Βίντκουν Κουίσλινγκ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Βίντκουν Κουίσλινγκ, [(Vidkun Abraham Lauritz Jonson Quisling], Νορβηγός εθνικιστής ανώτερος αξιωματικός και πολιτικός που διατέλεσε πρωθυπουργός της χώρας του, γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1887 στο Φάιρσνταλ, [Fyresdal], στην αγροτική κομητεία Τέλεμαρκ στη Νορβηγίας και εκτελέστηκε στις 24 Οκτωβρίου 1945 στο φρούριο Akershus του Όσλο.

Ήταν παντρεμένος από τις 21 Αυγούστου 1922 σε πρώτο γάμο, με την Alexandra Andrejevna Voronina, και σε δεύτερο γάμο που έγινε στις 10 Σεπτεμβρίου 1923, με την Maria Vasiljevna Pasetsjnikova, την οποία γνώρισε στην αποστολή του στη Ρωσία. Δεν είχε αποκτήσει κληρονόμους. Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο Gjerpen του Skein.

Βίντκουν Κουίσλινγκ

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο ιερέας Γιον Λάουριτς Κουίσλινγκ, [Jon Lauritz Quisling], που γεννήθηκε το 1844 και η Άννα Κουίσλιγκ, [Anna Caroline Bang-Quisling]. Όταν ήταν έξι ετών η οικογένεια του μετακόμισε στο Drammen κοντά στο Όσλο, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως εφημέριος. Ο Βίντκουν είχε τρία αδέλφια, δύο αδελφούς, το Jorgen που γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1888 και τον Arne, και μία αδελφή την Esther. Ήταν εξαιρετικά ευφυής και ως μαθητής έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, την ιστορία, τα μαθηματικά, τα θρησκευτικά και τη μεταφυσική.

Στρατιωτική καριέρα

Ακολούθησε στρατιωτική καριέρα, χάρις στην επιμονή των γονέων του και το 1905 εγγράφεται ως εύελπις στην Πολεμική Σχολή, [Krigsskolen], της Κριστάνια, το μετέπειτα Όσλο, ενώ από το 1906 συνέχισε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 1908, συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερη βαθμολογία που έχει καταγραφεί στην ιστορία της Νορβηγικής Στρατιωτικής Ακαδημίας. Εντάχθηκε, όταν ήταν ακόμη υπολοχαγός, στο Γενικό Επιτελείο του Στρατού, με παρέμβαση του βασιλιά της Νορβηγίας, ενώ το 1917 είχε το βαθμό του Λοχαγού και το 1921 προήχθη σε Ταγματάρχη. Το διάστημα από το 1918 έως το 1919 μετατέθηκε και υπηρέτησε στη Ρωσία, αρχικά ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Αγία Πετρούπολη, [Πέτρογκραντ ή Λένινγκραντ], και και στη συνέχεια από το 1919 έως το 1921 στο Ελσίνκι, όταν παραιτήθηκε από το στρατό.

Συνεργασία με τον Φρίτγιοφ Νάνσεν

Από την αποστρατεία του κι έπειτα, εργάστηκε για τα υπουργεία Αμύνης και Εξωτερικών της Νορβηγίας. Επέστρεψε στη Ρωσία ως μέλος της αποστολής της Διεθνούς Επιτροπής κατάρτισης αναγλύφου και από το 1922 έως το 1925, ακολούθησε [1] τον Φρίτγιοφ Νάνσεν, [Fridtjof Nansen], βραβευμένο με το Νομπέλ Ειρήνης το 1923, διεθνούς φήμης Νορβηγό πολικό ερευνητή, ανθρωπιστή, ερευνητή και ύπατο αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες, σε αποστολές. Μαζί ταξίδεψαν στη Γροιλανδία το μεγαλύτερο νησί του κόσμου, με το πλοίο «Fram», [«Εμπρός»], και τη διέσχισαν ολόκληρη, μαζί με πέντε συντρόφους τους. Εργάστηκε επίσης, μαζί με τον Νάνσεν [2] για λογαριασμό Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών, που φρόντισε για τον επαναπατρισμό περισσότερων από 450.000 αιχμαλώτων του Α΄Παγκοσμίου πολέμου, από 26 διαφορετικές χώρες χώρες. Την περίοδο από το 1922 και μετά, εργάστηκε υπό το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό στη Ρωσία, στην Κριμαία και αργότερα στην Αρμενία, ενώ εργάστηκε επίσης, για τη Νορβηγοσοβιετική Εταιρεία Ξυλείας.

Την περίοδο από το 1927 έως το 1929, όταν είχαν διακοπεί οι διπλωματικές σχέσεις της Αγγλίας με τη Σοβιετική Ένωση, εκπροσώπησε τα συμφέροντα της Βρετανίας μέσω της Νορβηγικής πρεσβείας στη Μόσχα και για το λόγο αυτό, κατηγορήθηκε ότι λειτουργούσε ως κατάσκοπος της Αγγλίας εις βάρος της Ρωσίας καθώς και για λαθραία διακίνηση ρουβλιών. Οι κατηγορίες σε βάρος του δεν τεκμηριώθηκαν, αν και βρέθηκε κάτοχος μιας συλλογής έργων τέχνης σημαντικής αξίας, τα οποία ασφάλισε για 300.000 κορώνες. Έως το 1929 έζησε στη Μόσχα, στο Ελσίνκι, στο Παρίσι, ταξίδεψε στα Βαλκάνια κι επισκέφθηκε με διάφορες αποστολές το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Γενεύη.

Πολιτική δράση

Υπουργός Αμύνης

Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1930, που τότε αντιμετώπιζε την εξέγερση κομμουνιστών ανταρτών, παραιτήθηκε από το στρατό και αφού εντάχθηκε στο Νορβηγικό Αγροτικό Κόμμα, [«Rise of the Nordic people in Norway»], διατέλεσε από την Άνοιξη του 1931 έως το 1933, υπουργός Άμυνας και κινητοποιώντας το στρατό και την αστυνομία, κατάφερε να αντιμετωπίσει την εξέγερση.

Ίδρυση του «Nasjonal Samling»

Το 1933 εμπνεύστηκε και στις 17 Μαΐου του ίδιου χρόνου, την ημέρα της Εθνικής Ανεξαρτησίας της Νορβηγίας, συνίδρυσε με τον Frederik Prytz, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα «Εθνική Ενοποίηση», [«Nasjonal Samling»], καθώς η παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση τον είχε πείσει ότι, «...ο μπολσεβικισμός είναι ένα πολιτικό σύστημα που πρέπει να φοβόμαστε». Το κόμμα που υποστήριζε την καταπολέμηση του κομμουνισμού και του συνδικαλισμού, είχε αρχηγό, [Forer], τον ίδιο, επίσημο χαιρετισμό τη ρήση «Ζήτω και καλή τύχη», [«Heil og soel»], ενώ τον Φεβρουάριο του 1936, το γερμανικό υπουργείο Προπαγάνδας ενίσχυσε με 10.000 μάρκα την κομματική του εφημερίδα, τη «Fritt Folk». Το κόμμα, που μεταξύ των υποστηρικτών του ήταν και ο διάσημος εθνικοσοσιαλιστής Νορβηγός συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει εκπροσώπηση στο Στόρτινγκ, το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας, καθώς ποτέ δεν συγκέντρωσε ποσοστό περισσότερο από το 2% των ψήφων. Το Φθινόπωρο του 1933, μετά από μια επεισοδιακή αντισυγκέντρωση που διοργάνωσαν εναντίον του, δημιούργησε το «Hird» μια ομάδα από 500 καλά εκπαιδευμένους και πειθαρχημένους άνδρες για την προστασία των εκδηλώσεων του «Nasjonal Samling».

Συνάντηση με το Χίτλερ

Στις 9 Δεκεμβρίου 1940, στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, αφίχθηκε στο σταθμό του Στετίνο στο Βερολίνο και ξεκίνησε διαβουλεύσεις με τα ηγετικά στελέχη του Γ' Ραιχ, τον Alfred Rosenberg και τον αρχιναύαρχο Raeder, ενώ στις 14 Δεκεμβρίου 1940, συνάντησε τον Αδόλφο Χιτλερ στο κτίριο της καγκελαρίας του Βερολίνου και του παρουσίασε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Παράλληλα τον ενημεέρωσε για τις πληροφορίες που υπήρχαν ότι επίκειτο βρετανική επέμβαση στην περιοχή της Σκανδιναβίας, ενώ ο Χίτλερ του ζήτησε να αποφύγει να δώσει αφορμή για επιθετικές ενέργειες στους Βρετανούς. Η συνάντησή τους επαναλήφθηκε στις 18 του ίδιου μήνα, αφού ήδη ο Κουίσλινγκ είχε συνεργασθεί με στρατιωτικούς του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου. Το πρωί της 8ης Απριλίου 1940 οι Βρετανοί ενημέρωσαν τον Νορβηγό υπουργό Εξωτερικών ότι οι συμμαχικές δυνάμεις πόντιζαν νάρκες στα χωρικά τους ύδατα και οι Νορβηγοί αντέδρασαν ζητώντας την απόσυρση τους καθώς και για την παραβίαση της ουδετερότητος τους. Στις 04.30 τα ξημερώματα της 9ης Απριλίου, οι Γερμανοί ζήτησαν από τον υπουργό Εξωτερικών της Νορβηγίας την παράδοση της χώρας του κι έλαβε αρνητική απάντηση. «Αυτό σημαίνει πόλεμο και τίποτε δεν πρόκειται να σας σώσει» αποκρίθηκαν οι Γερμανοί, που πήραν την απάντηση «H μάχη έχει ήδη αρχίσει».

Πρωθυπουργός

Μετά την γερμανική κατοχή αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός και επιχείρησε κίνημα κατά της νορβηγικής κυβερνήσεως, το οποίο ανακοίνωσε εισβάλλοντας στο Νορβηγικό κρατικό ραδιόφωνο. Η νόμιμη κυβέρνηση ενημέρωσε τους Γερμανούς ότι αποδέχονταν την ειρηνική παρουσία τους [occupatio pacifica], ενώ ο Χίτλερ απαίτησε από τον βασιλιά να ορκίσει την κυβέρνηση του. Παρέμεινε στην εξουσία μόλις μία εβδομάδα, καθώς ο Βασιλιάς Haakon ο 7ος, ανακοίνωσε ότι θα προτιμούσε να παραιτηθεί παρά να διορίσει κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κουίσλινγκ, ενώ παράλληλα τον εγκατέλειψαν και οι στενότεροι πολιτικοί του σύμμαχοι, έτσι ο Αδόλφος Χίτλερ όρισε στις 24 Απριλίου, τον Josef Terboven, [Josef Terboven], ως κομισάριο, [Reichskommissar], του Γ' Ράιχ στη Νορβηγία. Τον Σεπτέμβριο ο Terboven όρισε, υπό την απόλυτη εποπτεία του, μια ομάδα υπουργών με προεδρεύοντα τον Κουίσλινγκ.

Ανέλαβε πρωθυπουργός, [Ministerprasident], στις 30 Ιανουαρίου 1942, ενώ καταργήθηκε η μοναρχία και απαγορεύτηκε η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, με εξαίρεση το «Nasjonal Samling». Διατέλεσε πρόεδρος της νορβηγικής κυβέρνησης από την 1η Φεβρουαρίου 1942 έως το 1945 και το τέλος του πολέμου, όμως ο Αδόλφος Χίτλερ μόλις το 1944, αναγνώρισε την κυβέρνηση του, ενώ την ίδια περίοδο η εκλεγμένη κυβέρνηση του Γιόχαν Νύγκαρντσβολντ ήταν εξόριστη στο Λονδίνο. Στις 5 Μαΐου 1945 απηύθυνε διάγγελμα και δήλωσε ότι μπορεί να διαπραγματευθεί την ειρηνική παράδοση της εξουσίας, όμως αντιμετώπισε σταθερή άρνηση και στις 9 Μαΐου τέθηκε υπό κράτηση.

Το τέλος του

Κρατήθηκε στην οδό Mollergata 19, όπου ήταν το κεντρικό αστυνομικό τμήμα στο Όσλο και στις 20 Αυγούστου άρχισε η δίκη του που περατώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1945. Δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, για δολοφονίες, απέλαση Εβραίων και για κλοπή δημόσιας περιουσίας. Καταδικάστηκε από Πλημμελειοδικείο του Όσλο, όμως υπερασπίστηκε τις επιλογές του και δήλωσε, «...ο νορβηγικός λαός με έχει καταδικάσει σε θάνατο...{...}...ο πιο εύκολος δρόμος είναι η αυτοκτονία. Θέλω όμως η Ιστορία να καταλήξει στη δική της ετυμηγορία...». Ομόφωνα του επιβλήθηκε η θανατική ποινή και εκτελέστηκε από στρατιωτικό απόσπασμα, λίγο μετά τις 2.00 το πρωί στις 24 Οκτωβρίου, φωνάζοντας, «Έχω καταδικαστεί άδικα και πεθαίνω ενώ είμαι αθώος». Το σώμα του αποτεφρώθηκε.

Η στάση του, με την σταθερή κι αδιάλειπτη πολιτική προπαγάνδα, κατέστησε το όνομά του συνώνυμο του προδότη, του συνεργάτη των εχθρών, αυτών που κυβερνούν την χώρα τους ως ενεργούμενα ξένων δυνάμεων και χρησιμοποιείται έκτοτε σε πολλές γλώσσες για να δηλώσει το δωσίλογο ή τον προδότη.

Βιβλιογραφία

  • «Russia and Us», Vidkun Quisling, 1932.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«Through the Caucasus to the Volga»] Έργο του Fridtjof Nansen
  2. [«Through the Caucasus to the Volga»] Έργο του Fridtjof Nansen