Καφετζής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο καφετζής, [ουσιαστικό, ετυμολογία: τουρκική λέξη kahveci, η λέξη αφορά προσδιορισμό τουρκικής καταγωγής επαγγελματικού επώνυμου, όπως επίσης ζουρνατζής, χαλβατζής, εσκιντζής, δηλαδή ο παλαιοπώλης] είναι

Καφετζής
  • αυτός που πουλάει [καφέδες, ο ιδιοκτήτης ή και ο διαχειριστής καφενείου, ο καφεπώλης: «είναι πολλά χρόνια καφετζής», ενώ υπάρχει και η λαϊκή ρήση «ότι σκατά είν' ο καφετζής είναι και οι πελάτες».
(μεταφορικά) είναι αυτός που προβλέπει το μέλλον κοιτώντας τα απομεινάρια του καφέ σε φλυτζάνια που περιείχαν αφέψημά του.
  • Η καφετζού, αυτή που πουλάει καφέδες, η ιδιοκτήτρια καφενείου,
(μεταφορικά) αυτή που προβλέπει το μέλλον κοιτώντας τα απομεινάρια του καφέ σε φλυτζάνια που περιείχαν αφέψημά του: «η καφετζού κοροϊδεύει τις ευκολόπιστες γυναικούλες».

Χρονικό

Οι πρώτες μορφές καφενείων την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως στα μεγάλα αστικά της κέντρα και την Κωνσταντινούπολη, πρόσφεραν κυρίως καφέ και «τσιμπούκι» ή ναργιλέ, γλυκά και μη αλκοολούχα ροφήματα, ήδη από τον 16ο αιώνα. Ο περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή κατέγραψε το 1668 στη Θεσσαλονίκη, 348 καφενεία και άλλα παρόμοια μαγαζιά, όλα στην περιοχή του Βαρδάρη, στα οποία «....μαζεύονταν και περνούσαν τον καιρό τους συζητώντας μουσικοί, μίμοι, τραγουδιστές, γελωτοποιοί, κομψευόμενοι, ποιητές και άνθρωποι των γραμμάτων..».

Ο καφετζής έπρεπε καθημερινά να βρίσκεται στο μαγαζί από πολύ πρωί, από τις τέσσερις ή πέντε τα ξημερώματα. Στο παρελθόν υπήρξε διαδεδομένο κυρίως ως πάρεργο επάγγελμα και σπάνια ως αποκλειστική και κύρια απασχόληση, ενώ το συναντούσε κανείς και στο μικρότερο χωριό, όπου αποτελούσε το σημείο που συγκέντρωνε την κοινωνική ζωή, αλλά και διότι δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις για την άσκηση του. Ως επάγγελμα ήταν δύσκολο και απαιτητικό, απαιτούσε καθημερινή παρουσία και εργασία, και έχει αποτελέσει πηγή εμπνεύσεως [1] για τους λαϊκούς καλλιτέχνες και φιγούρα του Καραγκιόζη. Ο καφετζής, έψηνε τους καφέδες, ετοίμαζε το μεζέ [2] που συνόδευε το «καραφάκι» ή το «μισοκαλίκι», δηλαδή τη μισή οκά, με το ούζο ή τη ρακή, πίσω από τον ξύλινο πάγκο, το «τεζιάκι» και σέρβιρε τους πελάτες, μόνος ή με τη βοήθεια κάποιου από τα πρόσωπα της οικογενείας του.

Διατηρούσε σταθερά αναμμένη εστία φωτιάς από κάρβουνα, τη χόβολη ή «αχλιά», δηλαδή τη ζεστή στάχτη όπου «έψηνε» τους καφέδες, και πάνω της τοποθετούσε το μπρίκι, για να βράσει τον καφέ. Η εστία ήταν κατασκευασμένη από τούβλα σε σχήμα Π, με ύψος 30 εκατοστά, το οποίο γέμιζε με τριμμένο, βρεγμένο και συμπιεσμένο ξυλοκάρβουνο, προκειμένου να κρυφοκαίει η φωτιά, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πάνω στην εστία της υπήρχε ένα μεταλλικό σκεύος, ο καράμπαμπας, αλλού ονομάζονταν «γεντέκι», ένα μεγάλο σκεύος από μπακίρι, όπου διατηρούνταν ζεστό νερό, από το οποίο έβαζε στο μπρίκι, πριν ακόμα το βάλει πάνω στη χόβολη, σαν πρώτο υλικό για την παρασκευή του καφέ και ανάλογα με την προτίμηση κάθε πελάτη, έριχνε την ποσότητα του καφέ και της ζάχαρης, τα οποία ανακάτευε με ένα ειδικό εργαλείο αναμίξεως, που στο άκρο του είχε κολλημένα σταυρωτά, δύο μικρά κομμάτια ανοξείδωτο σύρμα. Τα μεγάλα καφενεία είχαν στην άκρη ένα χαμηλό ξύλινο πατάρι με κιγκλίδωμα, που χρησίμευε ως πάλκο για τις κοινωνικές εκδηλώσεις.

Στις αρχές του 21ου αιώνα τείνουν να εκλείψουν ως επάγγελμα, καθώς υπάρχουν πλέον, ελάχιστοι παραδοσιακοί καφενέδες και οι νέοι στην ηλικία συχνάζουν σε σύγχρονες καφετέριες, ενώ όσοι παραδοσιακοί χώροι απέμειναν, αποτελούν χώρους συναθροίσεως ηλικιωμένων.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Ο Καραγκιόζης Καφετζής Ο καφετζής στη λαϊκή μας παράδοση
  2. Στο καφενείο η Ελλάς Εφημερίδα «Το Βήμα»