Λένι Ρίφενσταλ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Έλενα [Λένι] Μπέρτα Αμάλιε Ρίφενσταλ [Helena Leni Bertha Amalie Riefenstahl], Γερμανίδα εθνικοσοσιαλίστρια, ιδιοφυής σκηνοθέτης, που έγινε διάσημη χάρη στις ταινίες που κινηματογράφησε για λογαριασμό της εθνικιστικής Γερμανίας και του Αδόλφου Χίτλερ, παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών, μοντέρ, σεναριογράφος και φωτογράφος, γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1902 στη συνοικία Βέντινγκ [Wedding] ένα εργατικό προάστιο του Βερολίνου. Η Ρίφενσταλ, χαρακτηριστικό παράδειγμα στρατευμένης καλλιτέχνιδας,, που στα μάτια του κόσμου παρέμεινε ως το τέλος μια τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ου αιώνος, πέθανε [1] [2] από καρκίνο στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, δύο εβδομάδες αφότου συμπλήρωσε τα 101 χρόνια της, στο σπίτι της στο Πέκιγκ [Pöcking] στις όχθες της λίμνης Σταρνμπέργκερ της Βαυαρίας στη Γερμανία. Η ταφή της έγινε στο Waldfriedhof του Μονάχου.

Στις 21 Μαρτίου 1944, μετά από μια συνάντηση τους με τον Αδόλφο Χίτλερ στο Κίτσμπυχελ [Kitzbühel] της Αυστρίας, παντρεύτηκαν με τον Πέτερ Γιάκομπ [Peter Jacob] με τον οποίο πήραν διαζύγιο το 1946, σχεδόν δύο χρόνια μετά το γάμο τους. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο, στις 22 Αυγούστου 2003 σε ηλικία 101 ετών, για λόγους οικονομικής διασφαλίσεως του καθώς και κληρονομικούς, με τον Χόρστ Κέτνερ [Horst Kettner], τον οπερατέρ της που ήταν τριάντα πέντε χρόνια νεότερος της, με τον οποίο συζούσαν από την εποχή που εκείνη ήταν 66 ετών. Η Ρίφενσταλ δεν άφησε απογόνους.

Helena Bertha Amalie Riefenstahl

Βιογραφία

Πατέρας της ήταν ο Άλφρεντ Ρίφενσταλ [Alfred Theodor Paul Riefenstahl], επιχειρηματίας που ασχολούνταν με τον εξαερισμό και τη θέρμανση και μητέρα της η Μπέρτα Σέρλαχ [Bertha Ida Scherlach], ενώ είχε κι έναν μικρότερο, κατά τρία χρόνια, αδελφό, τον Χάιντς, που γεννήθηκε το 1905 και σκοτώθηκε το 1944 στο Ανατολικό μέτωπο, στη διάρκεια της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γονείς της ήταν Λουθηρανοί Προτεστάντες και πρωσικής καταγωγής. Η οικογένεια Ρίφενσταλ διέθετε ικανή οικονομική ευρωστία, καθώς η επιχείρηση του πατέρα της επεκτάθηκε, γεγονός που τους επέτρεψε να αγοράσουν ένα εξοχικό σπίτι, στα περίχωρα του Βερολίνου. Εκεί η Λένι ήλθε σε επαφή με τη φύση, με την οποία ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση και αγάπη, που εκδηλώθηκε με καθοριστικό τρόπο τα επόμενα χρόνια της ζωής της.

Η Λένι από νεαρή ηλικία εκδήλωσε την τάση της να ασχοληθεί με τις τέχνες και τη θέληση της να σπουδάσει χορό, αν και αρχικά ήθελε να ασχοληθεί με τις εμπορικές επιχειρήσεις του πατέρα της, όμως η μητέρα της την ώθησε προς το χορό. Η άποφαση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της, ενώ είχε την αμέριστη συμπαράσταση της μητέρας της, η οποία είχε κι εκείνη την επιθυμία να σπουδάσει ηθοποιός, όμως επειδή η οικογένεια της είχε 18 παιδιά και είχε πεθάνει η μητέρα της εργάστηκε ως ράπτρια, έως ότου παντρεύτηκε τον Άλφρεντ Ρίφενσταλ. Σε ηλικία 16 ετών γράφτηκε στη σχολή χορού «Grimm-Reiter» στο Βερολίνο, αρχικά δίχως τη συγκατάθεση του πατέρα της. Παράλληλα σπούδασε ζωγραφική και μοντέρνο χορό. Το 1921 εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια ως χορεύτρια και η παρουσία της ικανοποίησε τους δασκάλους της.

Επαγγελματική σταδιοδρομία

Συμμετείχε σε παραστάσεις του «Deutsches Theater» με σκηνοθέτη τον Μαξ Ράινχαρντ [Max Reinhardt] πραγματοποιώντας περιοδείες στη Γερμανία αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη. Από το 1923 ως το 1926 ήταν πρώτη χορεύτρια στο Θέατρο του Βερολίνου. Σε παράσταση του θεάτρου στην Πράγα, τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο και ο τραυματισμός της στάθηκε ολέθριος για την καριέρα της, καθώς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το χορό. Στη διάρκεια της αναρρώσεως παρακολούθησε μία ταινία σχετικά με βουνά η οποία την εντυπωσίασε. Έτσι μόλις το κατόρθωσε ταξίδεψε στις Άλπεις όπου υπολόγιζε να συναντήσει το σκηνοθέτη της ταινίας, τον Άρνολντ Φανκ [Arnold Fanck], πράγμα που δεν κατάφερε τότε. Το 1928 παρακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σαν Μόριτζ και από τότε έδειξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αθλητική φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε σε μια βουβή ταινία του Άρνολντ Φανκ, τον οποίο γνώρισε σε μια συγκέντρωση που διοργάνωσε ο κοινός τους φίλος ο Gunther Rahn. Ο Φανκ την επέλεξε ως πρωταγωνίστρια εκτιμώντας την αθλητική και παράτολμη αντίληψη της και την σκηνοθέτησε σε τρεις ταινίες του, μία από αυτές είναι «Το μαγικό βουνό», χαρίζοντας της μεγάλη δημοφιλία, ενώ τη μύησε στην ορειβασία. Η ταινία αποτέλεσε το 'διαβατήριο για την επιτυχία και τη διεθνή αναγνώριση της.

Γνωριμία με τον Αδόλφο Χίτλερ

Εξώφυλλο στο Time

Στα 30 χρόνια της άκουσε για πρώτη φορά μια ομιλία του Αδόλφου Χίτλερ και γοητεύτηκε. Η ίδια περιέγραψε την πρώτη της συνάντηση με τον Χίτλερ λέγοντας, «…..Μου ψαινόταν ότι η επιφάνεια της Γης εκινείιο μπροστά στα μάτια μου. σαν να είχε κοπεί στη μέση, βγάζοντας έναν πίδακα νερού τόσο ισχυρό που άγγιζε τον ουρανό και τράνταζε τη Γη Είχα παραλύσει πραγματικά…». Το Μάιο του 1932 η Ρίφενσταλ συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Αδόλφο Χίτλερ, που είχε εντυπωσιαστεί από τη σκηνή της ταινίας «Der Blaue Licht», [«Το Γαλάζιο φώς»], στην οποία η Λένι χορεύει πάνω από τη θάλασσα. Η ταινία είχε διανεμηθεί σε όλο τον κόσμο, όμως έγινε δεκτή με δυσμένεια, γεγονός που η Λένι απέδωσε στις υποκινούμενες από Εβραίους κριτικές. Αν και έλαβε πρόσκληση να εργαστεί στο Χόλυγουντ επέλεξε να παραμείνει στη Γερμανία. Η Ρίφενσταλ στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «SOS Παγόβουνο», τα οποία έγιναν στη Γροιλανδία, αφοσιώθηκε στην ανάγνωση των έργων του Χίτλερ ιδιαιτέρως του βιβλίου «Ο Αγών μου» [«Mein Kampf»]. Ο Αδόλφος Χίτλερ όταν ανέλαβε την εξουσία, ανέθεσε στην Ρίφενσταλ τη δημιουργία της πρώτης ταινίας προπαγάνδας. Αναφερόμενη στο βιβλίο «Ο Αγών μου» η Λένι είπε πως «…Το βιβλίο αυτό μου έκανε τεράστια εντύπωση. Έγινα ένα συνειδητοποιημένο μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, μόλις διάβασα την πρώτη του σελίδα…» [3]. Το 1935 γύρισε το διάρκειας 18 λεπτών ντοκιμαντέρ «Η ημέρα της ελευθερίας: Η Βέρμαχτ μας», με την ευκαιρία του 7ου Συνεδρίου του Κόμματος. Το 1936 επισκέφθηκε την Ελλάδα για να φωτογραφήσει και να κινηματογραφήσει την τελετή στην Αρχαία Ολυμπία και στο έργο της τη βοήθησε η μετέπειτα διάσημη Ελληνίδα φωτογράφος Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, γνωστή με το ψευδώνυμο «Nelly». Για την ταινία της με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες το περιοδικό «Time» της αφιέρωσε το εξώφυλλο του τεύχους της 17ης Φεβρουαρίου 1936.

Η Ρίφενσταλ είχε πει για τον Αδόλφο Χίτλερ, σε συνέντευξη της στην εφημερίδα «Detroit News» το Φεβρουάριο του 1937, ότι «…πρόκειται για τον σημαντικότερο άνθρωπο που γεννήθηκε ποτέ. Είναι πράγματι αλάνθαστος, τόσο απλός και διαθέτει την ίδια στιγμή, εξαιρετική δύναμη…». Το 1938 με την ευκαιρία των 49ων γενεθλίων του Χίτλερ η ταινία «Triumph des Willens» [«Ο θρίαμβος της θέλησης»], παρουσιάστηκε στο κοινό και κυκλοφόρησε και εκτός Γερμανίας. Τότε η Ρίφενσταλ επισκέφθηκε τις Η.Π.Α., όπου έφθασε πέντε μόλις ημέρες πριν την Νύχτα των Κρυστάλλων κι όταν τα γεγονότα έγιναν γνωστά έκανε δηλώσεις, διακηρύσσοντας ότι «ο Χίτλερ δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτά» . Η προβολή της ταινίας απαγορεύθηκε στις Η.Π.Α., όπου θεωρήθηκε ταινία καθαρής προπαγάνδας, όμως αντίγραφό της φυλάχθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και θεωρείται ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα προπαγανδιστικής φιλμογραφίας που έχουν ποτέ δημιουργηθεί. Στις Η.Π.Α. ελάχιστοι άνθρωποι δέχθηκαν να συναντηθούν μαζί της, μεταξύ τους ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, σε κατ' ιδίαν συνάντηση, καθώς και ο Χένρι Φορντ, ενώ οι αντίπαλοι των εθνικιστών στις Η.Π.Α. ανακοίνωσαν ότι «….δεν υπάρχει χώρος στο Χόλιγουντ για τη Λένι Ρίφενσταλ». Παρακολούθησε τα γεγονότα της Γερμανικής εισβολής στην Πολωνία ως πολεμικός ανταποκριτής κι έφθασε στο μέτωπο, στη Στρατιά του Γκερντ φον Ρούντστεντ, ντυμένη με στρατιωτική στολή, ενώ έφερε ξιφίδιο στη ζώνη της και ένα μικρό πιστόλι σε μια από τις λευκές μπότες της. Επέστρεψε στην Βαρσοβία στις 5 Οκτωβρίου 1939 και κινηματογράφησε την παρέλαση των Γερμανικών στρατευμάτων. Στις 14 Ιουνίου του 1940 έστειλε τηλεγράφημα στον Χίτλερ, επαινώντας και ευχαριστώντας τον για την κατάκτηση του Παρισιού. Η Ρίφενσταλ, αναφέρει στην «Αυτοβιογραφία» της ότι ο Αδόλφος Χίτλερ της είχε εκμυστηρευτεί σε συνάντησή τους στις 30 Μαρτίου 1944 ότι «…..Εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δε θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ…..». Η Ρίφενσταλ προσπάθησε να εγκαταλείψει το Βερολίνο και να μετακινηθεί προς την Αυστρία, όπου θα συναντούσε τη μητέρα της, μετά την κατάρρευση της Γερμανίας και την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ. Στην προσπάθεια της συνελήφθη από τις Αμερικανικές δυνάμεις όμως σύντομα αφέθηκε ελεύθερη.

Μεταπολεμικά

Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου και την ήττα των εθνικιστικών κρατών, η Ρίφενσταλ κατηγορήθηκε ότι εξύμνησε τον Γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό και διατάχθηκε η σύλληψη της ενώ κρατήθηκε για ένα διάστημα σε φρενοκομείο. Αν και δεν κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου ανακρίθηκε εξαντλητικά, παραπέμφθηκε πολλές φορές σε δικαστήρια και από το 1945 έως το 1948, επί σχεδόν τέσσερα χρόνια, κρατήθηκε σε γαλλικές φυλακές. Τελικά χαρακτηρίστηκε ως συμπαθούσα τον Εθνικοσοσιαλισμό και αφέθηκε ελεύθερη, όμως οι Γάλλοι κατάσχεσαν όλο το κινηματογραφικό υλικό που είχε στην κατοχή της. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 προσπάθησε 15 φορές να γυρίσει νέες ταινίες, όμως στάθηκε αδύνατο καθώς ήταν ανεπιθύμητη λόγω των πολιτικών της απόψεων. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 στράφηκε προς τη φωτογραφία και κατέγραψε Αφρικανικές φυλές, ενώ εργάστηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Σουδάν κι έγινε η πρώτη ξένη που έλαβε Σουδανικό διαβατήριο, ενώ ασχολήθηκε και με φυσιολατρικά θέματα.

Το 1972 η εφημερίδα «London Times» της ανέθεσε τη φωτογράφηση των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου. Το 1973 ταξίδεψε στην Αφρική, όπου ήρθε σε επαφή με τη φυλή των Nuba, για την οποία κυκλοφόρησε δύο φωτογραφικά άλμπουμ, με τα οποία κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση. Τον ίδιο χρόνο έμαθε καταδύσεις και το 1974, ενώ παρακολουθούσε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στο Κολοράντο, αναγνωρίστηκε και προπηλακίστηκε από μέλη αντιεθνικιστικών οργανώσεων. Ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μόντρεαλ το 1976 και το 1978 κυκλοφόρησε το φωτογραφικό λεύκωμα «Korallengarten» με υποβρύχιες φωτογραφίες που συνέλεξε από τροπικούς βυθούς. Το 1980 άρχισε μια παγκόσμια περιοδεία εκθέτοντας τις φωτογραφίες των Nuba, ενώ το 1982 κυκλοφόρησε το φωτογραφικό άλμπουμ «Mein Afrika».

Στις 22 Αυγούστου 1992, την ημέρα που γιόρταζε τα ενενηκοστά της γενέθλια, φόρεσε στολή του δύτη για να φωτογραφίσει καρχαρίες, κάτι που επανέλαβε σε ηλικία 94 ετών όταν καταδύθηκε στα άδυτα των νήσων Κόκος στην Κόστα Ρίκα, προκειμένου να φωτογραφίσει τους εκεί καρχαρίες. Διάφορες προσωπικότητες συνέρευσαν στη γιορτή των γενεθλίων της ενώ ο Χέλμουτ Νιούτον [Helmut Newton] τη φωτογράφισε για λογαριασμό του περιοδικού «Vanity Fair». Τον Φεβρουάριο του 2000, επισκέφθηκε τους Nuba, όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει βιαστικά την περιοχή λόγω των πολεμικών συγκρούσεων που ξέσπασαν κι επιβιβάστηκε σε ελικόπτερο, το οποίο κατέπεσε. Η Ρίφενσταλ επέζησε με μικροτραυματισμούς και δήλωσε ότι θα προσπαθήσει να ξαναπάει στο Σουδάν. Το 1993 ο Γερμανός σκηνοθέτης Ρέι Μύλλερ [Ray Müller] μετέφερε τη βιογραφία της σε κινηματογραφική ταινία, με τον τίτλο «The Wonderful, Horrible life of Leni Riefenstahl». Η Ρίφενσταλ αρνούνταν σταθερά ότι γνώριζε αν υπήρξε σχέδιο γενοκτονίας από τους Γερμανούς εθνικιστές και δικαιώθηκε σε σχεδόν πενήντα περιπτώσεις, στις οποίες είχε υποβάλει μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση. Τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατο της το περιοδικό «Time» την κατέταξε ανάμεσα στους πιο σημαντικούς και εντυπωσιακούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.

Το τέλος της

Η Ρίφενσταλ έπασχε από καρκίνο τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Ο Χόρστ Κέτνερ δήλωσε σε συνέντευξή του το 2002, ότι «….η κα Riefenstahl πονά υπερβολικά, έχει εξασθενίσει σωματικά και παίρνει παυσίπονα…». Γιόρτασε τα 100α γενέθλιά της, στις 22 Αυγούστου 2002, παρουσία διασημοτήτων, μεταξύ τους και ο Γερμανός πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής του τένις, ο Μπόρις Μπέκερ [Boris Becker], με την παρουσίαση μιας ανθολογίας σκηνών που τράβηξε από το 1974 ως το 2000 πραγματοποιώντας παραπάνω από 2.000 καταδύσεις στον Ινδικό ωκεανό. Στις 22 Αυγούστου 2003, γιόρτασε τα 101 χρόνια της σε ξενοδοχείο στο Feldafing, στη λίμνη Starnberg στην περιοχή της Βαυαρίας, κοντά στο σπίτι της. Μια ημέρα μετά τον εορτασμό των γενεθλίων της, αρρώστησε και τις επόμενες εβδομάδες η υγεία επιδεινώθηκε ραγδαία. Άφησε την τελευταία της πνοή στις 22:00 το βράδυ της Δευτέρας 8 Σεπτεμβρίου 2003, στη διάρκεια του ύπνου. Σε δηλώσεις του προς τον Τύπο, την επομένη ημέρα από το θάνατο της ο Horst Kettner, δήλωσε ότι «…απλά σταμάτησε η καρδιά της». Η Irene Runge, επικεφαλής του Εβραϊκού Πολιτιστικού Κέντρου του Βερολίνου, δήλωσε για το θάνατο της Ρίφενσταλ, «…πρέπει να αναλαμβάνεις την ευθύνη για το παρελθόν σου. Δεν το έκανε. Αυτό είναι που θα θυμούνται οι άνθρωποι γι’ αυτήν…».

Συνεισφορά στην τέχνη

Η τελευταία της κατοικία

Η Ρίφενσταλ υπήρξε εξαιρετική χορεύτρια, εντυπωσιακή ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου, θαυμάσια φωτογράφος και σκηνοθέτιδα που µε δύο µόνο ταινίες της, τον «Θρίαμβο της θελήσεως», το 1934, και το «Ολύμπια», το 1938, καταγράφηκε στην ιστορία ως κορυφαία δημιουργός του κινηματογράφου. Καταχωρήθηκε στην ιστορία του κινηματογράφου ως θεμελιωτής και πρωτοπόρος με μνημειώδη προσφορά στον πολιτισμό και την τέχνη του ντοκιμαντέρ. Απαθανάτισε σε κάθε σημείο του κόσμου το φυσικό κάλλος, εφαρμόζοντας κάθε φορά καινοτόμες τεχνικές. Στις ταινίες της προτιμούσε τη μουσική των Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και Ρίχαρντ Βάγκνερ, με διευθυντή ορχήστρας τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν ή τη στιλπνή και ιλιγγιώδη μουσική του Ρίχαρντ Στράους.

Η σκηνοθετική της τεχνική την κατατάσσει στους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες του προηγούμενου αιώνα. Εφηύρε τεχνικές που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, όπως η τοποθέτηση της κάμερας πάνω σε γερανό για εντυπωσιακά μονόπλανα, η κίνηση της κάμερας σε ράγες για σταθερές λήψεις και για να ακολουθεί την κίνηση των αθλητών, το μοντάζ, η τοποθέτηση πύργων φωτισμού, και άλλα. Επινόησε το slow motion, τις υποβρύχιες λήψεις, τα πολύ μακρινά πλάνα, όπως από ταράτσες και καμπαναριά, τις πολύ κοντινές διαγώνιες γωνίες λήψεως, που κάνουν τους πρωταγωνιστές να μοιάζουν με γίγαντες και τα πανοραμικά πλάνα. Με δική της έμπνευση [4] εφαρμόστηκε η καινοτομία με το άναμμα της Ολυμπιακής Φλόγας στην τελετή ενάρξεως των Ολυμπιακών Αγώνων, τελετουργικό που καθιερώθηκε και έκτοτε συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Μεγάλη επιτυχία της υπήρξε η κινηματογράφηση των Ολυμπιακών Αγώνων, του 1936, καθώς οι λήψεις της, ιδίως εκείνες των καταδύσεων, παραμένουν πρότυπες και ανεπανάληπτες.

Προπαγάνδισε φανατικά τον Εθνικοσοσιαλισμό, εξελίχθηκε σε επίσημη σκηνοθέτιδα του Γ' Ράιχ και έγινε ιδιαίτερα γνωστή για δύο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν τη δεκαετία του 1930. Το κοινό τη θεωρεί συνεργό του Αδόλφου Χίτλερ, όμως στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας επικρατούσε η αντίληψη ότι υπονόμευε τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του. Παράλληλα διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Χίμλερ, τον Γκέρινγκ και το ζεύγος Γκέμπελς, αφού όπως προκύπτει από τα «Ημερολόγια» του Γκέµπελς η σκηνοθέτιδα διατηρούσε στενές σχέσεις µε τον ίδιο και τη σύζυγό του Μάγδα. Έζησε πολυτάραχη και δραστήρια ζωή, ενώ δεν έπαψε να δημιουργεί ως το τέλος της πάντα με πρωτοπόρο πνεύμα και αστείρευτη νεανικότητα. Αν και η συνεργασία της με το εθνικιστικό καθεστώς της Γερμανίας, καθώς και ο αστείρευτος θαυμασμός της για τον Αδόλφο Χίτλερ, αποτέλεσαν τίμημα που πλήρωσε ακριβά για ολόκληρες δεκαετίες, παρέμεινε πάντοτε αγέρωχη, περήφανη και χαμογελαστή ως το τέλος της ζωής της.

Τα έργα της

Εργάστηκε ως πρώτη χορευτής στο Γερμανικό θέατρο. Εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Σκηνοθέτησε ταινίες που προβλήθηκαν με επιτυχία και στον κινηματογράφο. Έγραψε και κυκλοφόρησε το 1987, ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που μεταφράστηκε σε δεκατρείς γλώσσες, μεταξύ τους και τα Ελληνικά. Σκηνοθέτησε και ήταν παραγωγός σε μια σειρά από ντοκιμαντέρ με θέματα που άντλησε από τη φύση. Κυκλοφόρησε πολλά φωτογραφικά λευκώματα με εικόνες από τα ταξίδια της ανά τον κόσμο. Διοργάνωσε εκθέσεις φωτογραφίας, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, στο Τόκιο το 1980 και το 1991, στο Κουόπιο της Φινλανδίας, στο Μιλάνο και τη Ρώμη στην Ιταλία, στο Μόναχο, το Πότσνταμ και το Βερολίνο στη Γερμανία, στο Calpe στην Ισπανία και στο Knokke Heist στο Βέλγιο.

Ταινίες

  • «Der Blaue Licht», [«Το Γαλάζιο φώς»], το 1932. Η πρώτη ταινία της ως σκηνοθέτης, με θέμα τις Άλπεις, για την οποία κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Βενετίας, αν και η ταινία είχε εμπορική επιτυχία. Το σενάριο έγραψε ο Μπέλα Μπαλάς μαζί με τη Ρίφενσταλ.
  • «Η νίκη της πίστεως» το 1933.

Πρόκειται για την κινηματογράφηση του 5ου συνεδρίου του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που ονομάστηκε «Το συνέδριο της Νίκης» [Reichsparteitag des Sieges ή Kongreß des Sieges] λόγω της ανόδου στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ και της πτώσεως της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

  • «Triumph des Willens» [«Ο θρίαμβος της θέλησης»], το 1934, το οποίο παρουσιάστηκε στο κοινό τον επόμενο χρόνο. Τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1935 και το χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937.

Το έργο εικονογραφεί το 6ο Συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη το οποίο περιγράφει ως ένα ορόσημο στη Γερμανική ιστορία, καθώς όπως λέγεται ο Χίτλερ της είχε πει, «…δεν χρειάζομαι ένα ρεπορτάζ, αλλά ένα έργο τέχνης…». Η ταινία σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία, κέρδισε τρία βραβεία, ενώ ήταν η ταινία που εδραίωσε τη σημερινή εικόνα του Αδόλφου Χίτλερ. Παράλληλα την καταξίωσε επαγγελματικά σε βαθμό που να θεωρείται η πιο σημαντική γυναίκα σκηνοθέτιδα του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα, ήταν η ταινία που της δημιούργησε τεράστια προβλήματα τα χρόνια που ακολούθησαν.

  • «Olympia-Festival of Nations», το 1936. Πρωτοποριακά γυρισμένα ντοκιμαντέρ με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Βραβεύθηκε με την ανώτατη διάκριση του Γ΄Ράιχ, την Nationale Filmpreis και το μήκος του φιλμ έφτασε τα 400 χιλιόμετρα.
«Olympia: Fest der Volker-Teil Ι» [«Ο Θρίαμβος του Λαού»], στην Ελλάδα αποδίδεται ως «Ο Θρίαμβος της Θέλησης» και
«Fest der Schonheit-Teil ΙΙ» [«Ο Θρίαμβος της Ομορφιάς»], για τα οποία τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1937 και με το βραβείο «Μουσολίνι» στη Βενετία το 1938.

Όλες οι μετέπειτα τηλεοπτικές αθλητικές μεταδόσεις αλλά και μερικοί από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου, όπως ο Όρσον Γουέλς, έχουν βασιστεί πάνω στα δύο αυτά ντοκιμαντέρ. Η σκηνοθέτιδα αποδέχτηκε την πρόσκληση του Χίτλερ, ο οποίος της ζήτησε να αποτυπώσει κινηματογραφικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Η Ρίφενσταλ επισκέφτηκε την Ελλάδα, εστίασε το ενδιαφέρον της στους ερειπιώνες και συγκέντρωσε άφθονο υλικό για την ταινία χρησιμοποιώντας νέες τεχνικές λήψεων που είχαν ως αποτέλεσμα άψογες αισθητικά εικόνες που μεταδόθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι σκηνές εναλλάσσονται γρήγορα και τα ελληνικά τοπία συνδέονται με τα αρχαιοπρεπή στάδια της εθνικιστικής Γερμανίας. Παρελαύνουν σε κίνηση εικόνες υψηλής αισθητικής του ανθρώπινου σώματος, κίονες και κούροι με γυμνούς, καλλίγραμμους νέους, σύμφωνα με τα πρότυπα της Σπαρτιατικής στρατιωτικής αγωγής, αγάλματα, που εναλλάσσονται με σύγχρονες Γερμανίδες αθλήτριες. Η Ρίφενσταλ κινηματογράφησε με υποδειγματικό τρόπο την τελετή της αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, καθώς και τη λαμπαδηδρομία, που διοργανώθηκαν για πρώτη φορά, προκειμένου να υποδηλώσουν τη μεταφορά του Φωτός του Προμηθέα στην εθνικιστική Γερμανία.

  • «Tiefland» το 1940, με πρωταγωνιστές αιχμαλώτους από στρατόπεδα εργασίας.
  • «Μαύρο Φορτίο», το 1956, με θέμα το δουλεμπόριο
  • «Οι τελευταίοι των Nuba», το 1968, φωτογραφικό λεύκωμα,
  • «People of Kau», [«Οι άνθρωποι του Κάου»], το 1976, φωτογραφικό λεύκωμα,
  • «Coral Garden», [«Ο κήπος των κοραλλιών»], το 1976, λεύκωμα με υποβρύχιες φωτογραφίες.
  • «Το όνειρο της Αφρικής», ντοκιμαντέρ.
  • «Impressionen unter Wasser», «Underwater Impressions», [«Εντυπώσεις κάτω από το νερό»], το 2002, με υλικό από εκατοντάδες ώρες υποβρύχιων λήψεων,
  • «Απομνημονεύματα» το 1987, τα οποία κυκλοφόρησαν και αποτέλεσαν εκδοτική επιτυχία σε 13 χώρες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. Τελευταία λήψη για τη Λένι Ρίφενσταλ BBC Greek.com, 9 Σεπτεμβρίου 2003.
  2. Leni Riefenstahl, Hitler's favourite film propagandist, dies at 101 theguardian.com
  3. [Συνέντευξη στην εφημερίδα «Daily Express» στις 24 Απριλίου 1934.]
  4. [Η ιδέα της αφής της φλόγας ανήκει στον Γερμανό καθηγητή Dr. Carl Diem [Καρλ Ντημ], διευθυντή της Αθλητικής Ακαδημίας της Κολωνίας. Πρώτη πρωθιέρεια στην ιστορία του θεσμού ήταν η χορογράφος Κούλα Πράτσικα και ιέρειες οι μαθήτριες της σχολής της, ενώ πρώτος λαμπαδηδρόμος ήταν ο αθλητής Κώστας Κανδύλης. Στη διάρκεια της τελετής στην Αρχαία Ολυμπία υπήρξε μεγάλη αταξία που εμπόδισε το έργο της Ρίφενσταλ η οποία αποφάσισε να γυρίσει την αφή της φλόγας στους Δελφούς, όπου μπορούσε να εργαστεί απρόσκοπτα, χρησιμοποιώντας τον τέταρτο λαμπαδηδρόμο ο οποίος ήταν ντόπιος. Η φλόγα κινήθηκε οδικά και διέσχισε επτά χώρες: την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Αυστρία και τη Γερμανία. Ήταν μια διαδρομή μεγαλύτερη από 3.000 χιλιόμετρα.]