανίας ... κ. Κ. Καραθεοδωρή ...».
  7. [«Η κατάρα της Ασίας», [«The Blight of Asia»], Τζορτζ Χόρτον [George Horton], Αμερικανός πρόξενος στη Μικρά Ασία.]
  8. [«....Μετά πολλής λύπης αναγκάζομαι να σας μεταδώσω οδυνηράς πληροφορίας περί δράσεως κ. Στεργιάδη εν Σμύρνη. Η νοσηρά νευρικότης του έφθασεν εις κατακόρυφον. Ουδείς τολμά να του ομιλήση ή να παραπονεθή ή να δώση πληροφορίαν εις την Αρμοστείαν. Ευρίσκεται εις ρήξιν με όλους σχεδόν… Και αυτός ο ευμενέστατος προς ημάς διακείμενος Αμερικανός Χόρτον, διακηρύσσει ότι λόγω της νευρικότητός του κ. Στεργιάδου είναι αδύνατος πάσα μετ’ αυτού συνεννόησις. Εν γένει ομογενείς και ξένοι έχουν δυσμενεστάτην εντύπωσιν ήτις αντανακλά επί Ελλάδος. Τους Έλληνες υβρίζει ενώπιον και των ξένων με πρόθεσιν, θα έλεγε τις, εξευτελισμού. Οσάκις αρχαί ιδικαί μας εν επιτελέσει έργων των εύρουν πταίοντα Τούρκον ή Ισραηλίτην, περιπίπτουν εις δυσμένειαν αρμοστού. Ηρνήθη σκαιώς να δεχθή τον ανταποκριτήν του “Matin”, κακομεταχειρίζεται ομογενείς πληθυσμούς, τρομοκρατεί πάντας με φανεράν απειλήν μαστιγώσεων και ραβδισμού, εξεδίωξε λιμενάρχην διότι συνέστησεν εις κατάστημα τι τροφοδοτούν στρατόν ημών να αναρτήση ελληνικήν σημαίαν. Αρχηγός χωροφυλακής ζητεί ανάκλησιν, ουδείς δε υπάλληλος θέλει να μείνη. Συνέπεια τούτων είναι ότι Τούρκοι γίνονται αυθαδέστεροι και ημέτεροι ταπεινότεροι. Η κατάστασις είναι κρισιμωτάτη. Πρέπει να ελκύση άμεσον προσοχήν όσον υποπτεύομαι ότι ευρισκόμεθα προ παθολογικού φαινομένου…»] Απόσπασμα από την επιστολή του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Αλέξανδρου Διομήδη, την οποία έστειλε στον Νικόλαο Πολίτη, υπουργό Εξωτερικών και αντιπρόσωπο της Ελλάδας στη «Διάσκεψη της Ειρήνης», για να διαβιβαστεί στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
  9. [«....Θεωρώ αναγκαίον συστήσετε κύριον Στεργιάδην αποφεύγη χειροδικίας και εξυβρίσεις…Εξύβρισε και απέπεμψε δημοσιογράφους άνευ αιτίας. Κατελθών αυτοκινήτου ερράπισε καθ’ οδόν αμαξηλάτην υβρίζοντα ίππον του και Μωχαμέτην. Συνέλαβε και παρεμβάντα επιβάτην αμάξης και περέπεμψεν αμφοτέρους Στρατοδικείον. Καλέσας συμβούλιον Πανιωνίου Συλλόγου, όπως δηλώση ότι δεν επιτρέπει τέλεσιν αγώνων, ενώ το Συμβούλιον απεδέχθη δήλωσιν άνευ αντιρρήσεως, κ. Στεργιάδης επρόσθεσεν ότι συνηθίζει και να δέρνη και αφηγήθη ότι εις Ήπειρον έσπασε δέρων δώδεκα ράβδους και ότι οι παρουσιαζόμενοι εις αυτόν έπρεπε να φορούν από μέσα προβιάν δια να μη ματώνουν. Φαντάζεσθε εντύπωσιν και σχόλια. Εις υπαλλήλους Τραπέζης Αθηνών παρουσιασθέντας ίνα δηλώσουν ότι θα συμμορφωθούν με απεργίαν συναδέλφων των εν Αθήναις, δεν ηρκέσθη να απαγορεύση τούτο, αλλά εδήλωσε και ότι θα τους συλλάβη και θα τους διαπομπεύση. Και επομένην πρωίαν διέταξεν αστυνομίαν και συνέλαβε και ωδήγησε πάντας εν πομπή παρ’ αυτώ. Ηπείλησε δε τότε ότι συνηθίζει να δέρη και αφηγήθη πόσους έδειρε εις Ήπειρον και πώς έδειρε και ένα ιερέα. Επειδή δε είς των υπαλλήλων εμειδίασεν ακούων την διήγησιν επετέθη κατ’ αυτού, τον ερράπισε δις και απέπεμψεν όλους, συλλαμβάνων έκαστον από βραχίονα. Όταν δε είς των υπαλλήλων εδήλωσεν ότι είναι Ιταλός υπήκοος, κ Στεργιάδης είπεν ότι πρέπει να εντρέπωνται αυτοί, οι μη Έλληνες δηλαδή, να ακολουθούν τους ραγιάδες….Φοβούμαι μήπως ευρισκόμεθα ενώπιον παθολογικού φαινομένου… Φοβούμαι όμως δυσφορίαν και αγανάκτησιν ομογενούς πληθυσμού Σμύρνης, μήπως ξεσπάση εις αποδοκιμασίαν. Φαντασθήτε ότι εις ανωτέρω παρουσιάσεις έλεγε και ότι θα συλλάβη πεντακοσίους προκρίτους ομογενείς δια να τους δείρη και τους εξορίση… Μεταξύ πολλών ψιθυρίζονται ότι εάν εξακολουθήση τοιαύτη συμπεριφορά θα ευρεθούν εις ανάγκην να ζητήσουν αγγλικήν προστασίαν…»] Απόσπασμα από το τηλεγράφημα του Εμμανουήλ Ρεπούλη στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
  10. [....Εν µέσω της διανοητικής παρακρούσεως όλων των εν Σµύρνη ηµετέρων στρατιωτικών και πολιτικών, µόνον ο Στεργιάδης παραµένει έχων διαυγή την αντίληψιν της καταστάσεως, προσπαθών να σώση αυτήν από του ναυαγίου εις το οποίον φέρεται… Η θέσις µας εν Σµύρνη από ηµέρας εις ηµέραν καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα, ουχί εξ ανικανότητος του Στεργιάδου αλλ’ εκ των παρεκτροπών του στρατού µας… Αι παρεκτροπαί των δύο πρώτων ηµερών της κατοχής µας πρέπει να έλθουν εις φως αµειλίκτως και να τιµωρηθούν δικαίως… Αφ’ ετέρου οι αξιωµατικοί µας πρέπει να µάθουν να θωρακίζωνται µε δυσπιστίαν κατά των εισηγήσεων των εντοπίων αυτού οµογενών. Τα πάθη των τελευταίων είναι φαίνεται τόσον άγρια… Η ευθύνη και εδώ εννοείται ότι βαρύνει τους εκεί (Έλληνας) προκρίτους, όχι τον απλούν λαόν.] Απόσπασμα της επιστολής του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 31 Ιουλίου 1919, προς τον Αλέξανδρο Διομήδη.
  11. [«.....Ευαρεστηθείται να δεχθήται μετά της άλλης κυβερνήσεως την παραίτησίν μου ως υπουργού άνευ χαροφυλακίου. Θεωρώ ύπατον καθήκον να διατηρήσω την θέσιν του Υπάτου Αρμοστού επί ολίγας ημέρας, μέχρις ου η νέα κυβέρνησις αποστείλει τον διάδοχον. Το τελευταίον τούτο παρακαλώ να ανακοινώσετε εις την νέαν κυβέρνησιν»] Απόσπασμα από το κείμενο της παραιτήσεως του Αριστείδη Στεργιάδη, Χρήστος Αγγελομάτης, «Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας)», εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, σελίδες 108η & 109η.]
  12. [«Ύπατον Αρμοστήν Σμύρνης, Επί του ημετέρου τηλεγραφήματος ευχαριστώ υμάς θερμώς και εξ ονόματος της Κυβερνήσεως, παρακαλώ δε υμάς όπως, παραμένοντες εις την θέσιν σας κατά τας εκτάκτους αυτάς περιστάσεις μη στερήσετε το Έθνος των πολυτίμων υμών υπηρεσιών.
    Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης».] Απάντηση του πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη στο κείμενο της παραιτήσεως του Αριστείδη Στεργιάδη, Χρήστος Αγγελομάτης, «Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας)», εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, σελίδες 108η & 109η.]
  13. [Η «Μικρασιατική Άμυνα» ήταν οργάνωση που είχε ιδρυθεί με σκοπό την αυτοπροστασία του Ελληνικού πληθυσμού της Ιωνίας. Επιτροπή της οργανώσεως, την οποία αποτελούσαν οι Αποστόλης Ψαλτώφ, διαπρεπής χειρουργός που είχε καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνικό στρατό στους Ελληνοτουρκικούς πολέμους του 1912-13, Μιχαήλ Αργυρόπουλος και Κωνσταντίνος Χατζηαποστόλου, επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1922 και ζήτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση στήριξη καθώς και εγγυήσεις για τη ζωή και τις περιουσίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος, από την Τρίγλια της Βιθυνίας, συναντήθηκε την ίδια εποχή με εκπροσώπους ξένων πρεσβειών, πιέζοντας προς την ίδια κατεύθυνση.]
  14. [«...να συσκευάσωσι τα αρχεία των. Πάντες δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουσι να συγκεντρωθώσι... και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν εις πρώτην διαταγήν...Περί χρόνου αναχωρήσεως και τόπου κατευθύνσεως θέλομεν δώση ειδικήν διαταγήν. Παρούσαν τηρήσατε απολύτως μυστικήν από πληθυσμόν...»] Απόσπασμα από τη διαταγή του Αριστείδη Στεργιάδη.
  15. [Η Ελληνική κυβέρνηση είχε ψηφίσει το νόμο 2870, της 16ης Ιουλίου 1922, «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Ο νόμος απαγόρευε «...την εν Ελλάδι αποβίβαση προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ΄ όσον ούτοι δεν είναι εφοδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή δια των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων δια Βασιλικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών» (άρθρο 1). Οι Μικρασιάτες πανικοβλήθηκαν, επειδή στην δύσκολη εκείνη ώρα δεν ήταν δυνατόν να εφοδιασθούν με διαβατήρια. Ο πανικός διαλύθηκε, όταν άρχισαν να καταφθάνουν στην Σμύρνη τα πολυάριθμα πλοία, που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση για να τους παραλάβουν. Κανείς δεν τους έκανε έλεγχο για διαβατήρια, όταν επιβιβάσθηκαν στα πλοία, ούτε όταν αποβιβάσθηκαν σε ελληνικά λιμάνια. Η παραπλανητική φήμη διαδόθηκε με μια προκήρυξη, που περιείχε ψευδεπίγραφη εικόνα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως συγκεκριμένα το δήθεν φύλλο Α'/119, 16/20 Ιουλίου 1922. Το κείμενο του δήθεν επίσημου αυτού εγγράφου περιλάμβανε μερικά άρθρα ενός νόμου που είχε ψηφισθεί ομόφωνα, πολύ νωρίτερα από την ημερομηνία 16/20 Ιουλίου 1922, που κυκλοφόρησε το γνήσιο φύλλο της Εφημερίδας, σε εποχή όπου κανείς δεν υποπτευόταν ότι θα επερχόταν η Καταστροφή και ασφαλώς δεν είχε σχέση με την διαφυγή των Μικρασιατών. Ο νόμος ήταν ανενεργός, επειδή δεν είχαν εκδοθεί τα απαραίτητα Διατάγματα που προβλέπονταν στα άρθρα 1 και 4 του ιδίου νόμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Στρατοδικείο του 1922 οι σκληροί κατήγοροι της Κυβερνήσεως του Δημητρίου Γούναρη δεν συμπεριέλαβαν στο κατηγορητήριο το θέμα.]
  16. [Εφημερίδα «Εστία», φύλλο 7ης Οκτωβρίου 1922]
  17. [Χ. Σ. Σολομωνίδης, «Ο Σμύρνης Χρυσόστομος», εκδόσεις «Ειρμός», Αθήνα 1993, σελίδα 254
  18. [Χρήστος Αγγελομάτης, «Χρονικόν της Μεγάλης Τραγωδίας», σελίδες 59η-74η.]
  19. «Σμύρνη 1919-1922: Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσοστόμου Σμύρνης»