Εντίθ Πιάφ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Εντίθ Πιάφ, [Édith Piaf, ορθή απόδοση ονόματος στην Ελληνική: Εντίτ Πιάφ, πραγματικό όνομα Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν (Édith Giovanna Gassion)] [1], Γαλλίδα εθνικίστρια, τραγουδίστρια και τραγουδοποιός που υπήρξε η πλέον σημαντική καλλιτεχνική παρουσία στην Γαλλική βαριετέ σκηνή, γνωστή και ως «Môme Piaf», [Μικρό σπουργίτι], σύμβολο της Γαλλίας στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1915 στο Belleville του Παρισιού και πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1963 στο σπίτι της στο Plascassier, κοντά στο Γκρας, [Grasse] της Γαλλικής Ριβιέρας, από καρκίνο του ήπατος ή εγκεφαλικό ανεύρυσμα. Η κηδεία της τελέστηκε στις 14 Οκτωβρίου και τάφηκε στο κοιμητήριο Περ Λασαίζ, [Pere Lachaise], στο Παρίσι δίπλα στον τάφο που αναπαύεται ο πατέρας της Εντίθ, o Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, η κόρη της και στον οποίο τοποθετήθηκε αργότερα και η σορός του συζύγου της Θεοφάνη Λαμπουκά.

Η Πιάφ, το 1932, σε ηλικία δεκαεπτά ετών έζησε για ένα χρόνο με τον Λουί Ντυπόν, [Louis Dupont], και στις 11 Φεβρουαρίου 1933, απέκτησαν μια κόρη, τη Μαρσέλ, [Marcelle], που πέθανε από μηνιγγίτιδα σε ηλικία δύο χρόνων. Παντρεύτηκε στις 29 Ιουλίου 1952, με κουμπάρα την ηθοποιό Μάρλεν Ντίτριχ, τον ηθοποιό και τραγουδιστή Ζακ Πιλς, [Jacques Pills] κι έζησαν μαζί ως το 1956, ενώ στις 9 Οκτωβρίου 1962 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο, κι έζησε ως το δικό της θάνατο στις 10 Οκτωβρίου του 1963, με τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, κομμωτή και performer 20 χρόνια μικρότερό της.

Εντίθ Πιάφ

Βιογραφία

Πατέρας της Εντίθ ήταν ο Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, [Louis-Alphonse Gassion], ακροβάτης του δρόμου και μητέρα της η Ανιτά Μεγιάρ, [Αnnete Giovanna Maillard], μια μέτρια τραγουδίστρια σε ένα ιταλικό καφέ, Ιταλικής και Βερβερικής καταγωγής, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Λίγες εβδομάδες μετά τη γέννηση της οι γονείς της την εγκατέλειψαν και η μικρή Εντίθ έζησε τα πρώτα της χρόνια πρώτα κοντά στη γιαγιά της από την πλευρά της μητέρας της. Το 1917 ο πατέρας της, που εκείνη την εποχή εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την έδωσε στη δική του μητέρα, η οποία ζούσε στο Μπερνέ, [Bernay], της Νορμανδίας και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής.

Το 1919 η Εντίθ αρρώστησε από εγκεφαλική πάθηση και τυφλώθηκε, όμως μετά από δύο χρόνια θεραπεύθηκε χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανήλθε. Η Εντίθ ήταν σε ηλικία επτά ετών όταν ο πατέρας της την πήρε μαζί του στις περιοδείες που πραγματοποιούσε με το τσίρκο σε όλη τη Γαλλία, καθώς ήθελε να την κάνει ακροβάτη. Σύντομα διαπίστωσε ότι η Εντίθ είχε «...όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί», όπως έλεγε ο ίδιος και στα εννιά της χρόνια η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους.

Καλλιτεχνική διαδρομή

Το 1935, την ανακάλυψε ο Λουί Λεπλέ, [Louis Leplée], ο οποίος είχε το επιτυχημένο «Club Le Gerny» στην Champs-Élysées, και της έδωσε το ψευδώνυμο που θα τη συνόδευε για το υπόλοιπο της ζωής της: «La Môme Piaf», [«Το σπουργιτάκι» στην παρισινή αργκό.]. Ο Leplée προώθησε την καριέρα της Πιάφ, η οποία έγινε τόσο δημοφιλής που την ίδια χρονιά, ηχογράφησε δύο δίσκους. Ο Louis Leplée δολοφονήθηκε την άνοιξη του 1936. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946 η Πιάφ εμφανίστηκε στο «Θέατρο Κοτοπούλη» στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ελλάδα η τραγουδίστρια γνώρισε τον ηθοποιό Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύθηκε παράφορα δίχως ανταπόκριση. Το 1948 επέστρεψε για εμφανίσεις στην Ελλάδα όπου συνεργάστηκε με τον παραδοσιοκράτη κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Γιώργο Μουζάκη στο κέντρο «Μαϊάμι» της οδού Κυψέλης στην Αθήνα.

Η Πιάφ ερωτεύθηκε τον πυγμάχο Μαρσέλ Σερντάν, που σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1949 σε αεροπορικό δυστύχημα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τη δεκαετία του 1950 κι ενώ ήταν ήδη εθισμένη στο αλκοόλ ασθένησε από ρευματοειδή αρθρίτιδα και έκτοτε ζούσε με μόνιμο και συνεχή πόνο, γεγονός που στάθηκε αφορμή για την εξάρτησή της από τα παυσίπονα. Κατά καιρούς παρακολούθησε προγράμματα απεξαρτήσεως, δίχως να τα ολοκληρώσει, ενώ ενεπλάκη και σε τρία σοβαρά τροχαία ατυχήματα, από τα οποία κληρονόμησε αρκετά κατάγματα και φριχτούς πόνους που την οδήγησαν σε εθισμό στη μορφίνη. Το 1959, κατέρρευσε στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, από κάποιου είδους ηπατική νόσο και υποβλήθηκε σε τουλάχιστον μία χειρουργική επέμβαση. Το καλοκαίρι του 1962 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.

Δισκογραφία

Η Πιάφ παράλληλα με την καριέρα της ως τραγουδίστρια βοήθησε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής εκείνης κι είχε συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως οι Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκώ, Έντι Κονσταντέν, Υβ Μοντάν, Ζωρζ Μουστακί, Ζακ Πιλ, Les Compagnons de la chanson, και άλλοι. Η Εντίθ ηχογράφησε περισσότερα από 200 τραγούδια και η ερμηνεία της στο σανσόν, δηλαδή στη γαλλική μπαλάντα, αντικατόπτριζε τις τραγωδίες της προσωπικής της ζωής και της χάρισε παγκόσμια φήμη.

Έγραψε η ίδια ορισμένα από τα τραγούδια της, όπως το

  • «La vie en rose»,

και παράλληλα ερμήνευσε τα τραγούδια:

  • «Mon Legionnaire», του Ρεμόν Ασό, και
  • «Non, je ne regrette rien», του Σαρλ Ντιμόν, το 1960 τραγουδά με επιτυχία το
  • «Non, je ne regrette rien»' («Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα») του Σαρλ Ντιμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή.

Μεγάλες της επιτυχίες, είναι τα:

  • «L’ Accordeoniste», του Μισέλ Εμέρ,
  • «Padam-padam», του Ανρί Κοντέ,
  • «Mylord», του Ζορζ Μουστακί
  • «L’ Hymne a l’ amour», της Μαργκερίτ Μονό,
  • «Les amants de Paris» του Λεό Φερέ.

Το τέλος της

Στις τελευταίες συναυλίες της στις αρχές του 1963, η κοιλιά της Πιάφ ήταν διογκωμένη, γεγονός που αποδόθηκε σε καρκίνο. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε με το σύζυγό της, Theo Sarapo, όπως αποκαλούσε τον Θεοφάνη Λαμπουκά, στη βίλα της στο Plascassier, κοντά στο Grasse της Γαλλικής Ριβιέρας. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε γρήγορα και το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου, πέθανε, την ίδια μέρα με τον φίλο της Ζαν Κοκτώ. Η πλειοψηφία των βιογράφων της υποστηρίζει ότι ο θάνατος της επήλθε από κίρρωση (καρκίνο του ήπατος), όμως η αδελφή του συζύγου της, είπε ότι ο σύζυγος της Πιάφ ήταν σχεδόν βέβαιος ότι πέθανε από εγκεφαλικό ανεύρυσμα. Στη σορό της Πιάφ δεν έγινε νεκροψία και δεν διαπιστώθηκε η πραγματική αιτία του θανάτου της. Η σορός της Πιάφ μεταφέρθηκε οδικά στο Παρίσι από το σύζυγο της και μια νοσοκόμα όπου ανακοινώθηκε ο θάνατος της το πρωί της 11ης Οκτωβρίου 1963. Ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού αρνήθηκε την Ρωμαϊκή Καθολική ιεροτελεστία της ταφής, λόγω της αμετανόητης και αμαρτωλής ζωής.. της Πιάφ και στην κηδεία της παρευρέθηκαν περισσότεροι από εκατό χιλιάδες θαυμαστές της. Η Πιάφ επέλεξε επέλεξε να ταφεί με το όνομα του τελευταίου συζύγου της.

Σύμφωνα με το Γαλλικό δίκαιο, ο σύζυγος της κληρονόμησε τα χρέη της Πιαφ, περίπου 7 εκατομμύρια Γαλλικά φράγκα, λόγος για τον οποίο του έγινε έξωση από το διαμέρισμα τους στη Λεωφόρο Λαν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1963, και ο Λαμπουκάς ηχογράφησε το σχετικό τραγούδι «La maison qui ne chante plus» («το σπίτι που δεν τραγουδά πια»), το οποίο έγινε επιτυχία. Έχουν γραφτεί περισσότερα από 20 θεατρικά έργα ή σενάρια για να στηρίξουν ρεσιτάλ βασισμένα στα τραγούδια της, ενώ το αγγλόφωνο μιούζικαλ «Πιάφ» της Παμ Γκεμς που παραστάθηκε αρχικά, το 1978, στο Λονδίνο έχει θριαμβεύσει στη Νέα Υόρκη, αλλά και σε πάρα πολλές πρωτεύουσες του κόσμου, με σημαντικές ηθοποιούς στον ομώνυμο ρόλο. Το 1974 γυρίστηκε η πρώτη ταινία για τη ζωή της Πιάφ με σκηνοθέτη τον Guy Casaril, πρωταγωνίστρια την Brigitte Ariel και τα τραγούδια ερμηνευμένα από την Betty Mars. Το 1983, δηλαδή 20 χρόνια μετά τον θάνατό της, ο εμπορικότερος σκηνοθέτης της Γαλλίας, ο Κλοντ Λελούς, γύρισε με τη γυναίκα του Évelyne Bouix το δράμα «Edith et Marcel», βασισμένο στον θυελλώδη έρωτα της Πιάφ με τον παγκόσμιο πρωταθλητή του μποξ Marcel Cerdan.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Εσωτερική αρθρογραφία

Παραπομπές

  1. [Οι γονείς της την ονόμασαν Edith προς τιμή της Edith Cavell, διάσημης Βρετανίδος νοσοκόμας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία εκτελέστηκε για τη βοήθεια που παρείχε σε Γάλλους στρατιώτες που δραπέτευαν από τη γερμανική αιχμαλωσία.]