Εμμανουήλ Κελαϊδής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Εμμανουήλ Κελαϊδής, Έλληνας εθνικιστής, ανώτατος αξιωματικός και αρχηγός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας αλλά και πολιτικός που διατέλεσε Υφυπουργός Αεροπορίας και Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1900 στο χωριό Μεγάλα Χωράφια -σημερινή ονομασία Άπτερα [1]- Καλαμίου της πρώην επαρχίας Αποκορώνου, σήμερα του Δήμου Σούδας, στο νομό Χανίων της Κρήτης και πέθανε [2] στις 26 Ιανουαρίου 1989 στην Αθήνα. Η εξόδιος ακολουθία του τελέστηκε την επόμενη ημέρα 27 Ιανουαρίου, στην Αθήνα και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν παντρεμένος και από το γάμο του είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Παναγιώτη, πολιτικό μηχανικό που πέθανε το 1983 και τη Θεανώ, αρχιτέκτονα.

Εμμανουήλ Κελαϊδής
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: Δεκέμβριος 1900
Τόπος: Μεγάλα Χωράφια Καλαμίου
Αμάρι, Χανιά, Κρήτη (Ελλάδα)
Σύζυγος: Έγγαμος
Τέκνα: Παναγιώτης, Θεανώ
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Πτέραρχος (ε.α.), Πολιτικός
Θάνατος: 26 Ιανουαρίου 1989
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)

Βιογραφία

Ο Μανώλης Κελαϊδής κατάγονταν από την ιστορική οικογένεια των Κελαϊδήδων, οπλαρχηγών των κρητικών επαναστάσεων και αγωνιστών των Μακεδονικών πολέμων. Πατέρας του ήταν ο Παναγιώτης Κελαϊδής. Ο Εμμανουήλ Κελαϊδής παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και τα μαθήματα της Μέσης εκπαιδεύσεως στο Γυμνάσιο Βάμου Αποκορώνου. Το 1918, μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο, γράφτηκε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία διέκοψε τις σπουδές του μόλις ένα χρόνο αργότερα.

Ενήλικη ζωή

Το 1919 ο Κελαϊδής διέκοψε τις σπουδές του λόγω της στρατεύσεως του ως κληρωτός. Υπηρέτησε ως πεζός στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο και ύστερα από ένα εξάμηνο, μετατέθηκε στη Μικρά Ασία, υπό τη σημαία του 7ου Συντάγματος Κρητών. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Μετώπου της γραμμής Δορυλαίου-Κοτυαίου-Ακροϊνό, κατά τον Ιούλιο του 1921, όπου πολέμησε με γενναιότητα και τιμήθηκε με το αριστείο ανδρείας.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας ο Κελαϊδής εισήχθη, φοίτησε και το 1920 αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς με το βαθμό του Δεκανέα και το 1921 προήχθη στο βαθμό του Λοχία. Εισήχθη, λόγω ανδραγαθίας, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε τον Ιούλιο του 1922 ως Έφεδρος Ανθυπασπιστής Πεζικού και το 1924 ονομάστηκε Μόνιμος Ανθυπολοχαγός Πεζικού.

Μετάταξη στην Αεροπορία

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Μικρά Ασία, υπηρέτησε στη Μακεδονία και τη Θράκη και στα τέλη Οκτωβρίου 1924 μετατάχθηκε στο νεοσύστατο τότε Σώμα της Πολεμικής Αεροπορίας, όπου εκπαιδεύτηκε ως χειριστής αεροπόρος, στη Σχολή Αεροπορίας του Σέδες, κοντά στη Θεσσαλονίκη και το Νοέμβριο του 1925 ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Αεροπορίας. Παρέμεινε στη Σχολή Αεροπορίας του Σέδες ως εκπαιδευτής νέων αεροπόρων, για πέντε χρόνια και εκπαίδευσε τα περισσότερα από τα παλαιά στελέχη της αεροπορίας, ενώ στη διάρκεια της παραμονής ονομάστηκε το 1927 υπολοχαγός και το 1930 Λοχαγός. Ο Κελαϊδής υπήρξε ο μόνος εκπαιδευτής αέρος που υπηρέτησε στη θέση αυτή για πέντε ολόκληρα χρόνια. Το Μάιο του 1930, μετέβη στη Μεγάλη Βρετανία και φοίτησε στην «Κεντρική Σχολή Πτήσεων», την Αγγλική Σχολή Εκπαιδευτών Πτήσεων, στην οποία εκπαιδεύονταν οι επιτελικοί αξιωματικοί της αγγλικής Πολεμικής Αεροπορίας. επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Κελαϊδής τιμήθηκε από τον τότε Υπουργό Αεροπορίας Α. Ζάννα, με την τιμητική διάκριση της «εύφημου μνείας» και τοποθετήθηκε διοικητής του «Κέντρου Εκπαιδεύσεων Χειριστών Διώξεως» το οποίο συγκροτήθηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το 1934 ο Κελαϊδής προήχθη στο βαθμό του Επισμηναγού.

Στις 2 Απριλίου 1936 ο Κελαϊδής συμμετείχε, με Βασιλικό Διάταγμα το οποίο υπογράφηκε από τον Βασιλιά Γεώργιο Β', σε αποστολή που θα περιόδευε στις χώρες της Ευρώπης προκειμένου να διαλέξει «τον καταλληλότερον τύπον Αεροπλάνου Διώξεως και Ναυτικής Συνεργασίας» [3]. Η επιτροπή επισκέφθηκε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες που διέθεταν αεροπορικές βιομηχανίες, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ολλανδία, Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και Γιουγκοσλαβία και επέστρεψε στην Ελλάδα ύστερα από δύο μήνες. Η επιτροπή υπέβαλε στο Υπουργείο Αεροπορίας τη σχετική έκθεση αξιολόγησης όπου συμπεριλαμβανόταν και οι προτάσεις της για το καλύτερο αεροπλάνο, το βρετανικό Gloster Gladiator όμως σύμφωνα με τον Κελαϊδή υπήρξε επιλογή: «.... αγορασθέντων εκ Πολωνίας καταδιωκτικών αεροπλάνων τύπου PZL με ανταλλαγήν καπνών, ...». Το 1939 ο Κελαϊδής προήχθη στο βαθμό του Αντισμηνάρχου.

Σύμφωνα με την άποψη του Κελαϊδή τα πολωνικά αεροπλάνα τύπου PZL P.24 που τελικά επιλέχθηκαν: «.....απεδείχθη ότι δεν ήσαν κατάλληλα δι’αποστολάς άνωθεν του μετώπου, λόγω ακριβώς του μειονεκτήματος της περιωρισμένης αυτονομίας. Ησαν τουναντίον κατάλληλα διά την προστασίαν ευπαθών περιοχών εις το εσωτερικόν, απογειούμενα άμα τη εμφανίσει εχθρικών αεροπλάνων. Εις την περίπτωσην ταύτην η πληροφορία έπρεπε να μεταβιβάζεται εγκαίρως υπό των Κέντρων Πληροφοριών και η καθοδήγησις εις τον αέρα να είναι καλή και συνεχής. Δυστυχώς η διαβίβασις των πληροφοριών δεν ήτο έγκαιρος πάντοτε, η δε καθοδήγησις σπανίως επετυγχάνετο. Συνήθως αι πληροφορίαι περί εμφανίσεως εχθρικών αεροπλάνων μετεβιβάζοντο με καθυστέρησιν υπό των προκεχωρημένων Σταθμών Επιτηρήσεως Αέρος. Τα αεροπλάνα διώξεως επομένως της Ελληνικής Αεροπορίας, καίτοι με καθυστέρησιν απογειούμενα, εχρησιμοποιούντο καλώς και τα εχειρίζοντο χειρισταί με αποφασιστικότητα και θάρρος....» [4].

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Κελαϊδής συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο του 1941-41 ως διοικητής της Αεροπορίας Διώξεως. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1940 διέταξε την άμεση μεταφορά αεροσκαφών από το αεροδρόμιο της Πτολεμαΐδας, όπου είχαν αποκλειστεί λόγω πάγου και κινδύνευαν να καταστραφούν από τις προσβολές, στο αεροδρόμιο Σέδες. Τέσσερα μερόνυχτα εργάστηκε άγρυπνο όλο το προσωπικό, προκειμένου τα αεροπλάνα να αποσυναρμολογηθούν, να μεταφερθούν οδικώς μέχρι το Αμύνταιο και από εκεί σιδηροδρομικώς στο Σέδες. Ο Κελαϊδής ακολούθησε τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και συμμετείχε στη Μάχη της Κρήτης, ενώ στα τέλη Μαΐου του 1941 διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου ανέλαβε καθήκοντα Διοικητού της Ελληνικής αεροπορικής βάσεως στη Γάζα της Παλαιστίνης και τον ίδιο χρόνο προήχθη στο βαθμό του Σμηνάρχου. Παρέμεινε στη θέση του Διοικητή στη Γάζα έως το 1942 και στη συνέχεια έως το 1944 τοποθετήθηκε διευθυντής της Διοικητικής Υπηρεσίας στο υπουργείο Αεροπορίας στο Κάιρο.

Το Φεβρουάριο του 1944 ο Κελαϊδής επέστρεψε στην Κρήτη ως απεσταλμένος του Συμμαχικού Στρατηγείου κι ήταν συντονιστής της δράσεως των ανταρτικών δυνάμεων κατά των Γερμανών κατακτητών, μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από το νησί τήρησε με επιτυχία την τάξη και τον Οκτώβριο του 1944 ανέλαβε Επιτελάρχης Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης. Σύμφωνα με τον Κελαϊδή: «...Στα “Δεκεμβριανά” η Αεροπορία εκδίδει διαταγή για ουδετερότητα και ζητά να κοινοποιηθεί στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. {...} Δεν υπήρχε δυστυχώς Εθνική πνοή, ούτε σαφής κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι διοικούντες τότε να αποφασίσουν, άνευ προηγουμένης Κυβερνητικής εγκρίσεως, να κρατηθή η Αεροπορία ουδέτερα έναντι των στασιαστών...» [5]. Ο Κελαϊδής παρέμεινε Επιτελάρχης Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης έως τον Φεβρουάριο του 1945.

Συμμοριοπόλεμος

Την άνοιξη του 1946, αμέσως μετά την ένοπλη εξέγερση των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και την έκρηξη του συμμοριοπολέμου στον Κελαϊδή ανατέθηκαν Διοικητού της «Ανωτέρας Διοικήσεως Αεροπορίας» η οποία είχε την ευθύνη της δραστηριότητας των Ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Κελαϊδή: «...Εις την Αεροπορίαν {...} είχεν επικρατήσει το πνεύμα της Μ. Ανατολής «περί δημοκρατικοποιήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων», {...} εις το Επιτελείον, υπηρέτουν μερικοί αξιωματικοί, οι οποίοι, την εποχήν εκείνην, επαρουσιάζοντο συμπαθούντες το Ε.Α.Μ. {...} η Αεροπορία παρέλειψε να ενεργήση ριζικήν εκκαθάρισιν και ν’απαλλάξη τας Μονάδας από τα υπολλείμματα στοιχείων διαπνεομένων υπό αναρχικών ή αριστερών τάσεων....» [6].

Το 1947 ο Κελαϊδής προήχθη στο βαθμό του Υποπτεράρχου. Τον ίδιο χρόνο λόγω των άσχημων συνθηκών στο Σέδες, αποφασίζεται η εγκατάσταση όλων των αξιωματικών της 1ης Πτέρυγας και των Μοιρών 335 και 336, σε τρία μισθωμένα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, τα «Αστόρια», «Εξέλσιορ» και «Ηλύσια». Εκείνες τις μέρες στις εφημερίδες γράφεται ότι έχει αρχίσει η προσχώρηση στελεχών της Αεροπορίας στις τάξεις του αποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού»: «... Καταγγέλομεν εις τον Ελληνικόν Λαόν ότι η πολεμική μας αεροπορία ευρίσκεται εις χείρας προδοτών και κομμουνιστών. Τρεις Αντισμήναρχοι ηυτομόλησαν ήδη προ ημερών προς τους συμμορίτας....» γράφει [7] ο Λεωνίδας Βρεττάκος και ακολουθεί ένας πίνακας με 75 ονόματα «ανάξιων κομμουνιστών αξ/κών οι οποίοι μολύνουν τα έντιμα και δοξασμένα φτερά». Μεταξύ των ονομάτων περιλαμβάνονται οι αξιωματικοί, Γ. Γιωργακόπουλος, Λ. Ντρενάς, Μανιάς κ.α. που είχαν καταφύγει στα βουνά στο πλάι των συμμοριτών. Η Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας αποφασίζει να μετακινήσει την 335 Μ.Δ. απ’ το Σέδες στη Λάρισα. Στις 4 Απριλίου του 1947 μετακινείται ένα κλιμάκιο της Μοίρας και μέχρι την επομένη ημέρα προσγειώνονται 10 αεροπλάνα τα οποία αρχίζουν αμέσως επιχειρήσεις, σε συνεργασία με το Β' Σώμα Στρατού και στις 6 Απριλίου προξενούν πανωλεθρία στους κομμουνιστοσυμμορίτες στην περιοχή Λιοντάρι Δομοκού.

Δολοφονίες Αεροπόρων στη Θεσσαλονίκη

Η ηγεσία του αποκαλούμενου Δημοκρατικού Στρατού των συμμοριτών αποφασίζει εκδικητικό χτύπημα εναντίον προσωπικού της Αεροπορίας που μεταφερόταν με λεωφορεία στο αεροδρόμιο Σέδες από ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης όπου διέμεναν. Το πρωί της 30ης Απριλίου 1947 στις 7:10 π.µ. ένα κίτρινο λεωφορείο της αεροπορίας έφθασε στη στάση Μισδραχή επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας, κοντά στη συμβολή της µε τη σημερινή Φλέμινγκ και σταμάτησε για να παραλάβει αξιωματικούς, εκτελώντας το τακτικό του δρομολόγιο. Μόλις αυτοί επιβιβάστηκαν στο όχημα, δυο διαδοχικές εκρήξεις σημειώθηκαν στο λεωφορείο, η πρώτη κάτω από τη θέση του οδηγού και η δεύτερη στην έξοδο, τραυματίζοντας τον οδηγό, δέκα αξιωματικούς και ένα σμηνίτη. Τελικά υπέκυψαν ο οδηγός, τρεις υποσμηναγοί και ο σμηνίτης. Οι εκρήξεις προκλήθηκαν από χειροβομβίδες που πέταξαν άγνωστοι, οι οποίοι διέφυγαν προς την κατεύθυνση της οδού Δελφών χωρίς να αφήσουν ίχνη. Σύμφωνα με δημοσίευμα [8] της εποχής: «...Το λεωφορείον της Αεροπορίας εξεκίνησε την 7ην πρωϊνήν από το ξενοδοχείον «Αστόρια», αφού παρέλαβε τους διαμένοντες εις αυτό Αξιωματικούς της Αεροπορίας. {...} Την 07.10, ακριβώς, το λεωφορείον εστάθμευσεν εις την στάσιν Μισραχή ίνα παραλάβη τον υποσμηναγόν Ν. Γαλιλαίον, όστις διαμένει παρά το Νοσοκομείον «Χίρς». Δεν επέρασαν παρά ολίγα λεπτά, και ενώ οι εν τω λεωφορείω Αξιωματικοί συνεζήτουν αμέριμνοι, εις άγνωστος χαμογελών δια να μην κινήση υποψίας, φαίνεται, έρριψεν εκ των έμπροσθεν και με ορμήν εν δέμα εφημερίδος κατά του οδηγού. Το δέμα περιείχε πέτραν ήτις έθραυσεν τον εμπρόσθιον υαλοπίνακαν. Ευθύς αμέσως έρριψε χειροβομβίδα ήτις εξερράγη παρά τους πόδας του οδηγού σμηνίτου...». Ταυτόχρονα ένας άλλος ρίχνει μια δεύτερη «ενισχυμένη» χειροβομβίδα, από το πίσω μέρος. Αποτέλεσμα 5 νεκροί και 8 τραυματίες. Νεκροί ήταν οι υποσμηναγοί Νικόλαος Δευτεραίος, Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, Νικόλαος Γαλιλαίος, ο σμηνίτης Πελοπίδας Κρητικός και ο οδηγός του λεωφορείου.

Η βομβιστική δολοφονική επίθεση προκάλεσε την κινητοποίηση των διωκτικών αρχών και στον Αστυνόμο Νικόλαο Μουσχουντή ανατέθηκε η ευθύνη ν' ανακαλύψει και να παραδώσει στη Δικαιοσύνη τους δολοφόνους. Οι δράστες δεν είχαν αφήσει ίχνη, είχαν όμως επισημανθεί από τα κορίτσια ενός γειτονικού σχολείου που είδαν τρεις άνδρες µε όπλα στα χέρια να φεύγουν από τον τόπο του εγκλήματος και έδωσαν την περιγραφή τους στην αστυνομία, ενώ υπήρχαν οι καταθέσεις δύο αεροπόρων που επιχείρησαν να τους καταδιώξουν αλλά αναγκάστηκαν να σταματήσουν όντας άοπλοι αλλά και τραυματισμένοι από τα πυρά των συμμοριτών. Οι καταθέσεις των αεροπόρων συμπληρώθηκαν μ' αυτήν ενός περιοίκου, υπολοχαγού της Ε.Σ.Α., ο οποίος είδε ένα ταξί σταματημένο λίγο πιο πέρα από τη στάση Μισδραχή. Σύμφωνα με τον Υπολοχαγό ένα ύποπτο πρόσωπο που παρακολουθούσε την περιοχή, πλησίασε αρκετές φορές το ταξί και τέλος οι τρεις δράστες κατέφθασαν τρέχοντας και επιβιβάστηκαν στο όχημα. Αναγκάστηκαν όμως να φύγουν πεζοί, διότι ο οδηγός ταραγμένος δεν μπόρεσε να βάλει μπροστά. Ο οδηγός, ονόματι Νικόλαος Τομπουλίδης, συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Γενική Ασφάλεια, όπου ισχυρίστηκε ότι απλώς είχε πάει µε έναν πελάτη να παραλάβουν κάποιο γιατρό και τον περίμεναν, όταν τρεις άγνωστοι εισέβαλαν στο αυτοκίνητο µε την απειλή όπλου. Τότε αυτός υποκρίθηκε πως είχε πάθει μηχανική βλάβη και τους ανάγκασε να τραπούν σε φυγή. Ο Μουσχουντής διέταξε να γίνει έρευνα σχετικά µε την ταυτότητα του γιατρού και από την έρευνα προέκυψε πως δεν υπήρχε κανένας γιατρός στην περιοχή, ενώ κάποιος από τους συναδέλφους του Τομπουλίδη, οδηγός ταξί, κατέθεσε πως παρ' ότι το ταξί του Τομπουλίδη ήταν πέμπτο στη σειρά προτεραιότητας ένας πελάτης ήρθε στην πιάτσα και ζήτησε να τον μεταφέρει το συγκεκριμένο όχημα.

Αν και ο οδηγός δεν αποκάλυψε τίποτε ουσιώδες, στους αστυνομικούς κατέθεσε και ο Φίλιππος Καμπουρόπουλος, ιδιοκτήτης του ταξί, κομμουνιστής-πρόεδρος του Σωματείου Ιδιοκτητών Αυτοκινήτων Ταξί και είπε ότι ένα άτομο είχε ζητήσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο από τις 29 Απριλίου, ενώ ταυτόχρονα τον περιέγραψε. Έτσι η αστυνομία εντόπισε και συνέλαβε τον Διογένη Ελευθεριάδη, δηλαδή τον άνθρωπο που είχε επιστρατεύσει τον Τομπουλίδη και το αυτοκίνητό του ως μέσο διαφυγής, ο οποίος στην κατάθεση του στη Γενική Ασφάλεια, όχι µόνο αρνήθηκε κάθε συμμετοχή αλλά και διαμαρτυρήθηκε για τον τρόπο της συλλήψεως του. Λίγες ημέρες αργότερα και υπό την πίσεη της ανακρίσεως ο Ελευθεριάδης αποκάλυψε στους αστυνομικούς ότι με το ψευδώνυμο «Σπύρος» ήταν τομεάρχης του δυτικού τομέα της Θεσσαλονίκης και υπαρχηγός της τρομοκρατικής κομμουνιστικής οργανώσεως Ο.Π.Λ.Α [Ομάδα Προστασίας Λαϊκής Αυτοάμυνας]. Ακόμη τους αποκάλυψε ότι επειδή απέτυχε να εξασφαλίσει μέσο διαφυγής στους δράστες της επιθέσεως κατά των αεροπόρων, του είχε αφαιρεθεί η διοίκηση, ενώ μετά τη σύλληψη του Τομπουλίδη το Μακεδονικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. ετοιμαζόταν να τον φυγαδεύσει στο βουνό αλλά δεν πρόλαβε. Τέλος, ο Ελευθεριάδης κατέθεσε τα ονόματα και τα ψευδώνυμα των στελεχών που γνώριζε καθώς και τα κρησφύγετα αλλά και τις κρύπτες όπλων της οργανώσεως. Στη συνέχεια συνελήφθη ο καθοδηγητής του «Σπύρου», ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, αναφερόμενος συχνά µε το ψευδώνυμο «Τάκης» και στην έρευνα που ακολούθησε βρέθηκαν τα αρχεία της οργανώσεως στο σημείο που υποδείχθηκε από τον Παπαγεωργίου, μεταξύ τους και ο κατάλογος των μελλοντικών στόχων της. Ένα από τα βασικότερα υποψήφια θύματα ήταν και ο ίδιος ο Μουσχουντής, εναντίον του οποίου είχαν σημειωθεί στο παρελθόν και άλλες απόπειρες.

Από τα κορυφαία στελέχη της Ο.Π.Λ.Α. κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη μόνο ο Α' γραμματέας του Μακεδονικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε., γνωστός με το ψευδώνυμο «Αλέκος». Στη διάρκεια της ανακρίσεως ο Μουσχουντής έκανε χρήση ψυχολογικών τεχνικών προκειμένου οι ομολογίες να είναι ακριβείς. Τα στελέχη της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης έδειξαν καρτερικότητα και υπομονή και προσπάθησαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ανακρινομένων κομμουνιστών, τακτική που επιβεβαιώνεται και απ’ τον συγγραφέα Γεώργιο Μόδη που γράφει [9]: «....Και αντίκρυζε τον αρχηγό της φοβερής Ασφάλειας καλόβολο, ευγενικό, φιλικό να του χαμογελά και να του προσφέρη τσιγάρα και καφέδες. Όχι μονάχα δεν τον κακοποίησαν, αλλά και προθυμότατα οι χωροφύλακες τον υπηρετούσαν. Θα νόμιζε κανείς ότι ήσαν παληοί καλοί φίλοι του...».

Από την ανάκριση προέκυψε πως την πρώτη χειροβομβίδα έριξε ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου και τη δεύτερη ο Κοσμάς Εξιζίδης ενώ την καθοδήγηση της Ο.Π.Λ.Α. είχαν ο Παπαγεωργίου και ο Αλβανός Ακίνδυνος, που οργάνωσε και την δολοφονική επιχείρηση. Στις 29 Αυγούστου 1947 παραπέμφθηκαν ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης συνολικά 67 άτομα, ενώ πολλοί εμπλεκόμενοι στην υπόθεση χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας. Ο Παπαγεωργίου εξιστόρησε στην απολογία του όλες τις λεπτομέρειες από την επίθεση κατά του λεωφορείου και κατέληξε με μια δήλωση μετάνοιας: «...Αν σκοτώναμε ιπτάμενους αεροπόρους θα μπορούσα κάπως να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αλλά δεν ήσαν ιπτάμενοι και δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου γιατί οι νεκροί δεν ανασταίνονται με δικαιολογίες. Είμαι υπεύθυνος των εγκλημάτων που έγιναν απ’ τη στιγμή που ανέλαβα την οργάνωση. Είχε και η δικιά μας παράταξη απώλειες. Για όλη την δράση δεν κατακρίνω τον εαυτό μου, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η βία είναι φυσικό να γεννήσει βία.....».

Ο Αλβανός Ακίνδυνος στην απολογία του υποστήριξε πως: «....έπρεπε ο λαός να υπερασπίση τον εαυτόν του με τον μαζικό του όγκο, έπρεπε να αυτοαμυνθή. Εδώ στην Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η Πλατειά, η Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δύο σκοπούς, ένας να διαφωτισθή ο κόσμος πώς να αμυνθή, από την άλλη να πέσουν με τα ξύλα, με τις πέτρες, να χτυπήσουν.(…) μέχρι που δημιουργήθηκαν οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα Στρατοδικεία. Δεν μπορούσε με αυτά τα μέσα ν’ αντιμετωπισθή η κατάσταση γιατί έρχονταν με τα όπλα και δεν μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε. Απ’ εδώ εγώ παίρνω την εντολή να χτυπήσω την αεροπορία, με ότι τρόπο μπορώ, εν λευκώ, να φέρουμε χτύπημα για να ανακουφίσουμε τον πληθυσμό. Εμείς φυσικά τους ιπτάμενους θέλαμε, γιατί αυτοί είναι πού αδιάκριτα χτυπούν (…). Τώρα μέσα υπήρχαν και άλλοι που δεν ήσαν τέτοιοι. Αυτό δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε έγκλημα αλλά σε μία επιχείρηση πρέπει να τραβήξεις μπροστά ανεξάρτητα αν θα έχης ωρισμένα τα οποία δεν τα έχεις προβλέψει. Δεν θεωρώ την πράξη αυτή και όλες τις άλλες εγκληματικές γιατί εκείνοι που πολεμούν δεν κάνουν εγκλήματα, πολεμούν για ένα σκοπό...».

Η δίκη διάρκεσε ως τις 14 Σεπτεμβρίου και οι κυριότεροι εκ των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Απέφυγαν την εκτέλεση οι Φίλιππος Καμπουρόπουλος και Διογένης Ελευθεριάδης, λόγω της συνεργασίας τους µε τις αρχές στην αποκάλυψη της οργανώσεως.

Το τέλος του συμμοριοπολέμου

Τον Ιανουάριο του 1949 ο Κελαϊδής κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των κομμουνιστών αξιωματικών της Αεροπορίας. Συμμετείχε στις τελικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις -το καλοκαίρι του 1949- εναντίον των κομμουνιστοσυμμοριτών στο Γράμμο και το Βίτσι. Πέραν των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που το έμψυχο υλικό τους υποβλήθηκε σε αιματηρές θυσίες, καθαριστική υπήρξε η βοήθεια των Η.Π.Α. στην ολοκληρωτική συντριβή των ξενοκίνητων κομμουνιστοσυμμοριτών και την επικράτηση του Ελληνικού στρατού, με τα διθέσια βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως «Χελντάιβερ» [«Helldiver»], με τα οποία είχε προμηθεύσει η Αμερικανική Αεροπορία την Ελληνική. Ίδιου τύπου αεροσκάφη είχαν αναλάβει δράση το 1945 στις μάχες του Ειρηνικού Ωκεανού και με απονηώσεις από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, βομβάρδισαν με εμπρηστικές ναπάλμ τους οχυρωμένους Ιάπωνες.

Γράφει [10] ο τότε Διοικητής της 335 Μ.Δ. του Σέδες: «...Τα πειράματα, που γίνανε με τις εμπρηστικές δεν ικανοποίησαν κανένα απ’ το Υπουργείο Αεροπορίας και από την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας. Οι σύμμαχοι όμως επιμένουνε να γίνει το πείραμα σε πραγματικό στόχο και από πολλά αεροπλάνα. Την προσβολή αυτή ζητήσανε να την παρακολουθήσουν με δικό τους Ντακότα και οι Αμερικάνοι. {...} Μια ευέλικτη αλυσίδα από δώδεκα Σπιτφάϊρς, παίρνει κατεύθυνση για το στόχο. Ένας ένας βουτάμε και αφίνουμε τις εμπρηστικές παίρνοντας ένα μεγάλο ανοιχτό κύκλο για να παρακολουθήσουμε το αποτέλεσμα. Το θέαμα είναι ικανοποιητικό, μα (…) βγήκε το συμπέρασμα ότι αμέσως με την άφεση των εμπρηστικών χρειάζεται και πολυβολισμός. {...} Ο Αμερικανός Υποπτέραρχος άκουγε με απόλυτο ικανοποίηση κάθε τι σχετικό με τη Ναπάλμ, ενώ όλοι οι δικοί μας, άλλοι δαγκώνανε τα χείλη τους, και οι λιγότερο εχθροί της ιδέας δεχτήκανε την υπεράσπιση της Ναπάλμ με χαμόγελο. {...} Ύστερα απ’ την τόση επιμονή για τη χρησιμοποίηση των Ναπάλμ, και τις τόσες διαβεβαιώσεις για την επιτυχία τους, η ΑΔΑ βγάζει οδηγίες για τη χρησιμοποίησή τους στον αγώνα. {...} Γρήγορα όλοι οι χειριστές ενθουσιάστηκαν απ’ τη χρησιμοποίησή τους, και επίμονα ζητάνε για κάθε ψύλλου πήδημα να ρίξουνε Ναπάλμ, γιατί εκτός απ’ τα καλά της αποτελέσματα, ικανοποιεί απόλυτα και το μάτι, σαν τρομερό θέαμα άγριας μεγαλοπρέπειας...».

Στις 24 Αυγούστου του 1949, οι κάτοικοι της Μακεδονίας αντίκρισαν τα πρώτα 18 «Helldiver» της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας να κατευθύνονται προς βορρά, μετά από απόφαση του εθνικιστή τότε αρχηγού Α.Δ.Α. Κελαϊδή. Γράφει [11] ο πατριώτης δημοσιογράφος Θεόδωρος Χατζηγώγος: «....Οι άνδρες της 1ης Μεραρχίας Πεζικού που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή εκείνη την ημέρα, σταμάτησαν ό,τι έκαναν και κοίταξαν με δέος ψηλά. Απέναντί τους είχαν το ύψωμα «Τσάρνο», στον Γράμμο. Αυτός ήταν ο αντικειμενικός σκοπός των 18 «Helldiver» εκείνη την ημέρα. Το ύψωμα «Τσάρνο» αποτελούσε το κλειδί της όλης αμυντικής τοποθεσίας του Δ.Σ.Ε. με πολυβολεία, πυροβόλα, όλμους, νάρκες, παγιδεύσεις στις προσβάσεις, ορύγματα και συρματοπλέγματα. Οι κομμουνιστοσυμμορίτες είχαν εξοπλίσει τα πολυβολεία τους με τέσσερις σειρές δένδρων. Όλοι οι ιστορικοί του Συμμοριτοπολέμου συμφωνούν πως ήταν πολύ γερά οχυρά. Στον Γράμμο μόνο οι βόμβες των «Helldiver» μπορούσαν να τα ξηλώσουν, {....} Σημειωτέον ότι ο Εθνικός Στρατός είχε κάνει τρεις απόπειρες να καταλάβει το «Τσάρνο» αλλά είχε «σπάσει τα μούτρα του», με δεκάδες θυσίες νεαρών στρατευμένων Ελληνόπουλων. Στην τελική επιχείρηση, εκτός από τα 18 «Helldiver» συμμετείχαν 26 «Σπίτφαϊαρ», δύο «Ντακότα» ως βομβαρδιστικά συν το πυροβολικό. Το ύψωμα καταλήφθηκε από το ηρωικό Ελληνικό Πεζικό στις 25 Αυγούστου. Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου του 1949, η δράση των «Χελς», όπως αποκαλούσαν τα αμερικανικά «Helldiver» οι χειριστές τους, ήταν ασταμάτητη. Για το συμφέρον της Πατρίδος, όλες οι οχυρές τοποθεσίες των κομμουνιστοσυμμοριτών χτυπήθηκαν ανελέητα, χωρίς καμμία «χριστιανική» τύψη: Τσαγκός, Καραούλι, Παπούλι, Φλάμπουρο, Ψωριάρικο, Πόρτα Οσμάν, Βετέρνικο, ύψωμα 1825, και Κιάφα!... Σημειωτέον ότι οι τελευταίες βόμβες του Συμμοριτοπολέμου που κατατρομοκράτησαν τους κατσαπλιάδες του Ζαχαριάδη έπεσαν στις 29 Αυγούστου του 1949 στο Κάμενικ, μέσα στην Βόρειο Ήπειρο. Ήταν κι αυτό εντολή των Αμερικανών συμβούλων, διότι οι «πονόψυχοι» Έλληνες επιτελείς δεν ήθελαν να ... μακελέψουν τα αδέλφια τους που είχαν παρασυρθεί από την κομμουνιστική προπαγάνδα!.. {...}..».

Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Αυγούστου έπεσε το ύψωμα Κάμενικ. Η μάχη του Γράμμου είχε τελειώσει και μαζί της είχε τερματιστεί και η τρίχρονη απέλπιδα προσπάθεια του αποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» για την καθυπόταξη της χώρας, τον ακρωτηριασμό της και την παράδοση της ως ομήρου στις διαθέσεις των Σλάβων γειτόνων της. Σε λεπτομερή έκθεση του την οποία υπέβαλλε [12] [13] στις 10 Σεπτεμβρίου του 1949 ο Κελαϊδής αναφέρει ότι μεταξύ 15 Ιουλίου και 27 Αυγούστου 1949 ρίχτηκαν συνολικά 341 εμπρηστικές βόμβες. Παραθέτει επίσης την εκτίμηση του Β' Σώματος Στρατού ότι «....αι εμπρηστικαί βόμβαι κατετρόμαξαν τους συμμορίτας και υπεχρέωσαν τούτους να εγκαταλείψουν τα πολυβολεία τους» [14] και εκτιμά ότι η ρίψη τους «...εις μεγάλην πυκνότητα κατά την τελευταίαν φάσιν της εφόδου» [15] [16] συνέβαλε στην συντομότερη λήξη της κομμουνιστικής ανταρσίας.

Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας

Στις 21 Απριλίου του 1950 ο Κελαϊδής τοποθετήθηκε Αρχηγός [17] Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας [Γ.Ε.Α.] της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Κελαϊδής επιθεώρησε και κατευόδωσε το 13ο Σμήνος της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας που με Διοικητή τον Επισμαναγό Ανδρέα Γκορέγκο και αρχηγός της απ[οστολής τον επίσης Επισμηναγό Ιωάννη Χατζάκη, αναχώρησε για την Νότιο Κορέα. Το Σμήνος πλαισιώθηκε από έμπειρους ιπτάμενους, τεχνικούς και κατάλληλο προσωπικό εδάφους και εφοδιάστηκε με όλα τα απαραίτητα υλικά για την αποστολή του. Παρόντες στην επιθεώρηση ήταν ο τότε Υπουργός Αεροπορίας Αναστάσιος Βγενόπουλος και αντιπροσωπείες Ελλήνων, Αμερικανών και Άγγλων αξιωματικών. Το 1951 ο Κελαϊδής, που υπήρξε στέλεχος του Ι.Δ.Ε.Α., Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, προήχθη στο βαθμό του Αντιπτεράρχου κι έγινε ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, εν ενεργεία, που κατέλαβε το βαθμό αυτό στην Πολεμική Αεροπορία.

Τον Μάρτιο του 1951 όταν εκδηλώθηκε το Κίνημα των Αξιωματικών που ζητούσαν την παραμονή του Αλέξανδρου Παπάγου στο στράτευμα κατατέθηκε η σκέψη να ζητήσουν από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, πρώην Μητροπολίτη Ιωαννίνων, Σπυρίδωνα να μεταπείσει τον Παπάγο ή και να αναλάβει ο ίδιος πρωθυπουργός. Όπως κατέθεσε στον ανακριτή ο Ταξίαρχος Χρηστέας: «..Εις μίαν στιγμήν ο υποπτέραρχος Κελαιδής Εμμ., ευρισκόμενος εις το γραφείον του κ. Κιτριλάκη, εξήλθε δια να κατέβη κάτω και τότε ο ταξίαρχος Ταβουλάρης τον ηρώτησε εάν μπορεί να φέρη τον Δεσπότην από τα Ιωάννινα «Ντακότα», δια να επέμβη ίνα μεταπείση τον Στρατάρχην». Το πόρισμα του ταγματάρχη της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ζωζωνάκη επιβεβαιώνει ότι έγινε βολιδοσκόπηση του Μητροπολίτη και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα: «...Οι περί τον ΙΔΕΑ κινούμενοι απέβλεπον πάντοτε εις τον Αρχιεπίσκοπον, δι’ ο και ο μέν αντισυνταγματάρχης Καραμπότσος ωμίλει εις τα Ιωάννινα περί δυναμικωτέρας κυβερνήσεως υπό τον Αρχιεπίσκοπον, τα ίδια δε επανελάμβανε και εις την Θεσσαλονίκην [...] ο δε ταξίαρχος Χρηστέας και ένας άλλος ταξίαρχος επεσκέφθη τον Μακαριώτατον και του επρότεινε να αναλάβη την προεδρίαν της κυβερνήσεως, την οποίαν ούτοι θα εξησφάλιζον δια στρατιωτικού πραξικοπήματος».

Στις 13 Σεπτεμβρίου εκείνου του χρόνου ένα εκπαιδευτικό αεροπλάνο της Σχολής Ικάρων πραγματοποίησε «σκληρή» προσγείωση κατά την επιστροφή του από εκπαιδευτική πτήση και την τελευταία στιγμή απέφυγε την συντριβή, ενώ λίγες ημέρες αργότερα σε αίθουσα της Σχολής Ικάρων βρέθηκε γραμμένο σύνθημα με το αρκτικόλεξο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Τα γεγονότα συσχετίστηκαν και στις 30 Δεκεμβρίου ο Κελαϊδής διατάσσει ένορκο προανάκριση για «ενδείξεις δολιοφθοράς σε πολεμικό αεροσκάφος της Σχολής Αεροπορίας». Η ανάκριση που ακολούθησε, διεξήχθη από τον Επισμηναγό Μητσάκο με τη συμβολή του Σμηναγού Αντωνίου Σκαρμαλιωράκη, Διευθυντού στο 2ο Επιτελικό Γραφείο του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας.

Δίκη των Αεροπόρων

Στις αρχές του 1952 οι ανακρίσεις κατέδειξαν τους πρώτους ενόχους και στα κρατητήρια του Αερονομείου στο Παλαιό Φάληρο προφυλακίστηκαν οι πρώτοι κατηγορούμενοι, οκτώ αξιωματικοί -ο αντισμήναρχος ε.α. Θεοφάνης Μεταξάς, οι σμηναγοί Ηλίας Παναγουλάκης και Ελευθέριος Ζαφειρόπουλος, οι υποσμηναγοί Γεώργιος Θεοδωρίδης και Γεώργιος Μαδεμλής, ο επισμηναγός Νικόλαος Δόντζογλου και ο ανθυποσμηναγός Παναγιώτης Λεμπέσης, εφτά υπαξιωματικοί και πέντε ιδιώτες. Όλοι οι κατηγορούμενοι ομολόγησαν την ενοχή τους στη δολιοφθορά του αεροπλάνου ενώ ένας εκ των κατηγορουμένων, ο καθηγητής μαθηματικών Χρήστος Δαδαλής, πέθανε στη διάρκεια της διεξαγωγής των προδικαστικών διαδικασιών. Στις 7 Απριλίου 1952 καταγράφηκε η διαφυγή του Δόκιμου Χειριστού 1ης Τάξεως του ΕΚΕΧ Νικόλαου Ακριβογιάννη στην Αλβανία με εκπαιδευτικό μονοθέσιο μονοκινητήριο πολεμικό αεροπλάνο τύπου «Χάρβαρντ». Προσγείωσε το μονοκινητήριο του σε ένα χωράφι στην περιοχή των Αγίων Σαράντα και παραδόθηκε στις αρχές. Οι Αλβανοί τον έκλεισαν σε στρατόπεδο πολιτικών προσφύγων στη Λούσνα όπου τον ανέκριναν καθημερινά.

Στις 10 Ιουλίου 1952 με παραπεμπτικό βούλευμα παραπέμφθηκαν κατηγορούμενοι στο εδώλιο του Αεροδικείου 19 άτομα με την κατηγορία ότι είχαν δημιουργήσει παράνομη οργάνωση από το 1950 η οποία εκτελούσε εντολές της ηγεσίας του εκτός νόμου ΚΚΕ. Σε όλη την περίοδο που διεξάγονταν οι ανακρίσεις καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός Εθνικής Αμύνης δεν ήταν δεξιός πολιτικός, αλλά ο κεντρώος Γεώργιος Μαύρος ο οποίος, σύμφωνα με την μαρτυρία [18] του Ταξιάρχου (Ι) Νικολάου Παγώνη, τότε εκπαιδευτού της Σχολής, παρενέβη σκανδαλωδώς υπέρ των κατηγορουμένων, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας. Ο Γεώργιος Μαύρος διέταξε την διακοπή της Ενόρκου Προανακρίσεως και υποβολή της δικογραφίας δίχως την έκδοση πορίσματος, προκειμένου ν' αναθέσει την διενέργεια Τακτικής Ανακρίσεως σε άλλον δικαστή, πρόσωπο της απολύτους εμπιστοσύνης του ενώ με δική του παρέμβαση μεταφέρθηκαν οι στρατιωτικοί κρατούμενοι στις πολιτικές φυλακές Αβέρωφ, που σύμφωνα με τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης αποτελούσαν «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο». Με εντολή του Μαύρου συστάθηκε επιτροπή από Πανεπιστημιακούς καθηγητές ιατρούς, οι οποίοι εξέτασαν με ενδελεχή τρόπο τις καταγγελίες περί βασανισμών των κατηγορουμένων. Το πόρισμα των Πανεπιστημιακών ήταν αρνητικό καθώς δεν επιβεβαιώθηκε καμία καταγγελία των κατηγορουμένων, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα για τους καταγγελόμενους αξιωματικούς δήθεν βασανιστές.

Η «Δίκη των Αεροπόρων» άρχισε στις 22 Αυγούστου 1952 και στη διάρκεια της οι δικαστές πείστηκαν για την ενοχή και επέβαλαν την ποινή του θανάτου στον σμηναγό Παναγουλάκη και τον υποσμηναγό Θεοδωρίδη. Σε τέσσερις κατηγορουμένους επιβλήθηκε ποινή ισοβίων, σε δύο εικοσαετής κάθειρξη, σε δύο δεκαετής κάθειρξη, ενώ οι υπόλοιποι κηρύχθηκαν αθώοι. Το Μάρτιο του 1953 το Ανώτατο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, ύστερα από μερικές συνεδριάσεις ανέβαλε τη δίκη «λόγω σημαντικών αιτίων και για κρείσσονες αποδείξεις». Στις 30 Σεπτεμβρίου άρχισε η δίκη και ολοκληρώθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1953, με δέκα κατηγορουμένους. Οι δικαστές δέχθηκαν την ύπαρξη συνωμοσίας όμως τελικά επέβαλαν ελαφρύτερες ποινές στους κατηγορουμένους καθώς δύο καταδικάστηκαν σε ισόβια, έξι σε ποινές πρόσκαιρης καθείρξεως και δύο αθωώθηκαν. Ο Ακριβογιάννης, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αποδράσεως στην Ελλάδα, καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στην Αλβανία, στις 15 Απριλίου 1953, σχεδόν, ένα χρόνο μετά την διαφυγή του στην Αλβανία, με την κατηγορία ότι ήταν πράκτορας. Τον Νοέμβριο του 1955, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή -ο οποίος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο Παπάγο- χορήγησε αμνηστία στους καταδικασθέντες.

Εποχή των αεριωθουμένων

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1951 η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία αφήνοντας στο παρελθόν τα ελικοφόρα και παλαιού τύπου αεροπλάνα πέρασε στην εποχή των αεριωθουμένων. Γράφει σχετικά ο τότε Αντιπτέραρχος Εμμ. Κελαϊδής:
«...Τον Απρίλιον 1950 επελέγην και ωρίσθην Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας. Από εκτίμησιν γενομένην τότε εξήχθησαν τα κάτωθι:
α) Ότι τα ελικοφόρα μαχητικά αεροπλάνα της ΕΒΑ ήσαν πλέον άχρηστον υλικόν.
β) Ότι τα πληρώματα των αεροπλάνων είχον καταπονηθή και κατά σημαντικόν ποσοστόν δεν ήσαν κατάλληλα δια πτήσεις και ιδία επί αεριω­θουμένων αεροσκαφών,
γ) Ότι τα εν τη χώρα μας αεροδρόμια ήσαν επί­σης ακατάλληλα δια νέους τύπους αεροπλάνων,
δ) Ότι σύστημα ελέγχου και προειδοποιήσεως δεν υπήρχεν εις την Ελλάδα. Και τέλος,
ε) Ότι με την υφισταμένην οργάνωσιν της ΕΒΑ δεν ήτο δυνατόν να εξυπηρετηθούν σύγχρονοι επιχειρησιακοί ανάγκαι.
Ήτοι εξήχθη το συμπέρασμα, ότι σύγχρονος Αεροπορία δεν υπήρχε και ότι έπρεπε να εξυπη­ρετηθούν σύγχροναι επιχειρησιακαί ανάγκαι..»
.

Στις 8 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου ο Κελαϊδής μετέβη στην Αεροπορική Βάση Ελευσίνος και πέταξε με αεροσκάφος JET, ένα από τα πρώτα εκπαιδευτικά Τ-33Α που είχαν παραληφθεί τον προηγούμενο μήνα. Ως Αρχηγός πέτυχε να αντικαταστήσει τα ελικοφόρα με σύγχρονα αεριωθούμενα αεροσκάφη, ενώ περάτωσε τη μετεκπαίδευση του προσωπικού στις σύγχρονες απαιτήσεις της αεροπορικής τεχνικής. Σύμφωνα με τον Κελαιδή το 1950 η ετήσια «παραγωγή» χειριστών ήταν 30 άτομα, ενώ το 1954 αυτή είχε φτάσει τους 120 χειριστές. Επί των ημερών του καταγράφηκε και το πρώτο θανατηφόρο δυστύχημα, το οποίο συνέβη στις 11 Σεπτεμβρίου του 1952, έξι μόλις μήνες μετά την παραλαβή των αεροσκαφών τύπου Thunderjet. Ο Κελαϊδής υπήρξε αυτός που οδήγησε την Ελληνική Αεροπορία στη σημερινή εποχή και επί της θητείας του η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία κατόρθωσε να συναγωνιστεί με επιτυχία και να διακριθεί μεταξύ των αεροπορικών δυνάμεων των χωρών του NATO, στο οποίο εισήλθε η Ελλάδα το 1952.

Την άνοιξη του 1954 δημιουργήθηκε το πρώτο ακροβατικό σμήνος Αεριωθουμένων, το γνωστό «ΑΚΡΟ-ΤΗΜ», υλοποίηση σκέψεως του Κελαϊδή, της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, με αρχηγό τον επισμηναγό τότε Ιωάννη Στυλιανάκη. Τον Μαϊο του 1954 έγινε η πρώτη επίσημη επίδειξη απότ ο ακροβατικό σμήνος στο αεροδρόμιο της Λάρισας, ενώπιον του τότε Υπουργού Εθνικής Άμυνας Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του Αρχηγού Γ.Ε.Α. Κελαϊδη. Στη διάρκεια της ηγεσίας του Κελαϊδή η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία ανασυγκροτήθηκε, εκσυγχρονίστηκε και προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ο ίδιος παρά την ηλικία των πενήντα ετών, εκπαιδεύθηκε και πετούσε αεριωθούμενα αεροσκάφη, παραδειγματίζοντας τους νεότερους καθώς υποστήριζε ότι «...στον αέρα μετράει η δύναμη της ψυχής και όχι η αδυναμία του σώματος...». Ο Κελαϊδής παρέμεινε στη θέση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας έως τις 12 Ιανουαρίου του 1955, όταν αποστρατεύτηκε αυτεπαγγέλτως λόγω ορίου ηλικίας και με τη συμπλήρωση οκταετούς υπηρεσίας στους ανώτατους βαθμούς [19]. Μετά την αποστρατεία του δόθηκε ο τίτλος του Επιτίμου Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας.

Πολιτικά αξιώματα

Ο Κελαϊδής διατέλεσε

Μετά την αποστρατεία του ο Κελαϊδής τοποθετήθηκε, από το 1958 έως το 1964, στη θέση του Γενικού διευθυντή του Ο.Λ.Π. [Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς]. Συνετέλεσε αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό του Οργανισμού και κατά τη διάρκεια της εξαετίας εκείνης δεν εισέπραττε μισθό από τον Οργανισμό, διότι όπως έλεγε: «..η πατρίδα μου δίδει σύνταξη αξιωματικού».

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Κελαϊδής τιμήθηκε με τα ακόλουθα μετάλλια και παράσημα:

  • Αριστείο Ανδρείας,
  • Χρυσό Σταυρό του Βασιλέως Γεωργίου Α',
  • Μεγαλοσταυρό του Φοίνικος,
  • Ανώτατο Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος,
  • Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος,
  • Σταυρό Ιπταμένου,
  • Σταυρό Αεροπορίας,
  • Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων,
  • Μετάλλιο Στρατιωτικής Γ' Αξίας,
  • Μετάλλιο Στρατιωτικής Α' Αξίας,
  • Αγγλικό Παράσημο Ανδρείας,
  • Ανώτατο Αμερικανικό Παράσημο,
  • Ανώτατο Γιουγκοσλαβικό Παράσημο,
  • Ανώτατο Ιταλικό Παράσημο,
  • Διασυλλογικό Μετάλλιο Νίκης,
  • Μετάλλιο της Λεγεώνας της Αξίας Τάξεως Διοικητικού,
  • Μετάλλιο του Τάγματος Αφανών Ηρώων.

Συγγραφικό έργο

Ο Κελαϊδής έγραψε και δημοσίευσε τα έργα [22]:

  • «Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν-Η Συμμετοχή της εις τους Εθνικούς Αγώνας 1924-1954», Αθήνα, 1972, σελίδες 284.

Στο έργο του ο Κελαϊδής αναφέρει ότι «....Εις την Αεροπορίαν τελικώς είχεν επικρατήσει το πνεύμα της Μ. Ανατολής «περί δημοκρατικοποιήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων» ...{...}... εις το Επιτελείον, υπηρέτουν μερικοί αξιωματικοί, οι οποίοι, την εποχήν εκείνην, επαρουσιάζοντο συμπαθούντες το Ε.Α.Μ. ...{...}... η Αεροπορία παρέλειψε να ενεργήση ριζικήν εκκαθάρισιν και ν’απαλλάξη τας Μονάδας από τα υπολλείμματα στοιχείων διαπνεομένων υπό αναρχικών ή αριστερών τάσεων...». Στα «Δεκεμβριανά» η Αεροπορία εξέδωσε διαταγή για ουδετερότητα και ζήτησε αυτή η διαταγή να κοινοποιηθεί στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Ο Κελαϊδής ααναφερόμενος στα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 αναφέρει: «...Δεν υπήρχε δυστυχώς Εθνική πνοή, ούτε σαφής κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι διοικούντες τότε να αποφασίσουν, άνευ προηγουμένης Κυβερνητικής εγκρίσεως, να κρατηθή η Αεροπορία ουδέτερα έναντι των στασιαστών...» [23].

  • «Η αναδιοργάνωσις της Αεροπορίας κατά τον Συμμοριτοπόλεμον. Η αλήθεια δια τας δολιοφθοράς και τας διεξαχθείσας δίκας», Αθήνα, 1984, σελίδες 157.

Μνήμη Εμμανουήλ Κελαϊδή

Ο Κελαϊδής, Αρχηγός και σχεδόν δημιουργός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, υπήρξε άνθρωπος με κύρος, έντονη προσωπικότητα, συνεχή δράση, υπηρεσιακή ευσυνειδησία και παράλληλα σημαντική προσφορά στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Ο επίγειος βίος του αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα πατριωτισμού, ήθους, εργατικότητας, συνέπειας, τιμιότητας, αλτρουισμού και ανιδιοτέλειας. Η Ελλάδα, η Κρήτη αλλά και η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, αλλά κι αυτή η γενέτειρά του οφείλουν πολλά στον Κελαϊδή που υπήρξε παράδειγμα με το λιτό τρόπο ζωής, που ακολούθησε πιστά. Σύμφωνα με των Κελαϊδή το 1950 η ετήσια έξοδος χειριστών από την Σχολή Ικάρων ήταν 30 άτομα όμως το 1954 αυτή είχε ανέλθει στους 120 χειριστές κι ενώ το 1950 οι χειριστές πετούσαν 1.000 εκπαιδευτικές ώρες το μήνα αυτές το 1954 ανήλθαν στις 4.300 με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποκτήσει σύγχρονη Αεροπορία. Το 1961 με προσωπικά του έξοδα ανέλαβε και έφερε εις πέρας την προσθήκη δύο αιθουσών στο σημερινό Γενικό Λύκειο Βάμου, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα της Μέσης Εκπαιδεύσεως, προκειμένου να στεγαστούν μαθητές του Λυκείου. Προτομή του τοποθετήθηκε στο ηρώο της 115ης Πτέρυγας Μάχης στα Χανιά, όπου την Πέμπτη, 4 Ιουνίου 2009, έγιναν τα αποκαλυπτήρια της. Ο λαογράφος Κανάκης Γερωνυμάκης έγραψε βιβλίο προς τιμήν του με τίτλο:

  • «Ο Πτέραρχος Κελαϊδής, Αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας» και την έκδοση επιμελήθηκε ο αεροπόρος Εμμανουήλ Ν. Κελαϊδής.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Γνωριμία με τα Άπτερα πρώην Μεγάλα Χωράφια]
  2. [Εφημερίδα «Τα Νέα», 27 Ιανουαρίου 1989, σελίδα 54η.]
  3. [Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Αντισμήναρχος Χρήστος Μοσχοβίνος και μέλη της -πέραν του Εμμανουήλ Κελαϊδή- ήταν οι: Χαράλαμπος Ποταμιάνος, Σπύρος Γεωργίου, Γεώργιος Τζανετάκης, όλοι Επισμηναγοί, και ο Σμηναγός Πάτροκλος Γιάγκου.]
  4. [Εμμανουήλ Κελαϊδή, «Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν-Η Συμμετοχή της εις τους Εθνικούς Αγώνας 1924-1954», Αθήναι 1972, σελίδα 51η.]
  5. [Εμμανουήλ Κελαϊδή, «Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν-Η Συμμετοχή της εις τους Εθνικούς Αγώνας 1924-1954», Αθήνα, 1972, σελ. 133η.]
  6. [Εμμανουήλ Κελαϊδή, «Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν-Η Συμμετοχή της εις τους Εθνικούς Αγώνας 1924-1954», Αθήνα, 1972, σελ. 133η.]
  7. [Εφημερίδα «Εθνικός Αγών», φύλλο 12ης Ιανουαρίου 1947.]
  8. [Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», φύλλο 30ης Απριλίου 1947.]
  9. [Γεώργιος Μόδης, «Τέσσαρες δίκες στη Θεσσαλονίκη», Αθήνα, σελίδα 8η.]
  10. [Ηλίας Καρταλαμάκης, «Εφόρμησις Αετών», Αθήναι 1951, σελίδες 142η-147η.]
  11. [Θεόδωρος Χατζηγώγος, «Κοινός νους», Εφημερίδα «Στόχος», Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020, φύλλο 982ο, σελίδα 6η.]
  12. [«Αρχεία», Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, τόμος 15ος, σελίδες 122-71.]
  13. [Έκθεση Δράσεως Πολεμικής Αεροπορίας κατά τις Επιχειρήσεις ΠΥΡΣΟΣ, ΑΔΑ/10 Εμμανουήλ Κελαϊδής, Σεπτέμβριος 1949.]
  14. [«Αρχεία», Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, τόμος 15ος, σελίδα 150η.]
  15. [«Αρχεία», Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, τόμος 15ος, σελίδα 167η.]
  16. [Εμμανουήλ Κελαϊδής, «Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν-Η Συμμετοχή της εις τους Εθνικούς Αγώνας 1924-1954», Αθήνα, 1972.]
  17. [Διατελέσαντες Αρχηγοί ΓΕΑ]
  18. [Η υπόθεση των αεροπόρων Νικόλαος Παγώνης, εφημερίδα «Εμπρός», 20 Ιουνίου 2017.]
  19. [Υπεγράφει το Διάταγμα αυτεπαγγέλτου αποστρατείας του Αρχηγού ΓΕΑ κ. Κελαϊδή. Εφημερίδα «Ελευθερία», 1η Ιανουαρίου 1955, σελίδα 1η.]
  20. [Κυβέρνησις ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
  21. [Κυβέρνησις ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
  22. [Βιβλία-Εγκυκλοπαίδειες]
  23. [Εμμανουήλ Κελαϊδής, «Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν», Αθήναι 1972, σελίδα 133η.]