Ιωάννης Μακρυγιάννης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, Έλληνας εθνικός αγωνιστής αγωνιστής και στρατηγός, μεγάλη μορφή της Ελληνικής εθνεγερσίας του 1821 και των πρώτων χρόνων μετά την απελευθέρωση, γεννήθηκε [1] τον Ιανουάριο του 1797 στο χωριό Αβορίτι [2], κοντά στο Λιδορίκι του νομού Φωκίδας και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, από υπερβολική εξάντληση στην Αθήνα. Κηδεύτηκε και τάφηκε με τιμές στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν παντρεμένος από το 1825, με την Αικατερίνη Σκουζέ, δευτερότοκη κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ, και απέκτησαν δώδεκα παιδιά, δέκα γιους και δύο κόρες, από τα οποία επέζησαν έξι αγόρια και τα δύο κορίτσια.

Ιωάννης Μακρυγιάννης

Βιογραφία

Ο παππούς του ονομάζονταν Τριαντάφυλλος Δημητρίου και η οικογένεια, συνοπτικά, Τριανταφυλλοδημητραίοι. Γονείς του ήταν ο Δημήτριος και η Βασιλική Τριναταφύλλου, αλλά ονομάστηκε Μακρυγιάννης (Μακρύς Ιωάννης), γιατί είχε ψηλό ανάστημα. Είχε δύο μεγαλύτερους αδελφούς, ο πρωτότοκος ονομαζόταν Ευστάθιος κι έζησε στη Λιβαδειά, ο μεσαίος αδελφός, ο Γεωργάκης Δημητρίου έζησε στο Σερνικάκι, χωριό των Σαλώνων και πολέμησε κατά την επανάσταση υπό τον Ιωάννη Μαμούρη αποκτώντας κάποιον βαθμό αξιωματικού της Φάλαγγος, ενώ είχε και αδελφές, για την τύχη των οποίων δεν υπάρχουν πληροφορίες. Όταν Ο Μακρυγιάννης ήταν ενός χρόνου οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του κι η οικογένειά του, μετά από πολλές ταλαιπωρίες στα βουνά, κατέφυγε στη Λιβαδειά.

Σε ηλικία 14 χρόνων το 1811, πήγε κι εργάστηκε στα κτήματα του συμπατριώτη του Αθανάσιου Λιδωρίκη, γραμματέα του Αλή Πασά, στην Άρτα. Από το 1814, με ένα δικό του μικρό κεφάλαιο και χρήματα που δανείστηκε, ασχολήθηκε με το εμπόριο, αλλά στη συνέχεια έδρασε και ως δανειστής χρημάτων κι έτσι στην αρχή της Επαναστάσεως είχε μια σεβαστή περιουσία. Οι οικονομικές του δραστηριότητες επικρίθηκαν από πολλούς μεταγενέστερους ιστορικούς, που τον παρουσιάζουν σαν έναν άνθρωπο καιροσκόπο, ο οποίος, προκειμένου να πλουτίσει, δεν απέφυγε και την τοκογλυφία. Στην Άρτα το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ενώ λίγο πριν την έκρηξη της, και κοντά στο Πάσχα του 1821, ήταν η εποχή που ο Μακρυγιάννης, καθώς έπρεπε ν’ ασχοληθεί με τις εμπορικές του δραστηριότητες, ετοίμαζε ένα ταξίδι για αγορές στο Μεσολόγγι και την Πάτρα. Το ταξίδι του, που έγινε δυο-τρεις μέρες πριν από την εκδήλωση της εξεγέρσεως των Πατρινών, την κατάληψη της πόλης και την πολιορκία του κάστρου της, συνδυάστηκε με το αίτημα των Φιλικών της Άρτας, του Σακελλάριου, του Κοράκη και των καπεταναίων Γώγου Μπακόλα και Σκαρμίτζου, να μάθουν περισσότερα για την κατάσταση.

Επαναστατική δράση

Αικατερίνη Μακρυγιάννη

Στην Πάτρα κίνησε τις υποψίες υποπτεύτηκαν των Τούρκων κι όταν γύρισε στην Άρτα, το μεγάλο Σαββάτο την νύχτα, ξημερώνοντας η ημέρα της Αναστάσεως, στις 10 Απριλίου 1821, τον έκλεισαν στη φυλακή απ' όπου δραπέτευσε μετά από δύο μήνες. Στην αρχή της Επαναστάσεως υπηρέτησε υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα, τον οποίο θαύμαζε. Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού και του Πέτα, το Σεπτέμβριο του 1821, όπου και τραυ­ματίστηκε. Συμμετείχε στην πολιορκία της Άρτας, τον Νοέμβριο µε Δεκέμβριο του 1821 και επικεφαλής 700 ανδρών μπήκε θριαμβευτής στην πόλη. Για ένα διάστημα έμεινε πρώτα στο Μεσολόγγι για ανάρρωση και έπειτα εμφανίστηκε ως οπλαρχηγός στα Σάλωνα. Τον Απρίλιο του 1822, παρόλο που είχε αρρωστήσει λίγο καιρό πριν, ως οπλαρχηγός 4 χωριών των Σαλώνων, επιτέθηκε εναντίον της Υπάτης, που όμως δεν μπόρεσε να πάρει απ' τους Τούρκους.

Τον Αύγουστο, όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ανέλαβε την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Στερεάς, τον όρισε αντιφρούραρχο της Ακρόπολης, με φρούραρχο το Γιάννη Γκούρα, με τον οποίο διαφώνησε και απομακρύνθηκε. Κατόπιν ορίστηκε και πολιτάρχης, αστυνόμος, της Αθήνας, δηλαδή είχε καθήκον να επιβλέπει τη δημόσια τάξη. Σύντομα ένιωσε απογοήτευση και απαξίω­ση από το φέρσιμο των Ανδρούτσου-Γκούρα τους οποίους εγκατέλειψε. Σημαντικό ρόλο σε αυτή του την απόφαση διαδραμάτισε η φιλαργυρία και η πλεονεξία του Γιάν­νη Γκούρα, που αηδίασαν τον Μακρυγιάννη. Το 1823 κατέφυγε στη Σαλαμίνα. Μαζί με το Νικηταρά εκστράτευσε στη Ρούμελη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Στην περίοδο των εμφύλιων πολέμων τάχτηκε με το μέρος της κυβέρνησης και κυνήγησε τους αντάρτες, γιατί πίστευε ότι έτσι θα ερχόταν γρηγορότερα η τάξη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Συμμετείχε στον Εμφύλιο και ονομάστηκε διαδοχικά χιλίαρχος, αντιστράτηγος και στρατηγός. Αφού έστειλε και εξασφάλισε την οικογένειά του στο Ναύπλιο, ο Μακρυγιάννης ακολούθησε «το μέρος το πατριωτικόν» στην Κόρινθο, όπου ορίστηκε νέα «Διοικητική Επιτροπή» ο Μακρυγιάννης συντάχθηκε με το νέο εκτελεστικό του Κρανιδίου στο πλευρό του Γεωργίου Κουντουριώτη, του Ιωάννη Κωλέττη [3], του Αλέξανδρου Ζαΐμη και με γραμματέα της Επικρατείας τον Αλέξανδρο Μαυρο­κορδάτο [4] και πολέμησε στις 9 και 10 Μαΐου 1824, στη Δαλαμανάρα. Το 1824 έγινε αντιστράτηγος και το 1825 πολιτάρχης Αρκαδίας, όπου επιμελήθηκε την είσπραξη των φόρων για λογαριασμό της κυβερνήσεως Κουντουριώτη. Πρόσφερε βοήθεια στους πολιορκημένους από τους Τούρκους στο φρούριο του Νεόκαστρου, μαζί με 100 άνδρες του και πολέμησε γενναία μέχρι την παράδοση του κάστρου.

Μετά την άλωση της Τριπόλεως πολέμησε τον Ιμπραήμ στη μάχη των Μύλων, στο πλευρό του Δημήτρη Υψηλάντη και του Κωνσταντίνου Μαυρομιχά­λη. Τραυματίστηκε βαριά και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να πείσει τον Γκούρα, τον Καρατάσο, τον Γάτσο και άλλους να κατέβουν στον Μοριά, να πολεμήσουν τους «αντάρτες». Το 1825 πήγε στην Ύδρα για να την προστατέψει από ύποπτες τούρκικες κινήσεις και κατόρθωσε να καθησυχάσει τα επαναστατημένα ελληνικά πληρώματα, που ζητούσαν τους μισθούς τους, πληρώνοντας με δικά του χρήματα. Το 1826 έγινε φρούραρχος της Ακροπόλεως και όταν ο Ρεσίτ πασάς Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης πολέμησε ηρωικά, ιδιαίτερα στις μάχες του Σερπετζέ, στο θέατρο Ηρώδη του Αττικού, όπου και τραυ­ματίστηκε τρεις φορές σε μια νύχτα, τη μια σοβαρά στο κεφάλι, τραύματα που τον βασάνιζαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε διάφορες επικίνδυνες αποστολές σε Αθήνα και Πειραιά.

Εποχή Καποδίστρια

Μέσα στο 1828 και μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Μακρυγιάννης διορίστηκε «Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης» και, «με τους Αθηναίους και Μισολογγίτες», εγκαταστάθηκε στο Άργος. Το 1829 εκλέχθηκε πληρεξούσιος των Αρτινών την εθνοσυνέλευση του Άργους και το 1830 έγινε χιλίαρχος, όμως έχασε το βαθμό του, καθώς ως φύση φιλελεύθερη, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τον Καποδίστρια για την αυταρχική πολιτική που ακολουθούσε. Επειδή αρνήθηκε να υπογράψει τον όρκο που έβαζε ο Καποδίστριας στους δημόσιους υπαλλήλους, τον οποίο θεωρούσε προσβλητικό, έχασε το αξίωμα του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και το βαθμό του.

Στα απομνημονεύματά του κατηγορεί τον Καποδίστρια για τη δικτατορική του πολιτική και την ανάπτυξη του χαφιεδισμού στη χώρα, ενώ υποστηρίζει ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας, προσπαθώντας να διατηρήσει την εξουσία του, υπονόμευε με κάθε μέσο την έλευση του Λεοπόλδου στην Ελλάδα, κι ότι υπέθαλπε τη ληστεία στην Πελοπόννησο. Έπειτα από είκοσι έξι μήνες υπηρεσίας αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δυνάμεως. Του προτάθηκε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου όμως αρνήθηκε.

Βασιλεία Όθωνα

Ηρώδου Αττικού Μακρυγιάννης.JPG

Όταν ήρθε ο Όθωνας στην Ελλάδα, τον υποδέχθηκε με αισιοδοξία και ο βασιλιάς τον αποκατέστησε το 1834, όμως απογοητεύτηκε όμως απ' τη βίαιη διάλυση των αντάρτικων ομάδων των αγωνιστών, την περιφρόνηση των Βαυαρών προς τους αγωνιστές και τις αδικίες που έγιναν σε βάρος τους. Ως δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, πέτυχε να εκδώσει το δημοτικό συμβούλιο ψήφισμα για την παραχώρηση απ' τον Όθωνα συντάγματος στον ελληνικό λαό. Μετά από μια περίοδο πολιτικής απραξίας (1836-1840), στην διάρκεια της οποίας αποσύρθηκε στο σπίτι του στη σημερινή περιοχή της Αθήνας που φέρει το όνομά του, και αφοσιώθηκε στη ζωγραφική εικόνων απ' τον ιερό αγώνα του '21, εμφανίστηκε και πάλι στο πολιτικό προσκήνιο και άρχισε την πολιτική κίνηση, που συσπείρωσε γύρω της τους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους άντρες και ζητούσε σύνταγμα απ' τον Όθωνα. Με την αναίμακτη εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και με τη βοήθεια του στρατού με αρχηγό τον Καλλέργη, ο Όθωνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, στη διαμόρφωση του οποίου πήρε μέρος, ενώ το 1845 εκδηλώθηκε απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του. Του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου.

Ο αγώνας του για την τήρηση του συντάγματος θεωρήθηκε ύποπτος και σε συνδυασμό με την επίσκεψη που δέχθηκε από τον Πολωνό εξόριστο δημοκράτη στρατηγό Μίλβιτς το 1852, τον κατηγόρησαν για συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του Όθωνα και την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος. Αρχικά προφυλακίστηκε και στις 16 Μαρτίου 1853, το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Η καταδίκη του Μακρυγιάννη, του αγωνιστή που τόσα πρόσφερε στην ελευθερία της πατρίδας, προκάλεσε την αγανάκτηση του ελληνικού λαού και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με διαταγή του Όθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών.

Τον έκλεισαν στις υγρές φυλακές του Μενδρεσέ, όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του αφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας. Αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη στις 2 Σεπτεμβρίου 1854, αλλά με πολύ κλονισμένη την υγεία του και εξαιρετικά αδύναμο τον οργανισμό του. Στο κίνημα εναντίον της βασιλείας του Όθωνα της 10ης Οκτώβρη 1862, ο λαός της Αθήνας θυμήθηκε τον αρχηγό του στο προηγούμενο κίνημα το 1843, πήγε στο σπίτι του και τον περιέφερε θριαμβευτικά στην πόλη. Το 1863 εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αθήνας και στις 20 Απριλίου 1869 έγινε αντιστράτηγος.

Συγγραφικό έργο

Εκτός απ' την ανεκτίμητη προσφορά του στην επανάσταση άφησε κι ένα θαυμάσιο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο. Πρόκειται για τα

  • «Απομνημονεύματα» [5],

τα οποία πήραν λαμπρή θέση στην ελληνική γραμματεία, αν και οι γραμματικές του γνώσεις ήταν ελάχιστες. Έγραψε με εξαιρετική γλαφυρότητα και σαφήνεια τις αναμνήσεις του. Άρχισε τη συγγραφή τους στις 26 Φεβρουαρίου 1829 στο Άργος, όπου είχε οριστεί Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου και συνεχίστηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν στην Αθήνα. Γύρω στο 1840, οι Αρχές υποψιάστηκαν ότι κατέγραφε γεγονότα τα οποία δεν ήθελαν να δοθούν στη δημοσιότητα. Η εξέλιξη αυτή υποχρέωσε τον Μακρυγιάννη να σταματήσει το γράψιμο και να κρύψει τα χειρόγραφά του σε ασφαλές μέρος.

Αξιολογεί πρόσωπα και γεγονότα με μοναδικό σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας. Η κριτική του δύναμη και η επιστημονική του μέθοδος είναι αυτόφυτες δημιουργικές καταβολές. Στο απέριττο ιστορικό κείμενο, που περιλαμβάνει τα γεγονότα μέχρι τον Απρίλιο του 1850, κάνει περιγραφές γεμάτες ζωντανή αφέλεια, φυσικότητα, λυρισμό και παραστατικότητα. Εκθέτει τα γεγονότα και κάνει χαρακτηρισμούς με το δικό του τρόπο και τα αναλύει όλα με το αγνό, πατριωτικό, φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα του. Το χειρόγραφο βρήκε ο Ιωάννης Βλαχογιάννης το 1901, μέσα σε έναν τενεκέ, στο υπόγειο του σπιτιού του Κίτσου Μακρυγιάννη, γιου του Γιάννη Μακρυγιάννη. Το υλικό αποτελείται από 460 σελίδες, που δεν έχουν τόνους και σημεία στίξεως, γι' αυτό και ο Ιωάννης Βλαχογιάννης κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει να αποδώσει με συνέπεια το περιεχόμενό τους. Δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1907, όμως έγιναν γνωστά και αναδείχθηκαν μέσα από τη γενιά του 1930 και ιδιαίτερα τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη.

Στο λογοτεχνικό του έργο ανήκουν επίσης το έργο

  • «Οράματα και θάματα», γραμμένο τη διετία 1851-1852.

Το τέλος του

Μετά το σύνταγμα του 1844, ουσιαστικά αποσύρθηκε από κάθε μορφής ενεργό δράση και περιορίστηκε ν’ αρθρογραφεί, δίχως να εμπλέκεται εμφανώς στα πολιτικά δρώμενα, ενώ δεχόταν σπίτι του όλο και λιγότερους επισκέπτες, κυρίως παλιούς του συναγωνιστές, καλογέρους και περιηγητές. Βασανιζόταν από τις συνέπειες των τραυμάτων τους, έμαθε να ζει με τις αρρώστιες και τις εγκεφαλικές βλάβες που του προκάλεσαν. Όμως ήταν πάντα ενημερωμένος για την επικαιρότητα. Στο κίνημα του 1848 έμεινε μακριά από κάθε άμεση ή έμμεση εμπλοκή, προβάλλοντας την κακή κατάσταση της υγείας του.

Η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του με αριθμό 218 στις 27 Απριλίου 1864 [6], είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο «Ληξιαρχείον Αθηνών 1836-2006. Ιστορικά στοιχεία και σωζόμενα αρχεία» του Ελευθερίου Σκιαδά, και έγινε από τον κτηματία Ιωάννη Ντάβαρη. Ως όνομα του νεκρού αναφέρεται το Ιωάννης Μακρη Γιάννης και ώρα θανάτου η 3η πρωινή, ενώ μάρτυρες του θανάτου ήταν οι Γεώργιος Κίτζος, Σταύρος Φιλυπήδος και την πράξη υπογράφει ο δημαρχεύων Εμμανουήλ Κουτσικάρης.

Μνήμη Μακρυγιάννη

Το τοπωνύμιο Μακρυγιάννη δόθηκε σε μια ολόκληρη περιοχή κάτω και νοτιοδυτικά της Ακροπόλεως των Αθηνών, θυμίζει την περιοχή όπου κατοικούσε ο αγωνιστής και διατηρούσε μέρος της ακίνητης περιουσία του, ενώ ο ανδριάντας του κάτω από την Ακρόπολη, κοντά στο Θέατρο του Διονύσου, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου θυμίζει τη μεγάλη προσφορά του στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Τελευταίος άνδρας απόγονος του Στρατηγού Μακρυγιάννη ήταν ο εθνικιστής φοιτητής της Νομικής Σχολής Κίτσος Μαλτέζος που δολοφονήθηκε από κομμουνιστές συναδέλφους του στη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές

  1. [«...Εγώ εγεννήθηκα έξω εις ένα χωράφι μας ονομαζόμενο Κρύα Βρύση. Είχε πάει η μητέρα μου να μαζώξη καλαμποκιές για τα ζώα και με γέννησε εκεί και με τύλιξε με τες καλαμποκιές και με πήγε εις το σπίτι....»] Ιωάννης Μακρυγιάννης, Αυτοβιογραφικό Σχεδίασμα A΄, σελίδες 467\551.
  2. [Το Αβορίτι ήταν μικρό χωριό, που το κατοικούσαν πέντε οικογένειες. Γειτόνευε με το σημερινό Κροκύλι ή Παλαιοκάτουνο, στις παρυφές των Βαρδουσίων στη βόρεια όχθη του Μόρνου, κοντά στη γέφυρα που ονομαζόταν «Στενό» και που, σήμερα, βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της τεχνητής λίμνης. Ολόκληρη εκείνη η περιοχή ήταν διαφιλονικούμενη ανάμεσα στο αρματολίκι του Πατρατζικίου και τους καπετάνιους των Κραβάρων, του Λιδορικιού και των Σαλώνων.]
  3. [Ο Μακρυγιάννης γράφει για τον Ιωάννη Κωλέττη, «...Σ' αυτά όλα έφταιγε ο Κωλέττης. Από τον Αλή Πασσά –ήταν γιατρός του Μουχτάρπασια– γνώριζε τον Δυσσέα τι νου είχε, ήταν ο καλύτερος απ' όλους τους άλλους στρατιωτικούς. Δεν μπορούσε να τον παίξει αυτόν ο Κωλέττης. Κι ήθελε να τον βγάλη από τη μέση και να κάμη τους δικούς του σκοπούς. Ο Κωλέττης είναι από τους Καλαρρύτες. Όταν χαλάστηκαν οι Καλαρρύτες από τους Τούρκους πέρασε από το Γώγο κι αλλουνούς αρχηγούς της δυτικής Ελλάδος και πήρε συστατικά εις την Κυβέρνησιν ότι γνωρίζαμε αυτόν και τον κάναμε αντιπρόσωπό μας. Οι Πελοποννήσιοι και οι άλλοι άμαθοι και άπραγοι στα πολιτικά, τότε αυτός, πανούργος, ενώθη με τους ξεκλησμένους ανθρώπους κι έπαιξε την πατρίδα όπως ήταν η όρεξή του. Μαθητής των Τούρκων και κατεξοχή του τυράγνου Αλήπασσα, τέτοια φώτα σαν εκείνου θα δώση εις την πατρίδα και τέτοια έργα να “νεργήση. Όταν κιντυνεύη η πατρίς, αυτός κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους, τους κατατρέχει αυτός και οι φίλοι του, οπούναι Αργειοπαγίτες...».] Απομνημονεύματα, κεφάλαιο τέταρτο, σελίδα 137-138.
  4. [O Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματα του, στη σελίδα 144, απαξιώνει τον ρόλο του Μαυροκορδάτου τον οποίο χαρακτηρίζει, «..ο δουλευτής ...των Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος...ο αγαπημένος των τυράγνων...».]
  5. Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη-«Απομνημονεύματα» Ολόκληρο το κείμενο του βιβλίου
  6. Ο θάνατος του Ιωάννη Μακρυγιάννη