Θεόφραστος Σακελλαρίδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης Έλληνας εθνικιστής, μουσικοσυνθέτης, δημιουργός μιας σειράς από τραγούδια που απέδωσε η Σοφία Βέμπο στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίζονται από τα ιδιαίτερα έντονα πατριωτικά στοιχεία τους, αρχιμουσικός, ένας από τους δύο πρωτεργάτες, μαζί με το Νικόλαο Χατζηαποστόλου, της Ελληνικής Οπερέτας, από τους πλέον επιτυχημένους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς και συνθέτες, γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1883 ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1882 στην Αθήνα και πέθανε [1], τις πρώτες απογευματινές ώρες της 2ας Ιανουαρίου 1950, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» Αθηνών, από καρκίνο του ύπατος. Κηδεύτηκε, με δημόσια δαπάνη, την Τρίτη 3 Ιανουαρίου 1950 στις 3 μετά το μεσημέρι στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρίτση ή Καρύκη και ετάφη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Το 1929 παντρεύτηκε την Κυριακή Λιτσάκου, μέλος της χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με την οποία συναντήθηκαν στη διάρκεια μιας πρόβας όπου συμμετείχε η Κυριακή και από το γάμο τους γεννήθηκε ένας γιος, ο πιανίστας και συνθέτης Γιάννης Σακελλαρίδης μόνιμος κάτοικος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Θεόφραστος Σακελλαρίδης

Βιογραφία

Ο παππούς του Θεόφραστου από την πλευρά του πατέρα του ήταν ιερέας. Η καταγωγή της οικογενείας του ήταν από το Λιτόχωρο του νομού Πιερίας, όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας του Ιωάννης Σακελλαρίδης [2], διαπρεπής μουσικοδιδάσκαλος, μεταρρυθμιστής της βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτης, φιλόλογος και μελουργός, ενώ η μητέρα του συνθέτη καταγόταν από την Ύδρα. Ο Θεόφραστος είχε έναν αδελφό, τον βαρύτονο Άρη Σακελλαρίδη και μια αδελφή, τη μουσικό Αντιγόνη Σακελλαρίδη. Ο Θεόφρστος σπούδασε μουσική στην Ελλάδα και κατόπιν στο Μόναχο και στην Ιταλία.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Το έτος 1900, ο Θεόφραστος άρχισε να παρουσιάζει οπερέτες και παρτιτούρες. Στα τέλη του 1902, μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του Άρη, που ήταν βαρύτονος, έδωσε συναυλίες με δικές του συνθέσεις και εναρμονισμένα ελληνικά δημοτικά τραγούδια στο Βασιλικό Ωδείο του Μονάχου και στο μέγαρο της βαρώνης Αμελίας φον Πέρφαλλ, της κόρης του Γουσταύου Κλάους, ενώπιον πληθώρας πριγκίπων και αριστοκρατών [3] . Λέγεται ότι η οικογένεια Σακελλαρίδη πριν επιστρέψει έδωσε συναυλίες και σε Ιταλία και Αίγυπτο. Το 1904, επέστρεψε στην Αθήνα, περίοδο που είχε ήδη συνθέσει το μπαλέτο «Υπό τον ουρανόν της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά συνέθεσε τη μουσική για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη σε μετάφραση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου που παρουσιάστηκαν στη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου σε κείμενο του Ιωάννη Φραγκιά. Αν και ήταν «ορκισμένος εχθρός» των ανατολίτικων μελωδιών, συμπεριέλαβε στη μουσική του για την παράσταση ένα «αμανετζίδικο» τραγούδι και έναν ζεϊμπέκικο χορό.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1908, ανεβαίνει σε ελληνική μετάφραση η οπερέτα «Μαμζέλ Νιτούς» [Mam’zelle Nitouche] του Hervé με πρωταγωνίστρια τη Ροζαλία Νίκα, και αρχιμουσικό το Σακελλαρίδη. Η παράσταση σημείωσε εκπληκτική επιτυχία και αποτέλεσε αφετηρία για την ελληνική οπερέτα, αφού ο Σακελλαρίδης το 1913 εγκατέλειψε την επιθεώρηση κι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην οπερέτα, παρασύροντας και άλλους συνθέτες. Το 1926 υπήρξε χρηματοδότης, μαζί με τον αδελφό του, του μουσικού εκδότη Ζαχαρία Μακρή στην προσπάθειά του να ιδρύσει δική του δισκογραφική εταιρεία. Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα και στη συνέχεια έως την απελευθέρωση, βρέθηκε δίχως περιουσιακά στοιχεία, τα οποία πούλησε στη διάρκεια της κατοχής προκειμένου να επιβιώσει ο ίδιος και η οικογένεια του, ενώ πολλά από τα σενάρια και τις παρτιτούρες του είχαν χαθεί και κλαπεί. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη και διατέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων». Στα τέλη της ζωής του έπαιζε πιάνο σε λαϊκά θέατρα και αναψυκτήρια για να εξασφαλίζει τα μέσα για την επιβίωση του. Έπασχε από κίρρωση του ύπατος και το μεσημέρι της Δευτέρας 2 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε, μετά από σοβαρή κρίση, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα, όπου εξέπνευσε λίγες ώρες μετά το μεσημέρι. Προς τιμήν του, αλλά και του πατέρα του, δημιουργήθηκε η Χορωδία «Ιωάννης Σακελλαρίδης» του Ιδρύματος «Ιωάννη και Θεοφράστου Σακελλαρίδη» που εδρεύει στο Λιτόχωρο Πιερίας, γενέτειρα της οικογένειας.

Αρχείο Σακελλαρίδη

Σημαντικό μέρος του έργου του Σακελλαρίδη παραμένει δυσπρόσιτο στους ερευνητές καθώς οι κληρονόμοι του, απόγονοι του γιου του Γιάννη Σακελλαρίδη, κατοικούν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Μικρό μέρος του έργου του βρίσκεται διάσπαρτο στην Βιβλιοθήκη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», στο Θεατρικό Μουσείο, στο Ελληνικό Λαογραφικό Ιστορικό Αρχείο [Ε.Λ.Ι.Α.], στο αρχείο της Ε.Ρ.Τ. αλλά και σε ιδιωτικά αρχεία.

Εργογραφία

Ο Σακελλαρίδης συνέθεσε περισσότερα από εκατό έργα και θεωρείται ως ο πατέρας της ελληνικής οπερέτας. Ασχολήθηκε με μουσική για επιθεωρήσεις, αρχικά διασκευάζοντας ξένη μουσική για «Τα Παναθήναια» από τα οποία αποχώρισε το 1914. Δημιούργησε ένα ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος αφομοιώνοντας στοιχεία από την αυστριακή ή τη γαλλική οπερέτα και το Ελληνικό δημοτικό τραγούδι, την καντάδα, την ιταλική όπερα, το ναπολιτάνικο τραγούδι, την τσιγγάνικη μουσική, λαϊκότερα είδη και ενίοτε την τζαζ, όμως στόχος του ήταν η μουσική του να θυμίζει Ελλάδα. Σε συνέντευξή του σε Αθηναϊκή εφημερίδα ανέφερε, «...Εγώ γράφω με αθηναϊκήν έμπνευσιν. Όταν ακούωμεν μίαν οπερέτα του Λέχαρ λέγομεν: Μυρίζει Βιέννην. Εάν μεθαύριον ειπούν και περί των έργων μου ότι μυρίζουν Αθήνα, επιτρέψατέ μου να το θεωρήσω ως εκπλήρωσιν του καλλιτεχνικού μου ονείρου...» [4].

Το έργο του καλύπτει -ίσως με μεγαλύτερη έμφαση από κάθε άλλον συνθέτη της περιόδου- ένα μεγάλο εύρος από μουσικά είδη και ύφη που συνδέονται με τις παραστατικές τέχνες: αρχαίο δράμα, σχετική είναι η συνεργασία του με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, μελόδραμα, η όπερα «Περουζέ», οπερέτα, επιθεώρηση, από τα «Παναθήναια» ως τις πολεμικές επιθεωρήσεις του 1940, μουσικό θέατρο καθώς και μουσική για τον κινηματογράφο, ενώ ασχολήθηκε και με την παιδική μουσική συνθέτοντας παιδικά τραγούδια όπως,

  • «Το χελιδόνι»,
  • «Το απόβροχο»,
  • «Τα χρυσάνθεμα»,
  • «Φεγγάρι».

Στη διάρκεια της ζωής του έγραψε περισσότερα από εκατό σενάρια και παρτιτούρες. Τέσσερα έργα του -τρεις οπερέτες και μία όπερα– έχουν εμφανιστεί στη σκηνή της Λυρικής σε 35 διαφορετικές καλλιτεχνικές περιόδους, ενώ «Ο Βαφτιστικός» έχει ανέβει περισσότερες από είκοσι πέντε φορές. Οι μουσικολόγοι υποστηρίζουν ότι αν ήταν Βιεννέζος θα είχε φτάσει στη δόξα του Φραντς Λέχαρ ή του Έμεριχ Κάλμαν, ενώ σύμφωνα με τον Μανώλη Καλομοίρη, έγραψε μελωδίες, «...που ευωδιάζουν με ένα λεπτό μουσικό άρωμα γεμάτο από την Αττική φύση και την Αττική ομορφιά...» [5]. Η διαφορά της μουσικής του σε σχέση με αυτήν του Νίκου Χατζηαποστόλου είναι ότι η δική μουσική σύνθεση είναι ελάχιστα λαϊκή, ενώ και η υπόθεση των οπερετών του λιγότερο κωμική.

Όπερες

  • «Ο Υμέναιος», το Δεκέμβριο του 1903.

Σύμφωνα με τις Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής [6] «...η σκηνή του μελοδραματικού ειδυλλίου συμβαίνει εις την Ελευσίνα κατά την μυθολογικήν εποχήν της Ελλάδος..».

  • «Ο Πειρατής του Αιγαίου» το 1908, βασισμένη στο βραβευμένο στο Βουτσιναίο Διαγωνισμό έμμετρο θεατρικό έργο «Ο Κουρσάρος» του Πολύβιου Δημητρακόπουλου,
  • «Περουζέ», το 1911.

Παραστάθηκε στις 9 Αυγούστου 1911 στο θέατρο «Ολύμπια» [Εθνική Λυρική Σκηνή] με μαέστρο τον Στέφανο Βαλτετσιώτη και πρωταγωνιστές τη μεσόφωνο Ρεβέκα στο ρόλο της τσιγγάνας «Περουζέ», τον τενόρο Νίκο Μωραΐτη, και τον μπάσο Μιχάλη Βλαχόπουλο. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια. Από το συγκεκριμένο έργο προέρχεται η άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά».

Οπερέτες

Έγραψε περί τις ογδόντα οπερέτες [7], μεταξύ τους οι,

  • «Σία κι αράξαμε» ή «Θάλασσα, Θάλασσα», στις 8 Μαΐου 1909, σε λιμπρέτο των Πολύβιου Δημητρακόπουλου και Στέφανου Γρανίτσα,
  • «Στοιχειωμένο Γεφύρι», το 1912,
  • «Στα Παραπήγματα», το 1914, η πρώτη καθαρά Ελληνική οπερέτα,
  • «Πρόθυμη χήρα» το 1915,
  • «Πικ Νικ», το 1915.

Παρουσιάστηκε στο Θέατρο «Πανελλήνιον» με τεράστια επιτυχία σε λιμπρέτο του Νικόλαου Λάσκαρη. Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Γεράσιμος Φραμπαλάς, νικητής του λαχείου «υπέρ της αποξήρανσης της Μεσογείου», ο οποίος μπλέκει σε μια σειρά από ξεκαρδιστικές περιπέτειες γύρω από ένα γαμήλιο πικ νικ ή σε «δείπνον εκ συμβολής» το οποίο διοργανώνει με αφορμή τους αρραβώνες της κόρης του.

  • «Η δεσποινίς Τιπ-Τοπ» το 1916,
  • «Ο υπνοβάτης» το 1917,
  • «Η γκαρσονιέρα» το 1917, μονόπρακτη οπερέτα,
  • «Τον παλιό εκείνο τον καιρό».
  • «Ο Βαφτιστικός» [8], στις 18 Ιουλίου 1918, σε λιμπρέτο Θεόφραστου Σακελλαρίδη, με πρωταγωνίστρια την μούσα του, την Αφροδίτη Λαουτάρη.

Λέγεται ότι την ολοκλήρωσε σε διάστημα 40 ημερών. Το έργο βασίζεται σε μία γαλλική φάρσα των Ενεκέν, Βεμπέρ και ντε Γκορς που εξελληνίστηκε. Η υπόθεση του τοποθετείται χρονικά στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων της περιόδου 1912-1913 ή στην επιστράτευση του 1918. Έχει πραγματοποιήσει τις περισσότερες παραστάσεις από κάθε άλλη ελληνική οπερέτα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κωμειδύλλιο, με απολαυστικά στοιχεία φάρσας και με πηγαίο μελωδικό πλούτο, που συναρπάζει. Αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό και εξαιρετικό δείγμα της ελληνικής λυρικής δημιουργίας. Πρωτοπαραστάθηκε από το θίασο του Ιωάννη Παπαϊωάννου και το 1946, από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Το εμβατήριο «Ψηλά στο μέτωπο» τραγουδήθηκε πολύ και από τους στρατιώτες του 1940. Το έργο έγινε ταινία το 1952 από την Μαρία Πλυτά, με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη, η φωνή του ήταν ντουμπλαρισμένη από τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη, την Ανθή Ζαχαράτου και τον Μίμη Φωτόπουλο. Άλλες γνωστές μελωδίες τού έργου είναι τα «Συ μου πήρες», «Τίκι-Τακ» ή «Η καρδιά μου πονεί για σας», «Τον καιρό εκείνο τον παλιό», «Στ' άγριο το δάσος».

  • «Ο Αρλεκίνος» το 1919,
  • «Η δαιμονισμένη» το 1919, τρίπρακτη οπερέτα σε λιμπρέτο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη.

Το έργο εξιστορεί τις περιπέτειες ενός προικοθήρα γόη και τα ευφάνταστα εμπόδια που βάζει η «δαιμονισμένη» από την εγκατάλειψη της φιλενάδας του Λούλα, για να εμποδίσει το γάμο συμφέροντος που εκείνος ετοιμάζει.

  • «Θέλω να δω τον Πάπα», το 1921, οπερέτα που σκανδάλισε και υπήρξε αφορμή φόνου [9].

Το έργο προέρχεται από τις «Οικιακές χαρές», τη φάρσα του Γάλλου δραματουργού Μωρίς Ενεκέν. Οι δημιουργοί της αυτολογοκρίθηκαν μετά τις αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας και μετά το 1921 το έργο παρουσιαζόταν με τον τίτλο «Ταξίδι του μέλιτος» και το σχετικό τραγούδι άλλαξε σε «Θέλω να δω τον... Πουτσίνι».

  • «Γλυκειά Νανά» το 1921,
  • «Για να αρέσει στον άντρα της» το 1921,
  • «Ο καπετάν Τσανάκας» το 1922,
  • «Διαβολόπαιδο» το 1923,
  • «Ταξίδι του μέλιτος» το 1923,
  • «Και την μία και την άλλη» το 1923,
  • «Άλλα γεγονότα» το 1923,
  • «Η κόρη της καταιγίδος» [10] [11], το 1923, τρίπρακτη οπερέτα βασισμένη στη φάρσα «Το βαγόνι των κυριών» του Μωρίς Ενεκέν,
  • «Αγαπάτε αλλήλους» το 1924,
  • «Δεσποινίς Σορολόπ» το 1924,
  • «Ροζίτα» το 1925,
  • «Μακρής, Κοντός και Σία» το 1926,
  • «Ένας κλέφτης στον παράδεισο» το 1926,
  • «Χαλιμά», το 1926.

Η υπόθεση του έργου αφορά τη βασιλοπούλα Χαλιμά, η οποία την ημέρα του γάμου της με τον Νουρεντίν, ερωτεύεται τον Σαχ Ρουμάν. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1926 από τον θίασο Καντιώτη-Ριτσιάρδη στο καλοκαιρινό θέατρο «Μοντιάλ». Πρόκειται για μια «...φαντασμαγορική και εξωτική οπερέτα», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος ο συνθέτης της, με πρωταγωνίστρια τη μούσα του, τη θρυλική Ζωζώ Νταλμάς.

  • «Το κρυφό ρομάτζο» το 1927,
  • «Ηρώ και Λέανδρος» το 1927,
  • «Χριστίνα» το 1928, σε λιμπρέτο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη,
  • «Λοχαγός Λιλή» το 1929,
  • «Σατανερί» το 1930, σατιρική φαντασμαγορία σε πρόλογο και δύο πράξεις. Το έργο εξαίρει την υπεροχή της κόλασης έναντι του παραδείσου και προκρίνει τα οφέλη της σύγχρονης ανηθικότητας έναντι της παραδοσιακής ηθικής.
  • «Κύριος Δήμαρχος» το 1930,
  • «Γυναίκα Ντελίριο» το 1931,
  • «Μελιρώ» το 1931,
  • «Τα πέντε μπουμπούκια» το 1931,
  • «Σημεία και Τέρατα» το 1932,
  • «Η Λούση και τα κορόιδα της» το 1932,
  • «Τα μοντέρνα κορίτσια» το 1935,
  • «Τσιγγάνικο αίμα» το 1936,
  • «Συζυγικά γυμνάσια» το 1936,
  • «Σταχτοπούτα» το 1938.

Τραγούδια

Υπήρξε δημιουργός σκηνικών μελωδιών, οι οποίες αυτονομήθηκαν και καθιερώθηκαν ως ξεχωριστά λαϊκά τραγούδια, που σε ορισμένες περιπτώσεις έπαιξαν πατριωτικό ρόλο εμψυχώνοντας τους Έλληνες στρατιώτες στις μάχες του Α’ και του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Εναρμόνισε και εξέδωσε περίπου 10 δημοτικά τραγούδια, ενώ έγραψε μουσική για πολλά άλλα, μεταξύ τους τα

  • «Αλεκάκι»,
  • «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα»,
  • «Μέρα-Νύχτα», το 1917,
  • «Η καρδιά μου πονεί για σας»,
  • «Ψηλά στο μέτωπο»,
  • «Θέλω να δω τον Πάπα»,
  • «Τον καιρό εκείνο τον παλιό»,
  • «Μάρω-Μάρω»,
  • «Γιατί φεύγεις», το 1919,
  • «Φέρτε μου να πιώ», το 1928,
  • «Το τραγούδι του Μωριά» ή «Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί» το 1940,
  • «Ντούτσε-Ντούτσε», το 1940, με τη συνεργασία του Γιώργου Οικονομίδη κι ερμηνευτή το Νίκο Γούναρη, στο σκοπό του τραγουδιού του «Μάρω, Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα»,
  • «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το 1940, δημοτικοφανές πατριωτικό τραγούδι σε στίχους του Γιώργου Θίσβιου που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο, με επίκαιρους στίχους στο σκοπό του τραγουδιού του «Πλέκει η Βάσω το προικιό της»,
  • «Καλὲ πατώνεις»,
  • «Σφίξε με»,
  • «Το παραμύθι της νεράιδας»,
  • «Το ταγκό της Λεϊλάς», ερμηνεία από τον Ορέστη Μακρή,
  • «Πλου Πλου»,
  • «Το τραγούδι της τσιγγάνας»,
  • «Χωριάτα» ή «Στο χωριό παλιά γενιά μου»,
  • «Ο σύρτης»,
  • «Ψηλά στο μέτωπο».

Μουσική για θέατρο

Έγραψε [12] μουσική για θεατρικές επιθεωρήσεις του Αλέκου Σακελλάριου και του Δημήτρη Γιαννουκάκη, μεταξύ τους οι

  • «Πριγκήπισσα των δολλαρίων»,
  • «Τρελή συμφωνία» το 1937
  • «Φερνάντα» το 1939,
  • «Μπράβο Κολονέλλο» το 1940.

Πολεμική κωμωδία-επιθεώρηση, η οποία γράφτηκε κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 με στόχο να σατιρίσει τις δυσκολίες που συνάντησαν οι ιταλικές δυνάμεις αντιμετωπίζοντας τους Έλληνες, οι οποίοι μάχονταν, με σθένος, υπέρ της πατρίδας τους, και να εξυψώσει το ηθικό του ελληνικού λαού. Με το πέρασμα του χρόνου οι συνθέσεις του Σακελλαρίδη χάθηκαν. Στο πρώτο ανέβασμα της παράστασης πρωταγωνιστούσαν η Μιράντα Μυράτ, ο Κώστας Μουσούρης, ο Ορέστης Μακρής.

  • «Φινίτο λα μούζικα» το 1941,
  • «Η ζωή συνεχίζεται» το 1941.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Απέθανεν ο Θ. Σακελλαρίδης Εφημερίδα «Εμπρός», Τρίτη 3 Ιανουαρίου 1950, σελίδα 2.
  2. Ιωάννης Θ. Σακελλαρίδης
  3. Από το Μόναχον- Ο κ. Σακελλαρίδης και ο υιός του εν Μονάχω. «...Εκείνο το οποίον δέον να τονισθή ενταύθα, είναι η εμφάνισις του νεαρού, μόλις εικοσαετούς και συμπαθούς υιού του κ. Σακελλαρίδου, Θεοφράστου Σακελλαρίδου, όστις τους πάντας εξέπληξε παρασχών δείγματα συνθετικής ιδιοφυΐας, ουχί της τυχούσης, και διευθύνας ορχήστραν εξ 60 οργάνων με ικανότητα και ακρίβειαν ήτις ενεποίησεν εις τους φίλους μας Γερμανούς ευχάριστον εντύπωσιν...», Εφημερίδα «Σκριπ», 1η Δεκεμβρίου 1903, σελίδα 3.
  4. [Εφημερίδα «Εμπρός», 9 Αυγούστου 1915]
  5. Θεόφραστος Σακελλαρίδης Περιοδικό «Νέα Εστία», Αθήναι 15 Ιανουαρίου 1950, τεύχος 117, σελίδα 541.
  6. [Εφημερίδα «Σκριπ», 10 Δεκεμβρίου 1903]
  7. [«..H οπερέττα, ενεφανίσθη εις την Ελλάδα απότομα και σάν επιδημία. H πρώτη αφορμή ήταν ή οπερέττα του Eβρέ "Mαμζέλ Nιτους" H "Nιτους" δεν ήτο έργον. Hτο το μικρόβιον της επιδημίας που εκαλλιεργήθη και ανεπτύχθη στην Eλλάδα με καταπληκτική γονιμότητα και παρήγαγε ρόδα μα και αγκάθια, γιούλια μα και... κουτοχορτα!».] Απόσπασμα από τις «Αναμνήσεις» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη.
  8. Ο Βαφτιστικός-Τηλεοπτική διασκευή
  9. [Στις 11 Δεκεμβρίου 1921, η οπερέτα έγινε αφορμή φόνου μπροστά από την Καθολική Εκκλησία στην οδό Φίλωνος του Πειραιά. Σε συμπλοκή που ακολούθησε διαπληκτισμό έξω από τον ναό, ο καθολικός Αντώνιος Ριγκούτσης τραυματίστηκε σοβαρά με μαχαίρι και μία ημέρα αργότερα εξέπνευσε στο «Τζάνειο» Νοσοκομείο. Στις 13 Δεκεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος των Καθολικών της Ελλάδος, κατέβηκε στην εκκλησία και μίλησε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, εξηγώντας πως δεν επρόκειτο για θρησκευτικό φανατισμό, παρά για ένα τυχαίο επεισόδιο. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε, στις 14 Δεκεμβρίου 1921, ο Αστυνομικός Διευθυντής Πειραιώς, Συνταγματάρχης Μ. Γιαννουκάκος και δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της εποχής, «...Ομάς νέων εννέα τον αριθμόν, και ηλικίας 12-16 ετών, πλην του δράστου του τραυματισμού, όστις άγει το 18ο έτος της ηλικίας του, προερχομένη εκ της Εμπορικής Σχολής, ... διήλθεν εκ του Ναού των Καθολικών, άδουσα θέλω να δω τον Πάπα. Η λειτουργία δεν είχεν αρχίσει εισέτι, έξωθι όμως του Ναού ήτο ο παθών, όστις παρετήρησε τους τραγωδούντας νέους και οι οποίοι απήντησαν μετά της αυτής ως και εντονοτέρας γλώσσης, οπότε ο Ριγκούτσης κατεδίωξε τους παίδας τούτους, καταφθάσας δε τον Μπουραζάνην τον ερράπισεν επανειλημμένως. Ο Μπουραζάνης τότε, εξαγαγών ξιφίδιον, εκτύπησε αυτόν δι' αυτού τετράκις. Βεβαιούται προσέτι ότι ο Ριγκούτσης εκράτει ανά χείρας μάχαιραν, δι' ης ετραυμάτισε τον παίδα Νικολ. Τζιέρην εις την χείραν. Αύτη εν συνόψει είνε η αλήθεια, τα δε αδόμενα περί θρησκευτικού δήθεν μίσους των Ορθοδόξων κατά των Δυτικών είνε φαντασιοπληξίαι. Άλλως τε το τοιούτον αποδεικνύεται και εκ της ηλικίας των αδόντων παίδων, μη δυναμένων να έχωσι συνείδησιν επί των τοιούτων ζητημάτων...».]
  10. Θεόφραστος Σακελλαρίδης-Η Κόρη Της Καταιγίδος
  11. [«...Προς το κοινόν, το οποίον από τόσων ετών με τόσην καλωσύνην με παρακολουθεί, με χειροκροτεί, με τραγουδεί, με χορεύει, με σφυρίζει και… σας ξεκουφαίνει ενίοτε (…) έχω να κάνω τώρα μίαν σύστασιν. Να προσέξη κάπως ιδιαιτέρως το νέον μου έργον “Η κόρη της καταιγίδος”, το οποίον παρουσιάζω μεθαύριον από της σκηνής του “Πανελληνίου”...»] Απόσπασμα από άρθρο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, τις παραμονές της πρεμιέρας του έργου του.
  12. [«...Πηγαίνω εις τα καφέ-σανταν και κρατώ εστενογραφημένα πρακτικά. [...] Συνήθως είναι ναπολιτάνικα τραγούδια διότι το αυτί των Aθηναίων, είναι εις την αυτήν μοίραν με των Nαπολιτάνων [...] παίρνω δεξιά και αριστερά από οπερέττες. Tην "πριγκήπισσα των δολλαρίων" την ετρύγησα εφέτος. Aλλα σβύνω, και άλλα αφήνω. Aπό 2-3 τραγούδια, παίρνω μερικές πατούτες, εις αυτάς κολλώ ξένην εισαγωγήν και κάμνω νέον τραγούδι..».] Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Σακελλαρίδη στην εφημερίδα «Αθήναι» στις 16 Ιουλίου 1911.