Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες [Gabriel José García Márquez], Γκάμπο ή Γκαμπίτο για τους οικείους, τους θαυμαστές και τους φίλους του, Κολομβιανός Μαρξιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 9 το πρωί της 6ης Μαρτίου 1927 στην παραθαλάσσια πόλη Αρακατάκα, που βρίσκεται στο διαμέρισμα Μαγκνταλένα στο βόρειο τμήμα της Κολομβίας και πέθανε από καρκίνο των λεμφαδένων, στις 17 Απριλίου 2014 στην πόλη του Μεξικό. Σύμφωνα με ανακοίνωση του πρεσβευτή του Μεξικού στην Μπογκοτά, η σορός του αποτεφρώθηκε την ημέρα του θανάτου του.

Γκαμπριέλ Μάρκες

Ήταν παντρεμένος από το Μάρτιο του 1958, με τη Μερτσέντες Μπάρσα, [Mercedes Barcha], και είχαν αποκτήσει δύο γιους, τον Ροντρίγκο Γκαρσία, γνωστό κινηματογραφικό σκηνοθέτη, και τον Γκονζάλο, γραφίστα.

Βιογραφία

Ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας με έντεκα παιδιά. Ο τηλεγραφητής πατέρας του λίγο μετά τη γέννηση του Γκαμπριέλ αποφάσισε, αναζητώντας καλλίτερη επαγγελματική τύχη, να γίνει φαρμακοποιός και να εγκατασταθεί στην Μπαρανκίγια, παίρνοντας μαζί του τη γυναίκα του, όχι όμως και τον πρωτότοκο γιο του. Ο Γκαμπριέλ μεγάλωσε κοντά στον Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες, γνωστό ως Πάπα-Λέλο, το φιλελεύθερο συνταγματάρχη παππού του, που πέθανε από πνευμονία όταν ο Μάρκες ήταν οκτώ χρονών [1] και τη γιαγιά του, την Τρανκουιλίνα Ιγκουαράν Κοτές, τους γονείς της μητέρας του. Αντιπαθούσε τον πατέρα του, ενώ πρωτοείδε τη μητέρα του σε ηλικία οκτώ ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Μετά το θάνατο του παππού του, εγκαταστάθηκε στη Μπαρανκίγια κοντά στους γονείς του, όπου τελείωσε το Δημοτικό, ενώ ταυτόχρονα διένειμε διαφημιστικά φυλλάδια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του. Στο Γυμνάσιο έγραφε σατιρικά ποιήματα και ο γυμνασιάρχης τον γνώρισε σε δύο γνωστούς ποιητές, ενώ στα 17 του η εφημερίδα «Ελ Τιέμπο», δημοσίευσε ποίημά του το οποίο υπέγραψε με ψευδώνυμο.

Το 1947, μετά την επιμονή του πατέρα του, άρχισε σπουδές στα Νομικά και τις Πολιτικές Επιστήμες στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά στην Κολομβία και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελ Εσπεκταδόρ», [«El Espectador»], το πρώτο διήγημα του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Παράλληλα έγινε ενεργό μέλος της ανεπίσημης οργάνωσης «Μπαρανκουίλα» και ως δημοσιογράφος, αρχικά στην επαρχία Μαγκνταλένα και από το 1954 ως κριτικός κινηματογράφου για την εφημερίδα «Ελ Εσπεκταδόρ», [«El Espectador»], της Μπογκοτά. Το επόμενο χρόνο μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ελ Ουνιβερσάλ», [El Universal], ενώ ως δημοσιογράφος συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική, όπως ως διευθυντής συντάξεως του περιοδικού Venezuela Grafica στο Καράκας, με το αριστερό περιοδικό Alternative τη δεκαετία του 1970 και το 1990 ως παρουσιαστής τηλεοράσεως στο κανάλι QAP, αλλά και στην Ευρώπη. Έζησε τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του με μεγάλες οικονομικές στερήσεις και πέρα από τη δημοσιογραφική του ενασχόληση, εργάστηκε περιστασιακά και ως σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου.

Το 1961 εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, ενώ έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στη Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα της Κούβας. Το 1964, διασκεύασε μαζί με τον Κάρλος Φουέντες, τον «Χρυσό Κόκορα» του Χουάν Ρούλφο, για την ταινία που σκηνοθέτησε ο Ρομπέρτο Γκαβαλντόν και το 1965 υπέγραψε συμβόλαιο εκπροσωπήσεως του σε όλες τις γλώσσες για εκατόν πενήντα χρόνια, με το Ισπανικό λογοτεχνικό πρακτορείο «Carmen Balcells», που έχει έδρα τη Βαρκελώνη. Τον Μάρτιο του 1966 η ταινία «Tiempo de morir», [«Καιρός να πεθάνεις»], του σκηνοθέτη Αρτούρο Ριπστάιν, της οποίας έχει γράψει το σενάριο, απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Καρθαγένης, ενώ τον Ιούλιο του 1965 έως τον Αύγουστο του 1966 εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και αφοσιώθηκε στη συγγραφή του μυθιστορήματος «Εκατό χρόνια μοναξιά» [2]. Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας [3]. Ήταν φανατικός υποστηρικτής του ποδοσφαίρου στο οποίο αφιέρωσε το βιβλίο του «Οι ορκισμένοι». Το 1988 έγραψε το σενάριο για την ταινία «Un señor muy viejo con unas alas enormes», [«Ενας Πολύ Μεγάλος Αντρας με Πελώρια Φτερά»], του Αργεντινού σκηνοθέτη Φερνάντο Μπίρι, με τον οποίο ήταν συμφοιτητές στην Πειραματική Σχολή Κινηματογράφου της Ρώμης, ενώ το 1991, έγραψε το σενάριο της τηλεοπτικής σειράς «Amores Difíciles», καθώς και σενάρια για δεκάδες τηλεταινίες.

Υπήρξε το 1994, συνιδρυτής από κοινού με το Χάιμε Αμπέγιο και γενικός διευθυντής του «F.N.P.I.» [4], «Ίδρυμα για μια Νέα Ιβηροαμερικανική Δημοσιογραφία», [«Fundación Nuevo Periodismo Iberoamericana»], που δημιούργησαν στο λιμάνι της Καρθαγένης. Από το 1999 που του διαγνώστηκε καρκίνος και για τρία χρόνια, εργάστηκε στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του και το 2002 κυκλοφόρησε τα απομνημονεύματά του, που περιλαμβάνουν τα χρόνια από το 1927 έως το 1950, τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, με τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι». Ο βιογράφος του, Τζέραλντ Μάρτιν, στο βιβλίο «Βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες», τον περιέγραψε ως έναν πλούσιο άνδρα με επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες, ο οποίος, πριν η μνήμη του αρχίσει να τον προδίδει, απαιτούσε 50.000 δολάρια για μια συνέντευξη μισής ώρας [5].

Πολιτικές απόψεις

Αναμίχθηκε ενεργά με την πολιτική και ιδεολογικά συμμερίζονταν τις κομμουνιστικές θέσεις κι απόψεις. Ταξίδεψε στην Κούβα το 1960 και εργάστηκε 6 μήνες στο ειδησεογραφικό δίκτυο «Prensa Latina», που είχε ιδρύσει η κυβέρνηση του Κάστρο, με σκοπό να αντιμετωπίσει την αμερικανική προπαγάνδα, ενώ ίδρυσε το Κέντρο Κινηματογράφου της Λατινικής Αμερικής, στην Αβάνα της Κούβας και υπήρξε ο Επίτιμος Πρόεδρός του. Ήταν στενός φίλος με τον Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος το 2003, είχε γράψει για τον Μάρκες ότι είναι, «...Ένας άνθρωπος με απέραντο ταλέντο και τη γενναιοδωρία ενός παιδιού, ένας άνθρωπος για το αύριο..», κι ότι «...Η λογοτεχνία του είναι απόδειξη της ευαισθησίας του και του γεγονότος ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του, την λατινοαμερικάνικη έμπνευσή του, την πίστη του στην αλήθεια..». Οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είχαν απαγορεύσει στο Μάρκες την είσοδο στη χώρα το 1961, η απόφαση άρθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, κατηγορώντας ότι βοήθησε να ιδρυθεί στη Νέα Υόρκη, το γραφείο του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων της Κούβας, ενώ τον κατηγορούσαν, ακόμη, πως χρηματοδοτούσε αριστερά κινήματα ανταρτών στην Κολομβία. Οι επικριτές του τον κατηγορούσαν ότι δεν έκανε προσπάθειες να τερματιστεί ο μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία, ενώ αντίθετα εγκατέλειψε την πατρίδα του κι εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό.

Το τέλος του

Ήταν συστηματικός και μανιώδης καπνιστής και το 1999 του είχε διαγνωστεί καρκίνος στους λεμφαδένες, ασθένεια που υποχώρησε μετά τις χημειοθεραπείες και τη θεραπεία στην οποία είχε υποβληθεί σε νοσοκομείο του Λος Άντζελες. Το 2012, ο αδελφός του Χάιμε, είχε ανακοινώσει ότι ο Μάρκες πάσχει από Αλτσχάιμερ, στη διάρκεια μιας ομιλίας του σε φοιτητές στην Καρταχένα στην Κολομβία. Στις 6 Μαρτίου 2014 είχε βγει από το σπίτι του, για μικρό χρονικό διάστημα και χαιρετίσει τους φωτογράφους και τους δημοσιογράφους. Στις 31 Μαρτίου και λίγες ημέρες πριν το θάνατο του, εισήχθη στο Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικής Επιστήμης Σαλβαδόρ Σουμπιράν, [Salvador Zubiran], στο νότιο τμήμα της μεξικανικής πρωτεύουσας, με πνευμονία, λοίμωξη του αναπνευστικού και του ουρολογικού συστήματος, όμως οκτώ ημέρες αργότερα πήρε εξιτήριο, ενώ συνέχισε να υποβάλλεται σε οξυγονοθεραπεία. Σύμφωνα με τη μεξικανική εφημερίδα «El Universal», ο καρκίνος των λεμφαδένων εμφανίστηκε εκ νέου και είχε κάνει μετάσταση στους πνεύμονες, τα γάγγλια και το ήπαρ, ενώ η οικογένεια και οι γιατροί αποφάσισαν να μην υποβληθεί σε ογκολογική θεραπεία και να του δοθεί ανακουφιστική αγωγή στο σπίτι.

Με την αναγγελία της ειδήσεως του θανάτου του, ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος [6], λέγοντας σε τηλεοπτικό του διάγγελμα, «...Για να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κηρύσσω τριήμερο εθνικό πένθος..», ενώ είπε ακόμη ότι, «...θα κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες σε όλα τα δημόσια κτίρια...». Σύμφωνα με δηλώσεις που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός «Καρακόλ» της Κολομβίας, η σορός του αποτεφρώθηκε την Πέμπτη, τη μέρα του θανάτου του και η τέφρα έχει αποθηκευθεί σε γραφείο τελετών στη συνοικία Πεδρεγάλ, στο νότιο τμήμα της πόλεως του Μεξικού, ενώ η οικογένεια του δεν αποφάσισε εάν η τέφρα του θα μοιραστεί ανάμεσα στο Μεξικό και στην Κολομβία. Τη Δευτέρα 21 Απριλίου έγινε δημόσια επιμνημόσυνη τελετή στο «Palacio de Bellas Artes», πολιτιστικό κέντρο στην πρωτεύουσα του Μεξικού, στην οποία παρέστηsan οι πρόεδροι του Μεξικού Ενρίκε Πένια Νιέτο και της Κολομβίας, Χουάν Μανουέλ Σάντος [7].

Εργογραφία

Υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού» και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας και από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής και ο Κάρλος Φουέντες τον θεωρούσε τον δεύτερο μεγάλο συγγραφέα στην ισπανική μετά τον Θερβάντες. Αρχικά έγραφε για το «Μακόντο» ένα φανταστικό χωριό στη Λατινική Αμερική, στο οποίο έδωσε το όνομα μιας μπανανοφυτείας, όπου τα έσοδα έφερναν κυρίως οι φυτείες μπανάνες κι όπου όλα είναι πιθανό, να συμβούν. Το «Μακόντο», όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματος «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», είναι η Αρακατάκα. Τα έργα του γνώρισαν διεθνή επιτυχία, ενώ έγραψε άρθρα σε περιοδικά καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο.

Τα πιο γνωστά έργα του είναι:

  • «Τα νεκρά φύλλα», το 1955, [μυθιστόρημα που υπεραγαπούσε ως το πιο «ειλικρινές» και «αυθόρμητο» που είχε γράψει, για το οποίο πάλεψε επτά χρόνια να βρει εκδότη].
  • «Ο Συνταγματάρχης δεν περιμένει γράμμα από κανέναν», το 1961,
  • «Κακιά ώρα», το 1962,
  • «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα», το 1962,
  • «Εκατό χρόνια μοναξιάς», το 1967, [έργο το οποίο τον έκανε διάσημο κι έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 50 εκατομμύρια αντίτυπα, είναι μεταφρασμένο σε δεκάδες ξένων γλωσσών και το επεξεργάστηκε είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Για τη συγγραφή του βιβλίου είχε αφηγηθεί σε συνέντευξή του, ότι, «...Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο μυαλό µου μια πρόταση. Έκανα επί τόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω..»] [8].
  • «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη», το 1975, [Tο βιβλίο εκδόθηκε μετά τη φυγή του Προέδρου της Βενεζουέλας Μάρκος Πέρεζ Χιμένεθ και αναφέρονταν στη ζωή ενός αιώνιου δικτάτορα. Μετά την έκδοσή του, ο Μάρκες επέστρεψε στο Μεξικό από τη Βαρκελώνη όπου είχε εγκατασταθεί για επτά χρόνια].
  • «Κακό μάτι»,
  • «Θάνατος του Πατριάρχη»,
  • «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», το 1981. [Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από τον Χιλιανό στρατιωτικό ηγέτη Αουγκούστο Πινοσέτ, καθώς όπως είπε (ο Μάρκες), «..δεν μπορούσε να παραμένει σιωπηλός απέναντι στο πρόσωπο της αδικίας και της καταπίεσης».].
  • «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», το 1985,
  • «Η περιπέτεια του Μιγκέλ Λιττίν, λαθραίου στη Χιλή», το 1986,
  • «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του», το 1989,
  • «Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα», το 1992,
  • «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», το 1994,
  • «Η είδηση μιας απαγωγής», το 1996,
  • «Ανεμοσκορπίσματα»,
  • «Οι ορκισμένοι»,
  • «Γκάμπο και Φιντέλ: το πορτρέτο μιας φιλίας», στο οποίο αναφέρεται στη φιλική του σχέση με το Φιντέλ Κάστρο,
  • «Ζω για να τη διηγούμαι», το 2002, [η αυτοβιογραφία του των ετών από το 1927 έως το 1950],
  • «Φυλλορρόισμα»,
  • «Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της», [η υπόθεση του βιβλίου αποτέλεσε σενάριο κινηματογραφικής ταινίας με σκηνοθέτη τον Ρου Γκουέρρα, στην οποία συμμετείχε η Ειρήνη Παπά],
  • «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», το 2004, [βιβλίο το οποίο εξερευνά το θέμα της σεξουαλικότητας στα γηρατειά, αφιερωμένο στη μνήμη του Ιάπωνα συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Το βιβλίο τυπώθηκε σε ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, ενώ στο Ιράν απαγορεύθηκε η κυκλοφορία του].

Μετά το θάνατο του ανακαλύφθηκε από τους οικείους του ένα ανέκδοτο κείμενο, που έχει τίτλο εργασίας «Θα ιδωθούμε και πάλι τον Αύγουστο», το οποίο χρονολογείται από το 2004 και απόσπασμα του δημοσιεύτηκε στην ισπανική εφημερίδα «La Vanguardia». Η οικογένεια του δεν έχει αποφασίσει αν θα επιτρέψει την έκδοση του έργου, τα δικαιώματα του οποίου έχει η εκδοτική εταιρεία «Penguin Random House Mexico». Από τα έργα του εμπνεύστηκαν σκηνοθέτες όπως ο Φρανσέσκο Ρόσι, από το βιβλίο το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» και ο Ριπστάιν από το «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», αλλά και ο Μάικ Νιούελ από το «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρδέμ, και δημιούργησαν κινηματογραφικές ταινίες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«...Ήμουν 8 ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη...», έχει δηλώσει ο Μάρκες σε συνέντευξη του]
  2. Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ο προαναγγελθείς θάνατος ενός μεγάλου συγγραφέα Εφημερίδα «Τα Νέα», 18 Απριλίου 2014
  3. The Nobel Prize in Literature 1982
  4. Αποτεφρώθηκε η σορός του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Εφημερίδα «Τα Νέα», 19 Απριλίου 2014
  5. «Έφυγε» ο συγγραφέας που ήθελε να γίνει μάγος «Εφημερίδα των Συντακτών», Παρασκευή 18 Απριλίου 2014
  6. Τριήμερο πένθος στην Κολομβία για τον θάνατο του Μάρκες Εφημερίδα «Η Καθημερινή», Μεγάλη Παρασκευή, 18 Απριλίου 2014
  7. Κολομβία και Μεξικό τίμησαν από κοινού τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Εφημερίδα Η Ναυτεμπορική, Τρίτη 22 Απριλίου 2014
  8. Πέθανε ο συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Εφημερίδα «Το Βήμα», 17 Απριλίου 2014