Κωνσταντίνος Τσάτσος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, Έλληνας παραδοσιοκράτης και πολέμιος του μαρξισμού, νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός που διετέλεσε βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, δισέγγονος του εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ιωνίδη, γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1899 και πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987 στην Αθήνα, από καρκίνο.

Ήταν παντρεμένος σε πρώτο γάμο από τον Φεβρουάριο του 1924, με την Λιλή Ζηρίνη [1] και σε δεύτερο γάμο με την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδερφή του Γιώργου Σεφέρη, με την οποία παντρεύτηκε στις 30 Ιουνίου 1930 και απέκτησαν δύο κόρες, τη Δέσποινα Τσάτσου, σύζυγο του καθηγητή Κωνσταντίνου Μυλωνά και τη Ντόρα Τσάτσου, χορογράφο και σύζυγο του Αλέξανδρου Συμεωνίδη, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής.

Κωνσταντίνος Τσάτσος
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
- Πρόεδρος Δημοκρατίας -
Έναρξη Θητείας : 19 Ιουλίου 1975
Λήξη θητείας : 10 Μαΐου 1980
Προκάτοχος
Διάδοχος

Βιογραφία

Πατέρας του Κωνσταντίνου ήταν ο Δημήτριος Τσάτσος, δικηγόρος και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, και μητέρα του ήταν η Θεοδώρα Ευστρατιάδη [2], ανιψιά εξ αγχιστείας του ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα [3], ενώ είχε ένα αδελφό το Θεμιστοκλή Τσάτσο. Ο Τσάτσος μεγάλωσε στο πατρικό του στην οδό Βησσαρίωνος, στην Αθήνα, αλλά και την Τεργέστη, όπου ζούσαν οι γονείς της μητέρας του. Νεαρός μιλούσε γαλλικά και γερμανικά, ενώ διάβαζε φιλοσοφικά έργα και ποιήματα. Σε ηλικία 15 ετών άρχισε να γράφει ποιήματα μαζί με τον παιδικό του φίλο Αλέξανδρο Εμπειρίκο–Κουμουνδούρο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο διάστημα από τοι 1920 έως το 1923 και στη διάρκειά της γνωρίστηκε και έγιναν στενοί φίλοι, με τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Το 1930, μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και Μιχάλη Τσαμαδό πήρε μέρος στην ίδρυση του τριμηνιαίου περιοδικού-οργάνου της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών», με στόχο να αντιπαρατεθούν τις μαρξιστικές υλιστικές απόψεις και στο οποίο δημοσίευσε πολλά δοκίμια του. Το 1941 απομακρύνθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όμως με την απελευθέρωση το 1944 έγινε τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή.

Επίσκεψη Τσαουσέσκο

Σπουδές

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος παρακολούθησε μαθήματα βασικής εκπαιδεύσεως στο σχολαρχείο Μακρή, στο Β' Γγυμνάσιο Νεαπόλεως και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως, ενώ παράλληλα έκανε μαθήματα στο σπίτι του με τον Jules Basset, ο οποίος τον έστρεψε προς τη λογοτεχνία. Το διάστημα από το 1914 έως το 1918 φοίτησε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1918 συμπεριλήφθηκε στην ελληνική αποστολή για το συνέδριο της ειρήνης στο Παρίσι, συνοδεύοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όπου εγκαταστάθηκε για έναν χρόνο και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Πήρε άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος το 1920 και το 1921 με τον Μαριδάκη ανέλαβαν το γραφείο του πατέρα του, που είχε πεθάνει. Ο Τσάτσος το 1924 εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη όπου σπούδασε φιλοσοφία και φιλοσοφία του δικαίου και το 1928 έλαβε το διδακτορικό του. Επηρεάστηκε σημαντικά από τους Γερμανούς καθηγητές Heinrich Rickert αναγνωρισμένο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας των αξιών, και Γιάσπερς θεμελιωτή του σύγχρονου υπαρξισμού, αλλά επίσης γνωρίστηκε με τους Γιάννη Θεοδωρακόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Ακαδημαϊκή καριέρα

Ο Τσάτσος όταν επέστρεψε στην Αθήνα ανέλαβε, από κοινού με τον αδερφό του Θεμιστοκλή, το γραφείο του πατέρα του και ως το 1931 ασχολήθηκε με τη δικηγορία, ακολουθώντας παράλληλα ακαδημαϊκή καριέρα. Το 1929 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Νομικής, με θέμα της διδακτορικής του διατριβής «Η Νομική ως τεχνική και επιστήμη», το 1930 διορίστηκε υφηγητής. Το 1932 εκλέχθηκε έκτακτος καθηγητής στη νεοϊδρυθείσα έδρα «Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου», όπου έως το 1946 ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου. Την περίοδο από το 1935 έως το 1938 δίδασκε και φιλοσοφία στην τότε «Πάντειο Σχολή Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών», όμως το 1946 παραιτήθηκε από τις θέσεις του στο Πανεπιστήμιο προκειμένου να πολιτευτεί. Το 1953 ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου δίδαξε για δυο χρόνια στο «Αθήναιον», το ελεύθερο πανεπιστήμιο του Ευάγγελου Παπανούτσου. Το 1954 κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε οικονομικό σκάνδαλο, όμως αθωώθηκε από την εξεταστική επιτροπή που συστάθηκε. Το 1961 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1966 [4] πρόεδρός της.

4η Αυγούστου / Κατοχή

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εκτοπίστηκε το 1939 από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, αρχικά στη Σκύρο και στη συνέχεια στις Σπέτσες, ως το 1940, οπότε και επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το καθεστώς αρνήθηκε να δεχτεί το αίτημα του να καταταγεί εθελοντικά και τον τοποθέτησε μαζί με τους Ιωάννη Κακριδή και τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο στην Πνευματική Επιστράτευση του Πολέμου. Συμμετείχε στις, υπό την εποπτεία των Παντελή Πρεβελάκη και Σοφίας Γεδεών, περιοδείες και ομιλίες στις οποίες τους ακολουθούσαν και άλλα επίλεκτα μέλη της Εθνικής διανοήσεως, όπως ήταν οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιωάννης Κακριδής, Κωνσταντίνος Δημαράς με ομιλία για «Το νόημα της Ελευθερίας», και ο Άγγελος Σικελιανός με τη διάλεξη του για «Το βαθύτερο νόημα της Πνευματικής Επιστρατεύσεως», τους οποίους είχε γοητεύσει η ρητορική του καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, καθώς και η προσδοκία της αναγεννήσεως του Έθνους. Μαζί τους ήταν ακόμη οι Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Στίλπων Κυριακίδης, Θρασύβουλος Βλησίδης -που το 1943 ήταν υπότροφος της Γερμανίας, Νικόλαος Λούρος, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Αλέξανδρος Τσιριντάνης -της «Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων» και ο Φαίδων Κουκουλές, συγγραφέας του «Διατί ενικήσαμεν και διατί θα νικήσωμεν».

Ο Τσάτσος θεωρούσε κομμουνισμό και κεφαλαιοκρατία –παρά την ανοχή προς τη δεύτερη– όψεις του ίδιου νομίσματος και έκρινε πως πραγματικοί ριζοσπάστες ήταν οι «ιδεοκράτες», εχθροί του «σάπιου καθεστώτος» της κεφαλαιοκρατικής αδικίας, υπέρμαχοι της «αταξικής» ενότητας των ανθρώπων στη βάση της ηθικής τους θεωρίας. Στα 1933 ο Τσάτσος απέρριπτε την τυπική –φιλελεύθερη– αντίληψη περί κράτους, υποστηρίζοντας πολιτειακούς τύπους που επιπροσέθεταν «δημιουργικά γνωρίσματα» και επέκτειναν τους «κύκλους της ενεργείας της», ορίζοντάς τη ως έσχατο σκοπό, ιδέα και «καθίδρυμα παιδείας». Ως θεμέλιο αυτής της πολιτείας όριζε την ιδεοκρατική φιλοσοφική σκέψη που διέθετε ελληνικές ρίζες, (πλατωνική σκέψη, ελληνικό έδαφος και φύση, φως και παραδόσεις της φυλής), άρα, μπορούσε και να θεμελιώσει μια πολιτική ρύθμιση με άξονα το «έθνος», και να πληρώσει το οξύ ιδεολογικό κενό της εποχής. Στους κόλπους αυτής της θεώρησης το «ελληνικό» οριζόταν φυλετικά και στατικά, προκειμένου να απορριφθεί οποιοδήποτε στοιχείο ασύμβατο με αυτό.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Τσιγάντε και αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ της κυβερνήσεως του Καΐρου και των αντιστασιακών οργανώσεων. Πήρε μέρος σε ομάδα φυγαδεύσεως Ελλήνων και Άγγλων αξιωματικών και στις οργανώσεις «ΕΟΧΑ», «ΕΚΚΑ» και «Σοσιαλιστική Ένωση», οργάνωση με αντιβασιλικό και αντικομουνιστικό προσανατολισμό. Στις 27 Οκτωβρίου 1941, σε ομιλία του στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και αφού παραίνεσε τους παρόντες να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο, κήρυξε την 28η Οκτωβρίου ως επέτειο Εθνικής ελευθερίας. Συνελήφθη και απολύθηκε, ενώ η Σύγκλητος κατέθεσε αίτημα στο Υπουργείο θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας και ζητούσε την ανάκληση απόφασης. Το 1944 διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου ορίστηκε τεχνικός σύμβουλος της κυβερνήσεως Τσουδερού και επέστρεψε μετά την απελευθέρωση. Το 1947 επισκέφθηκε το Κάιρο και το 1948 την Ρώμη εκπροσωπώντας την ελληνική βουλή στις διακοινοβουλευτικές συσκέψεις που πραγματοποιούνταν.

«Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών»

Στις 24 Απριλίου 1948, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προσκάλεσε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στην οδό Πατησίων 47, λογοτέχνες της εποχής, με σκοπό να ιδρύσουν μία λογοτεχνική Εταιρία. Εκεί ο Λίνος Καρζής και μαζί του οι Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Νίκος Προεστόπουλος, Γεώργιος Ι. Φουσάρας και Γιάννης Χατζίνης, ανέλαβαν να φροντίσουν για τη σύνταξη και την έγκριση από το Πρωτοδικείο Αθηνών του Καταστατικού του σωματείου που αρχικά έφερε τον τίτλο «Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών», το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών».

Ο Τσάτσος περιλαμβάνεται [5] μεταξύ των λογοτεχνών που στις αρχές Ιουνίου 1948 αφού αρχικά παραιτήθηκαν ο ίδιος καθώς και οι Κώστας Ουράνης, Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος και Πέτρος Χάρης, αποχώρησαν από την «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» και δημιούργησαν στις 20 Ιουνίου 1948 την «Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών». Οι λογοτέχνες αυτοί εξέδωσαν ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου 1948 στο περιοδικό «Νέα Εστία», με την οποία καταδίκαζαν την κομμουνιστική ένοπλη εξέγερση στην Ελλάδα λέγοντας, «...[...] Οι υπογραφόμενοι λογοτέχνες διακηρύσσουν πως η ανταρσία, που σήμερα αιματοκυλίζει τον τόπο , είναι ένας αντεθνικός αγώνας που υποδαυλίζεται από ξένους και από τους ίδιους ξένους συντηρείται. Κάθε αληθινός Έλληνας (sic) έχει χρέος να πάρει απέναντί της αυτή τη σαφή στάση. Πράξεις σαν το παιδομάζωμα, την αρπαγή γυναικών και το σταύρωμα των ιερωμένων, βρίσκεται σε βαθιάν αντίθεση με τις ευγενικές παραδόσεις της φυλής μας . [...]...».

Συνυπέγραψαν μεταξύ άλλων και οι Τάσος Αθανασιάδης, Λουκής Ακρίτας, Άρης Δικταίος, Άγγελος Δόξας, Χρήστος Ζαλοκώστας, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άλκης Θρύλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Μίτια Καραγάτσης, Ανδρέας Καραντώνης, Λίνος Καρζής, Στράτης Μυριβήλης, Κούλης Αλέπης, Μιχάλης Περάνθης, Μιχάλης Δ. Στασινόπουλος και Γιάννης Χατζίνης.

Πολιτική δράση

Ο Τσάτσος διετέλεσε

  • υπουργός Εσωτερικών και Προνοίας, [το 1945, στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη, όμως παραιτήθηκε μετά από πιέσεις του Τύπου],
  • υπουργός Τύπου και Αεροπορίας, [το 1945, στην κυβέρνηση Παναγιώτη Κανελλόπουλου ].

Πολιτεύθηκε για πρώτη φορά το 1945, σε ηλικία 46 ετών και εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών το 1946 με το «Εθνικό Ενωτικό Κόμμα» [6] του Κανελλόπουλου. Στη Βουλή αυτή, την Δ' Αναθεωρητική όπως ονομάστηκε, συμμετείχε στην Επιτροπή του Β' ψηφίσματος, που κατάρτισε το από πολλές πλευρές νεωτερικό σχέδιο Συντάγματος του 1948. Εκλέχθηκε

  • βουλευτής Αθηνών, [το 1946, με το κόμμα των Φιλελευθέρων], και διατέλεσε
  • υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων την περίοδο 1949-50,
    όταν επί της θητείας του οργάνωσε την Eθνική Πινακοθήκη, συγκρούστηκε με τους καθηγητές στο θέμα της αυξήσεως των μισθών, ενώ πραγματοποιήθηκε η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου από την Ιερά Σύνοδο λόγω του θανάτου του Δαμασκηνού και στήριξε τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο οποίος εξελέγη].

Στις εκλογές του 1950 απέτυχε να εκλεγεί με το κόμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και εργάστηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή», ενώ επέστρεψε και στην ενεργό δικηγορία. Το 1951 και το 1952 ήταν υποψήφιος βουλευτής χωρίς επιτυχία. Ακολούθως διατέλεσε

  • Υφυπουργός Συντονισμού την περίοδο 1950-51.

Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις

Ο Τσάτσος υπήρξε συνιδρυτής και από το 1956 ήταν στέλεχος του κόμματος της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως», [«Ε.Ρ.Ε.»] του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στις κυβερνήσεις του οποίου ανέλαβε διάφορα υπουργεία.

  • Υπουργός Προεδρίας την περίοδο 1956-61,
    [ως υπουργός της κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, απαγόρευσε [7] τους ιστορικούς πια «Όρνιθες» του Καρόλου Κουν μετά την «πρώτη» τους στο Ηρώδειο, στις 29 Αυγούστου, δηλώνοντας «Το έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον, απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάστηκαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του Λαού»].

Το 1962, ο Τσάτσος πρωταγωνίστησε στην ψήφιση του Νομοθετικού Διατάγματος 4234/1962 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την ασφάλειαν της χώρας», όταν υπό την πίεση ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η κυβέρνηση Καραμανλή κήρυξε επίσημα τη λήξη της «κομμουνιστικής ανταρσίας», σχεδόν δεκατρία χρόνια μετά την επικράτηση του Ελληνικού Στρατού στο Γράμμο και το Βίτσι, τον Αύγουστο του 1949. Με το ίδιο νομοθέτημα, η κυβέρνηση ανέστειλε την εφαρμογή μιας σειράς έκτακτων μέτρων του λεγόμενου «παρασυντάγματος», που η επιβολή τους συνδεόταν με την συνέχιση του συμμοριτοπολέμου. Σημαντικότερο από τα μέτρα αυτά ήταν η διοικητική εκτόπιση των κομμουνιστών και των πολιτικά συμπαθούντων τον κομμουνισμό, η ανώτατη διάρκεια της οποίας καθορίσθηκε σε τέσσερα χρόνια, ενώ έως τότε δεν είχε χρονικό περιορισμό. Ο αναγκαστικός νόμος 509/1947, με τον οποίο το Κ.Κ.Ε. είχε τεθεί εκτός νόμου το 1947, όχι μόνον διατηρούνταν σε ισχύ, αλλά συμπληρωνόταν, προκειμένου να ποινικοποιηθεί μια ενέργεια που ο νόμος αυτός αρχικά δεν προέβλεπε, την απόπειρα ανασυστάσεως του κομμουνιστικού κόμματος.

  • Yπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας την περίοδο 1962-63,
    [στη διάρκεια της θητείας του κατασκευάστηκε το ξενοδοχείο της Πάρνηθας, και ενισχύθηκαν τα Διεθνή Φεστιβάλ Θεάτρου και Μουσικής].

Τον Σεπτέμβριο του 1966 ο Τσάτσος, τότε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, με δύο άρθρα σε ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα [8], που έφεραν το χαρακτηριστικό τίτλο «Περί βλακείας», γράφει σε οξύ τόνο για τους αστικής καταγωγής διανοούμενους που συμπαθούν τον κομμουνισμό, απαντώντας στην ουσία σε άρθρο του Γεωργίου Θεοτοκά: «... Ενόμισα πως έπρεπε να ασχοληθώμε μια ιδιότυπη κατηγορία ανθρώπων, με τους διανοητικά και ψυχικά ελαττωματικούς διανοούμενους, που ωνόμασα «διανοούμενους ημιβλάκες», διότι η διαρκώς επεκτεινόμενη δράση τους στην κοινωνία δημιουργεί ένα κρίσιμο ψυχολογικό και πολιτικό πρόβλημα. Μίλησα πρώτα για εκείνους που ημιβλακίζουν από ευήθεια και εξαιτίας αυτής παρασύρονται από την ωργανωμένη δύναμη του κομμουνισμού και γίνονται αθέλητα όργανά του [...]. Τόνισα πόσο ο φόβος να φανούν καθυστερημένοι, τους σπρώχνει προς τον κομμουνισμό και τους καταντάει αθύρματα στα χέρια των επιτήδειων προπαγανδιστών του [...]. Πολιτεύονται εκ του παρασκηνίου και εκ του ασφαλούς, ως δήθεν αντικειμενικοί κριτές, άλλοτε φορώντας την ακαδημαϊκή τήβεννο και άλλοτε το βυρώνειο πουκάμισο του λογοτέχνη. Θα μου πήτε είναι αυτό σύμπτωμα βλακείας; Όχι αυτό είναι σύμπτωμα ενός συνδυασμού πονηριάς και δειλίας, δύο ιδιότητες που θαυμάσια ταιριάζουν με την ημιβλακεία. Η εμφάνιση διανοουμένων που έτσι επικροτικά πολιτικολογούν κάτω από ένα οποιοδήποτε α-πολιτικό προσωπείο, είναι από τα πιο νοσηρά συμπτώματα της κοινωνίας μας, και ο κομμουνισμός που θέλει να την αποσυνθέση, ευλόγως το υποδαυλίζει και το ενισχύει..».

Ο Θεοτοκάς απάντησε με δικό του άρθρο που δημοσιεύθηκε [9] σε άλλη ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα και ο Τσάτσος επανήλθε [10] γράφοντας: «...Μερικοί θέλησαν να με παρουσιάσουν σαν αρνούμενο στους επιστήμονες και τους λογοτέχνες το δικαίωμα να αναμιγνύωνται στα κοινά. Μια τέτοια εκδοχή ευκόλυνε βέβαια την πολεμική εναντίον μου. Μόνο που δεν βρίσκει στήριγμα σε κανένα κείμενό μου. Δεν αρνήθηκα στους πνευματικούς ανθρώπους να πολιτεύωνται. Αντιθέτως, το ζητώ από αυτούς. Αρνήθηκα όμως στους πνευματικούς καθώς και στους μη πνευματικούς ανθρώπους το δικαίωμα να ψεύδωνται. Να λένε ότι αγωνίζονται για τη δημοκρατία, ενώ αγωνίζονται για τον κομμουνισμό που θέλει να την καταλύση. Και όταν ψεύδωνται από ευήθεια, τους ωνόμασα «ημιβλάκες» και όταν πάλι ψεύδωνται από σκοπού, τους ωνόμασα «αναιδείς..».

Περίοδος 21ης Απριλίου 1967

Το 1971, στη διάρκεια του Επαναστατικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου ο Τσάτσος επιτέθηκε εκ νέου με πάθος κατά των «αφελών» που συνεργάζονται με τους κομμουνιστές με τις τρεις γνωστές «Επιστολές ενός “συντηρητικού” γέρου προς ένα “προοδευτικό” νέο» [11] και που αναδημοσίευσε τότε, την εποχή ακριβώς που σχηματίζονταν οι Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα, η συντηρητική εφημερίδα «Ακρόπολις». Το 1972 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, σχεδόν προφητικά, γράφει: «...Ο τόπος μας είναι ακόμα πολιτικά τόσο αδιαφοροποίητος ώστε μόνο μια βλέπω πραγματική και ουσιαστική διαφορά στις πολιτικές μας τάσεις, άμα εξαιρέσωμε τον κόσμο της άκρας αριστεράς. Υπάρχουν εκείνοι που, υπό ωρισμένας συνθήκας, δέχονται να συνεργασθούν με την άκρα αριστερά και εκείνοι που, υπό κανένα όρο, δεν δέχονται αυτή τη συνεργασία. Από αυτό το ένα και μόνο κριτήριο εξαρτάται η ένταξη στη συντήρηση ή στην πρόοδο. Μόνο η appertura a la sinistra (το άνοιγμα προς τ’ αριστερά) σου δίνει τον επίζηλο τίτλο του προοδευτικού. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ορθό σε άλλες χώρες· δεν ξέρω αν μετά χρόνια θα είναι ορθό και σ’ εμάς. Σήμερα, στον τόπο μας, αποτελεί μια προσχεδιασμένη απάτη...» [12].

Πολιτειακή μεταβολή

Το 1974 ο Τσάτσος τοποθετήθηκε

  • Yπουργός Πολιτισμού, [στην κυβέρνηση Εθνική Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή].

Εκλέχθηκε

  • βουλευτής Επικρατείας, το Νοέμβριο του 1974, [με τη «Νέα Δημοκρατία» και στη συνέχεια ανέλαβε την προεδρία της κοινοβουλευτικής επιτροπής σύνταξης του νέου συντάγματος].

Ήταν πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής συντάξεως του συντάγματος του 1975 και θεωρείται και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας. Το 1975 ως Πρόεδρος της Επιτροπής του Συντάγματος διέταξε το κάψιμο των φακέλων πολιτικών φρονημάτων των υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού που είχαν συντάξει τα μεταπολεμικά καθεστώτα ως και το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου. Αν και επανήλθε στην παλαιότερη πρότασή του να ιδρυθεί Συνταγματικό Δικαστήριο με αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να θέτει εκτός νόμου κόμματα που θα κρίνονταν «επικίνδυνα» για τη δημοκρατία, δεν επέμεινε· και το Σύνταγμα του 1975 είναι στο σημείο αυτό ένα από τα πιο «ανοιχτά» της Ευρώπης. Για την προσφορά του στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οράματος του απονεμήθηκε το 1980 το μέγα ευρωπαϊκό βραβείο Κουντενχόβε-Καλλέργη. Επίσης, ήταν μέλος πολλών ξένων ακαδημιών.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Ο Τσάτσος προτάθηκε ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το κόμμα «Νέα Δημοκρατία» και η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναγγέλθηκε στην αίθουσα της γερουσίας, όπου συνεδρίαζε η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Σύμφωνα με σημείωση του Κωνσταντίνου Τσάτσου στα «Απομνημονεύματα» του, είχε αποδεχθεί όρο να παραιτηθεί, αν χρειάζονταν, νωρίτερα από τα πέντε χρόνια της συνολικής διάρκειας της θητείας του, ώστε στη θέση του να μεταπηδήσει ο Καραμανλής. Στην ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου ο Τσάτσος έλαβε 210 ψήφους, από τις 215 ψήφους των βουλευτών του κόμματος από το οποίο υποδείχθηκε, σε σύνολο 295 ψηφισάντων. Αντίπαλος του ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υποστηρίχθηκε από την «Ένωση Κέντρου», ενώ το Πα.Σο.Κ. και η «Ενωμένη Αριστερά» ψήφισαν λευκό. Ορκίστηκε Πρόεδρος στις 19 Ιουλίου 1975 και παρέμεινε στη θέση ως τις 10 Μαΐου 1980, όταν τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ως πρόεδρος οργάνωσε το θεσμό και παράλληλα ασχολήθηκε με τα εθνικά θέματα, όπως το σλαβομακεδονικό.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, το 1984 δηλαδή μετά την λήξη της θητείας του ως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, αναφερόμενος στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, το 1973, γράφει: «...Όταν έγινε το Πολυτεχνείο, ούτε πήγα επί τόπου, ούτε συγκινήθηκα. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αυτά τα πεζοδρομιακά ξεσπάσματα δεν κλόνιζαν τη δικτατορία και ότι, όπως στα χρόνια της Κατοχής, υποκρύπτανε κομμουνιστικές επιδιώξεις επικίνδυνες για το μέλλον. Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη ότι δεν συνήργησα στην κατασκευή του μύθου του Πολυτεχνείου.»

Εργογραφία

Την περίοδο 1921-1924 ο Τσάτσος δημοσίευσε δύο τόμους πονημάτων και θεατρικών έργων με το ψευδώνυμο «Ηβός Δελφός».

Λογοτεχνικά

  • «Η τριλογία της ψυχής μου» το 1923,
  • «Ποιήματα» το 1924,
  • «Δύο Δράματα» το 1924,
  • «Τα ποιήματα του Κ. Τσάτσου» το 1973,
  • «Ένας διάλογος για την ποίηση», [1938-39, επανέκδοση το 1975].

Φιλοσοφικά

  • «Η γνωσιολογία του Καντ»,
  • «Η ηθική φιλοσοφία του Καντ»,
  • «Δοκίμια αισθητικής και παιδείας» το 1960,
  • «Αισθητικά δοκίμια» το 1961,
  • «Διάλογοι σε μοναστήρι» το 1974,
  • «Αισθητικά μελετήματα» το 1977,
  • «Θεωρία της Τέχνης» το 1978,
  • «Η ζωή σε απόσταση» το 1985,
  • «Ο σύγχρονος κόσμος» το 1987,
  • «Πριν από το ξεκίνημα» το 1988.

Κριτικές

  • «Κωστής Παλαμάς» το 1936,
  • «Οι μεγάλοι ρήτορες και η ιστορία τους» το 1968,
  • «Κικέρων» το 1968,
  • «Δημοσθένης» το 1971.

Βιογραφίες

Φιλοσοφία δικαίου

  • «Η έννοια του θετικού δικαίου» το 1929,
  • «Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου» το 1932,
  • «Η κοινωνική φιλοσοφία του Καντ» το 1935,
  • «Το πρόβλημα των πηγών του Δικαίου» το 1941,
  • «Ελληνική πορεία», [το 1925, επανέκδοση το 1952],
  • «Έθνος και κομουνισμός» 1952.
  • «Μελέται φιλοσοφίας του δικαίου» το 1960,
  • «Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων» το 1962,
  • «Αφορισμοί και διαλογισμοί», [1965-1969],
  • «Πολιτική, θεωρία πολιτικής δεοντολογίας» το 1965,
  • «Η Ελλάς και η Ευρώπη» το 1978,
  • «Δημοκρατία και Ευρώπη» το 1982.

Άλλα

  • «Αγάπη» το 1950,
  • «Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων», [Μετάφραση, το 1980]
  • «Οράτιος, Βιργίλιος, Προπέρτιος, Κάτουλος», [Μετάφραση, το 1981].

Διακρίσεις

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ανακηρύχθηκε:

  • επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου της Σορβόννης,
  • ξένος εταίρος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού το 1979,
  • ξένος εταίρος της Βασιλικής Ακαδημίας του Μαρόκου,
  • ξένος εταίρος της Ακαδημίας της Ρουμανίας το 1980,
  • μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών Τέχνης και Γραμμάτων.

και τιμήθηκε για την προώθηση της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης

  • με το βραβείο του Ιδρύματος Κουντεχόβε-Καλλέργη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η Λιλή Ζηρίνη παντρεύτηκε, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, σε πρώτο γάμο με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο με τον οποίο έζασε στο Παρίσι και χώρισαν το 1929. Λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε με τον Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος που διατέλεσε και Πρόεδρος της Ελληνική Βουλής, τον αδελφό του εθνικιστή λογοτέχνη Δημητρίου (Μίτια) Καραγάστη. Η Ζηρίνη υπήρξε μούσα του Κωστή Παλαμά και ο τέταρτος τόμος της αλληλογραφίας του ποιητή περιλαμβάνει αποκλειστικά τα «Γράμματα στη Λιλή Ζηρίνη». Η Ζηρίνη πέθανε το 1939, σε ηλικία περίπου σαράντα ετών, από καρκινικό εγκεφαλικό όγκο.]
  2. [Η μητέρα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, η Θεοδώρα Ευστρατιάδου, είχε γεννηθεί και ανατραφεί στην Τεργέστη. Η γιαγιά του ήταν αδελφή της συζύγου του Κωνσταντίνου Σάθα, δηλαδή της Χαρίκλειας Μάγγου, από την Τεργέστη, απ’ την οποία είχε φθάσει στα χέρια των αδελφών Τσάτσου «μέγα κιβώτιον περιέχον άπαντα τα εις την κατοχήν μας χειρόγραφα του Σάθα, μεταξύ των οποίων είναι αρκετά ανέκδοτα»]
  3. [«...Πριν γεννηθώ, η Θεία Χαρή, έτσι τη λέγαμε, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Σάθα κατά κόσμον γιατρό αλλά πρωτοπόρο μεσαιωνοδίφη, τότε που η έρευνα για το Βυζάντιο ήτανε βυθισμένη σε σκοτάδι. Χωρίς ειδική μόρφωση ιστορικού, επιδόθηκε στην παρουσίαση των σημαντικοτέρων βυζαντινών κειμένων που ήταν ακόμη ανέκδοτα και κοιμόντανε στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη και στη Εθνική των Παρισίων. Όλη του τη ζωή την πέρασε σε αυτές τις δύο πόλεις και στο Παρίσι δημοσίευσε τα περισσότερα έργα του. Τα 10.000 ναπολεόνια που είχε προίκα η θεία Χαρή, τα ξόδεψε για να εκδώσει όλο του το έργο, αποκλειστικά αφοσιωμένος σε αυτό.»] Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Λογοδοσία μιας ζωής», κεφάλαιο «Γαλαξείδι ή Κωνσταντίνος Σάθας», Τόμος Β', σελίδες 477η-478η.
  4. Πρόεδροι της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της
  5. Ιδρυτικά μέλη, «Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών» Ιστότοπος της «Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών».
  6. [Το «Εθνικό Ενωτικό Κόμμα» (Ε.Ε.Κ.), ο Κανελλόπουλος είχε ιδρύσει το 1935 και το οποίο, στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, μετείχε στην «Εθνική Πολιτική Ένωση» (Ε.Π.Ε.), που ήταν συνασπισμός κεντρώων προσωπικοτήτων και κομμάτων (Σοφοκλής Ελευθ. Βενιζέλος, Γεώργιος Παπανδρέου κ.ά.), που απέφευγαν να πάρουν θέση στο πολιτειακό. Ο Τσάτσος συγκαταλεγόταν στους 8 βουλευτές που εξέλεξε το ΕΕΚ, επί συνόλου 68 που είχε εκλέξει η ΕΠΕ.]
  7. «Όρνιθες», ένα σκάνδαλο με πολιτικές διαστάσεις Ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Τα Νέα», Χατζηιωάννου Έλενα, 5 Ιουλίου 2008.
  8. [Κωνσταντίνος Τσάτσος, Εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 21ης Σεπτεμβρίου 1966.]
  9. [Γεώργιος Θεοτοκάς, «Ένα νοσηρό σύμπτωμα», Εφημερίδα «Το Βήμα», 8 Οκτωβρίου 1966.]
  10. [Κωνσταντίνος Τσάτσος, Εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 1ης Νοεμβρίου 1966.]
  11. [Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Επιστολές ενός “συντηρητικού” γέρου προς ένα “προοδευτικό” νέο», Περιοδικό «Ευθύνη», 1971]
  12. [Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Αφορισμοί και διαλογισμοί (τέταρτη σειρά)», εκδόσεις «Εστία», Αθήναι 1972, σελίδα 216η κ.ε.]



Πρόεδροι Δημοκρατίας της Ελλάδας
Παύλος Κουντουριώτης | Θεόδωρος Πάγκαλος | Παύλος Κουντουριώτης | Αλέξανδρος Ζαϊμης | Γεώργιος Παπαδόπουλος | Φαίδων Γκιζίκης | Μιχαήλ Στασινόπουλος | Κωνσταντίνος Τσάτσος | Κωνσταντίνος Καραμανλής | Ιωάννης Αλευράς | Χρήστος Σαρτζετάκης | Κωνσταντίνος Καραμανλής | Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος | Κάρολος Παπούλιας | Προκόπης Παυλόπουλος |Αικατερίνη Σακελλαροπούλου