Εμμανουήλ Ροΐδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, Έλληνας παραδοσιοκράτης, λόγιος και συγγραφέας με ευρύ πνεύμα αλλά και συντηρητικές ιδέες, που αποκαλούνταν «Βασιλέας του Αττικού Άλατος», γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου και πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1904, από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στην οδό Νικοδήμου στην Αθήνα, ενώ ζούσε ακόμη η υπερήλικη μητέρα του.

Εμμανουήλ Ροΐδης

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Ροΐδης και μητέρα του η Κορνηλία Ροδοκανάκη, απόγονοι εύπορων οικογενειών με καταγωγή από τη Χίο, ενώ είχε έναν αδελφό, το Νικόλαο. Η οικογένειά του έζησε έως το 1841 στη Σύρο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου ο πατέρας του ανέλαβε διευθυντής εμπορικού οίκου και αργότερα διορίστηκε γενικός επίτιμος πρόξενος της Ελλάδος στη Γένοβα. Λόγω της αστάθειας στην πολιτική κατάσταση της Ιταλίας, επέστρεψε το 1849 στη Σύρο και παρακολούθησε μαθήματα ως εσώκλειστος, στο ελληνοαμερικανικό λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Σπούδασε την ελληνική και αγγλική γλώσσα και φιλολογία, ενώ γνωρίστηκε με τον Δημήτριο Βικέλα, μαζί με τον οποίο εξέδιδε και χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό με τίτλο «Η Μέλισσα».

Το 1855 ολοκλήρωσε τη φοίτησή του και ταξίδεψε στο Βερολίνο, όπου για ένα χρόνο, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Ήταν βαρήκοος από την παιδική του ηλικία, και προσπάθησε να το αντιμετωπίσει στο διάστημα της παραμονής του στη Γερμανία, όμως οι προσπάθειες των γιατρών δεν είχαν αποτέλεσμα και έκτοτε το πρόβλημά του επιδεινωνόταν συνεχώς, ώσπου το 1890, έχασε πλήρως την ακοή του. Ταξίδεψε στη Βράιλα της Ρουμανίας, κοντά στον θείο του Δημήτρη Ροδοκανάκη, για να μάθει την τέχνη του εμπορίου, και παράλληλα ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου, όμως η κλίση και το ενδιαφέρον του τον έστρεψαν στα γράμματα. Το 1859 επέστρεψε στην Αθήνα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και στόχος του στα πρώτα του κείμενα στην εφημερίδα «Αυγή», αποτέλεσαν οι βουλευτές, περιέγραφε το βουλευτή Πρασανάκη που εκλέγονταν στη Σύρο, «...όστις ήνοιγε στόµα µεγαλείτερον του φούρνου του Στρατή (του µεγαλειτέρου κλιβάνου της Σύρας) χωρίς να κατορθώνη ποτέ ν' αρθρώση λέξιν». Το 1861 ακολούθησε τους γονείς του και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου πέθανε ο πατέρας του και έζησε ως το 1865, όταν εγκαταστάθηκε, οριστικά πλέον, στην Αθήνα, εγκαταλείποντας κάθε εμπορική δραστηριότητα. Εργάστηκε στις γαλλόφωνες εφημερίδες «La Grece», στην οποία το 1870 έγινε διευθυντής και «L’ Indépendance Hellénique», «Times» και «Journal de Debats» και συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών «Παρνασσός» και «Εστία».

Το 1877 δημοσίευσε κριτικό άρθρο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο αποτέλεσε την αιτία της διαμάχης του, που κράτησε χρόνια, με τον πολιτικό και λογοτέχνη Άγγελο Βλάχο. Το 1880 με τη βοήθεια του Χαρίλαου Τρικούπη, διορίστηκε έφορος της Ελληνικής Βιβλιοθήκης, θέση που διατήρησε έως το 1903, από την οποία όμως απολύονταν και προσλαμβάνονταν ανάλογα με τα εκλογικά αποτελέσματα, γεγονός που τον οδήγησε συχνά σε αδυναμία να συντηρήσει τον εαυτό του και την ηλικιωμένη μητέρα του. Τη δεκαετία 1880-1890 συνέτασσε πολιτικές επιθεωρήσεις στην εφημερίδα «Ώρα», που εξέφραζε τις απόψεις του Χαρίλαου Τρικούπη, ενώ από το 1878 είχε αρχίσει να δημοσιεύσει το λιβελογράφημα «Γενηθήτω φως», με το οποίο στρέφονταν κατά του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη άφησε σημαντικό έργο, και την εμπλούτισε με 100.000 νέους τίτλους και 1500 μεσαιωνικά χειρόγραφα. Η οικονομική καταστροφή το 1884, οδήγησε στην αυτοκτονία τον αδελφό του, ενώ και ο ίδιος τραυματίστηκε το 1885 με κάταγμα στο σαγόνι, όταν παρασύρθηκε από άμαξα, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να μιλήσει για μήνες.

Λαυρεωτικά

Στην περίοδο του οικονομικού σκανδάλου των «Λαυρεωτικών», αγόρασε μετοχές των Μεταλλείων Λαυρίου και έχασε τα τρία πέμπτα της περιουσίας του και έκτοτε αναγκάστηκε να ζει λιτά. Στις 2 Φεβρουαρίου 1875, σε άρθρο του που έφερε τον τίτλο «Σκνίπα», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ασμοδαίος», σχολίαζε σχετικά με τον Ανδρέα Συγγρό και το σκάνδαλο των «Λαυρεωτικών»:

«…Οι απόγονοί μας, όμως, θα μνημονεύουν για πάντα την κάθοδο των ομογενών ... επέδραμε στην Αττική, από τα παράλια του θρακικού Βοσπόρου, μία φυλή ανθρώπων, που .... καθοδηγούνταν από ένα στρατηλάτη που επέβαινε σε ίππο, είχε πλατιά ρουθούνια, μακριά δόντια, οφθαλμούς που εξείχαν, φορούσε δε κεντητά πουκάμισα και αφαιρούσε τον άρτο από το στόμα των φτωχών. (...) χαρακτηρίστηκαν απλά ως ψωμάρπαγες, ενώ απεναντίας ήταν σαρκοβόροι και μάλιστα ανθρωποφάγοι, τρεφόμενοι από κρέας αυτοχθόνων, που τους συλλάμβαναν με ειδική παγίδα, δικής τους εφευρέσεως, την οποία αποκαλούσαν ΜΕΤΟΧΗ! .... τα τάλαντα αυτών συνίστανται από ίσες περίπου δόσεις φιλοπονίας, τσιγγουνιάς, οξύνοιας και τύχης. Υποβάλλοντας μάλιστα και μία λίρα σε χημική ανάλυση βρέθηκε ότι απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία: 
Δάκρυ ορφανού 0,02
Στεναγμοί χήρας 0,01
Πείνα συνταξιούχου 0,01
Εύνοια Τούρκου 0,03
Νωθρότητα εισαγγελέως 0,03
Ελαστικότητα νόμων 0,05
Ευπιστία μετόχου 0,85!
Γενικό σύνολο: λίρα 1 (μία)
…εξετάζοντας τις δοσοληψίες που αφορούσαν τον ευγενέστατο στρατηλάτη Συγγρό, βρίσκουμε ότι δώρισε ένα πτωχοκομείο, άρπαξε δε μόνο από μας τουλάχιστον δεκαέξι εκατομμύρια (τη διαφορά του τιμήματος των μετοχών του Λαυρίου), με τα οποία μπορούσαν να χτιστούν 143 πτωχοκομεία, που θα περιελάμβαναν 14.500 φτωχούς».

«Ασμοδαίος»

Λογότυπο {Ασμοδαίος}

Τον Ιανουάριο του 1875 και μέχρι το 1885, με μικρή διακοπή τον Ιούλιο του 1876, κυκλοφόρησε με συνεργάτη του τον σκιτσογράφο Θέμο Άννινο, το σατιρικό και πολιτικό περιοδικό «Ασμοδαίος» [1], το οποίο έφερε στην Ελλάδα το συνδυασμό της λεπτής, σαρκαστικής σάτιρας με το καλλιτεχνικό σκίτσο και με κυκλοφορία 300 φύλλα, όταν η αντίστοιχη των λαϊκών ανταγωνιστών του έφθανε τις 7.000, δημιούργησε αίσθηση. Προμετωπίδα της ήταν ο δαίμονας Ασμοδαίος με μορφή μικρού τοξοβόλου σάτυρου ερωτιδέα, και είχε συνεργάτες τους Γεώργιο Σουρή, Μιχαήλ Μητσάκη, Ευάγγελο Κουσουλάκο, Δημήτριο Κόκκο, Αριστείδη Ρούκη, Μπάμπη Άννινο και Νικόλαο Σαράντη. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε την περίοδο που ήταν στην εξουσία η τελευταία κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη, και ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε γράψει το άρθρο «Τις πταίει;», από το 1875 μέχρι το 1885, με διακοπή τον Ιούλιο του 1876. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα που ο «Ασμοδαίος», διέκοψε την κυκλοφορία του το επίσης σατυρικό έντυπο «Αριστοφάνης», έγραφε για την εξαφάνιση της «...αριστοκρατικής εφημερίδος, του «νόθου τέκνου του φαναριωτισμού και του φαύλου ευρωπαϊκού πολιτισμού ...., η οποία μονοπώλησε την πνευματική ζωή του τόπου και περιφρόνησε τον λαό».

Τον Αύγουστο του 1885, στο τελευταίο φύλλο της εφημερίδας, η διακοπή της αναγγέλθηκε με στίχους του Σουρή, ενώ ο Ροΐδης, που υπέγραφε ως «Θεοτούμπης», έγραφε, «Σπογγίζων τον κάλαμον ευχαριστώ τους αναγνώστας μου... Τα δημοσιογραφικά όργανα της αγέλης με ονόμασαν εν συναυλία ασεβή άπατριν, χριστομάνον, φατριαστήν και κακοήθη. Ταύτα πάντα αναγιγνώσκομεν γελώντες, αλλ΄ εν τέλει μία των εφημερίδων τούτων αποκαλέσασα τον «Ασμοδαίον» συνάδελφον εύρε το τρωτόν του θώρακός του και ηνάγκασεν αυτόν να ρίψη τον κάλαμον ανακράζων: Έστω προδότης, έστω άπατρις, έστω ασεβής, έστω και κακοήθης. Αλλά και "συνάδελφος" των ανθρώπων τούτων! Απόστρεψον Κύριε απ΄ εμού το ποτήριον τούτο!».

Διαμάχη με το Μαγγίνα

Στις 27 Ιουλίου 1885, στις 1:30 μετά τα μεσάνυχτα ο Ροΐδης, την ώρα που εξέρχονταν από το καφενείο «Γιαννοπούλου» της Πλατείας Συντάγματος, για να μεταβεί στο σπίτι του στην οδό Φιλελλήνων απέναντι από τη Ρωσική Εκκλησία, ενεπλάκη σε ατύχημα µε δύο άμαξες, που είχε σαν συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό του. Η αρχική χειρουργική αντιμετώπιση του κατάγματος του έγινε από τον Σπυρίδωνα Μαγγίνα ο οποίος από αδεξιότητα ή απροσεξία πραγματοποίησε στρεβλή ανάταξη της άνω γνάθου, δίχως να λάβει υπόψη του τις υποδείξεις του ασθενούς, [2]. Την αποκατάσταση του τραύματος του Ροΐδη ανέλαβε ο Θεόδωρος Αρεταίος, ο οποίος απουσίαζε από την Αθήνα για τις θερινές του διακοπές όταν συνέβη το τροχαίο ατύχημα, ενώ ο ασθενής απέδωσε στην κακή του οικονομική κατάσταση την αντιμετώπιση του από τον Μαγγίνα, τον οποίο χαρακτηρίζει «παράξενο» και «αχάριστο» κι αναρωτιέται «Τι είναι ο Μαγγίνας άνθρωπος ή κτήνος;» [3].

Εργογραφία

Μεταφράσεις

Μετέφρασε τα:

  • «Σατωβριάνδου Οδοιπορικόν. Από Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και από Ιεροσολύμων εις Παρισίους», [Chateaubriand Itineraire], του Σατωβριάνδου το 1860 σε τέσσερις τόμους,

στον πρόλογο του οποίου τονίζει την έλλειψη φιλολογικής γλώσσας στην Ελλάδα, καθώς επίσης και τα:

  • «Μακώλεϋ Ιστορία της Αγγλίας» σε επτά τόμους,
  • «Ποιήματα» του Έντγκαρ Άλαν Πόε,
  • «Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας».

Παράλληλα άσκησε καλλιτεχνική και λογοτεχνική κριτική και δημοσίευσε αισθητικές μελέτες. Μεταχειρίστηκε πάντοτε την καθαρεύουσα, στην οποία έδωσε νέα ζωή με το προσωπικό του ύφος και τα λογοτεχνικά του προσόντα, όμως ήταν υπέρμαχος και της δημοτικής, καθώς θεωρούσε εθνική συμφορά το πρόβλημα της «διγλωσσίας» και πρότεινε την σταδιακή απλοποίηση της καθαρεύουσας με τον παράλληλο εμπλουτισμό της δημοτικής. Δημοσίευσε πρωτότυπες ιστορικές μελέτες και άρθρα.

Μυθιστορήματα-Διηγήματα

  • «Πάπισσα Ιωάννα» [4], μυθιστόρημα το 1866 σε γλώσσα υπερκαθαρεύουσα, ιστορικό μυθιστόρημα.

Το έργο προκάλεσε αναταραχή και πρώτος αντέδρασε ο Μακάριος, Επίσκοπος Καρυστίας, ο οποίος με άρθρο στην εφημερίδα «Εθνοφύλαξ» καταδίκαζε το βιβλίο, ενώ έφερε το ζήτημα στην Ιερά Σύνοδο, η οποία επίσης στάθηκε καταδικαστική και με εγκύκλιο της στις 4 Απριλίου του 1866, αναθεμάτισε τον συγγραφέα και το έργο ως «κακόηθες και βλάσφημον», ζητώντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου, κάτι που δεν έγινε, ενώ το ποίμνιο κλήθηκε όχι να μην το διαβάσει, αλλά να το καταστρέψει, καθώς κρίθηκε επικίνδυνο για την ψυχική και σωματική υγεία. Στην πρόσκληση, μέσα από τις «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» με την υπογραφή «Διονύσιος Σουρλής», στην εφημερίδα «Αυγή», το Μάιο του 1866, για την παρέμβαση του εισαγγελέα, ο Ροΐδης απάντησε με σκωπτικό τρόπο, «...ο κύριος εισαγγελεύς ουδ' απάντησιν έδωκεν, και οι δικασταί απεκρίθησαν γελώντες ότι αφού το βιβλίον είναι αφορισμένον, δεν δύνανται να το αναγνώσουσιν δια να το δικάσωσιν...», ενώ αργότερα δημοσίευσε και την απάντησή του στην Εκκλησία με τίτλο, «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου».

  • «Συριανά διηγήματα»,
  • «Ιστορία ενός σκύλου» το 1893,
  • «Ιστορία μιας γάτας» το 1893,
  • «Ιστορία ενός αλόγου» το 1894,
  • «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» το 1894,
  • «Η Μηλιά» (στη δημοτική το 1895,
  • «Το παράπονον του νεκροθάφτου» το 1895.

Μελέτες

  • «Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής» το 1877,
  • «Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως» το 1877,
  • «Τα Κείμενα» το 1877,
  • «Γεννηθήτω φως» το 1879,
  • «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης» το 1879,
  • «Η Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880» το 1885,
  • «Πάρεργα, επιμ. Δ. Ι. Σταματόπουλος» το 1885,
  • «Το ταξίδι του Ψυχάρη» το 1888,
  • «Τα Είδωλα» το 1893.

Συλλογές

  • «Συριανά διηγήματα»,
  • «Άπαντα», 7τομη έκδοση την περίοδο 1911-1914,
  • «Άπαντα», 4τομη έκδοση το 1940,
  • «Εμμανουήλ Ροΐδης» το 1952,
  • «Άπαντα», 2τομη έκδοση το 1955.

Κριτική

Ήταν αυτάρκης ως προσωπικότητα, σκεπτικιστής και αυστηρά λεπτολόγος, ενώ η πολυγλωσσία του, η αγάπη προς τη μελέτη και τα ταξίδια του χάρισαν εξαιρετική μόρφωση και ποικίλες γνώσεις, ιδίως γύρω από τις ξένες λογοτεχνίες. Μορφή της αρνητικότητας και του σκεπτικισμού του ήταν ο χλευασμός, ο σαρκαστικός χαρακτήρας και η κυνική δηκτικότητα του ύφους του, το οποίο επεξεργάζεται και καλλωπίζει σαν να εξαρτά το αποτέλεσμα όλης της εργασίας του απ` αυτό. Ήταν ο μόνος Έλληνας συγγραφέας του 19ου αιώνα που κατάφερε να γίνει γνωστός στο εξωτερικό και το έργο του μεταφράστηκε στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιταλικά, τα Ρωσικά και τα Δανικά. Με τα κείμενά του αποκάλυψε πτυχές της μυστικής ιστορίας της Ελλάδας καθώς και τις τακτικές της Εκκλησίας στην εποχή του. Καυστικός και οξυδερκής, διατύπωσε τις διάσημες εκφράσεις του: «Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας», καθώς και το «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Αρχείο περιοδικού «Ασμοδαίος» Ψηφιακή συλλογή «Κοσμόπολις», {Απαιτείται εγγραφή}
  2. [«Του το εφώναζα πως την αισθάνοmαι στραβά, του το έγραψα. Του το εζουγράφισα και πάντα µου έλεγε πως έχω λάθος χωρίς να κυττάξη» έγραψε αργότερα ο Εμμανουήλ Ροΐδης.
  3. [«...Μας έχει δια πτωχούς και δι’ αυτό φέρεται άσχηµα...{...}...Θα τον πλερώσω και κατά τον τρόπο όπου φέρεται...{...}...Φαίνεται πως ερώτησε και του είπαν ότι είμεθα πολύ πτωχοί....»] Αποσπάσματα από το σημειωματάριο του Εμμανουήλ Ροΐδη
  4. Πάπισσα Ιωάννα Ολόκληρο το έργο, Προλεγόμενα Αρίστου Καμπάνη