Γεώργιος Σεφέρης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιώργος Σεφέρης, Έλληνας, ξεκάθαρα πολέμιος του κομμουνισμού, κορυφαίος ποιητής βραβευμένος το 1963 με Νόμπελ Λογοτεχνίας ποιητής και διπλωμάτης, του οποίο το πραγματικό όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1900 στα Βουρλά της Σμύρνης στη Μικρά Ασία και πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα, από μετεγχειρητικές επιπλοκές επεμβάσεως έλκους δωδεκαδακτύλου. Τάφηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1971, στο Α' νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν παντρεμένος από τις 10 Απριλίου 1941 με τη Μαρίκα Ζάννου, παντρεμένη σε πρώτο γάμο με το ναύαρχο Λόντο, με τον οποίο είχαν αποκτήσει δύο κόρες.

Γιώργος Σεφέρης

Βιογραφία

Πατέρας του Γιώργου ήταν ο δικηγόρος και πανεπιστημιακός Στέλιος Σεφεριάδης με καταγωγή από τη Σμύρνη, τα Βουρλά, την Άγκυρα και την Καισάρεια, ενώ η μητέρα του Δέσπω, κόρη του Γεωργίου Τενεκίδη, σπουδαίος οικονομικός παράγοντας στα Βουρλά, ο οποίος υπήρξε δημογέροντας, μέλος της Εταιρείας της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, ευεργέτης του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της, είχε καταγωγή από το Φιλώτι της Νάξου. Ο θείος του Κυριάκος Τενεκίδης, διπλωματικός σύμβουλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως και ο Στέλιος Σεφεριάδης, ο πατέρας του ποιητή, ενώ ο Γεώργιος Κυριάκου Τενεκίδης, πρώτος εξάδελφος του Γιώργου Σεφέρη, υπήρξε καθηγητής του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και διατέλεσε Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός.

Ο Γεώργιος Σεφέρης είχε δύο μικρότερα αδέλφια την Ιωάννα, σύζυγο αργότερα του Κωνσταντίνου Τσάτσου και τον Άγγελο, ενώ ένα μεγαλύτερο απ' αυτόν κορίτσι, η Μαρία-Ιωάννα, που γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1899, πέθανε στις 7 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Ο πατέρας του ήταν από το 1933, πρύτανης του Πανεπιστημίου, μέλος της Ακαδημίας, καθηγητής της Νομικής Σχολής της Αθήνας και σύμβουλος Επικρατείας.

Σπουδές

Ο Γιώργος Σεφέρης, άρχισε τη μαθητική του εκπαίδευση το 1906 στο Λύκειο Χ. Αρώνη και το καλοκαίρι του 1914, η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ο Γιώργος γράφτηκε στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο του 1917 και αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου είχε ως συμφοιτητή το Γεώργιο Θεοτοκά, με τον οποίο έγιναν φίλοι για το υπόλοιπο του βίου τους, ενώ στενός τους φίλος ήταν ο Γιώργος Κατσίμπαλης. Μετά από επιθυμία του πατέρα του ο οποίος εργάζονταν ως δικηγόρος στο Παρίσι, στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους μαζί με τη μητέρα του, τον αδελφό και την αδελφή του Ιωάννα, μετανάστευσαν στη Γαλλία. Γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης κι έμεινε στο Παρίσι έως το καλοκαίρι του 1924 όταν αποφοίτησε με διδακτορικό, κι ασχολήθηκε πέρα από τις σπουδές του, με τη λογοτεχνία, κάνοντας μεταφράσεις, διαβάζοντας Γάλλους κλασσικούς και γράφοντας ποιήματα. Τον Οκτώβριο του 1921 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή και στα τέλη Αυγούστου 1924, ταξίδεψε στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Διπλωματική καριέρα

Τον Φεβρουάριο του 1925 ο Σεφέρης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1927 διορίστηκε στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Υπηρέτησε ως υποπρόξενος αλλά και πρόξενος στο Λονδίνο από το 1931 έως το 1934 και από τον Οκτώβριο του 1936 έως τον Οκτώβριο του 1937, πρόξενος στην Κορυτσά. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Αθήνα, με την ιδιότητα του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών, σύμφωνα με κάποιες πηγές, με αρμοδιότητα ζητήματα λογοκρισίας του εσωτερικού τύπου, όμως σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, είχε ως αρμοδιότητα τις επαφές με τις ξένες διπλωματικές αποστολές και τους ξένους ανταποκριτές. Στις 22 Απριλίου 1941, μαζί με τη γυναίκα του, ακολούθησε την Ελληνική κυβέρνηση και στις 16 Μαΐου μέσω Κρήτης, έφτασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όμως τον Αύγουστο, συνοδεύει την τότε Πριγκίπισσα Φρειδερίκη, τη Σοφία και τον Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Μετά την απελευθέρωση επιστρέφει στην Αθήνα, όπου έμεινε ως το 1948, όταν διορίζεται σύμβουλος της Ελληνικής Πρεσβείας αρχικά στην Άγκυρα και στη συνέχεια στο Λονδίνο και έκτοτε πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία, το Ιράκ και τέλος, από το 1957 έως τη συνταξιοδότησή του το 1962, στο Λονδίνο.

Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης δήλωσε: «Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και πάθος. Βλέπω μπροστά µου τον γκρεμό όπου µας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή» και η δήλωση αυτή οδήγησε τον Παναγιώτη Πιπινέλη, τότε Υπουργού Εξωτερικών, στην αφαίρεση του τίτλου του «πρέσβη επί τιµή» και της χρήσεως του διπλωματικού διαβατηρίου του. Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, δημοσιογράφος κι εκδότης της εφημερίδος «Ελεύθερος Κόσμος», έγραψε άρθρο στην 1η σελίδα που αναφέρονταν στο Σεφέρη, «....Εφιμώθη η δική του ελευθερία;...{...}...Τον ημπόδισε κανείς να γράφη ποιήματα ή φιλολογικά δοκίμια; Τον παρηνόχλησε η εξουσία εις την πνευματικήν άσκησιν του καθήκοντός του; Εισήλθεν το κράτος εις τον χώρον των πνευματικών του εμπνεύσεων και εις την τέχνην της εκφράσεως και των αισθημάτων; Ουδέποτε ηνοχλήθη. Είχε την ευτυχία να σκέπτεται και να γράφη. Μόνος του απεφάσισεν να σιωπήση...».

Ο θάνατος του

Ο Σεφέρης εισήχθη στις αρχές Αυγούστου 1971, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», για εγχείρηση στον δωδεκαδάκτυλο, όπου και πέθανε τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του ίδιο χρόνου, από μετεγχειρητικές επιπλοκές. Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», το τελευταίο ποίημα του, με τίτλο «Επί Ασπαλάθων», γραμμένο στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί καταγγελία του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.

Ιδεολογικές απόψεις

Οι πολιτικοί για τον Σεφέρη είναι «οι ελεεινοί», που ζουν «παπαρδελίζοντας», ενώ η πολιτική είναι ένα «κούφιο ζωντανό». Ο ίδιος γράφει ότι είναι «περιστοιχισμένος από διάφορους παράγοντες και μύγες της πολιτικής αποστολής», ενώ δηλώνει ξένος από όλα, ξένος από τη «θλιβερή πολιτική» όπως την ονομάζει. «Κάνεις να μισανοίξεις ένα παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας και γεμίζεις βρωμόμυγες, τις άπειρες βρωμόμυγες τούτου του συρφετού των πολιτικατζήδων». Το 1968, όταν δηλαδή την χώρα κυβερνούσε το καθεστώς της 21ης Απριλίου, ο Μίκης Θεοδωράκης πρότεινε στον Σεφέρη να ζητήσει από την κυβέρνηση να επιτραπεί η ελεύθερη μετάδοση των έργων του και να γίνει και μία δημόσια συναυλία. Ο Σεφέρης αρνήθηκε λέγοντας «Και πως θα ανεβώ, Θεοδωράκη, στην ίδια σκηνή με έναν κομμουνιστή;», όμως τον ίδιο χρόνο είχε δεχθεί στο σπίτι του στην Αθήνα τον μεγάλο φασίστα ποιητή Έζρα Πάουντ και φανατικό υποστηρικτή του Μουσολίνι ως το τέλος της ζωής του..

Διακρίσεις

Το έργο του Σεφέρη τιμήθηκε:

  • με το έπαθλο Κωστή Παλαμά το 1947,
  • με το αγγλικό βραβείο Φόιλ, το 1961,
  • με το Nόμπελ Λογοτεχνίας στις 25 Οκτωβρίου 1963, το οποίο παρέλαβε στις 10 Δεκεμβρίου 1963 [1] [2], κι έγινε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτορας ξένων πανεπιστημίων όπως του Κέμπριτζ στις αρχές Ιουνίου του 1960 και το 1964 της Φιλοσοφικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Το έργο του

Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική, ο Σεφέρης ασχολήθηκε με την ποίηση και το δοκίμιο. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1931 με την ποιητική συλλογή

  • «Στροφή», που αποτέλεσε πραγματική στροφή στη νεοελληνική ποίηση. Δεκάδες ποιήματα του μελοποιήθηκαν από σημαντικούς Έλληνες δημιουργούς και τραγουδήθηκαν από γνωστούς ερμηνευτές [3].

Ποίηση

  • «Στροφή» το 1931, με δεκατρία ποιήματα, μεταξύ των οποίων και το «Eρωτικός λόγος», ποίημα εμπνευσμένο από την Zακλίν, Γαλλίδα πιανίστα την οποία είχε γνωρίσει το 1923, μία από τις γυναίκες της ζωής του.
  • «Η Στέρνα» το 1932,
  • «Μυθιστόρημα» το 1935,
  • «Σχέδια στο περιθώριο» το 1935,
  • «Τετράδια Γυμνασμάτων» 1928-1937,
  • «Ημερολόγιο Καταστρώματος» το 1940,
  • «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄» το 1944,
  • «Κίχλη» το 1947,
  • «Ποιήματα για την Κύπρο" το 1954,
  • «... Κύπρον, ου μ` εθέσπισεν...» το 1955,
  • «Τρία Κρυφά Ποιήματα» το 1966,
  • «Ποιήματα», το 1967, όπου περιέχονται όλες οι ποιητικές του συλλογές.

Στο ποιητικό του έργο επηρεάστηκε από τους εθνικιστές ποιητές Έζρα Πάουντ και Τόμας Έλιοτ, καθώς και τους Κλωντέλ και Πωλ Βαλερύ.

Ποιητικά Δείγματα

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της "Ωραίας Ελένης του Μενελάου".
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο
μήπως "έρχεται εξ Ομονοίας"
"Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος" απαντά κι είν' ευχαριστημένος
"βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό".
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει δεν ξέρουμε τίποτε
δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια'
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά'
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα τα πετεινά τ' ουρανού.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
ολοένα ταξιδεύει
κι αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
είναι εκείνοι
που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια
που δεν μπορούν να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα
σφυρίζουν
μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών
αρχιπέλαγα
γυμνοί γρανίτες...
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝlΑ 937.

Ο βασιλιάς της Ασίνης (Ασίνην τε... ΙΛlΑΔΑ)

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου
εκεί που η θάλασσα πράσινη και χωρίς αναλαμπή,
το στήθος σκοτωμένου παγονιού μας
δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βρόχου κατέβαιναν από ψηλά στριμμένα κλήματα
γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας στ' άγγιγμα του νερού,
καθώς το μάτι ακολουθώντας τις πάλευε να ξεφύγει
το κουραστικό λίκνισμα χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους
κι από τον Όμηρο μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα
κι εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της;
κούφιο μέσα στο φως σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα'
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης
ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα παντού μαζί μας
παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα: "Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του
αγάλματα
κι οι πόθοι του
φτερουγίσματα πουλιών
κι ο αγέρας στα διαστήματα των στοχασμών του
και τα καράβια του αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι'
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια
τα καμπύλα χείλια
τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό
που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου
και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο
που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες
κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές
τις ακμές
τις αιχμές
τα κοίλα
και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε εδώ που συναντιέμαι
το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου
το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν
τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων
και στοχασμοί
με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε
παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
λυγίζοντας σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα
μέσα στη διάρκεια της απελπισιάς
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα
ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε
με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως,
σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε..."
Να' ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.

Τελευταίος σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη°
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγιάς,
αργά στη χάση ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά
ρίχνοντας κάποτε σε ταραγμένους δρόμους
ποταμούς και μέλη ανθρώπων βαρειά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό,
μονέδα που έμεινε για χρόνια στην κάσα ενός φιλάργυρου,
και τέλος ήρθε η στιγμή της πλερωμής
κι ακούγονται νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι'
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού,
στην άκρη μιας φθινοπωρινής μπόρας
το φεγγάρι ξεπέρασε τα σύννεφα,
και γίναν τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης
ένας τρόπος ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα,
σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο που ξέφυγε κρυφά
και φέρνει μαντάτα από το σπίτι
κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία°
το κρατίδιο της Κομμαγηνής που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημης απ' τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μεσ' στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα ή μοναχά κακές συνήθειες,
δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια
να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μεσ' στους πολέμους°
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο°
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο,
ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι°
σαν έρθει ο θέρος άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μεσ' στ' αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα
τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου
σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να' θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο,
και τον βλέπεις είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό,
σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μεσ' στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα
εκείνα που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μεσ' στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν°
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες°
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα,
κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει°
.

Κριτικές μελέτες

  • «Διάλογος πάνω στην ποίηση»,
  • «Δοκιμές»,
  • «Ερωτόκριτος».

Μεταφράσεις

  • «Έρημη Χώρα» του Τόμας Έλιοτ,
  • «Φονικό στην εκκλησία» του Τόμας Έλιοτ,
  • «Αποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Ιωάννη,
  • «Αντιγραφές», λυρικά ποιήματα ποιητών που κατά καιρούς τον συγκίνησαν.

Μετέφρασε ακόμη ποιήματα του Γαίητς και άλλων και δημοσίευσε επίσης ταξιδιωτικά.

Εξωτερικές συνδέσεις

Διαβάστε τα λήμματα

4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936 Cover-lite.jpg

Πολιτικά πρόσωπα

Πρωθυπουργός

Υπουργοί

Υποστηρικτές (1ο)

Οργανώσεις

Κανελλόπουλος Αλέξανδρος

Πολιτικά στελέχη

Αξιωματικοί

Λογοτέχνες

Καλλιτέχνες

Υποστηρικτές (2ο)
  • Θεολόγοι
  • Πανεπιστημιακοί
  • Πολιτικοί


Παραπομπές

  1. Some Award Ceremony Speech Η παρουσίαση του Γ. Σεφέρη από τον Anders Österling, γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας
  2. Some Notes on Modern Greek Tradition Η ομιλία του Σεφέρη στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ
  3. Γιώργος Σεφέρης (Στιχουργός) stixoi.gr