Βασίλειος Τσιτσάνης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, Έλληνας λαϊκός συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα και πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984 στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, στις 16:20 ώρα Ελλάδος, από καρκίνο των πνευμόνων. Τάφηκε στο Α΄νεκροταφείο Αθηνών, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη. Παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1942, με κουμπάρο τον αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μουσχουντή [1], τη Ζωή Σαμαρά, με καταγωγή από τα Γρεβενά, την οποία γνώρισε στη Θεσσαλονίκη, και απέκτησαν δύο παιδιά, το 1946 τη Βικτώρια και το 1954 τον Κώστα.

Βασίλης Τσιτσάνης

Βιογραφία

Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες στην καταγωγή, ο πατέρας του Κώστας Τσατσάνης ή Τσιτσάνης, τσαρουχάς από το Μέτσοβο και η μητέρα του Βικτωρία, [Βίτω], Λάζου από τα Ζαγόρια. Γεννήθηκε στο πατρικό του σπίτι στην οδό Λαρίσης, τη σημερινή οδό «Βασίλη Τσιτσάνη», το οποίο κατεδαφίστηκε το 1991 αφού δεν κατέληξαν οι συζητήσεις με το δήμο Τρικάλων ώστε να γίνει μουσείο, και ήταν το όγδοο από τα δεκατέσσερα και το μικρότερο από τα πέντε εν ζωή παιδιά της οικογένειας, δύο κορίτσια, την Αλεξάνδρα και την Τερψιχόρη, και δύο αγόρια, το Νίκο και το το Χρήστο. Πήρε το όνομα του αδελφού του επίσης Βασίλη, που γεννήθηκε το 1915 και πέθανε σε παιδική ηλικία. Ο πατέρας του έπαιζε κλέφτικα τραγούδια με μια μαντόλα που είχε στην κατοχή του και την οποία ο οργανοποιός Καρύδας από τα Πετράλωνα, μετέτρεψε το 1922 σε μπουζούκι. Μαθητής στο Δημοτικό άρχισε μαθήματα στο Ωδείο, όπου σπούδασε βιολί με τον Στέλιο Περιστέρη, αδερφό του Σπύρου, ενώ παρακολούθησε μαθήματα μουσικής με τον Ιταλό μαέστρο Ραφαέλ Γιόσσα, του τρίο «Μπαρόνι».

Πρώτα χρόνια

Έπαιξε για πρώτη φορά μπουζούκι το 1928, μετά το θάνατο του πατέρα του και στην ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων έγραψε τα πρώτα του τραγούδια, μεταξύ τους «Παραγουάη», [«Σε φίνο ακρογιάλι»], και η «Ματσαράγκα», [«Στου Αλευρά τη μάντρα», ονομασία ταβέρνας που βρίσκονταν πολύ κοντά στο πατρικό του σπίτι], και η «Καλαμπακιώτισσα», που αναφέρεται σε συμμαθήτρια του με την οποία ερωτευμένος. Το 1929 αρρώστησε από ελονοσία και έμεινε μετεξεταστέος σε αρκετά από τα μαθήματα του Γυμνασίου. Στο πανηγύρι των Τρικάλων στις 14ης Σεπτεμβρίου 1934, γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Περδικόπουλο, τραγουδιστή της δημοτικής μουσικής και με το συγκρότημα του πρωτοεμφανίστηκε στη Λαμία. Ακολούθησε τον Περδικόπουλο στην Αθήνα και έβαλε σκοπό να σπουδάσει Νομικά, όμως για να εξασφαλίσει τα έξοδά του εργάστηκε σε διάφορα κέντρα και απορροφήθηκε από τη ζωή της νύκτας, εγκαταλείποντας τα σχέδια του για σπουδές. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Μπιζέλια» και στην Odeon ηχογράφησε τα πρώτες του συνθέσεις, με το τραγούδι «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε» να είναι η πρώτη του ηχογράφηση.

Ενήλικη ζωή

Νεαρός εργάστηκε στην Αθήνα στα κέντρα, τα «Μπιζέλια» στον Κολωνό, το μπαρ «Κουκλάκι» στην 3ης Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον «Πλάτανο», ταβέρνα το σταθμό Λαρίσης. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, από το Μάρτιο του 1938 και τον ίδιο χρόνο «...μια χειμωνιάτικη βραδιά που ήμουνα κλεισμένος στο πειθαρχείο του τάγματος» έγραψε το τραγούδι του «Αρχόντισσα», με το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο «...έγινε σεισμός, την τραγουδούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις, όλη η Ελλάδα...». Απολύθηκε τον Απρίλιο του 1940 και εργάστηκε σε νυκτερινά κέντρα όπως στο «Δάσος» στο Βοτανικό και στο μαγαζί του Διαμαντή Χιώτη, πατέρα του Μανώλη. Φωνογράφησε τραγούδια με το Στράτο Παγιουμτζή, το Στέλιο Κερομύτη, το Στελλάκη Περπινιάδη, το Δημήτρη Περδικόπουλο, τον Απόστολο Χατζηχρήστου, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τη Νταίζυ Σταυροπούλου. Επιστρατεύτηκε όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940 και υπηρέτησε σε μάχιμες μονάδες, ενώ μετά την κατάρρευση του μετώπου γύρισε αρχικά στα Τρίκαλα και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε στου «Μπάρμπα Λιά» στο Καραμπουρνάκι, στο «Έλατο», στα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» κοντά στον Λευκό Πύργο, στου «Σταυράκη», ενώ το 1941 άνοιξε το «Ουζερί Τσιτσάνη» στην οδό Παύλου Μελά 21, στη Διαγώνιο. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως μουσικός στο καφενείο «Μάριος», στην οδό Ίωνος.

Μουσικό έργο

Ηχογράφησε τραγούδια όπως

  • «Αχάριστη»,
  • «Μπαξέ τσιφλίκι»,
  • «Τα πέριξ»,
  • «Νύχτες μαγικές»,
  • «Ζητιάνος της αγάπης»,
  • «Ντερμπεντέρισσα»,
  • «Συννεφιασμένη Κυριακή»,
  • «Είμαστε αλάνια»,
  • «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι»,
  • «Χωρίσαμε ένα δειλινό»,
  • «Τρελός τσιγγάνος»,
  • «Πέφτουν της βροχής οι στάλες»,
  • «Όμορφη Θεσσαλονίκη»,
  • «Αντιλαλούνε τα βουνά»,
  • «Κάνε λιγάκι υπομονή»,
  • «Φάμπρικες»,
  • «Πέφτεις σε λάθη»,
  • «Καβουράκια»,
  • «Κάθε βράδυ λυπημένη»,
  • «Ξημερώνει και βραδιάζει» και
  • «Έλα όπως είσαι».

Ανακάλυψε και επέβαλλε τραγουδιστές και δημιουργούς, όπως, η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Μουτάφογλου ή Μουταφίδης, γνωστός ως Τσαουσάκης, ενώ τραγούδια του ερμήνευσαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές του 20ου αιώνα, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ,ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας, ενώ σε πολλά ανέλαβε ο ίδιος το ρόλο του ερμηνευτή. Το 1980 κυκλοφόρησε με πρωτοβουλία της UNESCO, ο διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», στον οποίο ερμήνευε μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος με την έκδοσή του στη Γαλλία το 1985, τιμήθηκε με το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Charles Gross».

Το τέλος του

Το Δεκέμβριο του 1983 εμφανίζονταν στο κέντρο «Χάραμα» και παράλληλα ετοίμαζε δίσκο με καινούρια του τραγούδα. Στις αρχές του Ιανουαρίου 1984 νοσηλεύθηκε με συμπτώματα γρίπης στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και οι γιατροί διαπίστωσαν ότι έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα και στις 9 Ιανουαρίου, με συντροφιά την κόρη του Βικτωρία και το στενό του φίλο Κώστα Χατζηδουλή, ταξίδεψε στο Λονδίνο για να προβεί σε χειρουργική επέμβαση. Χειρουργήθηκε με επιτυχία, σύμφωνα με τις ιατρικές εκτιμήσεις, στις 11 Ιανουαρίου, όμως το βράδυ της 16ης έπεσε σε κώμα και πέθανε δύο μέρες αργότερα, ανήμερα των γενεθλίων του. Επιθυμία του ήταν «..Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε στον τάφο, θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την Συννεφιασμένη Κυριακή».

Το 2008 συστάθηκε Κέντρο Έρευνας και Μουσείο με σκοπό την καταγραφή, η σύνοψη, την ψηφιακή τεκμηρίωση και την προβολή του έργου του, το οποίο στεγάστηκε προσωρινά στο κτίριο του παλαιού Μύλου Μουτσόπουλου στα Τρίκαλα. Το αρχείο του θα στεγαστεί οριστικά, σε μία έκταση περίπου πέντε στρεμμάτων, η οποία διαμορφώνεται στο χώρο των παλιών φυλακών στην πόλη, ενώ το 2012 εγκρίθηκε η μελέτη περιβαλλοντικής αναδείξεως της περιοχής, με έργα που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα ΕΣΠΑ και ο δεύτερος όροφος του κτιρίου των ποινικών φυλακών θα μετατραπεί σε σπίτι του «Βασίλη Τσιτσάνη».

Κριτική

Σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, συγγραφέα του βιβλίου «Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη» [2] και μελετητή του έργου του, έγραψε περισσότερα από επτακόσια τραγούδια, εκατό από τα οποία πριν το πόλεμο του 1940 και στις ηχογραφήσεις χρησιμοποιούσε συνήθως ένα μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Έγραψε σε ρυθμό ζεϊμπέκικο, χασάπικο και απτάλικο ενώ χρησιμοποίησε σε ελάχιστα κομμάτια του, σέρβικο, καμηλιέρικο, καλαματιανό και συρτό. Το μουσικό του έργο υμνήθηκε λεκτικά από σημαντικούς ανθρώπους των τεχνών και της μουσικής, ενώ ο Νίκος Σκαλκώτας διασκεύασε το τραγούδι «Μάγισσα της αραπιάς» σε κονσέρτο. Ο Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης είπε «... είναι η μόνη απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό..», ο Μάνος Χατζηδάκις ότι «..υπήρξε μεγάλος, τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος...{...}.…ξάπλωσε απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό», ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης τόνισε, «..θα ήθελα να λογίζομαι σαν απλός μαθητής του», όμως ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε πει στο Βασίλη Βασιλικό ότι, «...η φωνή του, μοιάζει με τις ρόδες του τραμ όταν στριγγλίζουν στη στροφή πάνω σε αλάδωτες ράγες..».

Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό [3], το καλοκαίρι του 1961 πρωταγωνίστησε σε διαφημιστικό της εταιρίας πετρελαίων «Caltex» με θέμα την Ελλάδα, το οποίο γυρίστηκε στις Τζιτζιφιές. Μετά το τέλος των γυρισμάτων, «…μας πήρε σε ένα καφενεδάκι της Καλλιθέας..{…}…αφού πληρώθηκε για τη συμμετοχή του, …{…}…μας κέρασε, θυμάμαι, κι από μια φούντα χασίσι, τυλιγμένη σε ασημόχαρτο, σαν μια ασημένια μεγάλη φράουλα.».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [O Τσιτσάνης τον χαρακτήρισε ως «(...) άγιο αστυνομικό διευθυντή, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του».]
  2. [εκδόσεις «Ιανός», Αθήνα, 2009]
  3. [Άρθρο του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 19 Ιανουαρίου 1994]