Γεώργιος Α'

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος Α' βασιλιάς των Ελλήνων, [το όνομα του ήταν Χριστιάνους Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του βασιλικού οίκου των Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γλύξμπουργκ], γνωστός με τον τίτλο Πρίγκηπας Γουλιέλμος της Δανίας, ο μακροβιότερος βασιλιάς της Ελλάδος, ο δεύτερος κατά σειρά της νεότερης Ελλάδας και αρχηγός νέου Βασιλικού Οίκου της Ελλάδος, γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1845 στο Yellow Palace στην Κοπενχάγη της Δανίας και δολοφονήθηκε στις 5/18 Μαρτίου 1913 κοντά στον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη. Η κηδεία του έγινε στις 20 Μαρτίου/2 Απριλίου του 1913 στην Αθήνα και τάφηκε στην οικογενειακή εξοχική του κατοικία στο βασιλικό κοιμητήριο στο λόφο «Παλαιόκαστρο» στο Τατόι [1] στην περιοχή της Δεκέλειας Αττικής.

Βασιλεύς Γεώργιος Α'
Γεώργιος Α'.jpg
Γέννηση: 24 Δεκεμβρίου 1845
Τόπος: Yellow Palace, Κοπενχάγη (Δανία)
Σύζυγος: Δούκισσα Όλγα (Κωνσταντίνοβνα)
Τέκνα: Κωνσταντίνος Α', Γεώργιος, Αλεξάνδρα,
Νικόλαος, Μαρία, Όλγα, Ανδρέας,
Χριστόφορος.
Υπηκοότητα: Δανική, Ελληνική
Δολοφονία: 5 Μαρτίου 1913
Τόπος: Λευκός Πύργος, Θεσσαλονίκη (Ελλάδα)
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* Βασιλιάς της Ελλάδος*
Έναρξη εξουσίας : 30 Μαρτίου 1863
Λήξη εξουσίας : 18 Μαρτίου 1913
Προκάτοχος
Διάδοχος

Στις 27 Οκτωβρίου 1867, [ημερομηνία με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο], παντρεύτηκε στην Αγία Πετρούπολη, την δεκαεξάχρονη Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας, κατευθείαν απόγονο της Βυζαντινής Αυτοκράτειρας Ευφροσύνης Δούκισσας Καματερίνας, σύζυγο του Αλέξιου Γ' των Αγγέλων. Από το γάμο τους απέκτησαν οκτώ παιδιά, τον μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο Α', τον Πρίγκιπα Γεώργιο, την Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, τον Πρίγκιπα Νικόλαο, πατέρα της Πριγκίπισσας Μαρίνας του Κεντ, την Πριγκίπισσα Μαρία, σύζυγο του Μεγάλου Δούκα Γεωργίου Μιχαήλοβιτς της Ρωσίας που δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1919, η οποία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο το 1922, τον Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη, την Πριγκίπισσα Όλγα, η οποία πέθανε σε νηπιακή ηλικία, τον Πρίγκιπα Ανδρέα, πατέρα του Πρίγκιπα Φιλίππου, Δούκα του Εδιμβούργου, και τον Πρίγκιπα Χριστόφορο.

Βιογραφία

Παππούς του Γεωργίου Α' από την οικογένεια του πατέρα του ήταν ο Γουλιέλμος Δούκας του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γλύξμπουργκ, [Schleswig-Holstein-Sonderburg-Glücksburg], και από την οικογένεια της μητέρας του ήταν ο Πρίγκηπας Γουλιέλμος της Έσσης-Κάσσελ. Πατέρας του Γουλιέλμου ήταν ο Πρίγκηπας Χριστιανός του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γλύξμπουργκ, μετέπειτα Βασιλιάς της Δανίας Χριστιανός Θ', ο οποίος ανήλθε στο θρόνο τον Νοέμβριο του 1863, ενώ μητέρα του ήταν η Λουίζα της Έσσης-Κάσσελ, των οποίων ήταν ο δευτερότοκος γιος. Η οικογένεια του Γεωργίου είχε Ελληνική καταγωγή που ανάγεται στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ, του οίκου των Παλαιολόγων στο Βυζάντιο [2]. Αδέρφια του Γουλιέλμου ήταν ο Φρειδερίκος, που διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο της Δανίας, η Αλεξάνδρα, μετέπειτα βασιλική σύζυγος του Εδουάρδου Ζ' του Ηνωμένου Βασιλείου και βασιλομήτωρ του Γεώργιου Ε', η Δαγμάρη, μετέπειτα σύζυγος του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ' της Ρωσίας γνωστή ως αυτοκράτειρα Μαρία Φεοδόροβνα, η Θύρα και ο Βάλντεμαρ.

Το 1852 ο πατέρας τους ορίστηκε ως επίδοξος διάδοχος του άτεκνου Βασιλιά Φρειδερίκου Η΄ της Δανίας και η οικογένεια του Γουλιέλμου ονομάστηκαν πρίγκιπες και πριγκίπισσες της Δανίας. Μητρική γλώσσα του Γουλιέλμου ήταν τα Δανικά, ενώ μιλούσε Αγγλικά ως εύτερη γλώσσα και διδάχθηκε Γαλλικά και Γερμανικά. Ναυτολογήθηκε ως ναυτικός δόκιμος στο Βασιλικό Ναυτικό της Δανίας, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Φρειδερίκο, με τον οποίο ήταν αντίθετοι χαρακτήρες καθώς ο Φρειδερίκος ήταν «ήσυχος και μετρημένος», ενώ ο Γεώργιος ήταν «ζωηρός και πλακατζής».

Επιλογή του Γεωργίου Α' στο θρόνο της Ελλάδος

Ψήφισμα της Β' Εθνοσυνελεύσεως, 18/30 Μαρτίου 1830, όριζε ότι τριμελής επιτροπή θα προσέφερε το στέμμα στον μονάρχη. Μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα το 1862, διενεργήθηκε δημοψήφισμα, 19 Νοεμβρίου/1η Δεκεμβρίου 1862, και οι Έλληνες εξέλεξαν με ποσοστό άνω του 94% τον δευτερότοκο γιο της βασίλισσας Βικτώριας, δούκα του Εδιμβούργου Αλφρέδο. Τον Ιούνιο του 1862 ελληνική αντιπροσωπεία βρέθηκε στο Λονδίνο για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του Πρίγκιπα Αλφρέδου. Εκεί συνάντησαν τον νεαρό Vilhelm, ο οποίος βρίσκονταν στο Λονδίνο ως ναυτικός δόκιμος με την δανέζικη φρεγάτα Jylland. Την υποψηφιότητά του Vilhelm για τον ελληνικό θρόνο προωθούσε με ένταση ο Carl Joachim Hambro, τραπεζίτης Εβραιοδανεζικής καταγωγής και Άγγλος υπήκοος, όμως ο Αλφρέδος αρνήθηκε.

Όσα προηγήθηκαν

Στις 10 Νοεμβρίου του 1862, ένα μήνα μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Όθωνα από το θρόνο, στην Αθήνα οργανώθηκαν διαδηλώσεις υπέρ της υποψηφιότητος του πρίγκιπα Αλφρέδου, δευτερότοκου γιου της βασίλισσας της Αγγλίας, Βικτωρίας, όμως η Αγγλία δεν αποδέχθηκε την υποψηφιότητα, καθώς κωλύονταν από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που είχαν υπογράψει το 1832, να μην ανέλθει στο θρόνο της Ελλάδας γόνος καμιάς δικής τους βασιλικής οικογένειας. Από τις 24 έως τις 28 Νοεμβρίου στην Ελλάδα έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στη Συντακτική Συνέλευση, με βάση τον εκλογικό νόμο του 1844, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το ψήφισμα της 23ης Οκτωβρίου του 1862, το οποίο προέβλεπε την εκλογή πληρεξουσίων και από τους Έλληνες εκτός Ελλάδος. Η συνέλευση αποφάσισε στις 19 Ιανουαρίου του 1863 να ονομαστεί «Η εν Αθήναις Β΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» και στις 11 Φεβρουαρίου οι ονομαζόμενοι «Ορεινοί» εξέλεξαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ζηνόβιο Βάλβη. Η συνέλευση αποφάσισε ότι μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά την εκτελεστική εξουσία θα ασκεί ο πρόεδρος της κυβερνήσεως.

Στις 22 Ιανουαρίου του 1863 επικυρώθηκαν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, με ψήφισμα της Εθνικής Συνελεύσεως, σύμφωνα με τα οποία από τις 244.202 ψήφους οι 230.016 είναι υπέρ της εκλογής του Άγγλου πρίγκιπα. Μετά από διαβουλεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων επιλέχθηκε ο δευτερότοκος γιος του διαδόχου του θρόνου της Δανίας Χριστιανού Θ', πρίγκιπας Χριστιανός-Γουλιέλμος-Γεώργιος. Η επιτροπή, την οποία αποτελούσαν οι Κωνσταντίνος Κανάρης, ο μπουρλοτιέρης της Εθνεγερσίας του 1821, Δημήτριος Γρίβας και Θρασύβουλος Ζαΐμης, μετέβη στην Κοπεγχάγη όπου ενεχείρισε το ψήφισμα στον 17χρονο τότε, πρίγκιπα. Ο Γεώργιος Α’, όπως ονομάστηκε, έφτασε στην Ελλάδα μετά από ταξίδι 40 ημερών και ορκίστηκε ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης στις 19/31 Οκτωβρίου 1863, ως «Βασιλεύς των Ελλήνων» («Roi des Hellenes») και όχι ως «Βασιλεύς της Ελλάδος», όπως ο Όθωνας, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις από την Υψηλή Πύλη (Παπαφλωράτος 2014). Ο Γεώργιος Α’ υπήρξε ο μακροβιότερος μονάρχης της Ελλάδας, καθώς βασίλευσε για 50 χρόνια. Το 1867 νυμφεύθηκε την ανιψιά του τσάρου, δούκισσα Ολγα, με την οποία απέκτησαν οκτώ τέκνα.

Εκλογή Γεωργίου Α'

Η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε διπλωματική επιτροπή, η οποία στις 18/30 Μαρτίου 1863, πρότεινε τον Πρίγκιπα Χριστιανό-Γουλιέλμο-Φερδινάνδο-Αδόλφο-Γεώργιο ως Βασιλιά της Ελλάδος τον οποίο η Εθνοσυνέλευση αναγόρευσε ως Συνταγματικό Βασιλέα των Ελλήνων, υπό το όνομα «Γεώργιος Α' Βασιλεύς των Ελλήνων». Την ίδια ημέρα εκδόθηκε το Ψήφισμα της Β' των Ελλήνων Συνελεύσεως σύμφωνα με το οποίο:

H εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις:
α) Αναγορεύει παμψηφεί τον πρίγκιπα της Δανίας Χριστιανόν, Γουλιέλμον, Φερδινάνδον, Αδόλφον, Γεώργιον, δευτερότοκον υιόν του πρίγκιπος Χριστιανού της Δανίας, συνταγματικόν βασιλέα των Ελλήνων υπό το όνομα Γεώργιος Α΄ Βασιλεύς των Ελλήνων... β) Οι νόμιμοι διάδοχοι αυτού θέλουσι πρεσβεύει το Ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα. γ) Τριμελής επιτροπή εκλεχθησομένη υπό της Εθνοσυνελεύσεως θέλει μεταβεί είς την Κοπεγχάγην και προσφέρει αυτώ εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους το Στέμμα.

Στο Ψήφισμα ο Γεώργιος αποκαλείται «Βασιλεύς των Ελλήνων», ύστερα από δική του επιθυμία, και όχι «Βασιλεύς της Ελλάδας», όπως ο Όθωνας. Η απόφαση προκάλεσε τις διαμαρτυρίες του Σουλτάνου της Τουρκίας, καθώς η Συνέλευση θεωρούσε το Γεώργιο Βασιλιά όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδος, αλλά όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν, όμως η προσωνυμία έμεινε. Αρχικά, στα ξενόγλωσσα κείμενα ο τίτλος ήταν «ROI DES GRECS», όμως αργότερα έγινε «ROI DES HELLENES». Στις 27 Μαρτίου ο Ζηνόβιος Βάλβης παραιτήθηκε.

Η Ελληνική αντιπροσωπεία που μετέβη στην Κοπεγχάγη και παρέδωσε το στέμμα του Ελληνικού θρόνου στον Γεώργιο Α' αποτελείτο από τον ναύαρχο και κατ’ επανάληψη πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Κανάρη, καθώς και τους πληρεξούσιους Θρασύβουλο Ζαΐμη και Δημ. Γρίβα. Τα μέλη της αντιπροσωπείας έφθασαν στην πρωτεύουσα της Δανίας στις 12 Απριλίου και στις 25 Μαΐου 1863, κατά τη διάρκεια ειδικής τελετής στα δανικά ανάκτορα, πρόσφεραν το στέμμα της Ελλάδος στο βασιλιά Φερδινάνδο, που το παρέλαβε για λογαριασμό του ανήλικου ανιψιού του. Ως μοναδικό όρο αποδοχής, ο πατέρας του Βασιλέως Γεωργίου Α' έθεσε την προσάρτηση των Επτανήσων στην Ελλάδα και η συμφωνία επήλθε στις 24 Μαΐου/5 Ιουνίου. Με τη συνθήκη του Λονδίνου που υπογράφηκε την 1η/13η Ιουλίου 1863, ορίστηκε ότι οι διάδοχοι του Γεωργίου θα πρέσβευαν το ορθόδοξο δόγμα και η ενηλικίωση του, καθώς είχε γεννηθεί το 1845, για να μην επαναληφθεί ο θεσμός της Αντιβασιλείας, ορίστηκε άμεση. Με την ίδια συνθήκη οριζόταν ότι τα γεωγραφικά σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου θα εκτείνονταν με την παραχώρηση-προσάρτηση των Επτανήσων, εφόσον θα συμφωνούσαν γι αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα εκφραζόταν σχετική ευχή από την Ιόνιο Βουλή. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, η τριμελής επιτροπή παρέδωσε στην Εθνική Συνέλευση επιστολή του Γεωργίου Α’, στην οποία τόνιζε: «Μοναδικό καθήκον μου αισθάνομαι να ζήσω και να πεθάνω ως καλός Έλλην…».

Ενθρόνιση/Βασιλεία

Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' αναχώρησε από τη Δανία στις 5/17 Σεπτεμβρίου 1863, ενώ πριν φύγει άκουσε τις συμβουλές του θείου του Βασιλέα Φρειδερίκου Ζ', ο λόγος του οποίου κατέληγε: «... Σου δίδω την ευχήν μου και ενθυμού προ πάντων την εντολήν μου να γίνης τέλειος Έλλην και να στηρίξης την δύναμιν σου επί του Ελληνικού Λαού». Αναχώρησε από την Κοπεγχάγη στις 5 Σεπτεμβρίου 1863 και επισκέφθηκε τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, κατά σειρά την Πετρούπολη, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και το Παρίσι. Για την Ελλάδα αναχώρησε από την Τουλώνα επιβαίνοντας στον ατμοδρόμονα «Ελλάς» τον οποίο συνόδευαν τρία πλοία των μεγάλων δυνάμεων.

O Γεώργιος Α' αφίχθη στον Πειραιά στις 18 Οκτωβρίου 1863 και του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή. Όπως γράφει η εφημερίδα της εποχής «Εθνοφύλαξ»: «...Ήτο αληθώς μαγευτικώτατον και συγκινητικώτατον το θέαμα τούτο, όπερ αδύνατον να περιγράψη και ο γραφικώτερος κάλαμος». Από τον Πειραιά έφθασε στην Αθήνα, συνοδεία πομπής από άμαξες και κατευθύνθηκε στη Μητρόπολη, όπου τον προσφώνησε ο Μητροπολίτης Θεόφιλος. Στη συνέχεια ο Γεώργιος κατευθύνθηκε στα ανάκτορα και το απόγευμα έκανε τον πρώτο του περίπατο στην Αθήνα. Στις 31 Οκτωβρίου 1863 ορκίστηκε «...Εις το όνομα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι να προστατεύω την επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων, να διατηρώ και να υπερασπίζομαι την ανεξαρτησία, την αυτονομία και την εδαφική ακεραιότητα του Ελληνικού κράτους και να τηρώ τους νόμους αυτού», ενώπιον της Εθνοσυνελεύσεως και ανέλαβε καθήκοντα ως Βασιλεύς των Ελλήνων. Αμέσως μετά εξέδωσε το πρώτο του διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό. Η ένωση της Επτανήσου αλλά και των Κυθήρων, με το ελληνικό κράτος, που έγινε με τη συνθήκη της 17ης Μαρτίου 1864, που υπογράφηκε από τις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία και το ελληνικό βασίλειο.

Γεώργιος Α'-Βασίλισσα Όλγα

Τον Μάιο του 1864, ο Γεώργιος πραγματοποίησε περιοδεία ανά την Ελλάδα, προκειμένου να αποκτήσει δική του εικόνα για τον ελληνικό λαό και τις συνθήκες διαβιώσεως του, καθώς και για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Όπως αναφέρει ο Βάλτερ Κρίστμας, φίλος και βιογράφος του Γεωργίου, στο βιβλίο του: «Την εποχήν εκείνην ουδεμία υπήρχεν βατή οδός εκτός οδών τίνων εις τα περίχωρα των Αθηνών. Δεν υπήρχον ή ατραποί μόνον διασχίζουσαι τα όρη. Ο Βασιλεύς και η ακολουθία του ηναγκάσθησαν επομένως να περιέλθωσιν την χώραν επιβαίνοντες ημιόνων. Ήρχισεν ούτω μία, κυριολεκτικώς, θριαμβευτική πομπή, ήτις διά Κορίνθου, Αργούς, Τριπόλεως και Σπάρτης κατέληξεν εις Καλάμας, όπου ανέμενεν η φρεγάτα «Ελλάς».

Μία από τις πρώτες πράξεις του Γεωργίου ήταν να ζητήσει με επιστολή που απέστειλε προς την Εθνοσυνέλευση την ψήφιση του νέου Συντάγματος της χώρας το ταχύτερον δυνατόν. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων στην Εθνοσυνέλευση συντάχθηκε με την άποψη του και αποφάσισε υπέρ της επιταχύνσεως των συζητήσεων και της διαδικασίας ψηφίσεως του Συντάγματος. Το αποτέλεσμα ήταν να ψηφισθεί το Σύνταγμα μέσα στις προθεσμίες που έθεσε με την επιστολή του ο Γεώργιος, ο οποίος στις 28 Νοεμβρίου 1864 ορκίστηκε, σε ειδική τελετή, πίστη στο Σύνταγμα. Τέσσερα χρόνια μετά την άφιξη του στην Ελλάδα, ο Γεώργιος παντρεύτηκε όμως την απόφαση του για γάμο δεν την ανακοίνωσε στην τότε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, γεγονός που προκάλεσε πολιτικό ζήτημα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χαρίλαος Τρικούπης πρότεινε στον Κουμουνδούρο να παραιτηθεί, αλλά ο πρωθυπουργός αρνήθηκε, τονίζοντας ότι ο γάμος είναι υπόθεση αισθηματική και ανθρώπινη και «τα γενόμενα ουκ απογίνεται».

Στις εκλογές του 1874 οι Επαμεινώνδας Δεληγεώργης και Χαρίλαος Τρικούπης απέτυχαν να εκλεγούν βουλευτές, λόγω της βίας και της νοθείας που, όπως υποστήριξαν, ασκήθηκε εις βάρος τους. Με άρθρο του υπό τον τίτλο: «Τις πταίει» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καιροί» του Π. Κανελλίδη, ο Τρικούπης κατήγγειλε ότι «...Το Έθνος δεν πταίει. Μετά τα παθήματα του 1862 τίθεται εκ νέου εις το Έθνος το δίλημμα της υποταγής εις την αυθαιρεσίαν ή της επαναστάσεως. Είναι το Έθνος καταδικαστέον διότι δεν σπεύδει να παραδεχθή το δεύτερον». Και κατέληγε επικρίνοντας τον Γεώργιο: «...Ενόσω η βασιλεία προσφέρει την εξουσίαν, τη διάλυσιν και τις επεμβάσεις ως βραβείον εις τας εν της Βουλή μειοψηφίας, θα πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον οι μνηστήρες της Αρχής». Το άρθρο συντέλεσε στο να διατυπωθεί από τον Τρικούπη, το 1875, η αρχή της «δεδηλωμένης» η οποία έδινε τη δυνατότητα στο Γεώργιο να πολιτευθεί λαμβάνοντας υπόψη την αριθμητική δύναμη των κομμάτων στη Βουλή και δίνοντας την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον κομματικό σχηματισμό που διέθετε την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Στην περίοδο της βασιλείας του συνέβησαν η προσάρτηση της Θεσσαλίας, στις 10 Φεβρουαρίου του 1881, η Κρητική Επανάσταση της περιόδου 1896-1897, που επέφερε την αυτονομία της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του Γεωργίου Α', και ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα, ήταν τα πλέον σημαντικά από τα γεγονότα του τέλους του 19ου αιώνος. Παράλληλα, αντιμετώπισε δύο έντονες οικονομικές κρίσεις, η πρώτη το 1892, όταν ο Γεώργιος που ήταν αντίθετος με τη δημοσιονομική πολιτική του τότε πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, διαφώνησε στην επιβολή νέων φόρων και απέλυσε την κυβέρνηση και η δεύτερη το 1895. Τότε ο Χαρίλαος Τρικούπης προσπάθησε να επιβάλει νέους φόρους, όμως συνάντησε την αντίδραση του Γεωργίου αλλά και του λαού, ο οποίος τον καταψήφισε στις εκλογές.

Απόπειρα δολοφονίας

Είχαν περάσει λίγοι μήνες από την ντροπιαστική ήττα στον πόλεμο του 1897 και κοινή γνώμη απαιτούσε την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων, ενώ οι εφημερίδες, ασκούσαν σφοδρή κριτική στον ίδιο τον βασιλιά αλλά και στον διάδοχο Κωνσταντίνο Α'. Ο Ν. Π. Δημητρακόπουλος έγραφε στην εφημερίδα «Καιροί» του Πέτρου Κανελλίδη: «Στρατηγός εις ηδονάς έκδοτος ή ακρατής ή εν τη διαίτη πολυτελής και τρυφηλός, στρατηγός ζων εν ευμαρεία, αποτελεί άρνησιν πάσης στρατιωτικής υποστάσεως και ουδεμίαν δύναται να έχει θέσιν εν τη συνειδήσει του στρατεύματος ... Το δε Επιτελείον του διαδόχου είχεν εκστρατεύσει κατά των Αγγλίδων νοσοκόμων, αίτινες κατήλθον εις την χώραν ημών, προς εξυπηρέτησιν του ελληνικού αγώνος…». Ο Δημητρακόπουλος παραπέμφθηκε σε δίκη, που άρχισε στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 29 Δεκεμβρίου 1898, όμως δεν προχώρησε καθώς υποβλήθηκε ένσταση αναρμοδιότητος του δικαστηρίου, ενώ ανάλογα άρθρα, δημοσίευσαν, ο Α. Γεννάδιος, ο Γ. Φιλάρετος, ο B. Γαβριηλίδης και ο Α. Κύρου από τις στήλες της εφημερίδος «Εστία».

Στις 14 Φεβρουαρίου του 1898, ο Γεώργιος Α' έγινε στόχος δολοφονικής απόπειρας [3] την ώρα που ο ίδιος και η κόρη του, η Πριγκίπισσα Μαρία, επέστρεφαν με τη βασιλική άμαξα στην Αθήνα, μετά από περίπατο τους στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Η απόπειρα έλαβε χώρα γύρω στις 5:30 το απόγευμα στη θέση Ανάλατος [4], κατά μήκος της λεωφόρου Φαλήρου-Αθηνών, τη σημερινή λεωφόρο Ανδρέα Συγγρού, όταν η άμαξα τους έγινε στόχος πυροβολισμών που εξαπολύθηκαν από τον δημοτικό υπάλληλο Γεώργιο Καδρίτση που είχε πολεμήσει ως εθελοντής στην Κρήτη και τον Ιωάννη Γεωργίου ή Κυριακού από τη Μακεδονία. Οι δύο δράστες πυροβόλησαν από απόσταση 15-20 μέτρων, όμως αστόχησαν καθώς μία σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του βασιλιά ενώ μια άλλη, τραυμάτισε στο πόδι τον ενωμοτάρχη Βασίλειο Νέρη που ήταν συνοδός της άμαξας [5]. Οι δράστες συνελήφθησαν το πρωί της επόμενης μέρας και στις 19 Μαρτίου καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στις 20 Μαρτίου στάλθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου και στις 27 Απριλίου εκτελέστηκαν έξω από το Παλαμήδι με καρατόμηση.

Διατελέσαντες πρωθυπουργοί

Περίοδος Μεσοβασιλείας

Μετά την απομάκρυνση του Όθωνα και ως την ενθρόνιση του Γεωργίου Α’, με απόφαση της Β΄Εθνοσυνελεύσεως των Ελλήνων, σχημάτισαν κυβερνήσεις οι:

Βασιλεία Γεωργίου Α'

Μετά την ορκωμοσία και την ενθρόνιση του Γεωργίου Α' έως το θάνατο του διεξήχθησαν 21 εκλογικές αναμετρήσεις, σχηματίστηκαν 70 κυβερνήσεις και διατέλεσαν πρωθυπουργοί οι:

Διάστημα 1863-1870

Την περίοδο αυτή σχηματίστηκαν 16 κυβερνήσεις, ενώ ορκίστηκαν και διατέλεσαν πρωθυπουργοί οι παρακάτω 9 πολιτικοί:

Διάστημα 1871-1880

Την περίοδο αυτή σχηματίστηκαν 16 κυβερνήσεις, ενώ ορκίστηκαν και διατέλεσαν πρωθυπουργοί οι παρακάτω 6 πολιτικοί

Διάστημα 1881-1913

Την περίοδο αυτή σχηματίστηκαν 27 κυβερνήσεις, ενώ ορκίστηκαν και διατέλεσαν πρωθυπουργοί οι παρακάτω 13 πολιτικοί

Η δολοφονία του

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα Ελληνικά στρατεύματα με επικεφαλής τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο Α', ο βασιλιάς Γεώργιος Α' έφθασε στην πόλη, στις 29 Οκτωβρίου 1912, μαζί με τη σύζυγο του βασίλισσα Όλγα. Με την παρουσία του επιθυμούσε να κατοχυρώσει με την παρουσία του την ελληνικότητα της πόλεως και να στερεώσει την ένωση της Βορείου Ελλάδος με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο βασιλιάς φιλοξενήθηκε στην έπαυλη του Κλέωνα Χατζηλαζάρου, αρχοντικό του 1890 στην οδό Εξοχής, στο δρόμο που φέρει σήμερα το όνομά του. Την Τρίτη 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος, προγευματίζοντας με το φίλο και βιογράφο του Βάλτερ Κρίστμας, εξέφρασε την επιθυμία του να παραιτηθεί από το θρόνο, στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Στις 5/18 Μαρτίου είτε θέλοντας να επισκεφτεί για λόγους εθιμοτυπικούς το Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλεως, είτε ακολουθώντας τη συνήθεια του καθιερωμένου απογευματινού περιπάτου του στην παραλία, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου και τον συνόδευε ο υπασπιστής του ταγματάρχης Ιωάννης Φραγκούδης καθώς και δύο χωροφύλακες που ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω. Στην συμβολή της οδού Βασιλίσσης Όλγας, ο ομοφυλόφιλος Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον Γεώργιο Α', ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να πυροβολήσει και τον υπασπιστή του, όμως ο Φραγκούδης πρόλαβε και τον αφόπλισε. Ο Σχινάς συνελήφθη από δυο χωροφύλακες που βρίσκονταν στο σημείο μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις από τον πρωτοδίκη Β. Κανταρέ και τον γραμματέα Γιαννιώτη. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' μεταφέρθηκε στο «Παπάφειο Ίδρυμα», όπου οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ήταν ήδη νεκρός. Η σφαίρα, σύμφωνα με την έκθεση του ιατροδικαστή, μπήκε από την κάτω δεξιά γωνία της ωμοπλάτης και βγήκε δια μέσου του στέρνου, τέσσερα εκατοστά πάνω από την ξιφοειδή απόφυση, διαπερνώντας την καρδιά.

Σύμφωνα με όσα τηλεγράφησε στο υπουργείο Εξωτερικών ο διπλωμάτης Β. Δενδραμής, στις 19:00 το απόγευμα της ημέρας της δολοφονίας «ΑΜ Βασιλεύς εξελθών περίπατον απόγευμα μεθ' υπασπιστού Φραγκουδή υπέστη δολοφονικήν επίθεσιν. Σφαίρα πολυκρότου εύρεν αυτόν καρδίαν επενεγκούσα άμεσον θάνατον. Δολοφόνος συνελήφθη. Ονομάζεται Αλέξανδρος Σχινάς. Νεκρός άνακτος μετεφέρθη Παπάφειον νοσοκομείον όπου κατέφθασεν πρίγκιψ Νικόλαος και Αρχαί. Πρίγκιψ Νικόλαος καλέσας αξιωματικούς είπεν αυτοίς διακοπτόμενος λυγμών με βαθύν πόνον ψυχής και καρδίας μου αναγγέλλω θάνατον πεφιλημένου Βασιλέως μας και προσκαλώ υμάς ορκισθήτε πίστιν νέον Βασιλέα Κωνσταντίνον.....».

Σε άλλο τηλεγράφημα ο Β. Δενδραμής αναφέρεται στη διαδρομή του δράστη: «....Δολοφόνος εκρύπτετο γωνίαν διασταυρώσεως οδών Αγίας Τριάδος και Κεντρικής οδού εξοχής, βήματά τινα κάτωθεν αστυνομικού τμήματος. Οδός αύτη ετελείωνε θάλασσαν, μη έχουσα άλλην διέξοδον. Βασιλεύς επέστρεφε περιπάτου του προς ανάκτορα. Μόλις παρήλθε γωνίαν, δολοφόνος επυροβόλησεν από αποστάσεως δύο βημάτων διά περιστρόφου. Ο δολοφόνος έσυρε και κατά του υπασπιστού, αλλά ρεβόλβερ έπαθεν αφλογιστίαν. Δύο Κρήτες χωροφύλακες έσπευσαν και συνέλαβαν δολοφόνον. Βασιλεύς λιποθυμήσας έπεσεν παρά τράπεζαν γωνιαίου παντοπωλείου, ούτινος ο καταστηματάρχης έσπευσε και ημιανέγειρεν. Ο Βασιλεύς δεν επρόφερε ούτε λέξιν...».

Όσα ακολούθησαν

Κατά τον Β. Δενδραμή «Νεκρός Βασιλέως ταριχευθείς ετέθη εν μικρώ δωματίω αριστεράς τω εισερχομένω πτέρυγας Θεαγενείου νοσοκομείου, αποφασισθείσης της μεταφοράς εις Ανάκτορον. Νεκρός εκαλύφθη ελληνικήν σημαίαν και περί ενάτην και ημίσειαν εξεκίνησεν η μεταφορά του επί φορείου βασταζομένου υπό πρίγκιπος Νικολάου, των υπασπιστών Πάλλη, Σκουμπουρδή, Φραγκούση, Τσέρνοβιτς και άλλων ανωτέρων αξιωματικών εναλλασσομένων. ...{...}... Η μεταφορά διά διαφόρων στενωπών έφθασεν εις το μέρος όπου εγένετο η δολοφονία και κατά την δεκάτην και ημίσειαν έφθασε προ των ανακτόρων... Εψάλλη τρισάγιον υπό του Μητροπολίτου...».

Η είδηση της δολοφονίας του Γεωργίου έφτασε στην Αθήνα αργά το ίδιο βράδυ, με τηλεγράφημα του πρίγκιπα Νικολάου, που ήταν στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος κάλεσε τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και τους ανακοίνωσε το γεγονός, ενώ με έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως αναγγέλθηκε ο θάνατος του βασιλιά στον ελληνικό λαό. Ο έως τότε διάδοχος Κωνσταντίνος από τα Ιωάννινα όπου βρισκόταν και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το Αργυρόκαστρο, πληροφορήθηκε τη δολοφονία από τον αρχηγό του επιτελείου Βίκτωρα Δούσμανη και «Συνεκινήθη πολύ, έκλαυσε και έμεινε σιωπηλός», όπως γράφει ο Δούσμανης. Στη συνέχεια, αφού παρέδωσε τη διοίκηση του στρατού στον Υποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή, «συγκινημένος και ωχρός», αναχώρησε για την Αθήνα, όπου ορκίστηκε βασιλιάς σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής το πρωί της 8ης Μαρτίου. Αμέσως μετά ο Κωνσταντίνος Α' αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη», με τη συνοδεία πλοίων του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να παραλάβει τη σορό του πατέρα του.

Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Λίγες ημέρες αργότερα μεταφέρθηκε στον Πειραιά με την «Αμφιτρίτη», συνοδευόμενη από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α', τη βασιλική οικογένεια και άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Η κηδεία του Γεωργίου Α' τελέστηκε στις 20 Μαρτίου/2 Απριλίου στην Αθήνα και την ίδια ημέρα τάφηκε στο λόφο «Παλιόκαστρο» στα ανάκτορα του Τατοΐου. Στον τάφο του η βασίλισσα Όλγα ζήτησε να χαράξουν τα λόγια: «Έπεσεν υπέρ Πατρίδος. Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής», ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ της Αγγλίας, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του, έγραψε: «…πολύ τρομερόν. Ήμουν αφοσιωμένος εις αυτόν, και θα είναι μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα».

Στις 6 Μαΐου ο ομοφυλόφιλος δράστης της δολοφονίας Αλέξανδρος Σχινάς αυτοκτόνησε, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, πηδώντας από το παράθυρο του τμήματος της Βασιλικής Χωροφυλακής. Οι φάκελοι της ανακρίσεως κάηκαν, όταν στο ατμόπλοιο «Ελευθερία» που τους μετέφερε στον Πειραιά εκδηλώθηκε πυρκαγιά που κατέστρεψε την καμπίνα όπου φυλάσσονταν οι προανακριτικοί φάκελοι. Για τη δολοφονία του Γεωργίου Α' ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση ενώ ο Κωνσταντίνος Α' υποδείκνυε τον τρόπο της ανακρίσεως, μια επέμβαση που «εφάνη εις μερικούς κύκλους ως εντελώς ανάρμοστος» [6]. Ο υπασπιστής του Γεωργίου Α' ο Ταγματάρχης Ιωάννης Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ μετατέθηκε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου παρέμεινε και μετά τη συνταξιοδότηση του ως το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- για την δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α'.

Μνήμη Γεωργίου Α'

Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' έζησε ως καλός Έλληνας και πέθανε για την ιδέα και το μεγαλείο της Ελλάδος. Επέδειξε προσαρμοστικότητα και ρεαλισμό στην αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων. Τον χαρακτήριζαν υπομονή, ψυχραιμία, σύνεση, απαράμιλλη διπλωματικότητα, ήταν εξαιρετικά απλός στη συμπεριφορά του, επιθυμούσε να μη συνοδεύεται από πολυμελή φρουρά και μιλούσε με εξαιρετική άνεση έξι γλώσσες. «Μετεφέρετο άνευ κόπου από της μιας εις την άλλην, από της ελληνικής εις την δανικήν, την γερμανικήν, την γαλλικήν και την αγγλικήν, όπως διευκολύνετο κατά την στιγμήν αυτήν» γράφει ο προσωπικός φίλος και βιογράφος του W. Christmas. Επί των ημερών του η Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε από εδαφικής απόψεως καθώς απέκτησε τη μορφή που έχει σχεδόν σήμερα. Προσαρτήθηκαν τα Επτάνησα, το 1863, η Θεσσαλία, το 1881, και η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου με την Κρήτη στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Το Βασιλικό Κοιμητήριο Φίλοι κτήματος Τατοΐου.]
  2. [Η ελληνική καταγωγή του Γεωργίου Α’, αποδεικνύεται από τον γενεαλογικό πίνακα που συνέταξε ο Λάγκορν το 1863, ενώ με τις απόψεις του συμφωνεί και ο Αυστριακός ευγενής Ντούγκερν ο οποίος το 1912 έγραψε μονογραφία αφιερωμένη στο γενεαλογικό δένδρο του Γεωργίου Α’.] Νέα Σειρά του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 1928, τόμος Α’, σελίδες 137-144.
  3. [Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδος «Εμπρός»:«....Δεν είχε [....] υπερβεί η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε παρά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού και της μακράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος, έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατ΄ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην».]
  4. [Μια εβδομάδα μετά την απόπειρα της δολοφονίας εναντίον του βασιλέως Γεωργίου Α', τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση εκκλησίας στο σημείο. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το έργο, διενεργήθηκε έρανος μεταξύ των πιστών σε ολόκληρη την Ελλάδα, ο οποίος ως τον Ιούνιο του 1901 απέδωσε το ποσό των 74 χιλιάδων δραχμών. Ο ιερός ναός εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1902 και πρόκειται για την εκκλησία του Αγίου Σώστη [Σωτήρος], που βρίσκεται στην περιοχή του Νέου κόσμου, στο πλάι του παραδρόμου της λεωφόρου Συγγρού, στο ρεύμα της ανόδου από τον Πειραιά πρός την Αθήνα.]
  5. [Εφημερίδα «Σκριπ», Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1898, σελίδες 1η και 2η.]
  6. [«Κωνσταντίνος», σελίδα 42, Γ. Μελάς γραμματέας του Βασιλιά Κωνσταντίνου.]





Κατάλογος Βασιλέων της Ελλάδος
Βασιλεύς Όθων | Βασιλεύς Γεώργιος Α' | Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α' | Βασιλεύς Αλέξανδρος Α' | Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α' | Βασιλεύς Γεώργιος Β' | Βασιλεύς Παύλος Α' | Βασιλεύς Κωνσταντίνος Β' | Βασιλεύς Παύλος Β'