Διονύσιος Σολωμός

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Διονύσιος Σολωμός, Έλληνας εθνικός ποιητής, κορυφαίος εκφραστής του νεοελληνικού λυρικού λόγου και μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του νεότερου ελληνισμού του 19ου αιώνα, γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1798 στη Ζάκυνθο και πέθανε στις 9/21 Φεβρουάριου 1857 στην Κέρκυρα από εγκεφαλική συμφόρηση. Αρχικά τάφηκε στην Κέρκυρα, όμως το 1865 τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στη Ζάκυνθο.

Ο Σολωμός ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.

Διονύσιος Σολωμός

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο ηλικιωμένος κόντες Νικόλαος Σολωμός, ο οποίος ήταν επίσημα παντρεμένος με τη Μαρινέτα Κάκνη η οποία πέθανε το 1802 και από την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Ροβέρτο και την Ελένη. Παράλληλα όμως διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με την υπηρέτρια του σπιτιού τους Αγγελική Νίκλη η οποία ήταν τότε 16 χρονών. Από τη σχέση αυτή απέκτησε δύο παιδιά, τα οποία αποκατέστησε ως "φυσικά" τέκνα του μόλις την προπαραμονή του θανάτου του στις 27 Φεβρουαρίου 1807, νομιμοποιώντας με γάμο το δεσμό του. Τα παιδιά αυτά ήταν ο Διονύσιος Σολωμός και ο μικρότερος αδελφός του Δημήτρης, που αργότερα έγινε πρόεδρος της Ιονίου Ακαδημίας. Στην παιδική του λοιπόν ηλικία ο Σολωμός δε γνώρισε τα συναισθήματα μειονεξίας του νόθου παιδιού, ενώ η λαϊκή καταγωγή της μητέρας του τον έδεσε συναισθηματικά με τον κόσμο της λαϊκής παραδόσεως και μυθολογίας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητος του. Λίγους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Μανόλη Λεονταράκη.

Παιδική ηλικία

Τα πρώτα παιδικά χρόνια ο Διονύσιος τα πέρασε στη Ζάκυνθο έχοντας δασκάλους του τον Αντώνιο Μαρτελάο, ο οποίος του εμφύσησε τις φιλελεύθερες ιδέες και τη βαθύτατη θεοσέβεια που χαρακτηρίζουν το έργο του, και τον Ιταλό ιερωμένο Σάντο Ρόσσι, εξόριστο από την πατρίδα του Κρεμόνα λόγω των φιλελεύθερων ιδεών του, ο οποίος του δίδαξε την ιταλική γλώσσα. Το 1808 όμως ο κηδεμόνας του Διονυσίου, κόμης Νικόλαος Μεσσάλας, για να τον απομακρύνει από την επίδραση της πληβείας μητέρας του, τον έστειλε μαζί με το δάσκαλό του Σάντο Ρόσσι να σπουδάσει στην Ιταλία. Αρχικά παρακολούθησε μαθήματα ιταλικής και λατινικής φιλολογίας στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης και αργότερα στο Γυμνάσιο της Κρεμόνας με καθηγητές τον Ρόσσι, τον Πίνι και τον ελληνιστή Μπελίνι.

Νομική σχολή

Ο Σολωμός αποφοίτησε το 1815 από το Γυμνάσιο της Κρεμόνας και αμέσως γράφτηκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Παβίας, από το οποίο πήρε πτυχίο Νομικών το 1817. Στο διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία, ο Σολωμός κινήθηκε ανάμεσα στην Παβία, την Κρεμόνα και το Μιλάνο, μπήκε στους φιλολογικούς κύκλους της εποχής, γνώρισε αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης, όπως τον Τόρτι και τον Μαντσότι, και σχετίστηκε ιδιαίτερα με τον Μόντι, τον πιο φημισμένο Ιταλό ποιητή εκείνη την εποχή, πρύτανη των Ιταλών κλασικιστών. Μάλιστα διαφώνησε μαζί του σχετικά με την ερμηνεία ενός στίχου του Δάντη και στην οργισμένη φράση του Μόντι: "Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσο, πρέπει να αισθάνεται, να αισθάνεται", ο κατά πολύ νεότερός του Σολωμός του απάντησε ήρεμα: "Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλαμβάνει ο νους και έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε".

Η πάλη ανάμεσα στο νεοκλασικισμό και το ρομαντισμό καθώς και οι δημοκρατικές ιδέες και το γενικότερο φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσαν τότε στην Ιταλία, άσκησαν μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Την ίδια εποχή έγραψε στην Ιταλία τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά. Είναι το άσμα "Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ" και το "Ωδή για πρώτη λειτουργία", καθώς και λίγα σονέτα. Χωρίς να προμηνύουν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, στα ποιήματα αυτά υπάρχουν σημάδια κάποιου πρώιμου ρομαντισμού. Όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα η άποψή του είναι ότι η παιδεία πρέπει να γίνει κτήμα όλων και να στηρίζεται στην εθνική γλώσσα.

Επιστροφή στη Ζάκυνθο

Ζυμωμένος με αυτές τις φιλελεύθερες ιδέες και κάτοχος αξιόλογης φιλολογικής μόρφωσης επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818. Η θεωρητική του συγκρότηση, αν και ήταν μακριά από κάθε λόγια ελληνική παράδοση, ήταν ωστόσο πλούσια σε αισθητικές εμπειρίες και πιστή στην αξία των εθνικών παραδόσεων, της λαϊκής τέχνης και της λαϊκής γλώσσας. Στη μικρή πόλη της Ζακύνθου, που βρισκόταν κάτω από την προστασία της Αγγλίας, ο Σολωμός έγινε δεκτός σε μια συντροφιά πνευματικών ανθρώπων που και αυτοί είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, όπως ο ποιητής και μετέπειτα συγγραφέας του "Βασιλικού" Αντώνιος Μάτεσης, ο κόμης Παύλος Μερκάτης, ο ποιητής Γεώργιος Τερτσέτης, ο γιατρός Διονύσιος Ταγιαπιέρας κ.ά. Στις συχνές συγκεντρώσεις τους τα μέλη της συντροφιάς διασκέδαζαν αυτοσχεδιάζοντας σονέτα στα ιταλικά σε δοσμένες από πριν καταλήξεις, κάτι στο οποίο διέπρεπε ο νεοαφιγμένος από την Ιταλία Σολωμός. Την ίδια περίοδο έγραψε και τα πρώτα του στιχουργήματα στην ελληνική γλώσσα, ενώ ενδιαφέρθηκε έντονα και για τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα της πατρίδας του. Το Φεβρουάριο του 1821 συνυπέγραψε σχετική αναφορά που συνέταξαν φιλελεύθεροι συμπολίτες του και την οποία υπέβαλαν στο βασιλιά Γεώργιο Δ΄ της Αγγλίας. Με την αναφορά αυτή στρέφονταν κατά της αγγλικής διοίκησης και του απολυταρχικού συντάγματος του 1817.

Μέλος της Φιλικής Εταιρείας

Στο τέλος του 1828 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και γνωρίστηκε με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Ζάκυνθο όπου ο τελευταίος ήρθε προκειμένου να υποδεχτεί το λόρδο Μπάιρον. Η συνάντηση αυτή υπήρξε σημαντική για την περαιτέρω πνευματική πορεία του Σολωμού. Κάτω από την παρότρυνση του Τρικούπη ο Σολωμός πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά την ιταλική και να αρχίσει να εκφράζεται πια στη μητρική του γλώσσα. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του Τρικούπη: "Η Ελλάδα περιμένει τον Δάντη της" θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξει στον Σολωμό ότι εκείνο που περίμενε η πατρίδα από αυτόν στην κρίσιμη αυτή στιγμή ήταν μια ποίηση ελληνική. Σε λιγότερο από μια βδομάδα από τη συνάντησή τους ο Σολωμός εξέπληξε τον Τρικούπη απαγγέλλοντάς του την "Ξανθούλα", την οποία μόλις είχε συνθέσει στα ελληνικά.

Ο Σολωμός όμως δε σταμάτησε εκεί. Η Ελληνική Επανάσταση και ο τιτάνιος αγώνας των συμπατριωτών του για λευτεριά ενέπνευσαν στον Σολωμό τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», που τον έγραψε σε ένα μόλις μήνα, το Μάιο του 1823. Οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος αυτού καθιερώθηκαν αργότερα ως ο εθνικός μας ύμνος και κατέστησαν το Σολωμό τον κορυφαίο ποιητή της Επαναστάσεως και έναν από τους σημαντικότερους της Ελλάδας.

στρ. 1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.

στρ. 2
Απ` τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

Κέρκυρα

Στο τέλος του 1828 ο Σολωμός εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα. Εκεί συνέχισε την ενασχόλησή του με την ποίηση και συνδέθηκε με το μουσουργό και φίλο του Νικόλαο Χαλικιόπουλο-Μάντζαρο που μελοποίησε και τις 158 στροφές του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Στην Κέρκυρα επίσης συνδέθηκε στενά με τον πολιτικό και συγγραφέα Ιάκωβο Πολυλά (1826-1898), από μεταφράσεις του οποίου γνώρισε αρκετά κείμενα γερμανικής φιλοσοφίας και ποιήσεως. Παρέμεινε στην Κέρκυρα μέχρι το τέλος της ζωής του, εκτός από κάποια ταξίδια που έκανε στη Ζάκυνθο για οικογενειακούς λόγους.

Δικαστικές διαμάχες

Το 1833 ο ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης, πρωτότοκος γιος της μητέρας του Αγγελικής Νίκλη από το δεύτερο γάμο της με τον Μανόλη Λεονταράκη, θέλησε και αυτός να αναγνωριστεί ως γιος του Νικόλαου Σολωμού και να αποσπάσει την περιουσία που είχαν κληρονομήσει ο Διονύσιος και ο αδελφός του Δημήτριος από τον κόμη πατέρα τους. Τα δυο αδέλφια κατέθεσαν αίτηση αγωγής κατά του Ιωάννη Λεονταράκη το Νοέμβριο του 1833. Ο Σολωμός προκειμένου να κατοχυρώσει την πατρική περιουσία έγραψε το Νοέμβριο του 1835 τη διαθήκη του με την οποία άφηνε γενικό κληρονόμο του τον αδελφό του Δημήτρη. Η δικαστική διαμάχη με τον Ιωάννη Λεονταράκη διάρκεσε 5 χρόνια, από το 1833 έως το 1838. Η τελική απόφαση του δικαστηρίου δικαίωσε τον Σολωμό και τον αδελφό του Δημήτριο. Παρότι όμως ο Σολωμός κέρδισε τη δίκη, η καρδιά του έμεινε θανάσιμα πληγωμένη όπως μαρτυρεί ο φίλος και μαθητής του Ιάκωβος Πολυλάς.

Ο τρόπος ζωής του μετά από αυτή τη θλιβερή περιπέτεια άλλαξε οριστικά. Ζούσε μόνος του μακριά από τα κοσμικά σαλόνια, τις πολιτικές αντιζηλίες και τις κομματικές διαμάχες των συμπατριωτών του. Μέσα στην "ησυχία του μικρού του δωματίου", όπως χαρακτηριστικά λέει σε ένα γράμμα που έγραψε στο φίλο του Μαρκορά, ο Σολωμός συνέθεσε ή προσπάθησε να ολοκληρώσει το έργο του. Οι μόνοι με τους οποίους διατηρούσε επαφές ήταν λίγοι εκλεκτοί φίλοι, όπως ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, ο Ι. Τυπάλδος κ.ά. Στις 3 Φεβρουαρίου 1849, ύστερα από πρόταση του Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου, ο Όθωνας με βασιλικό διάταγμα παρασημοφόρησε τον Σολωμό με το Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Σωτήρα, γιατί με τον "Ύμνο" του ξεσήκωσε "ενθουσιασμόν κατά τον υπέρ της Εθνικής Ανεξαρτησίας Αγώνα".

Εργογραφία

Στο διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία ο Σολωμός έγραψε τα πρώτα του ιταλικά ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο. Ήταν τα ποιήματα

  • "Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ" και
  • "Ωδή για πρώτη λειτουργία".

Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο όπου έγραψε μια σειρά από σονέτα διασκεδάζοντας με τη συντροφιά του. Μερικά από αυτά τύπωσε στην Κέρκυρα ο φίλος του Λουδοβίκος Στράνης με τον τίτλο

  • "Αυτοσχέδιες ρίμες" (1822).

Ποιήματα στα Ελληνικά

Την περίοδο 1818-1823 άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στην ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για μια σειρά λυρικών ποιημάτων που ήταν απλά στη μορφή. Θα έλεγε κανείς πως ο Σολωμός την περίοδο αυτή ψάχνει να βρει το δρόμο του. Τα ποιήματα αυτά είναι ειδυλλιακής ή συχνότερα ελεγειακής μορφής, όπως

  • "Ο θάνατος του βοσκού",
  • "Ο θάνατος της ορφανής",
  • "Ευρυκόμη",

ενώ άλλα δείχνουν μια επίδραση του νέου ρομαντικού κινήματος, ιδίως τα ποιήματα που έχουν ως θέμα τους το παιδί και το θάνατο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά από αυτά είναι το ποίημα "Τρελή μάνα", που έχει τον υπότιτλο "Το κοιμητήριο". Δειλά δειλά αρχίζει την περίοδο αυτή να προβάλλει η γυναικεία μορφή, ένα θέμα μόνιμο και βασικό σε όλη την ποίηση του Σολωμού, που υπάρχει στα δύο από τα πιο ώριμα ποιήματα της πενταετίας (1818-1823), την "Ξανθούλα" και την "Αγνώριστη". Στην ίδια περίοδο εντάσσονται και οι μεταφράσεις λυρικών κειμένων του Πετράρχη "Ωδή", του Σαίξπηρ "Μίμηση του τραγουδιού της Δεισδαιμόνας από τον Οθέλο" και του Μεταστάσιου "Η άνοιξη, το καλοκαίρι". Τα περισσότερα από αυτά τα νεανικά ποιήματα είναι γραμμένα σε μικρούς ευλύγιστους στίχους, τροχαϊκούς ή ιαμβικούς που θυμίζουν την ιταλική αλλά πολλές φορές και τη φαναριώτικη στιχουργία και αποτελούν απηχήσεις του αρκαδισμού και ανακρεοντισμού των άμεσων προγόνων του, του Χριστόπουλου και του Βηλαρά.

Δεκαετία 1830

Η δεκαετία που ακολουθεί, 1823-1833, αποτελεί την πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδο του έργου του. Η ωριμότητα, η πνευματική συγκρότηση και η βασανιστική επεξεργασία του στίχου αντικαθιστούν την αυθόρμητη έμπνευση. Η πρόοδος του Σολωμού στη γλώσσα μοιάζει απίστευτη. Η επανάσταση του 1821 και ο πόθος του λαού για ελευθερία τον συγκλονίζουν.

«Ύμνος εις την Ελευθερίαν»

Μέσα σε ένα μήνα, το Μάιο του 1823, καθισμένος στο λόφο Στράνη της Ζακύνθου και έχοντας απέναντί του το Μεσολόγγι και τους πολιορκημένους του, έγραψε τις 158 στροφές του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Πρόκειται για ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό και νεανικό που καθιέρωσε αμέσως τον 25χρονο Σολωμό. Στις 158 τετράστιχες στροφές, που αποτελούνται από οκτασύλλαβους και επτασύλλαβους τροχαϊκούς ομοιοκατάληκτους στίχους, δεν υπάρχει ούτε μια ιταλική λέξη από αυτές που αφθονούσαν στην επτανησιακή διάλεκτο. Σε όλο το ποίημα κυριαρχεί η Ελευθερία, μια μορφή ποιητική και αλληγορική που ταυτίζεται με την Ελλάδα. Στο προοίμιο δίνονται οι προηγούμενες κακουχίες του σκλαβωμένου έθνους και τονίζεται η δύναμη της ελευθερίας στους δύο πρώτους στίχους. Στη συνέχεια περιγράφονται τα κατορθώματά της που δεν είναι άλλα από τις μέχρι τότε επιτυχίες του αγώνα των Ελλήνων για τη λευτεριά, όπως η πολιορκία και η άλωση της Τριπολιτσάς και η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια.

Ακολουθεί η περιγραφή της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, τα Χριστούγεννα του 1822, η πανωλεθρία των Τούρκων στον Αχελώο ποταμό που επακολούθησε και γίνεται επίσης αναφορά στη θανάτωση του πατριάρχη. Στη συνέχεια ο τόνος πέφτει, κυρίως όταν ο ποιητής δίνει συμβουλές στους Έλληνες για ομόνοια και όταν απευθύνει έκκληση στους ξένους μονάρχες να ενισχύσουν τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία. Στο στίχο 9 τα λόγια του Σολωμού θυμίζουν τον Ρήγα Φεραίο που έλεγε: "Μην ελπίσωμεν εις ξένους, αλλά μόνον εις ανδρείαν και Ελλήνων την καρδίαν η Πατρίς να λυτρωθεί". Σε ολόκληρο το ποίημα προβάλλεται το τρίπτυχο Ελευθερία-Ελλάδα-Θρησκεία. Η φωνή του Σολωμού βγαίνει μέσα από την αγάπη της φυλής και την ιστορική περηφάνια. Ο ρυθμός είναι γοργός, τα ιστορικά γεγονότα αναπαριστάνονται ζωντανά, ενώ οι εικόνες φρίκης εναλλάσσονται με ειδυλλιακές:

στρ. 72

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

και κυλάει στην λαγκαδιά

και τ` αθώο το χόρτο πίνει,

αίμα αντίς για τη δροσιά.

στρ. 84

Στο χορό γλυκογυρίζουν

ωραία μάτια ερωτικά,

και εις την αύρα κυματίζουν

μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η απήχηση που είχε το ποίημα ήταν μεγάλη. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος. Το 1825 με τη φροντίδα του φίλου του Σολωμού Σπυρίδωνα Τρικούπη τυπώθηκε στο Μεσολόγγι που είχε αρχίσει να πολιορκείται από τον Ιμπραήμ και αντίτυπά του μοιράστηκαν σε όλη την επαναστατημένη χώρα. Στις 21 Οκτωβρίου 1825 δημοσιεύτηκε κριτική ανάλυση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» στη "Γενική Εφημερίδα" του Ναυπλίου. Το 1844 ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος αφιέρωσε στο βασιλιά Όθωνα τη μελοποίηση του "Ύμνου" και τον Ιούλιο του 1865 με βασιλικό διάταγμα οι δύο πρώτες στροφές του, μελοποιημένες από τον Μάντζαρο, καθιερώθηκαν ως Ύμνος του Έθνους και του Βασιλέως. Τέλος το 1873 δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το κείμενο μαζί με τη μουσική του ύμνου με έξοδα των ομογενών και τυπωμένο στο τυπογραφείο Clayton.

Ελεγείες/Λυρικά/Σατυρικά

Την ίδια εποχή με τον "Ύμνο" ο Σολωμός έγραψε ένα ελεγειακό ποίημα "Εις Μάρκον Μπότσαρην", εμπνευσμένο από το θάνατο του ήρωα στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου στις 10 Αυγούστου 1823. Ένα άλλο έργο του, ανάλογο με τον "Ύμνο", είναι το λυρικό ποίημα "Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον" που κατόρθωσε να το ολοκληρώσει το 1824. Αποτελείται από 166 τετράστιχες στροφές και είναι γραμμένο στο ίδιο μέτρο και πάνω στα ίδια σχεδόν θέματα με τον "Ύμνο". Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις συνεχείς παρεκβάσεις που αφορούν τα οικογενειακά του Μπάιρον, όπως και κάποια γλωσσική ακαταστασία, μειώνουν τη λογοτεχνική του αξία και το κάνουν ένα αδύνατο αντίγραφο του "Ύμνου".

Η αυστηρότερη όμως κριτική που άσκησε την περίοδο αυτή ο Σολωμός στο έργο του, έφερε γρήγορα αποτέλεσμα. Παράλληλα με την "Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον", ο Σολωμός έγραψε το θαυμάσιο επίγραμμα "Η καταστροφή των Ψαρών" (1824), ενώ άρχισε να σχεδιάζει τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους". Το 1824 έγραψε το λυρικό ποίημα "Η Φαρμακωμένη", στο οποίο αρχίζοντας από ένα θρήνο για τη φαρμακωμένη κόρη, περνά με μια καθαρά μουσική διάθεση στην υπεράσπιση της νέας κόρης από την κατακραυγή του κόσμου. Το ποίημα είχε μεγάλη απήχηση, δημοσιεύθηκε κατ` επανάληψη και μελοποιήθηκε από τον Νικόλαο Μάντζαρο. Εκτός από τα λυρικά, ο Σολωμός αυτή την εποχή έγραψε και σατιρικά ποιήματα, όπως "Η Πρωτοχρονιά" (1824) και το "Ιατροσυμβούλιο", όπου σατιρίζει το γιατρό Διονύσιο Ροΐδη. Το 1826 έγραψε το "Όνειρο", με το οποίο καταδικάζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά του δραστήριου πολιτικού της Ζακύνθου, Ιωάννη Μαρτινέγκου.

Το 1824 ο Σολωμός άρχισε να επεξεργάζεται τον "Λάμπρο της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου", ένα εκτενές ποιητικό κείμενο σε ενδεκασύλλαβο στίχο και σε οκτάστιχες στροφές κατά τα πρότυπα της ιταλικής στιχουργίας. Το 1826 επεξεργάστηκε για δεύτερη φορά τον "Λάμπρο". Ο λαϊκός βυρωνικός ήρωας του έργου, ανήθικος κοινωνικά με εθνική όμως δράση, υψώνεται σε τραγικό πρόσωπο. Στο ποίημα συμπλέκονται βυρωνικά στοιχεία με πατριωτικά και θρησκευτικά σε μια προσπάθεια να εκφραστεί η σύγκρουση του ανθρώπου με τα πάθη του. Παρόλες τις επεξεργασίες που έκανε μέχρι το 1833 δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει, είτε επειδή δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί από τη "βυρωνίζουσα" ατμόσφαιρα της όλης σύνθεσης, είτε επειδή το ποίημα δεν έφτανε το ύψος μερικών μερών. Εκτός από 3-4 ολοκληρωμένα επεισόδια, το υπόλοιπο ποίημα είναι σε αποσπάσματα. Χαρακτηριστικά ο Σολωμός έλεγε ότι ο "Λάμπρος θα παραμείνει απόσπασμα". Το 1824 όμως έδωσε να δημοσιευτεί το τελειοποιημένο απόσπασμα "Η δέηση της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου" στο Α΄ τεύχος του περιοδικού της Ιονίου Ακαδημίας, το οποίο ίδρυσε ο λόγιος και φιλελεύθερος αρμοστής λόρδος Νούγεντ.

Πεζά έργα

Το 1828 ο Σολωμός εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Η ψυχική γαλήνη και ηρεμία που γνώρισε την πρώτη περίοδο της παραμονής του εκεί αποτυπώνεται στους αποσπασματικούς στίχους ποιημάτων που δείχνουν έναν κόσμο εξιδανικευμένο, όπως τα ποιήματα "Νεκρική Ωδή ΙΙ" και "Εις τον θάνατο Κυρίας Αγγλίδας". Το 1829 δημοσίευσε το ολοκληρωμένο ποίημα "Εις Μοναχήν" σε ιαμβικούς οκτασύλλαβους και επτασύλλαβους στίχους που γράφτηκαν για την Άννα-Μαρία Γεωργομίλα. Στη δεκαετία 1823-1833 ανήκουν και τα δύο μοναδικά πεζά που έγραψε ο Σολωμός. Το πρώτο είναι ο "Διάλογος" το οποίο έγραψε το διάστημα 1822-1824, το "πιστεύω" του Σολωμού για τη δημοτική γλώσσα. Πρόσωπα του έργου είναι ο Ποιητής (που είναι ο ίδιος ο Σολωμός), ο Φίλος (με τον οποίο υποδηλώνεται ο Σπυρίδων Τρικούπης) και ο Σοφολογιώτατος, εκπρόσωπος της σχολαστικής παράδοσης και εχθρός της δημοτικής γλώσσας. Οι γενικές θέσεις που εκφράζονται στο "Διάλογο", έρχονται ως συνέχεια του "Ονείρου" και του "Λογιώτατου ταξιδιώτη" του Βηλαρά, καθώς και ξένων κειμένων του γαλλικού διαφωτισμού. Στο έργο αυτό ο Σολωμός, ανάμεσα στα άλλα, υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας είναι εκείνος που εξευγενίζει τη γλώσσα του λαού, ότι η ορθογραφία δεν είναι εκείνη που έδωσε αξία στα αρχαία έργα και ότι οι λέξεις της δημοτικής δεν πρέπει να προσαρμόζονται στο αρχαίο πνεύμα όπως θέλει ο Κοραής, αλλά ο γλωσσικός πλούτος της αρχαίας να χρησιμοποιείται προς όφελος της νέας. Ο ποιητής είναι εκείνος που βασισμένος στη λαϊκή γλώσσα θα την πλουτίσει και θα την εξευγενίσει εσωτερικά και θα ευρύνει το νόημα της κάθε λέξης έτσι που η γλώσσα να εκφράζει τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ψυχής. Όπως ομολογεί εξάλλου ο ίδιος, το θέμα της γλώσσας τον απασχολεί το ίδιο με το θέμα της ελευθερίας: "Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;".

Το δεύτερο πεζό του έργο είναι η "Γυναίκα της Ζάκυνθος", το οποίο ξεκίνησε να γράφει το 1826-1827 και εγκατέλειψε ατελείωτο το 1829. Το κείμενο χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια και τέσσερις ενότητες. Ξεκινημένο ως σάτιρα εναντίον μίας γυναίκας, συγγενικής του Σολωμού, ίσως της κόρης του Στέφανου Μεσσάλα, το έργο παίρνει προεκτάσεις καθολικότερες και γίνεται θρήνος και προφητεία ή όνειρο εφιαλτικό. Περιγράφονται οι σκληρές πράξεις και το φρικτό τέλος του κυρίαρχου γυναικείου προσώπου του έργου, το οποίο παρουσιάζεται παραμορφωμένο από τη δύναμη του Διαβόλου. Στην αρχή του έργου παρουσιάζεται ένας ιερομόναχος που αρχίζει να μιλά ακουμπισμένος στο στόμιο ενός πηγαδιού. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τις "Μισολογγίτισσες", προς τις οποίες φέρεται απάνθρωπα η "Γυναίκα της Ζάκυνθος" και στο πέμπτο κεφάλαιο έχουμε το προφητικό όραμα του ιερομόναχου, του κεντρικού προσώπου στην όλη αφήγηση, που συνεπαρμένος παρακολουθεί την πτώση του Μεσολογγίου. Η παρατακτική σύνταξη δίνει στο έργο μια βιβλική απλότητα που ταιριάζει με την προφητική ορμή που ταράζει την ψυχή του Σολωμού. Η πρόζα είναι στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή και ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός και το έργο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον "Λάμπρο". Στα πεζά κείμενα του Σολωμού, γραμμένα στην ιταλική γλώσσα, ανήκουν το έργο για το συμφοιτητή του στην Ιταλία Σπύρο Γρυπάρη και το εγκώμιο για τον Ούγο Φώσκολο (1827), ένας επιμνημόσυνος λόγος με αναφορά στη ζωή και το έργο του.

Τελευταία περίοδος δημιουργίας

Το 1833 ξεκινά η τελευταία περίοδος της δημιουργίας του Σολωμού με τον "Κρητικό", το πρώτο από τα μεγάλα έργα του. Το έργο έχει τη μορφή αποσπάσματος και μοιάζει ως επεισόδιο ενός επικολυρικού ποιήματος που, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Το επεισόδιο όμως αυτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές και ολοκληρωμένο. Το ποίημα έχει εθνικό χαρακτήρα, αφού ο βασικό ήρωας, ο Κρητικός, είναι πολέμαρχος που μετά το χαμό των δικών του απομακρύνεται νύχτα από την πατρίδα του. Ναυαγός μέσα στην τρικυμία προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του. Η τρικυμία σταματά απότομα και το ποίημα παίρνει ένα μυστηριακό τόνο με την εμφάνιση της "φεγγαροντυμένης", μιας θεϊκής μορφής, που μόλις χάνεται ακούγεται ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που συνεπαίρνει το ναυαγό, ο οποίος φτάνει στην ακρογιαλιά και εκεί αποθέτει την αγαπημένη του νεκρή. Το ποίημα είναι δυσκολονόητο με πολλές προεκτάσεις. Για το νόημα της "φεγγαροντυμένης" και του έργου γενικά δόθηκαν πολλές ερμηνείες, πράγμα που δείχνει πόσο αινιγματικός είναι ο λυρισμός του Σολωμού. Είναι γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα και σε όλη την έκτασή του είναι φανερή η επίδραση της κρητικής λογοτεχνίας και κυρίως του "Ερωτόκριτου".

Την ίδια χρονιά με τον "Κρητικό" ο Σολωμός επανήλθε και πάλι στη σάτιρα με το ανολοκλήρωτο ποίημα "Η Τρίχα". Ήδη την περίοδο αυτή η δικαστική διαμάχη με τον αδελφό του άρχισε να επηρεάζει το χαρακτήρα και το έργο του. Το ποίημα "Η Τρίχα" στρέφεται κατά του Ναπολέοντα Ζαμπέλη, δικηγόρο του ετεροθαλή αδελφού του Σολωμού, Ιωάννη Λεονταράκη. Άλλα σατιρικά ποιήματα αυτής της περιόδου είναι το "Δεύτερο Όνειρο", "Ο Φουρκισμένος" και "Η μετατόπιση του αγάλματος του Μαίτλαντ". Εκτός από τον "Κρητικό" άλλα λυρικά ποιήματα που έγραψε αυτή την περίοδο είναι "Το όραμα του Λάμπρου", "Ο φυλακισμένος" και "Η φαρμακωμένη στον Άδη".

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Στην περίοδο αυτή ανήκει η τελευταία ελληνόγλωσση δημιουργία του ποιητή, η κορυφαία, παρά την αποσπασματική μορφή της, επίδοση της ποίησής του, οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι". Είναι το ποίημα που τον απασχόλησε όσο κανένα άλλο, ένα "έργο ζωής" όπως θα λέγαμε σήμερα. Η σύνθεση περιλαμβάνει τρία σχεδιάσματα. Το πρώτο σχεδίασμα γράφτηκε στο τέλος του 1826, σε οχτάστιχες στροφές με αμφιβραχικούς εξασύλλαβους και πεντασύλλαβους στίχους, το δεύτερο την περίοδο 1834-1844 σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και το τρίτο από το 1844 και έπειτα σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους. Θέμα του ποιήματος είναι τα γεγονότα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου, που διάρκεσε από τις 15 Μαρτίου 1825 έως τη 10η Απριλίου 1826. Κυρίως προβάλλονται οι 15 τελευταίες ημέρες από τη μάχη της Κλείσοβας μέχρι την απεγνωσμένη και ηρωική έξοδο την παραμονή των Βαΐων, που αποτελεί συνάμα την υψηλότερη και αποφασιστικότερη στιγμής της Επανάστασης. Οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" του Σολωμού ξεπερνούν όλα τα ψυχικά και υλικά εμπόδια (πείνα, έλλειψη πολεμοφοδίων), νικούν τον "Πειρασμό" που τους δημιουργεί η ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης και έχοντας πλήρη συναίσθηση της αξίας της ζωής αποφασίζουν ή να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν. Τα γεγονότα του Μεσολογγίου, παρόλο που τα ζει ο Σολωμός από κοντά -σε πολλές περιπτώσεις οι κανονιές από το πολιορκημένο φρούριο ακούγονται μέχρι τη Ζάκυνθο-, ωστόσο δεν τα περιγράφει την ίδια στιγμή αλλά πολύ αργότερα. Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης επεξεργασίας του ποιήματος, ο Σολωμός δέχτηκε την επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού του Χέγκελ, του Σίλλερ, του Γκαίτε κ.ά. Χαρακτηριστικό της εξέλιξης του φιλοσοφικού προβληματισμού του ποιητή είναι και οι διαδοχικοί τίτλοι που βάζει στο ποίημα (Το Μεσολόγγι, Οι Αδελφοποιητοί, Το Χρέος), για να καταλήξει στην αντίθεση του τελευταίου τίτλου (Ελεύθεροι και συγχρόνως Πολιορκημένοι) που δείχνει τη νίκη του πνεύματος πάνω στις αισθήσεις.

Στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του (1847-1857) ο Σολωμός έγραψε ένα πλήθος έργων ολοκληρωμένων ή αποσπασμάτων ή και απλών σχεδιασμάτων. Παράλληλα ξαναγύρισε στην ιταλική ποίηση που την είχε εγκαταλείψει από το 1818, όταν επέστρεψε στη Ζάκυνθο. Το σπουδαιότερο από τα ελληνικά ποιήματα αυτής της περιόδου είναι ο "Πόρφυρας". Το θέμα του είναι ο θάνατος ενός Άγγλου στρατιώτη στο λιμάνι της Κέρκυρας, ο οποίος κατασπαράχτηκε από καρχαρία (πόρφυρα). Ο Σολωμός επανέρχεται στο αγαπητό θέμα της γοητείας της φύσης, στην "αγκαλιά" της οποίας διαδραματίζεται το γεγονός, και της αυτεπίγνωσης στο σημείο που ο νέος τη στιγμή της δολοφονίας του βρίσκει τη δύναμη να αντισταθεί και να γνωρίσει το εαυτό του:

Πριν πάψ` η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει

Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιός τον εαυτό του.

Άλλα αξιόλογα ποιήματα της τελευταίας περιόδου είναι το ελεγειακό "Εις τον θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο" (1847-1848) που αποπνέει αγιότατη ηθική ομορφιά και το ολοκληρωμένο επίγραμμα "Εις Φραγκίσκα Φράιζερ". Σ` αυτά τα δύο ποιήματα επανέρχεται ένα αγαπημένο θέμα της ποίησης του Σολωμού, το θέμα της κόρης, της παρθένου, και της ενοραματικής δύναμης που συνδέει τον ποιητή και την κόρη.

Την ίδια περίοδο ο Σολωμός, κουρασμένος από τον αδιάκοπο αγώνα του να δώσει εκφραστική τελειότητα στους ελληνικούς στίχους του, στράφηκε και πάλι σε ιταλικές συνθέσεις όπως "Το ελληνικό καράβι", "Η Σαπφώ" και το ποίημα "Στο θάνατο του Στυλιανού Μαρκορά", αφιερωμένο στον πρωτότοκο γιο του Γεώργιου Μαρκορά που πέθανε τον Απρίλη του 1852. Παράλληλα έγραψε και ορισμένα ιταλικά σχεδιάσματα τα οποία σκόπευε να μεταφέρει σε ελληνικούς στίχους, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν "Η Ελληνίδα μητέρα", "Η Γυναίκα με το μαγνάδι", το μόνο ίσως καθαρά ερωτικό ποίημα του Σολωμού, καθώς και "Τ` Αηδόνι και το γεράκι" και "Ο Ορφέας", στα οποία κυριαρχεί η αναζήτηση από τον ίδιο του μυστήριου της ζωής και του θανάτου. Εξίσου αξιόλογη είναι και η επιστολογραφία του Σολωμού από το 1815 ως το 1856, που περιλαμβάνει 4 ελληνόγλωσσες επιστολές και 143 γράμματα στα ιταλικά τα οποία απευθύνονται σε συγγενικά του πρόσωπα ή σε φίλους του στην Κέρκυρα ή στη Ζάκυνθο.

Λογοτεχνική αξία

Την εποχή του θανάτου του οι σύγχρονοί του δεν ήξεραν τίποτε από την υψηλή ποίηση των ώριμων χρόνων του που την αποτελούσαν ο "Κρητικός", οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", ο "Πόρφυρας" κ.ά. Γι` αυτούς ήταν ο εθνικός ποιητής του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν" και ο δημιουργός της "Ξανθούλας", της "Αγνώριστης" και της "Φαρμακωμένης" που μελοποιήθηκαν από Ζακυνθινούς κανταδόρους ή από φημισμένους μουσουργούς όπως ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Παριζίνι και ο Γεώργιος Λαμπίδης. Μάλιστα όταν δύο χρόνια μετά το θάνατό του (1859), ο επιστήθιος φίλος του και κυριότερος κριτικός του έργου του, Ιάκωβος Πολυλάς, δημοσίευσε τα "Ευρισκόμενα" του Σολωμού, συνοδεύοντας την έκδοση με τα πολυσήμαντα "Προλεγόμενά" του, μεγάλη απογοήτευση κατέλαβε τους θαυμαστές του εξαιτίας του αποσπασματικού χαρακτήρα του έργου και του δυσκολονόητου περιεχομένου των μεγάλων του συνθέσεων. Δημιουργήθηκε η πίστη πως υπήρχαν ακέραια ποιήματα από τα οποία ο ποιητής έδινε μόνο αποσπάσματα ή πως είχε αφήσει πολύ περισσότερα και τελειότερα έργα από αυτά που είχαν βρεθεί. Ύστερα από χρόνια διαπιστώθηκε πως ο Σολωμός δεν άφησε κανένα άλλο έργο. Οι μελέτες εξάλλου άξιων κριτικών της λογοτεχνίας, όπως του Καλοσγούρου και του Κωστή Παλαμά και κυρίως η συστηματική μελέτη του έργου του από διαπρεπείς φιλολόγους όπως ο Γιάννης Αποστολάκης, ο Λίνος Πολίτης και ο Ε. Κριαράς, αποκατέστησαν την αξία του σολωμικού έργου και το τοποθέτησαν στη θέση που του αξίζει.

Η νεότερη κριτική και έρευνα, εκτός από το έργο του προσέγγισε και την ανθρώπινη πλευρά του ποιητή, κυρίως στο θέμα της διαμάχης με τους οικείους του και της μη ενεργού συμμετοχής του στον Αγώνα που αποδόθηκε στην ιδιοσυγκρασία του και ερμήνευσαν την απόφασή του να μην επισκεφθεί την απελευθερωμένη Ελλάδα ως αποτέλεσμα του φόβου του μήπως τη βρει διαφορετική από εκείνη που είχε οικοδομήσει στην ψυχή του. Πολλά από τα ποιήματα και τα αποσπάσματα από τις μεγάλες του συνθέσεις εξακολουθούν και σήμερα να είναι επίκαιρα χάρη στη μουσική με την οποία τα "έντυσαν" νεότεροι συνθέτες όπως οι Μανόλης Καλομοίρης, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος κ.ά. Η ζωή εξάλλου και το έργο του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για νεότερους δημιουργούς όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ("Ρηγγίνα Λέζα"), ο Δ. Ρώμας και η Μαριέτα Γιαννοπούλου ("Διονύσης Σολωμός"), ενώ ο Γ. Ρούσσος έγραψε ένα εκτενές θεατρικό έργο που ανέβηκε στο Μετροπόλιταν το 1969 με τίτλο "Τα Μεγάλα Χρόνια".

Ο εθνικιστής λογοτέχνης Γιώργος Σαραντάρης τονίζει: «...Ο Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας ποιητής τούτο πανθομολογείται, αλλά δεν φτάνει. Νομίζω πως είμεθα ώριμοι, για να εξετάσουμε κριτικά τη μορφή του Σολωμού από άλλη σκοπιά, πως στον πολιτισμό μας συμφέρει, σαν κατανόησε την αθανασία του ποιητή, αλλιώς να αγκαλιάσει το αντικείμενο του θαυμασμού του. Αυτό σημαίνει να ακολουθήσουμε το Σολωμό στα ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του κάνει ένα με το ελληνικό πνεύμα και πως το τελευταίο δεν είναι μια χίμαιρα, εφόσον δεν είναι χίμαιρα η αισθητική αξία της σολωμικής ποίησης. ...{...}... Δεν μπορείς να νιώσεις την πνοή της σολωμικής ποίησης αν δεν νιώσεις ταυτόχρονα τι σημαίνει για τον Έλληνα το Μεσολόγγι».

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση ή το θάνατό του εκδόθηκαν ειδικά αφιερώματα όπως "Δ. Σολωμού... Πανηγυρικόν τεύχος εκατονταετηρίδος", Εν Αθήναις 1903, Νέα Εστία, διοργανώθηκαν ειδικές εκθέσεις όπως αυτή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών με διευθυντή τον Μερλέ το 1957, καθώς και ειδικά συνέδρια όπως το Δ΄ Πανιώνιο Συνέδριο. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάστηκαν καινούριες μελέτες και διατυπώθηκαν νέες απόψεις πάνω στο σολωμικό έργο, πράγμα που δείχνει πως ο Σολωμός δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στο επίκεντρο της νεοελληνικής φιλολογικής επιστήμης.

Ο θάνατος του

Η πεντάχρονη δικαστική του περιπέτεια επέδρασε καταλυτικά στο βαθύτατα ευαίσθητο χαρακτήρα του ποιητή και κλόνισε ανεπανόρθωτα την υγεία του. Στις 9/21 Φεβρουάριου 1857 σε ηλικία 59 χρόνων ο Σολωμός πέθανε στην Κέρκυρα ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια και επανειλημμένες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Ο θάνατός του, αν και όχι ξαφνικός, προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση στα Επτάνησα. Η Βουλή των Ιονίων διέκοψε τις εργασίες της και κήρυξε πένθος ενώ τα θέατρα έκλεισαν. Την κηδεία του που έγινε με εξαιρετική λαμπρότητα παρακολούθησε σύσσωμος ο λαός της Κέρκυρας. Εκφωνήθηκαν πολλοί επικήδειοι κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία ενώ πολλοί ανώνυμοι αφιέρωσαν ποιήματα στο θάνατο του εθνικού ποιητή. Το 1865 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικά στο μικρό μαυσωλείο, στην ιστορική πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου ανεγέρθηκε μαρμάρινη προτομή και πολύ αργότερα, τον Ιανουάριο του 1968, τοποθετήθηκαν στον τάφο που βρίσκεται στην ίδια αίθουσα με τον τάφο του Ανδρέα Κάλβου, στο Μουσείο του Σολωμού και των άλλων επιφανών Ζακυνθίων.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι