Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Δ. Παπαρρηγόπουλος Έλληνας δημοσιογράφος που αναδείχθηκε σε κορυφαίο ιστορικό και χαρακτηρίστηκε ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας και έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας, γεννήθηκε το 1815 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις 14 Απριλίου 1891 στην Αθήνα.

Το Νοέμβριο του 1841 ο Παπαρρηγόπουλος παντρεύτηκε με την Μαρία Αφθονίδη, κόρη του Γεωργίου Αφθονίδη, αξιωματούχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και από το γάμο τους γεννήθηκαν τρία παιδιά, ο Δημήτριος το 1843, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, η Αγλαΐα το 1849 και το 1854 η Ελένη. Ο Παπαρρηγόπουλος είχε την ατυχία να βιώσει τον θάνατο του γιου του, Δημητρίου το 1873, καθώς και τον θάνατο της κόρης του, Ελένης και της γυναίκας του το 1890, αλλά και του αδελφού του, του Πέτρου, το 1891.

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος

Βιογραφία

Η οικογένεια του κατάγονταν από την Πελοπόννησο. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, τραπεζίτης από τη Βυτίνα και πρόκριτος της ελληνικής κοινότητος στην Κωνσταντινούπολη και μητέρα του η Ταρσία Νικοκλή. Το 1851 διορίστηκε έκτακτος και αργότερα τακτικός καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821 οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον πατέρα του, τον αδερφό του, Μιχαήλ, και άλλα μέλη της οικογένειας Παπαρρηγόπουλου, όπως τον θείο του, Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο καθώς και τον γαμπρό του πατέρα του, Δημήτριο Σκαναβή, ενώ δήμευσαν το σύνολο της περιουσία τους. Την ίδια εποχή η μητέρα του, Ταρσία Νικοκλή, κατέφυγε στην Οδησσό μαζί με τα οκτώ παιδιά της, όπου ο Κωνσταντίνος σπούδασε ως υπότροφος του Τσάρου στο γαλλικό Λύκειο «Ρισελιέ». Από τα αδέλφια του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου απέμειναν στη ζωή μόνο ο Πέτρος και η Λουκία, μετέπειτα σύζυγος Μινιέ αποκατεστημένη στη Γενεύη, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής της κι εκεί πληροφορήθηκε το θάνατο και των δύο αδελφών της.

Το 1830, η οικογένεια Παπαρρηγόπουλου μετακόμισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί ο Κωνσταντίνος παρακολούθησε μαθήματα στην κεντρική σχολή της Αίγινας με δάσκαλο τον Γεώργιο Γεννάδιο, όμως δεν κατόρθωσε να αποφοιτήσει. Μιλούσε γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά και μελετούσε πολύ, όμως δεν ολοκλήρωσε καμία βαθμίδα της εκπαιδεύσεως, γεγονός που προκάλεσε επικρίσεις σε βάρος του, όταν προσπαθούσε να διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη διάρκεια του βίου του έζησε μια σειρά από οικογενειακές τραγωδίες, όπως το θάνατο του γιου του, Δημητρίου το 1873, της κόρης του, Ελένης και της γυναίκας του το 1890, αλλά και του αδελφού του, του Πέτρου, το 1891.

Δημοσιογραφική καριέρα

Το 1833 ξεκίνησε την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία με άρθρα του στην εφημερίδα «Τριπτόλεμος» του Ναυπλίου, ενώ τα επόμενα χρόνια εξέδωσε, για μικρό χρονικό διάστημα, δύο εφημερίδες, το 1847 την «Εθνική», εφημερίδα που υποστήριζε τον Ιωάννη Κωλέττη και την περίοδο από το 1858 έως το 1860, την εφημερίδα «Έλλην», έντυπο με πολιτικό και φιλολογικό περιεχόμενο, που υποστήριζε την πολιτική του βασιλιά Όθωνα, στην οποία δημοσίευσε την μελέτη του σχετικά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ήταν συνιδρυτής και από το 1853 διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας «Spectateur de l'Orient», που ενημέρωνε τους ξένους για τα ελληνικά ζητήματα, ενώ από το 1856 έως το 1858, ήταν ανταποκριτής στην Αθήνα της ελληνικής εφημερίδας της Τεργέστης «Ημέρα» του Ιωάννη Σκυλίτση.

Από την Άνοιξη του 1860, ήταν συνιδρυτής και συνεκδότης, μαζί με τους Αλέξανδρο Ρίζο-Ραγκαβή και Νικόλαο Δραγούμη, στο φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα», το οποίο θεωρείται ως το σπουδαιότερο ελληνικό φύλλο του ΙΘ' αιώνα. Στο περιοδικό δημοσίευε κυρίως ιστοριογραφικά θέματα, βιβλιοκριτικές και παρουσίαζε μελέτες του με θέμα την ιστορία. Τα κείμενά του στο περιοδικό ανέρχονται σε περίπου 50, όμως είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους, καθώς συνήθιζε να δημοσιεύει ανυπόγραφα κείμενα. Η συνεργασία του με το περιοδικό ολοκληρώθηκε το 1861 και έκτοτε δημοσίευε σποραδικά στην «Πανδώρα», ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε στα περιοδικά «Παρνασσός», «Εστία» και άλλα.

Επιστημονική δραστηριότητα

Ο Παπαρρηγόπουλος το 1833, διορίστηκε υπάλληλος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου έφτασε ως το βαθμό του διευθυντή, όμως το 1845 απολύθηκε σε εφαρμογή της αποφάσεως που ψηφίστηκε από τα μέλη της Α' Εθνικής Συνελεύσεως σχετικά με τους ετερόχθονες. Το 1834, με εντολή της Αντιβασιλείας και του Υπουργού Κωνσταντίνου Σχινά, ο Παπαρρηγόπουλος παρακολούθησε τη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και μετέφρασε στα γαλλικά τα πρακτικά της.

Το 1845 διορίστηκε καθηγητής Ιστορίας στο Γυμνάσιο των Αθηνών, ύστερα από την δυσμενή μετάθεση του Γ. Γ. Παππαδόπουλου, με τον οποίο είχε δημόσιες διαφωνίες για θέματα Ιστορίας. Το 1849, όταν ο Κωνσταντίνος Σχινάς, που ήταν προστάτης και φίλος του Παπαρρηγόπουλου, διορίστηκε από τον Όθωνα πρεσβευτής στη Βαυαρία, φρόντισε από τους πρώτους μήνες της θητείας του να απονεμηθεί το διδακτορικό δίπλωμα στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο Παπαρρηγόπουλος είχε υπογράψει στις 10 Δεκεμβρίου 1849, υπόμνημα στα λατινικά, όπου παρουσίαζε τα προσόντα του ζητώντας από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου να του απονείμει τον διδακτορικό τίτλο. Το αίτημα του διαβιβάστηκε από τον Κωνσταντίνο Σχινά στις 7/19 Ιανουαρίου 1850 στο Πανεπιστήμιο, το οποίο τρεις μέρες αργότερα του απένειμε τον ανώτατο ακαδημαϊκό βαθμό «in absentia». Ο Σχινάς λίγο αργότερα συνέβαλλε καθοριστικά στον διορισμό του Παπαρρηγόπουλου στην έδρα της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την οποία κατείχε ο Σχινάς, όπου ο Παπαρρηγόπουλος θα δίδασκε «την από των αρχαιοτέρων μέχρι των σημερινών χρόνων τύχην του ελληνικού έθνους».

Ο Παπαρρηγόπουλος έγινε έκτακτος καθηγητής στις 6 Μαρτίου 1851 και στις 17 Φεβρουαρίου του 1856 προήχθη σε τακτικό καθηγητή. Το 1870 και 1871 διεκδίκησε την πρυτανεία της Σχολής χωρίς επιτυχία, όμως το 1872 κατάφερε να εκλεγεί πρύτανης. Το 1875 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της Οδησσού, ενώ το 1881 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας της Σερβίας. Μέχρι το 1864 συμμετείχε κάθε χρόνο στην κριτική επιτροπή των Ποιητικών Διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις χρονιές 1858 και 1859 συνέταξε και την εισηγητική έκθεση της επιτροπής. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξελέγη επίτιμος πρόεδρος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός». Στις απόψεις του για την εθνική ενότητα αναγνωρίζεται η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και της διδασκαλίας του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Σχινά, με τον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος διατηρούσε σχέση ζωής.

«Σύναξη των Πρεσβυτέρων»

Τους τελευταίους μήνες του 1870, ο Παπαρρηγόπουλος συμμετείχε στην ίδρυση της εταιρείας «Σύναξη των Πρεσβυτέρων», που είχε ως σκοπό την κατήχηση της νεολαίας και την πνευματική καλλιέργεια του λαού. Η «Σύναξη των Πρεσβυτέρων» ήταν κίνηση λαϊκών αλλά και εγγάμων ιερέων, οι οποίοι τον Οκτώβριο του 1870 οργανώθηκαν σε Εταιρεία με στόχους τη βελτίωση της οικονομικής και της κοινωνικής θέσης των κληρικών, τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στο πρότυπο των προτεσταντικών Σχολείων με την ίδρυση Κυριακών Σχολείων, δηλαδή Κατηχητικών, τη γενίκευση του εκκλησιαστικού Κηρύγματος με σκοπό «... μετὰ τῆς Ἐκκλησίας μεγαλυνθῇ καὶ πάλιν ἡ πατρὶς ἡμῶν καὶ δοξασθῇ», καθώς και τη βελτίωση της μουσικής [1]. Η Εταιρεία είχε αστικό προσανατολισμό και εξέφραζε τις θρησκευτικές ιδέες, με τις οποίες εμφορούνταν η ανώτερη κοινωνία των Αθηνών. Οι προτάσεις της Εταιρείας έγιναν αποδεκτές από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών και Αρχιεπίσκοπο Πάση Ελλάδος Θεόφιλο, όμως τους πρώτους μήνες του 1871, μετά από πιέσεις διαφόρων κύκλων, μεταξύ των οποίων οι άγαμοι ιερείς, που αποκλείονταν από την Εταιρεία, ο Θεόφιλος ζήτησε επιτακτικά τη διάλυσή της, καθώς η προσπάθεια η οποία θεωρήθηκε επικίνδυνη και ότι εξέφραζε ευσεβιστικές και προτεσταντικές ιδέες.

Εργογραφία

Το 1843 εξέδωσε το έργο του

  • «Περί της εποικήσεως σλαυικών τινών φύλων εις την Πελοπόννησον», με το οποίο αναίρεσε τις απόψεις του Γερμανού ιστορικού Γιάκομπ Φαλμεράυερ για δήθεν εκσλαβισμό της Πελοποννήσου κατά τους Μέσους Χρόνους.

Το γνωστότερο έργο του είναι η

  • «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» που εκδόθηκε στα 1853, στις τυπογραφικές εγκαταστάσεις της οικογένειας Κορομηλά, με δαπάνη του Ανδρέα Κορομηλά.

Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο το οποίο απετέλεσε σταθμό στην ελληνική ιστοριογραφία και είναι μία από τις πληρέστερες προσπάθειες συνολικής καταγραφής της Ιστορίας της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Ο Παπαρρηγόπουλος συνειδητοποίησε και κατέγραψε την αρραγή ενότητα των ελληνικών αιώνων και συνέβαλε τα μέγιστα στην παιδεία και στην εθνική διαπαιδαγώγηση των γενεών εκείνων που δημιούργησαν τη νέα Ελλάδα.

Παραπομπές

  1. [Στα μέλη της Εταιρείας «Σύναξη των Πρεσβυτέρων» περιλαμβάνονταν, επίσης, ο Π. Καλλιγάς καθηγητής της Νομικής Σχολής και τέως Υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας, ο Μάρκος Ρενιέρης διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, ο Α Οικονόμου ανώτερος δικαστικός, καθώς και σαράντα τέσσερις έγγαμοι κληρικοί της Μητροπόλεως Αθηνών. Βασικός υποστηρικτής θεωρήθηκε ο θεολόγος Κυριακός.]