Βίκτωρ Δούσμανης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Βίκτορας Δούσμανης, Έλληνας ανώτατος αξιωματικός με το βαθμό του αντιστρατήγου και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1862 στην Κέρκυρα και πέθανε [1] στις 13 Ιανουαρίου 1949 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε στις 14 Ιανουαρίου 1949 στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν παντρεμένος με την Ουρανία Δούσμανη, το γένος Δενδρινού.

Βίκτορας Δούσμανης

Βιογραφία

Το όνομα της οικογένειας Δούσμανη αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αιώνος, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ». Το επίθετο, που προέρχεται από την λέξη «Ντουσμάν» [τουρκικά «dusman»] που σημαίνει εχθρός, έφερε Κερκυραϊκή οικογένεια που καταγόταν από την Ήπειρο και είχε συγγενικούς δεσμούς με βυζαντινούς και σερβικούς βασιλικούς και πριγκιπικούς οίκους. Ο Γεώργιος Δούσμανης πολέμησε τους Τούρκους στο πλευρό των Βενετών και ήταν επικεφαλής 2.000 οπλιτών κατά την εκστρατεία των Βενετών στον Ισθμό της Κορίνθου και το 1695 οι Βενετοί του παραχώρησαν εκτάσεις στη Γαστούνη. Το 1693 ήταν πρόκριτος και ο Μοροζίνι του είχε απονείμει το δίπλωμα του Ιππότη. Στο βιβλίο «Η ιστορία των Αθηναίων», ο Δημήτριος Καμπούρογλου αναφέρει ότι ο Δούσμανης σκοτώθηκε από 12 πυροβολισμούς και οι γιοι του κληρονόμησαν τον τίτλο του «Κόμη» και όλα τα προνόμια που είχε κερδίσει ο πατέρας τους ως πρόκριτος. Ο γενάρχης της οικογένειας, αναφέρεται ότι, άκμασε κατά τον 15ο αιώνα και όριζε την περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε το Σούλι. Το επίθετο σταδιακά εξελληνίστηκε και μ' αυτό έγινε γνωστή η οικογένεια [2].

Παππούς του Βίκτορα Δούσμανη ήταν ο Αντώνιος Λευκόχειλος-Δούσμανης, διαπρεπής πολιτικός, πατέρας του ο Ιωάννης Δούσμανης, ενώ μικρότερος αδερφός του ήταν ο ναύαρχος Σοφοκλής Δούσμανης και είχε μία αδελφή, την Ελίζα. Το όνομα του περιλαμβάνεται σ’ εκείνα των «Επιφανών Ελλήνων Ελευθεροτεκτόνων» [3].

Στρατιωτική δράση

Ο Βίκτορας αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, [Σ.Σ.Ε.], ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Το 1893 έγινε καθηγητής Γεωδαισίας και τοπογραφίας στη Σχολή Ευελπίδων, ενώ το 1896 λόγω της αναμείξεως του στην Κρητική επανάσταση μετατέθηκε στο Μεσολόγγι, με απαίτηση της τουρκικής κυβερνήσεως και το 1897 ήταν επιτελικός αξιωματικός, με τον βαθμό του Λοχαγού, του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Το 1904 μετατάχθηκε στο νεοσύστατο Σώμα Γενικών Επιτελών, το μετέπειτα Γενικό επιτελείο Στρατού, όπου συνέταξε με τον Ιωάννη Μεταξά νέους κανονισμούς, οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή τον ίδιο χρόνο και ανέλαβε την οργάνωση του Ταμείου Εθνικής Αμύνης, χάρις στο οποίο έγινε δυνατή η οχύρωση των περιοχών Θεσσαλίας και Ηπείρου και ανανέωσε τον εξοπλισμό του στρατού.

Βαλκανικοί Πόλεμοι

Στον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο από τις 5 Οκτωβρίου 1912 έως τις 18 Μαΐου 1913, πήρε μέρος με το βαθμό του Ταγματάρχη στην υπογραφή του πρωτοκόλλου παραδόσεως της Θεσσαλονίκης και διετέλεσε, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, υπαρχηγός του επιτελείου στρατού Θεσσαλίας και διευθυντής του τμήματος επιχειρήσεων και ως υπαρχηγός του Επιτελείου στις 21 Φεβρουαρίου 1913, στην απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων.

Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης

Στις 26 Οκτωβρίου 1912, λίγη ώρα πριν τα μεσάνυχτα [4] [5], συνυπέγραψε ως Ταγματάρχης-υπασπιστής του βασιλιά, τη συνθήκη της άνευ όρων παραδόσεως της Θεσσαλονίκης από τον Χασάν Ταξίν Πασά. Το πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης υπογράφηκε στο Διοικητήριο, εκεί που στεγάζεται σήμερα το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, κι όπως έγραψε ο Δούσμανης στα απομνημονεύματά του «..η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή επερατώθη περί την 1.30 μετά μεσονύκτιον, εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26ην Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητος των Τούρκων εβραδύναμεν να συναντηθώμεν...». Στη συνέχεια ανέλαβε επιτελάρχης του στρατού εκστρατείας, με το βαθμό του συνταγματάρχη και μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων ανέλαβε αρχηγός του Επιτελείου την περίοδο από το 1915 έως το 1916, με το βαθμό του αντιστρατήγου, και υπασπιστής του βασιλέα Κωνσταντίνου.

Η δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου

Στα Ιωάννινα, έχοντας τη θέση του υπαρχηγού στο Επιτελείο κι ενώ προετοίμαζε τις διαταγές για την επίσκεψη του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Αργυρόκαστρο, πληροφορήθηκε [6] τη δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ από τον φυματικό κι ανισόρροπο, Σχινά. Για τη δολοφονία τον ενημέρωσε ο διευθυντής της τηλεγραφικής υπηρεσίας του Στρατηγείου, Λεοντάρης, που του είπε,
«- Σκότωσαν τον Γεώργιο!
-Πώς το ξέρεις;
- Αυτή τη στιγμή πέρασε από τη Λάρισα τηλεγράφημα του Πάλη από την Θεσσαλονίκη στην κυβέρνηση. Ο τηλεγραφητής Λαρίσης Δούσης με πληροφόρησε γι’ αυτό. Τί με συμβουλεύετε να κάμω;
- Έλα μαζί μου.»

Αφού διασταύρωσε την πληροφορία από τη Λάρισα, μετέβη στην κατοικία του Διαδόχου και στην αίθουσα υποδοχής του είπε,
«- Αυτήν την στιγμήν έλαβα μια πολύ λυπηράν είδησιν.
- Από την Θεσσαλονίκη; - Ρώτησε ο Κωνσταντίνος σαν να είχε κάποιο προαίσθημα.
'- Μάλιστα, Υψηλότατε … Εδολοφόνησαν τον σεπτόν Σας πατέρα».

Στη συνέχεια ενημέρωσε την πριγκίπισσα Μαρία κι επέστρεψε στο γραφείο του για να φροντίσει τις διαδικασίες για την αναχώρηση του Κωνσταντίνου για την Αθήνα.

Δίκη-Εξορία-Αποκατάσταση

Απομακρύνθηκε με κακό τρόπο από τη θέση, στην οποία τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς, που κι εκείνος παραιτήθηκε, αφού διαφώνησε με την απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να πολεμήσει η Ελλάδα στο πλευρό των Συμμάχων. Ο Βενιζέλος τον ανακάλεσε στην ενέργεια και στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε προκειμένου να αποφασισθεί ή συμμετοχή ή όχι της Ελλάδος στην εκστρατεία της Καλλιπόλεως, ο Κωνσταντίνος με την εισήγηση του Δούσμανη, απέρριψε την πρόταση του Βενιζέλου, ο οποίος του υπέβαλε την παραίτησή του. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καταδικάστηκε σε θάνατο από ειδικό στρατοδικείο, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, και στη συνέχεια εξορίστηκε από τους οπαδούς του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917 στην Κορσική μαζί με άλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς.

Η δίκη του Επιτελείου

Οι Βίκτωρ Δούσμανης, Ιωάννης Μεταξάς, Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος ήταν κατηγορούμενοι και δικάστηκαν στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, από τις 7 Νοεμβρίου 1919 έως τις 14 Φεβρουαρίου 1920, με την εισηγητική έκθεση που έφερε την υπογραφή του Στυλιανού Κολοκυθά, εισηγητή του Α΄ Διαρκούς Στρατοδικείου, κατηγορούμενοι για την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας, του Δ΄ Σώματος Στρατού και άφθονου πολεμικού υλικού στα Γερμανικά και Βουλγαρικά στρατεύματα.

Στη «Δίκη του πρώην Επιτελείου», που οι εφημερίδες της εποχής την αποκάλεσαν και «Υπόθεση Ρούπελ», από την παράδοση του ομώνυμου οχυρού στους Βούλγαρους. Η δίκη άρχισε στις 25 Οκτωβρίου 1919 [7] και περατώθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1920 [8]. Η έκθεση χαρακτήριζε προδοτική τη στάση του Γενικού Επιτελείου, το οποίο είχε καταστεί «…την εποχήν εκείνην το κέντρον της αντιανταντικής και Γερμανοφίλου πολιτικής….» [9]. Βασική κατηγορία υπήρξε η εσχάτη προδοσία για τους Δούσμανη και Μεταξά, διότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συνωμότησαν για τη μεταβολή του καθεστώτος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε απόλυτο Μοναρχία, παρέδωσαν την Ανατολική Μακεδονία και τα οχυρά της στους Γερμανούς και Βουλγάρους, όπλισαν τους επιστρατευτικούς συλλόγους και τους παρακίνησαν σε εμφύλιο πόλεμο και παρέδωσαν σε πράκτορες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας κρατικά απόρρητα.

Η κατηγορία για τους Ξενοφώντα Στρατηγό και Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ήταν ότι βοήθησαν τους Βίκτωρα Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά για την εκτέλεση των πράξεων εσχάτης προδοσίας [10]. O Δούσμανης στην απολογία του επισήμανε τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας, που δεν πίστευε στις δυνατότητες της πολιτικής ουδετερότητος και αναφέρθηκε στις εγγυήσεις που παρείχε η Γερμανία, ενώ και στα απομνημονεύματά του υπερασπίστηκε την πολιτική της ουδετερότητας που έσωσε την Ελλάδα από την καταστροφή, τις προσωπικές επιλογές του και εκθείασε την προσωπικότητα και τη γενικότερη πολιτική και στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου [11].

Mε την απόφαση οι Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς κρίθηκαν: για τη μεταβολή του πολιτεύματος αθώοι, για παράδοση της Ανατολικής Μακεδονία αθώοι, για την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας ομόφωνα ένοχοι, για τον εξοπλισμό των επιστράτων αθώος ο Δούσμανης και ομόφωνα ένοχος ο Μεταξάς, ενώ αθωώθηκαν για την παράδοση κρατικών εγγράφων. Στον Ιωάννη Μεταξά επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στον Δούσμανη η ποινή των ισοβίων δεσμών. Οι Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κηρύχθηκαν αθώοι [12].

Φυλακίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1920, όμως αποφυλακίστηκε σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές, το απόγευμα της 22ας Νοεμβρίου 1920 και μετά την επάνοδο του βασιλέα Κωνσταντίνου, στα τέλη του ίδιου έτους, επανήλθε στο στράτευμα και χρημάτισε ως τον Οκτώβριο του 1921 αρχηγός στο Γενικό Επιτελείο, αναδιοργανώνοντας το στρατό της Μικράς Ασίας. Το Φεβρουάριο του 1921 με έκθεσή του εκδήλωσε την αντίθεση του με την περαιτέρω προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων και ζητούσε την ενίσχυση του μετώπου με 50.000 άνδρες. Σύμφωνα με την εκτίμησή του για τις επιχειρήσεις, «..ο τουρκικός στρατός ούτε συνετρίβη ούτε διελύθη. Ηττήθη μεν εις το τακτικόν πεδίον, όχι όμως ανεπανορθώτως». Μετά την επανάσταση του 1922 συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, απ' όπου αποφυλακίστηκε το απόγευμα της 22ας Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και το 1923 αποστρατεύθηκε. Συμμετείχε ως διευθυντής συντάξεως στην έκδοση της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος και άλλα πολλά μετάλλια ανδρείας Ελληνικά και ξένα.

Σύλλογος των Τράγων

Ήταν μέλος του άτυπου σωματείου «Σύλλογος των Τράγων», τα ποτήρια μπύρας τους ήταν διπλάσια σε μέγεθος από τα συνηθισμένα και με ανάγλυφο επάνω τους έναν τράγο, που είχαν ιδρύσει το 1898 ο Δημήτριος Καμπούρογλου, μαζί με τον ποιητή Γεώργιο Στρατήγη και το θεατρικό συγγραφέα Νίκο Λάσκαρη. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια συντροφιά που κάθε Σάββατο βράδυ συγκεντρωνόταν στη μπυραρία «Κλάιν» της Ιεράς Οδού, και αργότερα σ' εκείνη του «Φιξ», και συζητούσαν διάφορα θέματα, συνοδεία φαγητού και ποτού, συνήθως μπύρας. Στην παρέα ήταν τακτικοί οι Αδ. Κύρος, Παύλος Νιρβάνας, Γεώργιος Ροϊλός, Γεώργιος Ζέσος, Ιωάννης Μεταξάς, Δημήτριος Ταγκόπουλος, Γεώργιος Τσακαλόπουλος και ο Ιωάννης Πετρίδης [13]. Η συνήθεια αυτή έμεινε αδιατάρακτη έως το 1919, όταν διακόπηκε εξ αιτίας των γεγονότων που διαδραματίζονταν στην Ελλάδα την εποχή της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Πολιτιστική δραστηριότητα

Το 1889, από κοινού με τους Θεόδωρο Βελλιανίτη, Πέτρο Κανάκη και Αριστομένη Βαλέτα, συγκρότησαν ομάδα και ανέλαβαν πρωτοβουλία για τη διοργάνωση Πανελληνίων Εικαστικών Εκθέσεων ή να επαναληφθούν οι ετήσιες πανελλαδικές εκθέσεις που είχαν καθιερωθεί στο Πολυτεχνείο επί Καυταντζόγλου, οι οποίες είχαν ατονήσει, ύστερα και από την αλλαγή στον εκπαιδευτικό προσανατολισμό του ιδρύματος [14]. Σε επιστολή του [15] ο Θεόδωρος Βελλιανίτης αναφέρει ότι, «...επήλθε εις την διάνοιαν του φίλου μου Β. Δούσμανη και εμού η ιδέα της οργανώσεως ετησίας καλλιτεχνικής εκθέσεως, ήτις βαθμηδόν προαγομένη να καταστή αξία λόγου ου μόνον εν Ελλάδι αλλά κατ' ολίγον και πέραν των ορίων αυτής...».

Η ομάδα αυτή, μέχρι τη διάλυση της το 1904, διοργάνωσε έξι εκθέσεις, μεγαλύτερου ή μικρότερου ενδιαφέροντος. Η πρώτη διοργανώθηκε στο Ζάππειο τον Απρίλιο του 1896, με την ευκαιρία της αναβιώσεως του θεσμού των Ολυμπιάδων και υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη [16]. Η δεύτερη έκθεση διοργανώθηκε επίσης στο Ζάππειο στις 6 Απριλίου 1898 [17], ενώ τα εγκαίνια της τρίτης έγιναν στον ίδιο χώρο, στις 28 Μαρτίου 1899 [18]. Η έκθεση του 1901, που πραγματοποιήθηκε σε ειδικά διαμορφωμένη, μεγάλη αποθήκη σκουπιδιών, του Ζαππείου [19], ενώ οι δύο τελευταίες συγκέντρωσαν ελάχιστο ενδιαφέρον, λόγω των δυσκολιών στην ανεύρεση κατάλληλων χώρων για τη διοργάνωση τους. Η πρωτοβουλία τους οδήγησε στην ίδρυση της «Εταιρείας των Φιλοτέχνων», με όργανό της το καλλιτεχνικό περιοδικό «Πινακοθήκη» [20] [21].

Εργογραφία

Έγραψε έργα με στρατιωτικό περιεχόμενο και ιστορικά βιβλία για τους Βαλκανικούς και την Μικρασιατική εμπλοκή καθώς και απομνημονεύματα από την υπηρεσία του στο στρατό. Έγραψε βιβλία, όπως

  • «Γεωδαισία»,
  • «Στρατηγικαί τακτικαί οδηγίαι»,
  • «Το βιβλιάριον του Ιταλού στρατιώτου» το 1883, μετάφραση από τα Ιταλικά,
  • «Παρατηρήσεις επί του προσδιορισμού του πεδίου μάχης μεταξύ Πομπηίου και Κάισαρος εν Θεσσαλία» το 1900,
  • «Ιστορία του πολέμου του 1913»,
  • «Ιστορία της Θεσσαλίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς» το 1925,
  • «Ο συμμαχικός πόλεμος κατά των βουλγάρων: Ιστορούμενος επί τη βάσει των δυο συμμαχικών γενικών στρατηγείων, των διαταγών του αρχιστρατήγου και των ημερησίων αναφορών των μεράρχων» το 1928,
  • «Η εσωτερική όψις της Μικρασιατικής Εμπλοκής: διατί απέτυχον αι προσπάθειαι μου κατά το χρονικόν διάστημα 1920-22 προς αποτροπήν της καταστροφής» το 1928,
  • «Απομνημονεύματα, Βίκτωρ Δούσμανης-Ιστορικαί σελίδες τας οποίας έζησα» [22] το Μάιο του 1946.

Εσωτερική αρθρογραφία

Σοφοκλής Δούσμανης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Βίκτωρ Δούσμανης Εφημερίδα «Εμπρός», Σάββατο 15 Ιανουαρίου 1949, σελίδα 3
  2. [Εγκυκλοπαίδεια «Δομή»]
  3. Δούσμανης Βίκτωρ Μεγάλη Στοά της Ελλάδος
  4. [Το πρωτόκολλο παραδόσεως -λέξη προς λέξη- της Θεσσαλονίκης]
  5. [Το Πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης, αν και υπογράφηκε στις 01.30' ώρα της 27ης Οκτωβρίου 1912, έφερε ως χρονολογία την 23.00 ώρα της 26ης Οκτωβρίου 1912, κι αυτό διότι ο Λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς έπεισε τον Χασάν Ταχσίν Πασά να τεθεί η χρονολογία, για να τιμηθεί ο Άγιος Δημήτριος, προστάτης και πολιούχος της Θεσσαλονίκης που εορτάζει την 26η Οκτωβρίου. Όμως ο ουσιαστικός λόγος ήταν να τεκμηριωθεί με επίσημο έγγραφο, ότι ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη μια μέρα νωρίτερα από τον αντίστοιχο Βουλγαρικό.]
  6. [«Οι Πόλεμοι του 1912–1913», Σπύρος Μελάς, εκδοτικός οίκος «Μπίρης», Αθήναι 1972, κεφάλαιο ΜΖ', σελίδες 416-418]
  7. [Εφημερίδα «Εμπρός», 25 Οκτωβρίου 1919 και Εφημερίδα Πατρών «Το Φως», 31 Ιανουαρίου 1920]
  8. [Εφημερίδα «Εμπρός», 31 Ιανουαρίου 1920, Εφημερίδα «Το Φως», 31 Ιανουαρίου 1920]
  9. [ Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1919, σελίδα 92 κ.ε.]
  10. [Γνωμάτευσις του εισηγητού του Διαρκούς Στρατοδικείου Στυλιανού Κολοκυθά κατά του τέως Γενικού Ελληνικού Επιτελείου. Έκδοσις «Εθνικό Τυπογραφείο», Αθήνα, 1919.]
  11. [ «Βίκτωρ Δούσμανης, Απομνημονεύματα. Ιστορικαί σελίδες τας οποίας έζησα», Εκδοτικός Οίκος «Πέτρου Δημητράκου», Αθήνα 1946, σελίδες 122-8, 149-180]
  12. [Εφημερίδα «Εμπρός», 31 Ιανουαρίου 1920, Εφημερίδα «Το Φως», 31 Ιανουαρίου 1920.]
  13. [«Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, ο Αναδρομάρης της Αττικής και της Αθήνας»] Δημήτριος Γέροντας, Αθήνα, 1974.
  14. «Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας» «Η καλλιτεχνική εκπαίδευση των νέων στην Ελλάδα», σελίδα 248
  15. [Εφημερίδα «Ακρόπολις», 7 Δεκεμβρίου 1901]
  16. [Εμμανουήλ Ροΐδης, «Η εν Ελλάδι ζωγραφική. Περιηγήσεις εις την Έκθεσιν» Εφημερίδα «Ακρόπολις», 1 Ιουνίου 1896]
  17. [«Αι καλλιτεχνικαί εκθέσεις», Πολύβιος Δημητρακόπουλος, εφημερίδα «Εμπρός», 12 Απριλίου 1898
  18. [Εφημερίδα «Εμπρός», 29 Μαρτίου 1899
  19. [Εφημερίδα «Ακρόπολις», 7 Δεκεμβρίου 1901]
  20. [«Έργα Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων», σελίδα 29]
  21. [Βασιλικό Διάταγμα «Περί εγκρίσεως του καταστατικού της εν Αθήναις Εταιρείας των Φιλοτέχνων», 19 Ιανουαρίου 1888»]
  22. «Απομνημονεύματα, Βίκτωρ Δούσμανης-Ιστορικαί σελίδες τας οποίας έζησα» Ολόκληρο το βιβλίο