Κωνσταντίνος Αγαθόφρων Νικολόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Αγαθόφρων Νικολόπουλος, Έλληνας λόγιος στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, συνθέτης, μουσικός, καθηγητής της ελληνικής, συγγραφέας, εκδότης και βιβλιοθηκάριος, γεννήθηκε το 1774 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας και πέθανε στις 12 Ιουνίου 1841 [1] στο Νοσοκομείο «Hotel Dieu», στο Παρίσι, από τέτανο. Ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Βιογραφία

Η καταγωγή του γονέων του ήταν από την Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας στο σημερινό νομό Ηλείας. Πατέρας του Γεωργάκης Νικολόπουλος, που μετά από την αποτυχημένη επανάσταση του Ορλώφ διέφυγε στη Σμύρνη και μητέρα του ήταν η μαία Παναγιώτα Ματζουράνη.

Σπουδές

Μεγάλωσε στη Σμύρνη, όπου και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή και παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό Γυμνάσιο του Βουκουρεστίου, όπου ζούσε ο ετεροθαλής αδελφός του. Εκεί ήταν μαθητής των Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου και Λάμπρου Φωτιάδη, ενώ σπούδασε δάσκαλος, ενώ το 1806 η οικογένειά του μετανάστευσε στο Παρίσι. Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, παράλληλα μιλούσε και έγραφε άριστα την Γαλλική, Γερμανική και Ιταλική γλώσσα. Εξασφάλιζε τα προς το ζην για περισσότερα από 14 χρόνια από τις παραδόσεις ιδιαιτέρων μαθημάτων Φιλολογίας και Λογοτεχνίας.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Αργότερα διορίστηκε βιβλιοθηκάριος στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όμως ασχολήθηκε και με τις ιδιωτικές του σπουδές, ενώ συνεργάστηκε και έγινε φίλος με τον Αδαμάντιο Κοραή και μαζί με τον Γρηγόρη Ζαλίκογλου δημιούργησαν έναν δικό τους αρχαϊκό κοραϊσμό. Συνεργάστηκε με τη «Revue Encyclopédique», τον «Λόγιο Ερμή», και την «Biographie Universelle» του Μισό. Ήταν μέλος στη Φιλική Eταιρεία, στο «Ελληνικό Κομιτάτο» και τη «Φιλόμουση Εταιρεία», ενώ όσο ακόμα ζούσε, το όνομά του συμπεριλήφθηκε στην «Παγκόσμια Βιογραφία Μουσικών». Παράλληλα έγινε μέλος στην «Ιόνιο Ακαδημία» και στη «Φιλοτεχνική Εταιρεία» του Παρισιού. Ως λόγιος εμφανιζόταν με διάφορα ψευδώνυμα όπως «Αριστόβουλος Λακεδαιμόνιος», «Αγαθόφρων ο Λακεδαιμόνιος», «Αριστόδημος ο Πελοποννήσιος» και άλλα. Μετέφρασε στα ελληνικά και δημοσίευσε στα λογοτεχνικά φιλοκοραϊκά περιοδικά «Ερμής ο Λόγιος» και «Μέλισσα», σύντομα κείμενα από την ξένη γραμματεία, τα οποία υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Ελληνόφρων Σαλαμίνιος» και «Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος». Δημοσίευσε άρθρα σε πατριωτικά φυλλάδια αλλά και στον γαλλικό Τύπο σχετικά με το ελληνικό ζήτημα.

Την περίοδο από το 1819 έως το 1821 με το ψευδώνυμο «Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος» εξέδωσε το περιοδικό «Μέλισσα», το οποίο απηχούσε τις απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή, και επιχείρησε να δώσει µια αντικειµενική εικόνα των Ιδεολόγων στο ελληνικό κοινό δηµοσιεύοντας τον κανονισμό της «Εταιρείας των Ανθρωποτηρητών» και της «Société philanthropique de Paris» [2], ενώ την περίοδο 1834-35 εξέδωσε το περιοδικό «Ζευς Πανελλήνιος». Το 1819 μέσα από τις στήλες του περιοδικού στο οποίο είχε συνεκδότη τον Σ.Κονδό, δημοσίευσε επικριτικό άρθρο για τον Αθανάσιο τον Πάριο. Το δημοσίευμα χαρακτήριζε τον Αθανάσιο, οπισθοδρομικό λόγιο και εκφραστή της εκκλησιαστικής εξουσιαστικής πολιτικής. Τα βιβλία που έγραψε ήταν κυρίως πατριωτικού περιεχομένου και μοιράζονταν δωρεάν στους σκλάβους Έλληνες. Είναι ο συγγραφέας του έργου με τίτλο «Προτροπή Πατριωτική προς το γένος των Γραικών», που κυκλοφόρησε το 1821 στο Παρίσι και μπορεί να χαρακτηρισθεί ως το μανιφέστο της Επαναστάσεως του 1821, από το οποίο σώζονται ελάχιστα αντίτυπα. Το έργο τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Αμβρόσιου-Φιρμίνου Διδότου, που το όνομά του δόθηκε σε δρόμο της Αθήνας, ο οποίος ήταν φιλόλογος, εκδότης, φιλέλληνας και μαθητής του Αδαμαντίου Κοραή.

Η βιβλιοθήκη του [3]

Ήταν μανιώδης αγοραστής και συλλέκτης βιβλίων, λέγεται ότι είχε στην ιδιοκτησία του περισσότερους από 40.000 τόμους βιβλίων, μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης, τα οποία φιλοδοξούσε να προσφέρει στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γεγονός που τον έφερε σε σημείο να παραμελεί τον εαυτό του, σε βαθμό που να κυκλοφορεί ρακένδυτος στο Παρίσι και να αδιαφορεί για την τύχη της άρρωστης μητέρας του. Το αρχείο του διατηρείται στο «Institut de France». Το 1838 με επιστολή του [4] στο δήμο Ανδρίτσαινας, γνωστοποίησε την απόφαση του να δωρίσει τα βιβλία του στην ιδιαίτερη πατρίδα των γονέων του. Ο δήμος αποδέχθηκε τη δωρεά και με τους Χαράλαμπο Χριστόπουλο, τότε Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών και Κωνσταντίνο Φαρμάκη Ζαρειφόπουλο, τότε δημοτικό Σύμβουλο και μετέπειτα Δήμαρχο Ανδρίτσαινας που πήγαν στο Παρίσι, φρόντισε για την παραλαβή και τη μεταφορά.

Τα βιβλία μεταφέρθηκαν το 1840 με πλοίο από το Παρίσι στο Ναύπλιο, μέσα σε 47 κιβώτια. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν με ζώα στην Ανδρίτσαινα και φυλάχτηκαν στο ναό της Αγίας Βαρβάρας, κοντά στο Σχολείο, ενώ το 1932 μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν οριστικά σε μία πτέρυγα του κτιρίου του Γυμνασίου. Σήμερα αποτελούν τον πυρήνα της «Νικολοπούλειου» Βιβλιοθήκης στην Ανδρίτσαινα και καλύπτουν τους κλάδους της Ιστορίας, Γεωγραφίας, Νομικής, Ιατρικής, μεταξύ τους περιλαμβάνονται εκδόσεις Ελλήνων κλασικών κλασικούς συγγραφέων, ενώ είναι ιδιαίτερης αξίας και σπάνια, καθώς προέρχονται από τις πρώτες εκδόσεις της τυπογραφίας και πολλά έχουν σημειώσεις, υπογραφές, και αφιερώσεις, βιβλιόσημα και οικόσημα Δουκών, Βαρώνων.

Εργογραφία

Πραγματοποίησε έρευνες για τη μουσική στην αρχαία Ελλάδα και τύπωσε έργα αρχαίων συγγραφέων, ενώ μελοποίησε ελληνικά κείμενα για φωνή, χορωδία και πιάνο, όπως το προοίμιον της Ιλιάδος του Ομήρου [5], Ευμενίδες του Αισχύλου, Φοίνισσες του Ευριπίδη και την Ολυμπιακή ωδή του Πινδάρου. Έχει συνθέσει τρεις ρομάντσες, το στιχούργημα «Ωδή εις το έαρ» που έγραψε το 1817, που την αφιέρωσε στον Ιωάννη Καποδίστρια, το ανέκδοτο πολύστιχο ποίημά του «Le chant de Germanos», σε μορφή ορατορίου, μελοποιημένο από τον ίδιο αφιερωμένο στη μνήμη του Παλαιών Πατρών Γερμανού, λειτουργική μουσική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τομέας στον οποίο θεωρείται πρωτοπόρος, και γενικότερα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκρηξη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Δημοσίευσε ποιήματα στα περιοδικά «Λόγιος Ερμής» και «Φιλολογικός Τηλέγραφος» και φρόντισε για την έκδοση των έργων του προσωπικού του φίλου και λόγιου Ζαλίκη. Δημοσίευσε επίσης το «Άσμα Ελληνοσωτήριον» και «Άσμα στον Επίσκοπο Πατρών Γερμανό» που αφιέρωσε στο Σατωβριάν. Η μελέτη του για το Ρήγα Φεραίου γραμμένη το 1824, είναι η παλαιότερη και σπουδαιότερη ιστορική πηγή για τη ζωή και το έργο του σημαντικότεροι Έλληνα προδρόμου της Εθνεγερσία.

Αποσπάσματα

«ΦΙΛΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΑΙ!»
«Η Ελλάς αναλαμβάνει την ελευθερίαν της. Οι απόγονοι των αθάνατων ηρώων και κληρονόμων της δόξης των απεφάσισαν πλέον να συντρίψωσι τον επονείδιστον ζυγόν του τυράννου, απεφάσισαν να φανώσιν εκείνων άξιοι, ν' αναδείξωσι την πατρίδα των πατρίδα των καλών, πατρίδα της δόξης, πατρίδα της ελευθερίας! Απεφάσισαν και ήδη με βήματα γιγαντιαία προβαίνουσιν εις παν μέρος λατρευταί του αληθινού θεού, οδηγούνται αοράτως υπό ουρανίου αγγέλου, και προασπισθέντες με το σημείον του αήττητου σταυρού τρέχουσι το λαμπρότερον και ενδοξότερον στάδιον. Η φήμη μόνη των έως τώρα ελληνικών των ανδραγαθημάτων διαχέουσα τον φόβον εις τους εχθρούς μας…{…}… Και πώς ν' απαντήσουν την ορμήν των Γραικών οι Τούρκοι; Με την αταξίαν των; Με την απειρίαν των; Με τα χαύνα και εις αργίαν σηπώμενα σώματα των; Με τα ασθενή όπλα των, τα οποία και να μεταχειρισθώσιν δεν είναι άξιοι; Πού τα στρατεύματα των; Πού οι στρατηγοί, πού η φρόνησις, πού ευπείθεια, πού τάξις, πού τέχνη, πού ενθουσιασμός;…{…}…Ζώμεν, λοιπόν, φίλοι Γραικοί, εις δουλείαν, όχι διότι ο τύραννος μας είναι ισχυρός, αλλά διότι ημείς αναισθητούμεν και αδιαφορούμεν, και ούτως αυξάνομεν την καταισχύνην μας όντες δούλοι του ανανδροτάτου και χαυνοτάτου τυράννου…{...}... Η δουλεία η ιδική μας κάμει του τυράννου μας την δύναμιν. Φίλοι ομογενείς! Μεταξύ ελευθερίας και δουλείας δεν φαίνεται άλλη μέση κατάστασις, όθεν πας άνθρωπος είναι αναγκαίος ή ελεύθερος ή δούλος. Αλλ" ο μεν ελεύθερος, αν αμελήσει και μεΐνη αργός, δεν εμπορεί να ήναι επί πολύ ασφαλής διά την ελευθερίαν του, ο δε δούλος, όταν εντραπείς την ζωήν της δουλείας, όταν παραβλέψας πάντα κίνδυνον αποφασίσει ν' αποτίναξη τον ζυγόν του, μ' όλας τας εναντίας περιστάσεις δύναται να λάβη την ελευθερίαν του. Μ' έναν λόγο, Γραικοί, όστις εξεύρει να αποθάνη, εκείνος είναι γεννημένος να ζη ελεύθερος…{…}… Όχι, ας μην απατώνται, δεν εμπορεί να έχη πατρίδα όστις δεν γνωρίζει παρά το σακκούλιον και το διφθέριόν του…{…}…Αν πρέπει τώρα να κυριευώμεθα από πάθη, τούτο πρέπει να ήναι ο προς την πατρίδα έρως, αλλ' έρως ειλικρινής, αλλ' έρως ζέων, αλλ' ενθουσιώδης, αλλ' ακατάσχετος και μέχρι μανίας. Ναι, μανίας. Εις την ιεράν ταύτην μανίαν χρεωστούνται όσα ποτ' έπραξαν και δύνανται ποτέ να πράξωσιν οι άνθρωποι λαμπρά και μεγάλα έργα...{…}… Άλλος πάλι μισόκαλος φαίνεται αδιάφορος εις την παρούσαν περίστασιν διότι, λέγει, αγνοεί την μέλλουσαν των πραγμάτων διάταξιν. Αγνοείς, καλέ άνθρωπε, και μένεις ακίνητος, και δεν συνεισφέρεις και συ τίποτε εις την γενικήν ταύτην χρείαν; Και αν δεν ηξεύρης την μέλλουσαν της Ελλάδος μεταβολήν ακριβώς οποία θέλει είσθαι, την παρούσαν όμως εξεύρεις ότι είναι χειρίστη και ελεεινή, τούτο σ' έφθανε, άθλιε υποκριτά, διά να ζητήση τα καλύτερα. Της αισχράς ταύτης μερίδος είναι και όσοι επαινούσι με τον λόγον ως καλόν της πατρίδος την ανέγερσιν, όταν δε τα πράγματα πλησιάζουν, βυθίζονται εις αδημονίαν και λύπην. Ούτοι δεν ήθελαν ποτέ να φθάση η ευτυχής αυτή εποχή διά να δύνανται επ' αδείας να καταψεύδονται, και αβασανίστως να υποκρίνωνται τον αγαθόν…{….}… Γι' αυτούς όλους δεν υπάρχει επιείκεια. Κανένας δεν πρέπει να τους υπολογίζει ως συμπατριώτες. Το μόνο που τους αξίζει είναι η γενική περιφρόνηση. Η γλώσσα του συγγραφέα γίνεται πολύ σκληρή….{…}… Αλλ' όλοι είτε κενόδοξοι, είτε υποκριταί και εθελόκακοι, εάν δεν δείξωσι με το έργον ότι αισχύονται πλέον να σύρωνται από τόσον αισχρά και άτιμα πάθη, εάν δεν μιμηθώσι τους λοιπούς γενναίους και άξιους πατριώτας, εάν δεν συνδράμωσιν εις την επικειμένην ανάγκην, τότε καθαροί προδόται της πατρίδος ας ζητούν της γενεάς των την αρχήν μεταξύ των Αγαρηνών….{…}…Αν πολλάκις πρότερον ηναγκάσατε τον τύραννον να κλίνη εις τας ζητήσεις Σας, τωρ' ας κλίνη, ας υποκύψη εις τα όπλα Σας. Εις την απόφασίν Σας στέκει τα μεν δεσμά του να συντρίψετε, τον δε τύραννον να καταστρέψετε, και την μεν Πατρίδα να ελευθερώσετε, την δε δόξαν του ονόματος Σας να υψώσετε έως του ουρανού. Ευοδούσθε λοιπόν και θαρρείτε, και θαρρούντες ομονοείτε, καί ομονοούντες προβαίνετε, και προβαίνοντες κατακόπτετε τους Βαρβάρους, και γίνετε οι ελευθερωταί της Πατρίδος Σας…{…}…Τότε ο ζυγός μας θέλει γίνει απειράκις βαρύτερος, αι αλύσεις μας άρρηκτοι, και η μαχαιρά των δίστομος. Οι Γραικοί θέλομεν γίνει ελεεινότεροι και από τους αγορασμένους δούλους. Την ζωήν τούτων την φείδεται ο κύριος των, αλλ' ημείς τυραννούμενοι από λυσσασμένον τύραννον θέλομεν σύρεσθαι εις τον θάνατον ακρίτως, θέλομεν γίνει τα αθλιώτερα του κόσμου ανδράποδα. Ας μην ονειρευόμεθα πλέον δόξαν, πλέον αξίαν, πλέον άνεσιν, έλεος, οίκτον από την μανίαν του. Εδώ θέλομεν σκάπτει υπό την μάστιγα του, εκεί θέλομεν κουβαλεί πέτρας, και θέλομεν αφίνει κληρονομίαν εις τα τέκνα μας δεσμά, μαστιγώσεις, ατιμίαν, ανδραποδισμόν. Πού φαντασία να παραστήση, πού κάλαμος να έκφραση των ταλαιπωριών μας την έκτασιν;…{…}…Τα άθλια ταύτα Ταρταρικά λείψανα όχι μόνον δεν έκαμαν κανέν βήμα εις τον πολιτισμόν, τέταρτον ήδη αιώνα, αλλ' εις όλην την αγριότητα την οποίαν είχαν επί Μωάμεθ και Βαγιαζίτου επρόσθεσαν σήμερον χαμερπεστάτην ανανδρίαν και υπεροψίαν μωράν, δια το οποίον καθείς Τούρκος κατά μέρος νομίζει εαυτόν μικρόν δυνάστην και τύραννον απόλυτον, ώστε τον μεν εις τους πόδας του σκύλον να περιποιείται και τιμά, τον δε Γραικόν όστις δουλεύει διά να θρέψει και Τούρκον και σκύλον τον φονεύει με ηδονήν…{….}… Εσοφίσθησαν ευεργετήθησαν οι λαοί της από την σοφίαν των προγόνων μας. Τις δύναται να φαντασθή ότι θέλουν να κρημνΐσουν εις την δουλείαν ημάς των ευεργετών των τους απογόνους. Τοιαύτην ανταμοιβήν, όχι, δεν θέλουσι ποτέ δώσει οι εις τον πολιτισμόν των και την παιδείαν των καυχόμενοι Ευρωπαίοι. Η Ελλάς εδίδαξε την Ευρώπη, και της ήνοιξε της ευτυχίας την οδόν, και η Ευρώπη θέλει αιχμαλωτίσει την Ελλάδα, και θέλει την βυθίσει εις φρικτός δυστυχίας; Οι πεπαιδευμένοι θέλουν βοηθήσει τον αμαθή, οι ευγενείς τον βάρβαρον, οι ελεύθεροι τον τύραννον, οι δίκαιοι βασιλείς τον άδικον και άνομον άρπαγα; Ή ανταμείβοντες την Ελλάδα, διά τα οποία έλαβον παρ' αυτής καλά, θέλουν διπλασιάσει τας αλύσεις και τα δεσμά της; Εκδικούμενοι δε τον τύραννον διότι πολλάκις επαπείλησε τας πόλεις των, και τους έφερεν εις κίνδυνον, θέλουν τον δώσει χείρα βοηθείας;…{…}… «Γραικοί! Πρώτον και μέσον και τελευταίον Σας λέγω ότι, διά να ελευθερωθώμεν ανάγκη να γίνωμεν της Πατρίδος δούλοι. Με τοιούτον Πατριωτισμόν, με τοιαύτην απόφασιν είναι των αδυνάτων να μην αναλάβωμεν την ελευθερίαν μας. Τις δ' έστι δούλος του θανείν άφροντις ων! Ω Ελλάς! Ω Πατρίς! Ω θείον και γλυκύτατον όνομα! Ας ίδω την ανάστασίν Σου και ας παύσω πάραυτα να ζω...!».

Κριτική

Ο τενόρος Ζάχος Τερζάκης, σε συνέντευξη του στο τετραμηνιαίο περιοδικό «Treffpunkt» [1/2002], της Rheinland-Pfalz, με τίτλο «Δεν γνωρίσαμε τον Μότσαρτ» παρατηρεί, «Σημειωτέον, ότι κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών μας αγώνων, υπήρξαν μερικοί σπουδαίοι Έλληνες συνθέτες, που έφυγαν στο εξωτερικό και συνέθεσαν αξιόλογα έργα, κυρίως τραγούδια. Δυστυχώς δεν υπέγραψαν τις συνθέσεις τους, γιατί έγραφαν κατά παραγγελία και για λογαριασμό πλούσιων φιλελλήνων ευρωπαίων ευγενών, οι οποίοι με τη σειρά τους διέθεταν τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την επανάσταση. Ένας έξοχος συνθέτης της εποχής εκείνης ήταν μεταξύ των άλλων και ο έλληνας Κωνσταντίνος Αγαθόφρων Νικολόπουλος από τη Σμύρνη, που έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Το αξιοσημείωτο έργο του, που περιλαμβάνει χορωδιακή μουσική, καντάτες και πολλά έντεχνα τραγούδια παραμένει δυστυχώς μέχρι σήμερα άγνωστο» [6].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Δωρεά «Κ. Νικολόπουλου», Δημοτική Βιβλιοθήκη Ανδριτσαίνης
  2. «Nεοελληνικός Διαφωτισμός», σελ.34 Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, Οµότιµη Διευθύντρια Ερευνών Ε.Ι.Ε., Άννα Ταµπάκη, Καθηγήτρια Πανεπιστηµίου Αθηνών, Φιλοξενούμενη, Ερευνήτρια ΙΝΕ/ΕΙΕ
  3. Δωρεά «Κωνσταντίνου Νικολόπουλου» Δημοτική βιβλιοθήκη Ανδρίτσαινας
  4. [«Ευγενέστατε Δήμαρχε της Ανδριτζαίνης,
    Εντιμότατοι, σύμβουλοι της Δημαρχίας,
    Και λοιποί πάντες Ανδριτζανίται,
    Φίλοι και αδελφοί,
    Συμπατριώται μυριοπόθητοι !,
    Προ τριάκοντα ετών διατρίβων εν Παρισίοις ως φιλόμουσος, και αποβλέπων εις το κοινόν όφελος της Ελλάδος, και ιδιαιτέρως εις το της Ανδριτζαίνης, ένθα εγεννήθη ο αοίδιμος και ενάρετος πατήρ μου Χατζή-Γεωργάκης Νικολόπουλος Μισιρτζής, επίτροπος του Αγίου Τάφου, αποθανών προ πολλού υπέργηρως εν Σμύρνη, συνέστησα μετά πολλών πόνων, ταλαιπωριών και ιδρώτων Βιβλιοθήκην μεγάλην και αξιολογωτάτην κατά πάντα, έχων σκοπόν ίνα έλθω εις Ανδρίτζαιναν προς διάδοσιν των ολίγων φώτων, όσα εκτησάμην εν τη πεφωτισμένη Γαλλία, και τελειώσω πλησίον υμών, των αγαθών και φιλομαθών Αρκάδων ησύχως και ευδαιμόνως το επίλοιπον μέρος της ζωής μου. Επειδή δ' έμαθον εκ της φήμης ότι επιθυμείτε καταστήσαι μέγα και τακτικόν σχολείον εις φωτισμόν των υμετέρων τέκνων, εις αύξησιν και βελτίωσιν του υμετέρου εμπορίου, εις τελειοποίησιν της σωτηρίου γεωργικής τέχνης, εν ενί λόγω εις ευδαιμονίαν όλων των κατοίκων της Ανδριτζαίνης και της λοιπής Πελοποννήσου, μετά χαράς, φίλοι και αδελφοί, προσφέρω δώρον προς υμάς όλον τον πλούτον, ον μοι εδωρήσατο φιλανθρώπως ο παντοδύναμος θεός, δηλαδή όλην μου την Βιβλιοθήκην. Λέγω δε υμίν εν ταυτώ το του Αποστόλου «Αργύριον και Χρυσίον ουχ' υπάρχει μοι, ο δε έχω, τούτο υμίν δίδωμι». Όθεν πέμψατέ μοι όσον τάχος δύο άνδρας πιστοτάτους και επισήμους, Ανδριτζανίτας, προς ους εγώ ευθύς παραδώσω αδιστάκτως τον προσφερόμενον πλούτον, διότι αλλέως, εστιν αδύνατον. Εν τοσούτω δε φροντίσατε ίνα καταστήσητε τάχιστα τουλάχιστον κατά το παρόν, σχολείον ελληνικόν και αξιόλογον, όπερ αφ' ου συν θεώ έλθω εις Ανδρίτζαιναν κατά τον μέγα μου πόθον, κατασταθήσεται, ως ελπίζω, κοινή Ακαδημία δι' όλην την Πελοπόννησον. Έρρωσθε, ευδαιμονούντες διηνεκώς, άνδρες φιλόκαλοι, φιλόμουσοι και φιλοπάτριδες,
    υμέτερος συμπατριώτης,
    Αγαθόφρων Νικολόπουλος,
    ά la Bibliotheque de l' Institut,ά Paris. ,
    Eν Παρισίοις τη α΄του Ιουνίου αωλή Ν.,
    Επ. Γραφετέ μοι πάντοτε δια του εν Αθήναις φιλτάτου ανεψιού μου Κυρίου Χαραλάμπους Χριστοπούλου, Ανδριτζανίτου».]
  5. Όμηρος, Ιλιάδος 1-7 Classical Language Instuction Project
  6. Χειρόγραφα Ιστορικού Αρχείου Βιβλιοθήκης Ανδρίτσαινας, Περίοδος 1821-1866, σελ. 22