Θρασύβουλος Τσακαλώτος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος Έλληνας αντικομμουνιστής και υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας, ανώτατος αξιωματικός του Στρατού με το βαθμό του Αντιστρατήγου ε.α., σημαντική στρατιωτική προσωπικότητα του Β' Παγκοσμίου πολέμου, επικεφαλής των Εθνικών δυνάμεων στην καταστολή της κομμουνιστικής ανταρσίας στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944 που διατέλεσε Αρχηγός του Γενικού επιτελείου Στρατού [Γ.Ε.Σ.], διπλωμάτης που διατέλεσε πρέσβης της Ελλάδος στην Γιουγκοσλαβία και αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο Προσωπικοτήτων στο Παρίσι, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1897 στην Πρέβεζα της Ηπείρου, η οποία τότε βρίσκονταν υπό Τουρκική κατοχή, και πέθανε στις 15 Αυγούστου 1989 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε στις 16 Αυγούστου και τάφηκε στον οικογενειακό του τάφο στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1921 παντρεύτηκε την Σταματούλα [Τούλα] κόρη του Αναστασίου Μιχάλη από την Πρέβεζα και αδελφή του διαπρεπούς χειρουργού Σπυρίδωνα Μιχάλη.

Θρσαύβουλος Τσακαλώτος

Βιογραφία

Ήταν απόγονος πολύτεκνης οικογένειας με σχετική οικονομική άνεση. Πατέρας του ήταν ο αργυροχρυσοχόος Ιωάννης Τσακαλώτος, μητέρα του η Μαρούλα το γένος Μόραλη κι είχε τέσσερα ακόμη αδέλφια, τρεις αδελφούς, τον πρωτότοκο Κίμωνα -αρχικά μετανάστη στην Αίγυπτο και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου δημιούργησε οικογένεια, τον Ορέστη, τον Χαράλαμπο, ιατρό του Πολεμικού ναυτικού με το βαθμό του Ναυάρχου, καθώς και μία αδελφή, σύζυγο του στρατιωτικού Θεοδώρου Λίλα.

Ο Θρασύβουλος παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και αποφοίτησε από το ημιγυμνάσιο της Πρέβεζας, ενώ σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε κοντά στον Κίμωνα, τον μεγαλύτερο αδελφό του, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα στο «Αβερώφειο» Γυμνάσιο. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε συμμαθητή τον μετέπειτα στρατηγό Παντελίδη, που κατάγονταν από την Κύπρο. Ο Τσακαλώτος επέστρεψε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1913, η Πρέβεζα ήταν ήδη ελεύθερη από τους Τούρκους, κι άρχισε την προετοιμασία του για τις εισαγωγικές εξετάσεις της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Τον ίδιο χρόνο πέτυχε στις εξετάσεις και κατατάχθηκε στην δεύτερη εκατοντάδα μεταξύ διακοσίων ογδόντα επιτυχόντων. Στην ίδια τάξη της Σχολής επιτυχών και συμμαθητής του ήταν ο πρώτος του εξάδελφος Στέφανος Τσακαλώτος, που εισήχθη στην πρώτη εκατοντάδα επιτυχόντων. Η έναρξη των μαθημάτων του έτους στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων πραγματοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1914. Στη σχολή ο Τσακαλώτος είχε συμμαθητές τους Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, Ναπολέοντα Ζέρβα, Παυσανία Κατσώτα και τον Χριστόδουλο Τσιγάντε. Το Σεπτέμβριο του 1915 κηρύχθηκε η επιστράτευση του Α' Παγκοσμίου πολέμου και ο Τσακαλώτος κατατάχθηκε στο στράτευμα αρχικά με το βαθμό του Ανθυπασπιστή. Τον Οκτώβριο επέλεξε το Όπλο του Πεζικού ενώ στις 16 Νοεμβρίου του ίδιου έτους προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού και τοποθετήθηκε στο 24ο Σύνταγμα Πρεβέζης, με αποστολή τον έλεγχο της Θεσπρωτίας και τον αφοπλισμό των Τσάμηδων κατοίκων της.

Στις 13 Δεκεμβρίου του 1917 προήχθη στο βαθμό του Υπολοχαγού όμως το καλοκαίρι του 1918, λόγω των φιλοβασιλικών του πεποιθήσεων, κατηγορήθηκε από τους Βενιζελικούς ως ένοχος εσχάτης προδοσίας, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα όπου κλείστηκε στις φυλακές και κινδύνευσε να εκτελεστεί. Διασώθηκε χάρη στην μεταβολή στην ηγεσία της μονάδος του στην οποία ανέλαβε διοικητής ο Γεώργιος Λεοναρδόπουλος, που αδιαφορούσε για τα πολιτικά φρονήματα των κατωτέρων του. Ο Λεοναρδόπουλος διέταξε την αποφυλάκιση του Τσακαλώτου και τον τοποθέτησε Διοικητή του 10ου Λόχου του 26ου Συντάγματος της ΙΧ Μεραρχίας που στρατοπέδευε στο Αυγό της Ηπείρου και πολέμησε στο μέτωπο της Μακεδονίας, όμως ο Τσακαλώτος τον Σεπτέμβριο του 1918 κηρύχθηκε απότακτος με Βασιλικό Διάταγμα και επέστρεψε από το Μέτωπο. Έλαβε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πὁλεμο ως Διοικητὴς Λόχου και Πολυβολαρχίας του 28ου Συντάγματος Πεζικου και του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων. Στη Μακεδονία στην περιοχή του Σκρά, την ίδια εποχή, πέθανε από βρογχοπνευμονία ο εξάδελφος του Στέφανος Τσακαλώτος, Υπολοχαγός του Πυροβολικού. Ο Θρασύβουλος επανήλθε στο Στράτευμα τρεις μήνες αργότερα καθώς ανακλήθηκε το Βασιλικό Διάταγμα της αποτάξεως του και τοποθετήθηκε στη Θράκη, ενώ με απόφαση του Λεοναρδόπουλου τον ακολούθησε στην Μικρά Ασία, όπου υπηρέτησε στο Επιτελείο της Σιδηράς Μεραρχίας των Αθηνών και στη συνέχεια υπηρέτησε στη Διοίκηση της Μεραρχίας στην Ανατολική Θράκη.

Δεκαετίες 1920 & 1930

Στις 24 Δεκεμβρίου του 1920 προήχθη στο βαθμό του Λοχαγού και υπηρέτησε στο Ε' Σώμα Στρατού ως Διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου. Το 1923, σύμφωνα με τον συγγραφέα και ιστορικό Γρηγόριο Δαφνή, ο Τσακαλώτος μυήθηκε στο κίνημα των Γεωργίου Λεοναρδόπουλου, Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεωργίου Ζήρα, πληροφορία που απέρριψε [1] ο ίδιος ο Τσακαλώτος και την απέδωσε στο γεγονός της στενής προσωπική του σχέσεως με τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο. Ο Τσακαλώτος προήχθη κατ' εκλογή στο βαθμό του Ταγματάρχη στις 18 Σεπτεμβρίου του 1928 και ανέλαβε τη διοίκηση Τάγματος. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε Διευθυντής Σπουδών της 2ης πτέρυγας κατωτέρων Αξιωματικών της Σχολῆς Εφαρμογής Πεζικού. Ακολούθως φοίτησε για δύο χρόνια στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και μετά την αποφοίτηση του, τοποθετήθηκε Βοηθὸς Διοικητού της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου, ενώ διετέλεσε Διευθυντής του Γραφείου Αρχηγού στο Γενικό Επιτελείο Στρατού [Γ.Ε.Σ.].

Προήχθη κατ' εκλογή στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχου στις 20 Δεκεμβρίου του 1934 και διορίστηκε καθηγητής της Τακτικής του Πεζικού στην Ανωτέρα Σχολὴ Πολέμου, ενώ τοποθετήθηκε για έναν χρόνο ως Πρόεδρος Επιτροπής παραλαβής Υλικού Πολέμου στην Γερμανία. Προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη κατ' εκλογή στις 29 Δεκεμβρίου του 1937 και τοποθετήθηκε Διοικητής Συντάγματος του νεοσυσταθέντος Συντάγματος Ευελπίδων και υποδιοικητὴς της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Την περίοδο μέχρι το Β' Παγκόσμιο πόλεμο διετέλεσε Υποδιοικητής και Διευθυντής Σπουδών της Σχολής Αξιωματικών Στρατιωτικών Υπηρεσιών και στην συνέχεια τοποθετήθηκε Διοικητής Προκαλύψεως Αρδέας, ενώ το καλοκαίρι του 1940 λίγο πριν την επιστράτευση ορίστηκε Διευθυντὴς του Γραφείου Επιχειρήσεων του Επιτελείου του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου ο Τσακαλώτος ήταν επιτελάρχης στο Β' Σώμα Στρατού και Συνταγματάρχης επικεφαλής του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων, το οποίο διακρίθηκε στην αναχαίτιση των Ιταλών στην Ήπειρο τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Τις πρώτες ημέρες της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, ο Τσακαλώτος σύμφωνα με το συγγραφέα Κωνσταντίνο Καζάνη [2], συμμετείχε μαζί με τους συναδέλφους του, Κωνσταντίνο Δόβα, Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, Στυλιανό Κιτριλάκη, Αγαμέμνονα Φιλιππίδη και Ευστάθιο Λιώση, στην οργάνωση «Επιτροπή Συνταγματαρχών», αλλά και στην αντιστασιακή οργάνωση «Θέρος», η οποία είχε σκοπό την προώθηση αξιωματικών στη Μέση Ανατολή ή στις ανταρτικές οργανώσεις καθώς και τη συλλογή πληροφοριών. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Τσακαλώτος, ο στρατηγός Γεώργιος Μπάκος, κατοχικός υπουργός, δεν ήθελε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου κι αυτό έγινε μετά από πιέσεις των αξιωματικών και προκειμένου να εξασφαλισθεί η ενότητα του σώματος. Ο Μπάκος διόρισε διευθυντή του υπουργείου τον παλαιό υπασπιστή του Θρασύβουλο Τσακαλώτο, που ένα μήνα αργότερα «..πήρε άδεια τη αιτήσει του..».

Τον Μάρτιο του 1943, ύστερα από δύο αποτυχημένες απόπειρες, ο Τσακαλώτος διέφυγε από το Μαραθώνα και μέσω Τουρκίας κατέφυγε στη Μέση Ανατολή. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου χρόνου έφτασε στο Χαλέπι όπου κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως από το οποίο αφέθηκε ελεύθερος στις 31 του ίδιου μήνα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τους Άγγλους στο Κάιρο της Αιγύπτου και στις 4 Αυγούστου του 1943 επανεντάχθηκε στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού με το βαθμό του Συνταγματάρχου και ανέλαβε την διοίκηση του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ελλήνων στρατιωτών στην Ισμαηλία. Την 3η Ιουνίου 1944, με Διαταγή της ΙΧ Βρετανικής Στρατιάς, ανασυγκροτήθηκε η ΙΙΙ Ορεινή Ελληνική Ταξιαρχία, με Διοικητή τον Τσακαλώτο, που είχε δύναμη 3.377 άνδρες, στους οποίους περιλαμβάνονταν 213 Αξιωματικοί και 70 Ανθυπασπιστές. Ως επικεφαλής της Ταξιαρχίας διακρίθηκε κατά την εισβολή των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ιταλία και κυρίως από τις 9 μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1944 κατά την κατάληψη του Ρίμινι.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Μετά την λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου και την απελευθέρωση της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα ο Τσακαλώτος επέστρεψε στην Ελλάδα, στις 8 Νοεμβρίου 1944, επικεφαλής της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. Η Ταξιαρχία ήρθε στην Ελλάδα από την Ιταλία χωρίς τα πυροβόλα και τα Carrier της και στρατωνίστηκε στο στρατόπεδο του Γουδιού. Στη δύναμη της υπήχθη και το 6ο Τάγμα Φρουρών που είχε έλθει από τη Μέση Ανατολή στα τέλη Νοεμβρίου. H Ταξιαρχία έφτασε με πλοίο στον Πειραιά και διανυκτέρευσε στο ύπαιθρο έναντι του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι. Στη συνέχεια με αυτοκίνητα μεταφέρθηκε στο Ρουφ και από κει στην Αθήνα [3] όπου την υποδέχθηκε ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο Άγγλος Στρατηγός Σκόμπυ, Αρχηγός ΓΕΣ, Στρατηγός Κωνσταντίνος Βεντήρης, ο Στρατηγός Οθωναίος και ο Στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Το ίδιο βράδυ ο Γεώργιος Παπανδρέου υποδέχθηκε τον Τσακαλώτο με τα λόγια: «Η Ελλάς δι’ υμών επανηύρε την θέσιν μεταξύ των Συμμάχων, την οποίαν είχε απωλέσει. Σας ευχαριστώ».

Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ο συνταγματάρχης Τσακαλώτος, εξέδωσε την ακόλουθη ημερήσια διαταγή που απευθυνόταν στον ΕΛΑΣ:
«Αδελφοί.
Η Ταξιαρχία εκπλήρωσασα την εντολήν του Ελληνικού λαού επολέμησε τους Ούνους εις Ιταλίαν αφού ήδη είχε πολεμήσει εις Αφρικήν. Η Ταξιαρχία αποτελείται εν τω συνόλω της από Έλληνας πόσης γής και ιδεολογίας μοναδικής μιας και μονής «Ελληνικής». Καίτοι ελυπήθηκε διότι είδε ότι ετίθετο εν αμφιβόλω η στρατιωτική της υπόστασις και κατεύθυνσις και υβρίσθη και υβρίζεται τιθεμένη ως σύνθημα αγώνων ενώ έπρεπε να τεθή ως σύνθημα παραδειγματισμού θρησκευτικού εκτελέσεως καθήκοντος, εν τούτοις διαρκώς αυτοπεριορίζεται ίνα μη δώση αφορμήν ούτε διά της παρουσίας της. Δεν υπάρχει περίπτωσις παρά μόνον υποχωρήσεις και ουχί προκλήσεως. Έχει ως σύνθημα την ένωσιν και την δόξασμενην Ελλάδα. Παρά ταύτα ευρίσκεται αντιμέτωπη σας. Είναι η υποχρέωσίς της προς την Ελλάδα Απ' αυτής της στιγμής η Ταξιαρχία υπάγεται εις άλλην αρμοδιότητα. Ως Διοικητής όμως της Ταξιαρχίας τούτες σας εξορκίζω, καίτοι δεν έχω προς τούτο αρμοδιότητα, μη αναγκάζητε τους στρατιώτες να στρύψωσι τα όπλα εναντίον σας. Είναι στρατιώται θα εκτελέσουν το καθήκον τούς και ουδέποτε απέτυχον. Προς Θεού μη προκαλείτε αδελφοκτόνον αγώνα Μη ακούτε τους ολίγους εγκληματίας. Οι Βούλγαροι σαρκάζουν. Κοντά σας Γερμανοί. Ιταλοί και Βούλγαροι επωφελούνται. Τούτο το γνωρίζομεν όλοι μας και τίποτε δεν θα εμποδίση τους στρατιώτας να υπερασπίσουν την Ελλάδα, διότι ούτω την υπερασπίζωνται έναντι των Βουλγάρων.
Αδελφοί,
Μη εξωθήτε τους στρατιώτας εις αδελφοκτόνον αγώνα. Αυτοί θα εκτελέσουν το καθήκον τους Σας εξορκίζω όμως μη τους ωθήτε. Η Ταξιαρχία είναι κατ' εξοχήν Ελληνική, μόνον Ελληνική και καθαρώς Ελληνική, μη γνωρίζουσα παρά ένα κόμμα: «Την Ελλάδα». Υπέρ αυτής θα δώσουν την ζωήν τους.» [4]

Δεκεμβριανά

Το Δεκέμβριο του 1944, ο Τσακαλώτος και η Ταξιαρχία υπερασπίστηκαν και διέσωσαν την πρωτεύουσα της Ελλάδος από την επικράτηση των κομμουνιστικών συμμοριών. Στη σύσκεψη της 11ης Δεκεμβρίου 1944, στον στρατώνα «Παραπηγμάτων» -περίπου όπου σήμερα βρίσκεται το Μέγαρο Μουσικής, ο Τσακαλώτος διαφώνησε με τον Άγγλο στρατηγό Σκόμπυ όταν εκείνος αποφάσισε κι ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθούν στο δέλτα του Φαλήρου και θα εγκαταλείψουν το κέντρο της πρωτεύουσας, οι υπό τη διοίκηση του δυνάμεις, ελληνικές και βρετανικές. Ο Τσακαλώτος, ως διοικητής της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, αντέδρασε και ανακοίνωσε στους Βρετανούς την απόφαση του, τεκμηριωμένη με στρατιωτικά επιχειρήματα που αργότερα παρέδωσε και γραπτώς στον Σκόμπυ, να παραμείνει στο κέντρο των Αθηνών η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Την επομένη ημέρα όταν έφθασαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο υπουργός για θέματα Μεσογείου, μετέπειτα πρωθυπουργός της Αγγλίας, Μακ Μίλαν και επαναλήφθηκε η σύσκεψη, η απόφαση του Σκόμπυ ανακλήθηκε. Αυθημερόν εκδόθηκε νέα διαταγή η οποία όριζε ότι οι αμυνόμενοι έπρεπε να κρατήσουν τη διάταξη των δυνάμεων τους με κάθε κόστος και αποφασίστηκε η αερομεταφορά της βρετανικής 4ης Μεραρχίας από την Ιταλία, ώστε να συντριβούν οι ένοπλες κομμουνιστικές συμμορίες που δρούσαν, τρομοκρατούσαν και κατείχαν το κέντρο των Αθηνών.

Μετά τα Δεκεμβριανά, ο Τσακαλώτος ανέλαβε την διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας Αθηνών. Προσήλθε και κατέθεσε ως μάρτυρας του Ιωάννη Ράλλη στο δικαστήριο δοσιλόγων [5], ενώ υπερασπίστηκε ανοικτά τον στρατηγό Τσολάκογλου, για τον οποίο υποστήριξε ότι υπήρξε εθνικός ήρωας κι αυτός που διασφάλισε την ενότητα του Ελληνικού Στρατού. Ο Τσακαλώτος είχε θετική άποψη για τα Τάγματα Ασφαλείας κι έγραψε ότι «...Επροπηλακίσθησαν, υβρίσθησαν, αφωρίσθησαν τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Δεν ομιλώ δια τας κακούργους εξαιρέσεις, ομιλώ δια το σύνολον των πατριωτών, τους οποίους διοικούσαν διακεκριμένοι αξιωματικοί, όπως ο συνταγματάρχης υποδιοικητής και κατά το τέλος διοικητής της V Μεραρχίας Κρητών Παπαδόγκωνας, ευρών, ο ήρως ούτος του εξαμήνου Αλβανικού αγώνος, τον θάνατον κατά τα «Δεκεμβριανά», εγγύς του Σ. Διοικήσεως της Ταξιαρχίας του Ρίμινι, από σφαίραν Βουλγαροκομμουνιστών...». Στην μάχη των Αθηνών οι κομμουνιστικές συμμορίες εστράφηκαν κατά των οικιών Αξιωματικών της Ταξιαρχίας με πρώτη την οικία του Τσακαλώτου, την μοναδική του περιουσία και την κατέστρεψαν αφού την ελεηλάτησαν.

Συμμοριοπόλεμος

Ο Τσακαλώτος αναφερόμενος στην επίθεση των κομμουνιστικών συμμοριών στον σταθμό της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο του νομού Πιερίας, γράφει ότι «....Τη νύχτα της 30ής προς την 31ην Μαρτίου του 1946... {...} ... εις το Λιτόχωρον ήρχισεν η μάχη του έθνους». Στις 22 Νοεμβρίου του 1949, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκρηξη της ένοπλης κομμουνιστικής ανταρσίας προήχθη σε υποστράτηγο κατ' απόλυτη επιλογή και ανέλαβε την διοίκηση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων καθώς και αναπληρωτής Υπαρχηγὸς Γενικου Επιτελείου Στρατού. Στις 25 Νοεμβρίου του 1947, ενώ ο Χριστόδουλος Τσιγάντες ήταν σε αναρρωτική άδεια, ο τότε Υποστράτηγος Τσακαλώτος ως Αναπληρωτής Υπαρχηγός του Γ.Ε.Σ., υπέβαλε πρόταση προαγωγής του στο βαθμό του Υποστρατήγου «Κατ' απόλυτον εκλογήν». Τον Φεβρουάριο του 1948 ο Τσακαλώτος με τρεις μεραρχίες εκκαθάρισε τον Κορινθιακό κόλπο, τη Δυτική Στερά Ελλάδα ως τον Αχελώο ποταμό, ανατολικά ως τον Σπερχειό ποταμό και το όρος Τυμφρηστός και βόρεια ως τον Παρνασσό, όπου ήταν το ορμητήριο των ενόπλων κομμουνιστικών συμμοριών και τους κατάφερε σοβαρότατα πλήγματα. Στις 25 του ίδιου μήνα ανέλαβε διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, για να προχωρήσει τις εκκαθαρίσεις θυλάκων των ενόπλων συμμοριτών στην Πελοπόννησο και στις 3 Απριλίου του ίδιου χρόνου προήχθη σε Αντιστράτηγο κατ' απόλυτη επιλογή.

Στις 8 Ιουλίου 1948 ο τότε Λοχαγός Στυλιανός Παττακός ήταν μέλος του Στρατοδικείου που στις 23 Ιουλίου τα μεσάνυχτα καταδίκασε σε θάνατο 48 πολίτες [6] [7] [8], δεκαέξι από τους οποίους εκτελέστηκαν, μεταξύ τους η φιλόλογος Ευτυχία Πρίντζου [9] [10], γραμματέας της Νομαρχιακής επιτροπής Ιωαννίνων του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Η Πρίντζου έδωσε και το όνομά της στην υπόθεση καθώς ανήκε σε επιφανή αστική οικογένεια των Ιωαννίνων. Αρμόδιοι για την ανατολή εκτελέσεως της αποφάσεως 253/1948 του Εκτάκτου Στρατοδικείου ήταν οι Τσακαλώτος, τότε Διοικητής του Α' Σώματος Στρατού και ο Ανδρέας Μπαλοδήμος, Διοικητής της VIII Μεραρχίας. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1948 ο Τσακαλώτος με το επιτελείο του αναχώρησε για την Πελοπόννησο, παίρνοντας μαζί του την 9η Μεραρχία.

Επιχείρηση «Περιστερά»

Η επιχείρηση που αποτέλεσε πρόταση του αντιστρατήγου του Α' Σώματος Δημητρίου Γιατζή και την επεξεργάστηκαν αξιωματικοί του Γ.Ε.Σ., άρχισε στις 5 Δεκεμβρίου του 1948 κι είχε διάρκεια έως τις 30 Ιανουαρίου του 1949. Σκοπός της ήταν η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τις ένοπλες συμμορίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Πριν την έναρξη της υπήρχαν στην περιοχή η 72η Ταξιαρχία, 14 Τάγματα ελαφρού πεζικού, 3 Τάγματα Χωροφυλακής, δύο Μοίρες Λ.Ο.Κ., ένα θωρακισμένο Σύνταγμα αναγνωρίσεως και μια Πυροβολαρχία. Με την έναρξη της μεταφέρθηκαν από το Βίτσι η 9η Μεραρχία με διοικητή τον Στυλιανό Μανιδάκη, δύο Μοίρες Λ.Ο.Κ., ένα Σύνταγμα Πεδινού, μια Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού κι ένας Λόχος Μηχανικού, ενώ επιστρατεύτηκαν μια Μοίρα Στόλου, την οποία αποτελούσαν αντιτορπιλικά και αρματαγωγά, καθώς και δύναμη Αεροπορίας. Η συνολική δύναμη αποτελούνταν από 40 χιλιάδες άνδρες.

Τη διεύθυνση ανέλαβε ο στρατηγός Τσακαλώτος και τη στρατιωτική διοίκηση είχε ο στρατηγός Πετζόπουλος. Αρχικά υπήρξε πλήρης απομόνωση της Πελοποννήσου από την υπόλοιπη Ελλάδα, και η είσοδος ή η έξοδος γίνονταν μόνο με την άδεια της Αστυνομίας ή των στρατιωτικών δυνάμεων. Ο στόλος εμπόδιζε τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό και στα λιμάνια γινόταν ενδελεχής έλεγχος των ταξιδιωτών και των φορτίων. Σε διαταγή που εξέδωσε ο στρατηγός Θωμάς Πετζόπουλος στις 18 Δεκεμβρίου 1948 ανέφερε: «Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27-12-48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού». Στις 19 Δεκεμβρίου του 1949 ο Τσακαλώτος έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο για την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους κομμουνιστές αντάρτες.

Στις 28 Δεκεμβρίου 1948 ο στρατηγός Θωμάς Πετζόπουλος τηλεγράφησε στην Καλαμάτα:

«Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω ουδείς κομμουνιστής δέον παραμείνη ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαρωτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθήτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι». Ανάλογο ήταν και το τηλεγράφημα του στην Πάτρα: «Ανακοινώσατε αστυνομικόν διευθυντήν Πατρών κάτωθι διαταγήν μου. Αναφερθείς αριθμός συλληφθέντων εν Πάτραις 63 προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν και τον θεωρώ απαράδεκτον. Φαίνεται ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι δεν αντελήφθησαν ότι εκκαθάρισις αστικών κέντρων και γενικώς μετόπισθεν στρατού από κομμουνιστικά στοιχεία αποτελεί ύψιστον εθνικόν καθήκον και ανάγκην...» [11] [12]. Ο Στρατηγός Τσακαλώτος τις νύκτες της 28ης και 29ης Δεκεμβρίου συνέλαβε 4.500 άτομα και πριν επέμβει η Κυβέρνηση, είχε αποστείλει περί τους 2.500 με αρματαγωγά στη Μακρόνησο και το Τρίκκερι, ενώ οι υπόλοιποι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως [13].

Ο στρατηγός Τσακαλώτος γράφει:

«.....η πληροφορία των συλλήψεων μετεδόθη αμέσως εις Αθήνας και οι πολιτικοί παράγοντες εκινητοποιήθησαν προς πάσας τας κατευθύνσεις να ματαιώσουν τας συλλήψεις. Τα τηλέφωνα του Στρατηγείου του Σώματος Στρατού ήρχισαν να κωδωνίζουν συνεχώς. Το Αρχηγείον Χωροφυλακής εζήτη να αποκεφαλίση τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, το ΓΕΣ εζήτη τον λόγον πώς και διατί ανελήφθη αυτή η πρωτοβουλία, άνευ υπολογισμού των συνεπειών κλπ., διάφοροι παράγοντες των κομματαρχών πασάδων της Πελοποννήσου είχον συγκεντρωθή εις την εξώπορταν του στρατοπέδου, κρατούντες καταλόγους συλληφθέντων προσώπων, φίλων των εν κυβερνήσει υπουργών και απαιτούντες την άμεσον απόλυσίν των. Το Επιτελείον του Σώματος και ειδικώς ο αρχηγός του Α` Κλάδου, συντ/ρχης τότε, Κετσέας Γρ., μη θέλων να επικοινωνήση τηλ/κώς με τον διοικητήν του Σώματος Στρατού, διά να αναφέρη τα συμβαίνοντα και να ζητήση διαταγάς και αφ' ετέρου αντιλαμβανόμενος ότι θα έπρεπε να τον απαλλάξη από τας πιέσεις που ασφαλώς θα υφίστατο εις Αθήνας, απεφάσισε να δημιουργήση κατάστασιν αδυναμίας επεμβάσεως εις οιονδήποτε μέχρις ότου αποπλεύσουν τα πλοία. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΝ 500 ΜΕΤΡΩΝ. Καθησύχασε τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, ο οποίος εφαίνετο στενοχωρημένος και διέταξε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς μου, ήτοι την αναχώρησιν οπωσδήποτε των πλοίων προ του μεσονυχτίου και την αποστολήν σήματος αφίξεως εις Μακρόνησον... Το απόγευμα της επομένης, ελήφθη σήμα των πλοίων ότι έφτασαν εις Μακρόνησον και απεβίβασαν συλληφθέντας. Διέταξε την αποκατάστασιν της τηλεφωνικής γραμμής και ανέφερε εις ΓΕΣ, δι' εκτάκτου δελτίου, τη σύλληψιν και μεταφοράν εις Μακρόνησον. Το ΓΕΣ και οι εν Αθήναις πολιτικοί, μη γνωρίζοντες τη μεταφοράν εις Μακρόνησον, αλλά νομίζοντες ότι οι συλληφθέντες κρατούνται εις Πελοπόννησον, ήλπιζαν ότι θα επιτύγχανον την απόλυσίν των. Οταν επληροφορήθησαν ότι είχον ήδη μεταφερθή εις Μακρόνησον, εξέσπασαν εις εντόνους διαμαρτυρίας, αλλά ήτο πλέον αργά, διότι ουδείς ετόλμα, εν όψει των περιστάσεων και της πιέσεως των Αμερικάνων, να αναλάβη την ευθύνην της μεταφοράς των πάλιν εις Πελοπόννησον...» [14]. 

Στις 29 Ιανουαρίου του 1949, ολοκληρώνοντας την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τις ένοπλες συμμορίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, ο στρατηγός Τσακαλώτος παρέδωσε τη διοίκηση των δυνάμεων της περιοχής στον στρατηγό Πετζόπουλο.

Τελική αναμέτρηση

Στις αρχές του 1949 ο Τσακαλώτος ανέλαβε την διοίκηση του Β' Σώματος Στρατού το οποίο συμμετείχε στις μάχες που οδήγησαν στην νίκη του εθνικού Στρατού κατά των κομμουνιστικών συμμοριών στο Γράμμο και το Βίτσι και απέπεμψε όλο το επιτελείο του Σώματος. Ο Αλέξανδρος Παπάγος παρά την αντιπάθεια που έτρεφε για τον Τσακαλώτο, η οποία ήταν αμοιβαία, του ανέθεσε τον Ιανουάριο του 1949 την αποστολή της ανακαταλήψεως του Καρπενησίου. Στις 14 Απριλίου 1949 η κομμουνιστική «κυβέρνηση» των βουνών υπό τον Μήτσο Παρτσαλίδη, με υπουργό τον Σλάβο Πασκάλ Μητρόφσκυ ανακοίνωσε ότι παραχωρεί γενική αμνηστία σε όλους τους αντιπάλους της που θα καταθέσουν τα όπλα, εκτός από τους «αρχιεγκληματίες», όπως τους χαρακτήριζε. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου με αριθμό 22 της κυβερνήσεως του βουνού, «Έχοντας υπ” όψη την από 23 Δεκεμβρίου 1947 ιδρυτική Πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, Αποφασίζουμε....Άρθρο 1...«Άμνηστεύονται όλα τα πολιτικά και κοινά αδικήματα που διαπράχθηκαν από οιοδήποτε πρόσωπο μέχρι σήμερα. Εξαιρούνται μόνο οι αρχιεγκληματίες: 1) Παύλος Γλύξμπουργκ, 2) Φρειδερίκη Γλύξμπουργκ, 3) Αλέξανδρος Παπάγος, 4) Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 5) Θωμάς Πετζόπουλος, 6) Θεμιστοκλής Σοφούλης, 7) Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, 8) Κωνσταντίνος Ρέντης, 9) Σπύρος Μαρκεζίνης, 10) Σοφοκλής Ελευθ. Βενιζέλος, 11) Παναγιώτης Κανελλόπουλος, 12) Ναπολέων Ζέρβας, 13) Στυλιανός Γονατάς, 14) Γεώργιος Παπανδρέου, 15) Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, 16) Αλέξανδρος Διομήδης, 17) Γεώργιος Πεσματζόγλου, 18) Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης.....» ενώ το άρθρο 2 όριζε ότι «...Η αμνηστία δεν ισχύει για πρόσωπα, που συνεχίζουν την αντιλαϊκή εγκληματική δράση τους…».

Στις 10 Ιουνίου του 1949 άρχισε η μάχη του Γράμμου και κύρια επιδίωξη του Ελληνικού στρατού ήταν η κατάληψη του πύργου της Στράτσανης και του υψώματος Κλέφτης. Στις 28 Ιουλίου ο Τσακαλώτος με τις 74, 71 και 42 Ταξιαρχίες επιτέθηκε κατά του υψώματος Κλέφτης και την 1η Αυγούστου πάτησε την κορυφή του. Η εφαρμογή της τρίτης φάσεως του σχεδίου «Πυρσός» αποσκοπούσε στο να φραχθούν τα σύνορα της Ελλάδος με την Αλβανία, προκειμένου να κυκλωθούν οι δυνάμεις των ένοπλων συμμοριτών. Η εξόρμηση άρχισε από την Κόνιτσα στις 2 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε στις 6 του ίδιου μήνα με επιτυχία. Στος 8 Αυγούστου άρχισε η επίθεση στο όρος Βίτσι το οποίο κατελήφθη και οι δυνάμεις του στρατού επικεντρώθηκαν στο Γράμμο. Ο Νίκος Ζαχαριάδης διέταξε τους ένοπλους συμμορίτες να αμυνθούν με κάθε τρόπο και να κρατήσουν τμήμα στο Γράμμο, ώστε να έχουν διαπραγματευτική δύναμη.

Στις 24 Αυγούστου 1949 ο Στρατηγός Ανδρέας Καλλίνσκης, Διοικητής της 3ης Μεραρχίας Καταδρομών τηλεγράφησε στις Ταξιαρχίες του το ακόλουθο μήνυμα: «Εδώ ΑΣΤΗΡ-ΔΟΞΑ-ΙΣΚΙΟΣ-Ομιλεί ο ΚΡΟΝΟΣ: «Σας μεταφέρω μήνυμα του Σωματάρχη Θρασύβουλου Τσακαλώτου. Αύριο, σημείο Κατευθύνσεως το εκκλησάκι της Παναγίας Γράμμος υψόμετρο 2520.», δίνοντας το σύνθημα για την ολοκληρωτική επικράτηση του Εθνικού Στρατού επί των συμμοριών των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Στις 26 Αυγούστου ο Τσακαλώτος εξακόντισε την 9η Μεραρχία και πέτυχε να υπερκεράσει τις ένοπλες κομμουνιστικές συμμορίες κατα μήκος των Αλβανικών συνόρων. Η Μεραρχία κατέλαβε τη διάβαση Πορτά Οσμάν αποκόπτοντας τους συμμορίτες από το Αλβανικό έδαφος. Το ίδιο βράδυ η Μεραρχία άναψε φωτιές κατά μήκος της συνοριακής γραμμής με την Αλβανία, σημάδι ότι ο συμμοριτοπόλεμος τελείωσε, ενώ το πρωί της 27ης Αυγούστου κατελήφθη η κορυφή Κάμενικ και οι αντάρτες εξαφανίστηκαν από την οροσειρά της Πίνδου. Στο τέλος του ίδιου μήνα αυτού του χρόνου οι Έλληνες Καταδρομείς ύψωσαν την Ελληνική Σημαία στον Γράμμο.

Δεκαετία του '60-Αποστρατεία

Με το τέλος του συμμοριακού αγώνα ο Τσακαλώτος απεστάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου επισκέφθηκε όλα τα Κέντρα Εκπαιδεύσεως και τα Στρατιωτικά Σχολεία, προκειμένου να ενημερωθεί στις σύγχρονες στρατιωτικές μεθόδους και κατά τιμητική παραχώρηση μίλησε στους σπουδαστές και εκπαιδευόμενους. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε καθήκοντα ως Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Επισκέφθηκε την πρώτη γραμμή στον πόλεμο της Κορέας, ο μοναδικός από όλους τους διοικητές του στρατού των κρατών που συμμετείχαν στον Πόλεμο, εκτός από τον Στρατάρχη Αλεξάντερ, ο οποίος επισκέφθηκε το μέτωπο, όπου του ανατέθηκε -τιμής ένεκεν- να επιθεωρήσει όλες τις μονάδες, μεταξύ τους και η Τουρκική, και να συνομιλήσει με τους αξιωματικούς και τους οπλίτες τους. Στην Κορέα του απονεμήθηκε ο τίτλος του Μέλους τής 8ης Αμερικανικής Στρατιάς, ενώ μετά από εντολή του βασιλιά της Ελλάδος παρασημοφόρησε τις πολεμικές σημαίες των ταγμάτων μας.

Στις 29 Μαΐου του 1951 ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος παραιτήθηκε από τη θέση του στο στρατό και υπέβαλλε την παραίτηση του στον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο ανακοινώνοντας την πρόθεση του να πολιτευθεί, όμως σε συνάντηση που είχε στα ανάκτορα τον Ιούλιο του 1951 φέρεται να είχε υποσχεθεί το αντίθετο. Τελικά στις 6 Αυγούστου ανακοίνωσε την ίδρυση του κόμματος «Ελληνικός Συναγερμός». Ο βασιλιάς Παύλος θεώρησε ότι εξαπατήθηκε από τον Παπάγο και διέταξε τον Τσακαλώτο, ο οποίος στις 31 Μαΐου ορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού [Γ.Ε.Σ.] και Διοικητής Στρατού, να προχωρήσει στη σύλληψη του Παπάγου. Ο Τσακαλώτος επέστησε την προσοχή του Βασιλιά, η διαταγή του οποίου προκάλεσε την εκδήλωση κινήματος των αξιωματικών, μεταξύ τους οι Χρηστέας και Ταβουλάρης, της οργανώσεως «Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών», [«Ι.Δ.Ε.Α.»], που κατέλαβαν τα γραφεία του «Γ.Ε.ΕΘ.Α.», του «Γενικού Επιτελείου Στρατού», [«Γ.Ε.Σ.»], καθώς και τις εγκαταστάσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, όμως ο Παπάγος το πρωί της 31 Μαΐου παρενέβη και διέταξε τους αξιωματικούς να εγκαταλείψουν την προσπάθεια κινήματος.

Ο Τσακαλώτος φέρεται ότι ήταν αυτός που αποκάλυψε την δράση της οργανώσεως Ι.Δ.Ε.Α., [Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών], στον τότε υπουργό Στρατιωτικών Σοφοκλή Βενιζέλο πράξη που τον έφερε σε ρήξη με τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στην οργάνωση αλλά και με τον Αλέξανδρο Παπάγο. Ο Τσακαλώτος αποστρατεύθηκε με αίτηση του στις 20 Νοεμβρίου 1952 με τον βαθμό του αντιστρατήγου, δύο ημέρες μετά την ορκωμοσία της κυβερνήσεως Παπάγου και του απονεμήθηκε το τίτλος του Επίτιμου Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Διπλωματική δράση

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως πρωθυπουργός διόρισε τον Τσακαλώτο πρέσβη [15] της Ελλάδας, από τις 12 Δεκεμβρίου 1957 έως τις 21 Δεκεμβρίου του 1959, στο Βελιγράδι. Από την θέση αυτή, ο Τσακαλώτος έθεσε στον πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο, τις ανησυχίες της Ελλάδας για την μετονομασία της προπολεμικής επαρχίας των Σκοπίων σε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όμως οι προσπάθειες του ήταν ατελέσφορες, καθώς προσέκρουσαν στα ανοίγματα της κυβερνήσεως Καραμανλή προς την γιουγκοσλαβική ηγεσία, όμως κατόρθωσε την υπογραφή ένδεκα συμβάσεων μεταξύ των δύο κρατών. Το Δεκέμβριο του 1959 υπέβαλλε την παραίτηση του, παρά την επιθυμία της Ελληνικής κυβερνήσεως καθώς θεώρησε ότι η αποστολή του ολοκληρώθηκε. Στις 15 Ιουλίου 1967, ο στρατηγός Τσακαλώτος μετέφερε με πολεμικό σκάφος στη γενέτειρά του, μέσα σε μεταλλικό κουτί, τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τα οποία το 1865 μεταφέρθηκαν από την Ακρόπολη και είχαν ενταφιασθεί στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Διακρίσεις

Ο Γεώργιος Παπανδρέου χαρακτήρισε τον στρατηγό Τσακαλώτο ως «Στρατιώτη της Ελλάδος». Ο Τσακαλώτος, που ήταν επίτιμος Πρόεδρος στο Εθνικό ίδρυμα Αμύνης, τιμήθηκε με Ελληνικά παράσημα, μετάλλια, αναμνηστικά καθώς και με διάφορες ξένες τιμητικές διακρίσεις, μετάλλια και παράσημα. Μεταξύ τους:

  • Αργυρούς Σταυρός Σωτήρος,
  • Χρυσούς Σταυρός του Βασιλικού Τάγματος Γεωργίου του Α',
  • Σταυρός του Ταξιάρχου του Βασιλικού Τάγματος Φοίνικος,
  • Ταξιάρχης του Τάγματος του Σωτήρος, [για τη δράση του στη Μέση Ανατολή, μαζί με τους συνταγματάρχες,Παυσανία Κατσώτα και Χριστόδουλο Τσιγάντε ] από τον Βασιλιά Γεώργιο Β' και για δευτερη φορά απο τον Αρχιεπίσκοπο και Αντιβασιλέα Δαμασκηνό για την επιτυχή διοίκηση κατά την μάχη και την απελευθέρωση των Αθηνών απὸ τις κομμουνιστικές συμμορίες το 1944.
  • Σταυρός Ανωτέρων Ταξιαρχών του Φοίνικος μετά Ξιφών,
  • Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος μετά Ξιφών,
  • Μεγαλόσταυρος του Γεωργίου Α' μετά Ξιφών,
  • Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Δ' τάξεως,
  • Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Γ' τάξεως,
  • Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Β' τάξεως,
  • Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Α' τάξεως,
  • Χρυσό Αριστείο Ανδρείας,
  • Πολεμικός Σταυρός Α' τάξεως,
  • Πολεμικός Σταυρός Β’ τάξεως,
  • Πολεμικός Σταυρός Β' τάξεως (Προσθήκη στέμματος),
  • Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων,
  • Διασυμμαχικό Νίκης,
  • Αναμνηστικό 1940-41,
  • Αναμνηστικό Αφρικής,
  • Ταξιάρχης διακεκριμμένων πράξεων Αγγλίας D.S.O.,
  • Ιππότης Τάγματος Μεγάλης Βρετανίας ΒΕΟ,
  • Ταξιάρχης διακεκριμένων Πράξεων Αμερικής,
  • Ταξιάρχης Ανωτάτης Αξίας Κορέας,
  • Ταξιάρχης Ανώτατος του Αγίου Μάρκου,
  • Μεγαλόσταυρος του Παναγίου Τάφου,
  • Χρυσούς Σταυρός με άλυσσον του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,
  • Μεγαλόσταυρος Γιουγκοσλαβίας,
  • Χρυσούς Σταυρός Αγίου Παύλου,
  • Ανὡτατο Στρατιωτικό Παράσημο Γιουγκοσλαβίας,
  • Ανώτατο Στρατιωτικό Παράσημον τής Αυτοκρατορικής Ρωσίας,
  • Χρυσούς Μεγαλόσταυρος τής Στρατιωτικής Τιμής Ενώσεως Απομάχων Αμερικής,
  • Ταξιάρχης του Τιμίου Σταυρού του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α', Πρώτου Σταυροφόρου του Χριστιανισμού στην Αφρική.

Συγγραφικό έργο

Το συγγραφικό έργο του Τσακαλώτου, που αποτελείται από μελέτες, βιβλία ιστορικού περιοχεμένου και ένα δίτομο έργο μορφής απομνημονευμάτων, αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την νεότερη Ελληνική Ιστορία. Έγραψε και δημοσίευσε τα έργα:

  • «Στρατιωτικά πνευματικά θέματα», το 1953,
  • «Tα Γιάννενα ως ακατάβλητος δύναμις εις τρεις ιστορικούς σταθμούς τoυ αγώνος του Ελληνικού Έθνους», τυπογραφείο «Α. Ι. Βάρτσου», Αθήναι 1956, ομιλία για την επέτειο της απελευθερώσεως των Ιωαννίνων,
  • «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», δίτομο έργο το 1960, εκδόσεις «Ακροπόλεως»,
  • «Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη των ολίγων», Μάιος 1970. Στη σελίδα 106 του βιβλίου του ο Τσακαλώτος αναφερόμενος στα Τάγματα Ασφαλείας τα κατατάσσει στην πλευράν της Εθνικής Αντιστάσεως, και αναφέρει ότι «...αι υπηρεσίαι των παραμένωσει ιστορικαί...».
  • «Γράμμος», Αθήνα 1970,
  • «Δεκέμβριος 1944. Πως εσώθη η Ελλάς», το 1978, εκδόσεις Εθνικό Ίδρυμα Αμύνης.

Μνήμη Τσακαλώτου

Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος φοίτησε σε όλα τα Στρατιωτικά Σχολεία καὶ διετέλεσε καθηγητής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στις Σχολές Επιτελών και στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου. Υπήρξε υποστηρικτής της συντηρητικής δεξιάς και μαχητικός αντικομμουνιστής. Σε απόσπασμα από κείμενα του που δημοσιεύθηκαν στην Αθηναϊκή εφημερίδα «Ακρόπολις», έγραψε: «...Αξίζει τον κόπο σαν ανακεφαλαίωση και κατανόηση της κομμουνιστικής προδοσίας, να αναγραφή το κάτωθι ημερολογιακόν μνημόνιον του μίσους του κομμουνισμού κατά της Ελλάδος, όπως ανεγράφη εις Αθηναϊκήν εφημερίδαν της 8ης Νοεμβρίου του 1958. Κανείς Έλλην δεν πρέπει να ξεχνά, μαζί με το τόσο χυθέν αίμα, τις προσπάθειες αυτές του κομμουνισμού και δεν πρέπει να πιστεύη ποτέ τις κομμουνιστικές σειρήνες...». Του προτάθηκε κατ' επανάληψη να αναλάβει Πρόεδρος Υπηρεσιακής Κυβερνήσεως [16], όπως μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν αρνήθηκε να αποδεχθεί την εντολή για λόγους ηθικής τάξης και αξιοπρέπειας.

Ο Τσακαλώτος ήταν ιδιόρρυθμος αξιωματικός που στο πεδίο της μάχης μπορούσε να εμφυσήσει τον ενθουσιασμό στους άντρες του και να ηγηθεί πολύπλοκων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον Κρις Γουντχάουζ: «...Η δυσαρμονία μεταξύ Παπάγου και Τσακαλώτου, έμοιαζε μ' εκείνη μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι... Ο Τσακαλώτος ήταν ένας εξαίρετος διοικητής για το πεδίο της μάχης, εγωιστής και παράφορος, που πίστευε πάντα πως η καρδιά κάθε στρατηγικού προβλήματος βρισκόταν στο σημείο που τύχαινε να διοικεί αυτός.... Ο Παπάγος, πάλι, ήταν ένας έξοχος επιτελικός αξιωματικός, αξεπέραστος στο λογιστικό σχεδιασμό και στους ακριβείς υπολογισμούς, αυθεντία στην πολιτική και τη διπλωματία του πολέμου, με μικρή πείρα ανώτατης διοίκησης στο πεδίο της μάχης..» [17].

Ο Τσακαλώτος αν και του παραχωρήθηκε έκταση στην περιοχή του σημερινού Δήμου Παπάγου, έζησε τη ζωή του σε τριάρι διαμέρισμα σε πολυκατοικία της οδού Αλεξάνδρου Σούτσου 17 κοντά στην πλατεία Μαβίλη στην Αθήνα. Μετά την μεταπολίτευση, την πτώση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 και την άσκηση διώξεως σε βάρος των φερόμενων ώς πρωταιτίων, ο Τσακαλώτος προτάθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως από τον Στυλιανό Παττακό. Στις 23 Μαΐου 1984 στην οικία του και μετά από πρωτοβουλία του συγγραφέα Πέτρου Μακρή, ο Τσακαλώτος δέχθηκε και συναντήθηκε με τον Μάρκο Βαφειάδη, μετέπειτα βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και δήθεν στρατηγό των κομμουνιστικών ενόπλων συμμοριών της περιόδου 1946-49, σε μια μάταιη επίδειξη ηρωικού πνεύματος, ηθικού μεγαλείου και πατριωτικής ανωτερότητος. Η συνάντηση τους έγινε μπροστά στις κάμερες της κρατικής Ιταλικής τηλεοράσεως [R.A.I.]. Ένα χρόνο αργότερα και λίγες ημέρες πριν τις Ελληνικές εκλογές εκείνου του χρόνου, ο Τσακαλώτος τάχθηκε υπέρ του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος και δήλωσε ότι αισθάνεται τον Ανδρέα Παπανδρέου ως αδελφό του. Μακρινός συγγενής του, συγκεκριμένα εγγονός πρώτου εξαδέλφου του, είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, υπουργός των Κυβερνήσεων του Αλέξη Τσίπρα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Θρασύβουλος Ι. Τσακαλώτος, «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήνα 1960, εκδόσεις «Ακροπόλεως», σελίδα 66η.]
  2. [Κωνσταντίνος Καζάνης, «Θα ζήσωμε ελεύθεροι ως Έλληνες», Αθήνα 1978]
  3. Εκατοντάδες χιλιάδες αποθέωσαν την ηρωικήν μας Ταξιαρχία Εφημερίδα «Ελευθερία», Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1944, σελίδα 1.
  4. [«Αρχείο Συμμοριτοπολέμου», Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1ος τόμος.]
  5. Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Η φωνή του στρατηγού Μπάκου.
  6. [Η πολύκροτη δίκη της Πρίντζου σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, 1ο μέρος. Εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων.]
  7. Η πολύκροτη δίκη της Πρίντζου σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, 2ο μέρος. Εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων.
  8. Η πολύκροτη δίκη της Πρίντζου σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, 3ο μέρος. Εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων.
  9. [Η Πρίντζου στη διάρκεια της Κατοχής, συνελήφθη από τους Γερμανούς και σύμφωνα με όσα γράφει ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος ήταν «...Θυγάτηρ του ιατρού Πρίτζου καθηγήτρια εν τη Ιωαννίνοις παιδαγωγικής ακαδημίας, συλληφθείσα κατά τον Μάιον του 1943 ως φανατική κομουνίστρια παρά των Γερμανών και μεταχθείσα εις Θεσσαλονίκην ΑΦΕΘΗ τη προσωπική μου επεμβάσει ελευθέρα..». Το 1948 δικάστηκε για παράβαση του Α.Ν. 509 και του Γ' ψηφίσματος, δηλαδή για «προσπάθεια βίαιας ανατροπής του υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος». Το Δικαστήριο συγκροτήθηκε από τους: α) Ιωάννη Κουμπλή, Ταγματάρχη Πυροβολικού ως Πρόεδρο, β) Παναγιώτη Τσιμτσιλή, Ταγματάρχη ΣΕΜ ως μέλος, γ) Ζώη Δημήτριο, Ταγματάρχη Διαβιβάσεων ως μέλος, δ) Στυλιανό Παττακό, Λοχαγό Μηχανοκινήτων ως μέλος και ε) Κωνσταντίνο Μάνο, Λοχαγό Πεζικού ως μέλος. Βασιλικός Επίτροπος ήταν ο Ιωάννης Μοτιαρίδης Στρατιωτικός Δικαστικός Σύμβουλος Δ' Τάξεως και γραμματέας ο Χριστιάς Ευάγγελος Ανθυπολοχαγός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Οι κατηγορούμενοι στρατολογούσαν αντάρτες και παράλληλα τους βοηθούσαν με τρόφιμα και ρουχισμό. Ο Παττακός μίλησε για την υπόθεση της δίκης στις 4 Ιανουαρίου 1988, όταν νοσηλεύονταν στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο Αθηνών, σε συνομιλία του με το φιλόλογο Σπύρο Εργολάβο, συγγραφέα ενός βιβλίου, σχετικού με την υπόθεση. «…Ήμουν αξιωματικός - λοχαγός τεθωρακισμένων και υπηρετούσα στο Ακραίο. Πήρα μέρος σε πολλές μάχες από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1948, κατά την διάρκεια του Συμμοριτοπολέμου. Με διαταγή της Μεραρχίας ειδοποιήθην την προηγούμενη ημέρα της δίκης, στις 7 Ιουλίου 1948, ότι θα είμαι μέλος του Στρατοδικείου και ότι την επομένη πρέπει να παρουσιαστώ στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, όπου θα συνεδριάσει το Στρατοδικείο. Δεν είχαμε καμία προετοιμασία. Μπροστά μας υπήρχε ένας φάκελος με τις κατηγορίες εις βάρος των κατηγορουμένων. Δεν είχα υπ’ όψιν μου τίποτε για τους κατηγορουμένους, παρά μόνο ότι κατέθεσαν οι μάρτυρες και όσα στοιχεία υπήρχαν εις τον φάκελον. Θυμάμαι με πολύ θαυμασμό τον Γενικό Αρχίατρο Ιωάννη Πρίντζο. Ήταν άριστος πατριώτης και λυπήθηκα πολύ για την κόρη του. Η διαφορά ανάμεσα στις προτάσεις του Βασιλικού Επιτρόπου, [Είχε προτείνει να καταδικαστούν σε θάνατο μόνο 18 από τους κατηγορούμενους] και στην απόφαση του Στρατοδικείου [Το στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο 48 κατηγορουμένους] εξηγείται από το γεγονός ότι ο Βασιλικός Επίτροπος κάθεται εις το γραφείον του και κρίνει με βάση τα χαρτιά, ενώ οι στρατοδίκαι ζουν εις το πεδίον της μάχης, κινδυνεύουν ώρα με την ώρα να χάσουν την ζωή των, έχουν νωπά τα θύματα του πολέμου και με βάση αυτά παίρνουν τις αποφάσεις των. Μετά την απόφασιν του Στρατοδικείου δεν ασχοληθήκαμε ξανά με το θέμα. Για μερικάς εκτελέσεις επληροφορήθην αργότερα. Την ευθύνη για την εκτέλεσιν των αποφάσεων του Στρατοδικείου την είχε ο ανώτερος διοικητής της περιοχής. Αυτός εδύνατο στο διάστημα τριών ημερών από την έκδοσιν της αποφάσεως μέχρι την εκτέλεσιν, να ζητήσει αναθεώρηση της δίκης, ή να αποδώσει χάριν. Αυτά τα εδημιούργησαν οι ξένοι. Και εμάς μεν δεν μας εκινούσαν οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί. Εμείς αγωνιζόμασταν για την Πατρίδα, την Θρησκεία και την Οικογένεια. Τους άλλους όμως τους έβαζαν οι Ρώσοι. Απόδειξις ο Στάλιν που έκανε τόσα εγκλήματα….».]
  10. Κάρολος Παπούλιας, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, στη διάρκεια επισκέψεως του στα Ιωάννινα στις 2 Ιουλίου του 2016, είπε για τον στρατηγό Τσακαλώτο ότι «....κατάστρεψε τα Γιάννενα με τα διαρκή στρατοδικεία και τις αθρόες εκτελέσεις αριστερών...», φράση χαρακτηριστική της φανατικής αντικομουνιστικής τοποθετήσεως του Τσακαλώτου.]
  11. [ Θωμάς Πετζόπουλος, «1941-1950 Τραγική πορεία», σελίδες 204 και 206-207.]
  12. [Σόλωνας Γρηγοριάδης, «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος 3ος, σελίδες 345-346]
  13. [Ευάγγελος Αβέρωφ, «Φωτιά και Τσεκούρι», 4η έκδοση, σελίδα 228.]
  14. [Θρασύβουλος Τσακαλώτος, «40 Χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος 2ος, σελίδες 203-204.]
  15. Διατελέσαντες Πρέσβεις Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βελιγράδι-Ιστορία.
  16. Οι κύριοι Τσακαλώτος, Κιουσόπουλος και Γεωργακόπουλος φέρονται ως πιθανοί υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί. Εφημερίδα «Μακεδονία», 13 Σεπτεμβρίου 1964, σελίδα 1η.
  17. [Κρις Γουντχάουζ, «Struggle», σελίδα 270.]