Κωνσταντίνος Ρακτιβάν

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν ή Ραχτιβάν, Έλληνας εθνικιστής, ένθερμος υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας, νομομαθής και καινοτόμος θεμελιωτής του Ελληνικού κράτους δικαίου, πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρώτος γενικός διοικητής Μακεδονίας μετά την απελευθέρωση της από τους Τούρκους και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, υπουργός καθώς και πρόεδρος της βουλής των Ελλήνων, μέλος [1] και πρόεδρος [2] της Ακαδημίας Αθηνών, γεννήθηκε το 1865 στο Μάντσεστερ της Αγγλίας και πέθανε [3] στις 21 Μαΐου 1935 στην Αθήνα.

Ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Κωνσταντίνος Ρακτιβάν

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο έμπορος υφασμάτων Δημήτριος Ρακτιβάν, ο οποίος κατάγονταν από τη Βέροια, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και διατηρούσε εμπορικές επιχειρήσεις στην Αγγλία, όπου υπέγραφε ως Ρακτιβάντ [Ractivand] και μητέρα του ήταν η Μαρία Ισμηρίδου. Νεότερος αδερφός του Κωνσταντίνου ήταν ο Εμμανουήλ Ρακτιβάν, Συνταγματάρχης ε.α. του Ελληνικού Στρατού και αδελφή του η Σμαράγδα Ρακτιβάν, σύζυγος Θησέα Δημαρά και μητέρα του Κωνσταντίνου Δημαρά. Ο Κωνσταντίνος έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του και το 1877, μετακόμισε στην Αθήνα.

Σπουδές / Πολιτική δράση

Το 1879 και αμέσως μετά την έκδοση του, ο Ρακτιβάν έγινε ο πρώτος συνδρομητής του περιοδικού «Διάπλασις των Παίδων» [4] [5]. Σπούδασε Νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο οποίο αναγορεύτηκε αριστούχος διδάκτορας το 1884 και τον αμέσως επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Στη συνέχεια ακολούθησε το δικαστικό κλάδο και την περίοδο από το 1888 έως το 1889 ήταν Πρωτοδίκης στο νησί της Σύρου, όμως παραιτήθηκε και εργάστηκε με επιτυχία ως δικηγόρος και αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον επιτυχημένους νομικούς της εποχής του. Στις αρχές του 20ου αιώνα πολιτεύθηκε και το 1910 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Αττικής στην Α' Αναθεωρητική βουλή και ήταν υποψήφιος Πρόεδρος του σώματος, όμως απέτυχε να εκλεγεί καθώς ψηφίστηκε από 103 βουλευτές έναντι 175 που ψήφισαν τον Κωνσταντίνο Έσσλιν ο οποίος εκλέχθηκε στη θέση αυτή.

Το 1911, o Ρακτιβάν ορίστηκε εισηγητής [6] στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Στις 18 Μαΐου 1912 διορίστηκε Υπουργός Δικαιοσύνης [7] στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, λόγος για τον οποίο διέκοψε την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου, έκλεισε οριστικά το δικηγορικό του γραφείο και κάλεσε τους πελάτες του να παραλάβουν τις δικογραφίες τους. Ως Υπουργός Δικαιοσύνης καθιέρωσε την εισαγωγή του απομονωτικού συστήματος σε όλες τις δικαστικές φυλακές, ορίσθηκε ανώτατο όριο απομονωτικής φυλακίσεως το ένα έτος, παρασχέθηκε η δυνατότητα εκτίσεως ποινών υπό απομονωτικό σύστημα και σε κατάδικους μέχρι ένα έτος ή -εξαιρετικά- και περισσότερο, διευκρινίστηκε η τύχη του προϊόντος εργασίας των κρατουμένων και ανατέθηκαν πρόσθετα καθήκοντα στη διοίκηση των φυλακών [8].

Διοικητής Μακεδονίας

Την περίοδο 1912-1913 επιλέχθηκε ως πολιτικός διοικητής με ευρύτατες εξουσίες στη Μακεδονία [9] με σκοπό «...όπως ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως κανονίση τα της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών». Ο Ρακτιβάν επιβιβάστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1912, στο πλοίο «Σφακτηρία» το οποίο απέπλευσε με προορισμό τον Θερμαϊκό κόλπο. Ανοιχτά του κόλπου, ανακάλυψε πως η δίοδος προς τη Θεσσαλονίκη ήταν κλειστή και η πλοηγική υπηρεσία, η οποία λόγω του ποντισμού ναρκών ρυμουλκούσε τα σκάφη για να πιάσουν με ασφάλεια στο λιμάνι, δεν βρισκόταν σε ελληνικά χέρια, και η «Σφακτηρία» δεν μπορούσε να μπει στην Θεσσαλονίκη. Το επόμενο πρωί στις 30 Οκτωβρίου 1912, όταν το ρυμουλκό αρνήθηκε να τους οδηγήσει στο λιμάνι, ο Ρακτιβάν διέταξε αρχικά να ρίξουν προειδοποιητικά πυρά και εν συνεχεία, όταν είδε ότι οι επιβαίνοντες σ' αυτό δεν συνετίζονται, διέταξε να πλήξουν το ίδιο το σκάφος και μπήκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης [10].

Στις 31 Οκτωβρίου 1912 ο Ρακτιβάν απηύθυνε προκήρυξη στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, στην οποία έλεγε:
«Έν όνόματι του Βασιλέως τών Ελλήνων ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ Α',
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ως Αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως
προς τους Πληθυσμούς των υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθησών Επαρχιών.
....Ελάβομεν πάντες από κοινού τα όπλα κατά του τουρκικού κράτους, διά να καταλύσωμεν την τυραννίαν και κακοδιοίκησιν, αίτινες ήσαν απ’ αιώνων συμφυείς προς αυτό, και να φέρωμεν τ’ αγαθά της ελευθερίας εις πάντας αδιακρίτως τους κατοίκους της χώρας, διότι αληθής ελευθερία δεν δύναται να νοηθή άνευ τελείας ισότητος των υπό την σκέπην της αυτής πολιτείας διαβιούντων λαών», χωρίς την «απόλυτον αμεροληψίαν και πατρικήν εν γένει συμπεριφοράν προς τους διοικουμένους» και χωρίς την «παρά των πολιτών των διαφόρων εθνικοτήτων, και εν συνόλω και κατ’ ιδίαν, ειλικρινή σύμπνοιαν, αμοιβαίον σεβασμόν και ομόνοιαν, εν τη πεποιθήσει ότι υπό το νέον ελεύθερον καθεστώς ουδείς δύναται να πλεονεκτή του άλλου, αλλά πλήρης κρατεί ισότης και δικαιοσύνη».

Στη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη και παρά την αντίθετη δημόσια διατυπωμένη άποψη του Ελευθερίου Βενιζέλου, διέταξε γενική απογραφή του πληθυσμού της «κατά οικογενείας και φυλάς». Η απογραφή έγινε στις 28 Απριλίου 1913 [ημερομηνία με το παλαιό ημερολόγιο] και με βάση αυτήν οι Έλληνες κάτοικοι της πόλεως ανέρχονταν σε 39.956, οι Οθωμανοί σε 45.867, οι Ισραηλίτες σε 61.439, οι Βούλγαροι σε 6.263 και σε 4.364 οι λοιποί ξένοι κάθε εθνικότητος [11]. Ο Ρακτιβάν πέντε μήνες μετά την εγκατάσταση του στην Θεσσαλονίκη απαίτησε από τον Βενιζέλο την επάνοδο του στην Αθήνα, όπου επέστρεψε στις 17 Ιουνίου του 1913, την εποχή που αποχώρησε από την πόλη ο βουλγαρικός στρατός και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Διοικητής της Μακεδονίας ο Στέφανος Ν. Δραγούμης, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Εμμανουήλ Ρέπουλη μόλις τρεις μήνες αργότερα.

Επάνοδος στην Αθήνα

Στις 5 Μαϊου 1914, το νησί Σάσων, βορεια και κοντά στην Κέρκυρα, παραχωρήθηκε με ειδικό νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή και εγκρίθηκε από το βασιλιά Κωνσταντίνο Α', χωρίς καμμία επαρκή ή έστω ανεπαρκή εξήγηση, στην Αλβανία. Το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου [12] αναφέρει ότι: «...Επιτρέπεται εις την Κυβέρνησιν η εις την αλβανικήν επικράτειαν παραχώρησις της νησίδος Σασώνος, ανηκούσης τω ελληνικώ Βασιλείω δυνάμει του 2ου άρθρου της περί παραχωρήσεως των Ιονίων νήσων συνθήκης του Λονδίνου της 17/29 Μαρτίου 1864».

Ο Ρακτιβάν διατήρησε το αξίωμα του Υπουργού της Δικαιοσύνης μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 1915 [13] και στη συνέχεια από τις 10 Αυγούστου 1915 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 1915 [14], ενώ στις εκλογές του ίδιου έτους επανεκλέχθηκε βουλευτής και διατέλεσε βουλευτής της λεγόμενης «Βουλής των Λαζάρων». Ακολούθησε το Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη και συμμετείχε ως Υπουργός των Εξωτερικών [15] στην κυβέρνηση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης. Στον Ρακτιβάν οφείλεται η ίδρυση Πρωτοδικείου στην Βέροια. Την περίοδο από τις 3 Ιανουαρίου 1918 έως τις 4 Νοεμβρίου 1920, ήταν Υπουργός Εσωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, ενώ το Φθινόπωρο του 1918 ανέλαβε την εγκατάσταση της Ελληνικής Διοικήσεως στην Ανατολική Μακεδονία και το 1920 στην Δυτική Θράκη. Προσωρινά και κατά διαστήματα ανέλαβε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως καθώς και τα Υπουργεία Στρατιωτικών, Συγκοινωνίας και Περιθάλψεως. Τον Αύγουστο του 1920, κατέθεσε στο Βουλή τρία νομοσχέδια, το ένα «περί προσαρτήσεως της Θράκης» το δεύτερο «περί βουλευτικών εκλογών εν Θράκη» και τρίτο αυτό που αφορούσε τη συμμετοχή των στρατιωτών του Μικρασιατικού Μετώπου στις γενικές βουλευτικές εκλογές.

Το διάστημα από το 1920 έως το 1922 απομακρύνθηκε από την πολιτική και το 1923 επανεκλέχθηκε βουλευτής στην Δ' Εθνοσυνέλευση, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1924 με 212 ψήφους, εκλέχθηκε πρόεδρος της μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 1925, όταν η Εθνοσυνέλευση διαλύθηκε από τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Στη διάρκεια της προεδρίας του και ειδικότερα στις 25 Μαρτίου του 1924, άρχισε η λειτουργία του πολιτεύματος της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας και υποβλήθηκε στην κυβέρνηση το αρχικό σχέδιο συνταγματικής αναθεωρήσεως. Το 1930 διορίστηκε μέλος της αναθεωρητικής επιτροπής του Αστικού Κώδικα, όμως αποποιήθηκε το διορισμό του.

Κοινωνική δραστηριότητα

Ήταν ιδρυτικό μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών [Δ.Σ.Α.], του οποίου διετέλεσε αντιπρόεδρος το 1909 και από το 1910 έως το 1912 Πρόεδρος [16] του Διοικητικού Συμβουλίου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος, οργανωτής, πρωτεργάτης και διατέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην εναρκτήρια ομιλία του όρισε ως σκοπό του Συμβουλίου όπως «....ανενδότως εργαζόμενοι…, ελπίζομεν ότι θα δυνηθώμεν να αναγάγωμεν και να τηρήσωμεν το Ελληνικόν Συμβούλιον της Επικρατείας εις την εμπρέπουσαν περιωπήν, ικανοποιούντες τας μεγάλας όσω και ευλόγους προσδοκίας, ας η πολιτεία επ’ αυτού εστήριξεν...» και ζήτησε από τους συναδέλφους του «...Να καταστήσωμεν την ημετέρα χώρα Κράτος Δικαίου ή Πολιτεία Δικαίου, ειδικώς δε εις ό,τι αφορά την Δοίκησιν...».

Ο Ρακτιβάν απομακρύνθηκε από τη θέση του μετά τη συτμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προέβλεπε ο ισχύων νόμος [17] και λίγο καιρό πριν τον θάνατο του. Το 1926, με την συντακτική πράξη ιδρύσεως της Ακαδημίας Αθηνών της κυβερνήσεως του Θεοδώρου Πάγκαλου, διορίστηκε τακτικό μέλος της αλλά απείχε εκούσια από τις εργασίες της μέχρι το 1929, αναμένοντας τον διορισμό του από νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση, ενώ το 1933 εκλέχτηκε πρόεδρος της Ακαδημίας και στην πανηγυρική συνεδρίαση της Ακαδημίας, στις 28 Δεκεμβρίου 1933, ανέπτυξε το θέμα της «συνταγματικής προστασίας της εργασίας». Διατέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων.

Μια αίθουσα του Συμβουλίου της Επικρατείας φέρει το όνομα του και προς τιμή του, η κεντρική πλατεία της Βέροιας, απ' όπου καταγόταν η οικογένεια Ρακτιβάν, είχε ονομαστεί πλατεία Ρακτιβάν, όμως λόγω ενοποιήσεως αυτής με την πλατεία Ωρολογίου, ονομάζεται πλέον πλατεία Ωρολογίου. Μπροστά στο δικαστικό μέγαρο αλλά και έξω από το δημαρχείο της Βέροιας βρίσκεται η προτομή του.

Συγγραφικό έργο

Το συγγραφικό του έργο είναι εξαιρετικά μεγάλο και διάσπαρτο σε νομικά περιοδικά. Έγραψε και δημοσιεύσε μεταξύ άλλων τα έργα:

  • «Μελέτη επί του νόμου 963 ΞΕ της 22 Μαΐου 1885 περί τόκου υπερημερίας και τόκου τόκω», το 1887,
  • «Τινά περί προκαταρκτικών συμβάσεων», το 1888,
  • «Ζητήματα τινά σχετικά προς την δικαστικήν παράστασιν των ανηλίκων», το 1890,
  • «Περί της μετά την λύσιν του γάμου τύχης της προικός κατά το εν Ελλάδι κρατούν ρωμαϊκόν και βυζαντινόν δίκαιον» [18], το 1892,
  • «Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας», το 1912-13
  • «Τα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των Νέων Χωρών», το 1916,
  • «Η συνταγματική προστασία της εργασίας», το 1933.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. Τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών κατά σειρά εκλογής.
  2. Πρόεδροι της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της.
  3. [Πέτρος Μπαλλής, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 203, σελίδες 541-542.]
  4. [«Διάπλασις των Παίδων. Το πρότυπο και η συγκρότηση του», Βίκυ Πάτσιου, Αθήνα 1987, σελίδα 26η.]
  5. [Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1243, σελίδα 498.]
  6. [Η διαδικασία αναθεωρήσεως του Συντάγματος διήρκεσε περί τους 6 μήνες. Το προσχέδιο συντάχθηκε από 6 κυβερνητικούς βουλευτές και υποβλήθηκε στη βουλή στις 26 Ιανουαρίου 1911. Στις 5 Φεβρουαρίου πρόεδρος της βουλής εκλέχθηκε ο Νικόλαος Στράτος. Η επεξεργασία του προσχεδίου ανατέθηκε σε 30μελή κοινοβουλευτική επιτροπή με πρόεδρο τον Στέφανο Δραγούμη, εισηγητή τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν και γραμματέα τον Κωνσταντίνο Ζαβιτσάνο. Η επιτροπή στις 14 Φεβρουαρίου 1911 υπέβαλλε την πρώτη έκθεση της και την επομένη ημέρα άρχισε η συζήτηση, που ολοκληρώθηκε στις 20 Μαΐου 1911 και το Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους.]
  7. Κυβέρνησις ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  8. [Νόμος 160 της 11ης Μαρτίου 1914.]
  9. [Βασιλικό Διάταγμα της 31ης Οκτωβρίου 1912, Φ.Ε.Κ. Α' αριθμός 337.]
  10. Κωνσταντίνος Ρακτιβάν Μιχαήλ Στασινόπουλος, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1305, σελίδες 1514-1523.
  11. [Η απογραφή διεξήχθη με τη συνεργασία των Ελληνικών αρχών, της ισραηλιτικής και της μουσουλμανικής κοινότητας, οι οποίες πλαισίωσαν με μορφωμένα στελέχη τους τις απογραφικές επιτροπές, καθώς και των τραπεζών και των κυριότερων σωματείων της Θεσσαλονίκης όπως ο «Ηρακλής» και η «Νέα Λέσχη». Το 50% των μελών των επιτροπών απογραφής αποτελούνταν από Εβραίους και μουσουλμά­νους και το υπόλοιπο 50& από χριστιανούς, κυρίως εμπό­ρους, υπαλλήλους εμπορικών επιχειρήσεων και τραπεζών. Καταμετρήθηκαν 157.889 άτο­μα, από τα οποία 52% ήταν άρρενες και 48% γυναίκες. Με βάση το θρήσκευμα 39% ήταν Εβραί­οι, 29% Μουσουλμάνοι, 25% Έλληνες χρι­στιανοί ορθόδοξοι, 4% Βούλγαροι ορθόδο­ξοι και 3% ξένοι και λοιποί. Μεταξύ των ανδρών οι Εβραίοι ήταν 36,2%, οι Έλληνες ορθόδοξοι 28,7% και οι Μουσουλμάνοι 27,8%. Ποσοστό 25% του πληθυ­σμού κατοικούσε εκτός των τειχών, στις νέες συνοικίες που είχαν αναπτυχθεί στα ανατο­λικά και στα δυτικά της παλαιάς πόλεως [15% και 10% αντιστοίχως]. Στο νότιο τμήμα της παλαιάς πόλεως, δηλαδή νοτίως της Εγνατίας οδού, κατοι­κούσε το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού, ε­νώ το υπόλοιπο 25% βορείως της οδού Αγίου Δημητρίου. Οι χριστιανοί κατοικούσαν κυρίως έξω από την παλαιά πόλη και ήταν πλειοψηφία στην περιοχή ανάμεσα στη σημερινή Σχολή Τυφλών και τον αλευρόμυλο Αλλατίνη, που ήταν τότε το νοτιοανατολικό όριο της πόλης. Πλειοψηφούσε επίσης στην περιοχή από το Παπάφειο Ορφανοτροφείο μέχρι τη λεωφό­ρο Εθνικής Αμύνης, καθώς και από τον Βαρ­δάρη μέχρι το Μπεστσινάρ. Μέσα στην πόλη πλειοψηφού­σαν στην περιοχή της αγοράς (ενορία Αγίου Μηνά), καθώς και στην περιοχή που περι­κλείεται από τις οδούς Αγίας Σοφίας, Αγίου Δημητρίου, Εθνικής Αμύνης και Μητροπόλε­ως, δηλαδή στις ενορίες Αγίου Αθανασίου, Παναγούδας, Παναγίας Δεξιάς, Υπαπαντής, Αγίου Κωνσταντίνου και Μητρόπολης. Οι μουσουλμάνοι κυριαρχούσαν, σε ποσοστό 85%, στις συνοικίες βορείως της οδού Αγίου Δημητρίου. Το εβραϊκό στοιχείο υπερτερούσε από το Λευκό Πύργο μέχρι τη Μη­τρόπολη και στο χώρο μεταξύ Εγνατίας, Βε­νιζέλου, Αγίας Σοφίας και παραλίας. Το ίδιο και στο τμήμα της πόλης ανάμεσα στον Βαρ­δάρη, την Εγνατία, τη Βενιζέλου και την Αγί­ου Δημητρίου. Μεγάλη εβραϊκή συνοικία υ­πήρχε στη δυτική πλευρά της οδού Λαγκαδά, εκτός των τειχών.]
  12. [Νόμος υπ' αριθμόν 272 της κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, επί θητείας ως υπουργού Δικαιοσύνης του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, που συνέδεσε το όνομα του με μια πράξη εθνικής μειοδοσίας καθώς υπήρξε μέλος κυβερνήσεως της οποίας ο πρωθυπουργός, εν προκειμένω ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πέρασε στην ιστορία ως ο μοναδικός που παραχώρησε έδαφος της ελληνικής επικράτειας σε ξένη χώρα.]
  13. Κυβέρνησις ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  14. Κυβέρνησις ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  15. Κυβέρνησις ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  16. Πρόεδροι Δ.Σ.Α. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
  17. [Πέτρος Μπαλλής, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 203, σελίδες 541-542.]
  18. «Περί της μετά την λύσιν του γάμου τύχης της προικός κατά το εν Ελλάδι κρατούν ρωμαϊκόν και βυζαντινόν δίκαιον» Ολόκληρη η μελέτη. Ψηφιακή βιβλιοθήκη «Ανέμη».