Λίνος Πολίτης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Λίνος Πολίτης, Έλληνας σολωμιστής φιλόλογος, κριτικός, παλαιογράφος, αρχαιολόγος, μελετητής και ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πανεπιστημιακός καθηγητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, που θεωρείται ο θεμελιωτής της επιστήμης της Νεοελληνικής φιλολογίας και υπήρξε δάσκαλος πολλών από τους νεότερους Έλληνες φιλόλογους, γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1906 στην Αθήνα όπου και πέθανε στις 21 Δεκεμβρίου 1982. Η κηδεία του έγινε την επόμενη ημέρα στις 22 Δεκεμβρίου 1982 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν παντρεμένος και από το γάμο του απέκτησε τρία παιδιά, δύο κόρες κι ένα γιο.

Λίνος Πολίτης

Βιογραφία

Ήταν γιος του Νικόλαου Πολίτη, πατέρα της Ελληνικής λαογραφικής επιστήμης και της Μαρίας Πολίτη, των οποίων ήταν ο τέταρτος γιος και ήταν ο μικρότερος αδελφός των Γιώργου Πολίτη, Φώτου Πολίτη και Άλκη Πολίτη, ενώ είχε και μία αδελφή που πέθανε σε νεαρή ηλικία.

Σπουδές

Παρακολούθησε τα μαθήματα της Εγκύκλιας εκπαιδεύσεως στην Αθήνα, όπου φοίτησε και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως. Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1922 έως το 1926, και ήταν μέλος, γενικός γραμματέας και την περίοδο 1925-26 πρόεδρος του συλλόγου «Φοιτητική Συντροφιά», ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1910 και έγραφε για την εφημερίδα του συλλόγου, «..Τη γλώσσα της εφημερίδας και το ύφος της διακρίνει μια σεμνότητα και μια σιγουριά, χωρίς να λείπει και το άκακο χιούμορ. Και δεν αρκεί παρά να ξεφυλλίσει κανείς παράλληλα μιαν από τις καθαρευουσιάνικες φοιτητικές εφημερίδες για να δει σε τι ανώτερο επίπεδο στέκονταν οι δημοτικιστές φοιτητές. Στις σελίδες της Φοιτητικής Συντροφιάς κυριαρχεί η αλήθεια και μια ειλικρινής προσπάθεια διαφωτισμού...».

Τον Απρίλιο του 1925 ήταν ο συντάκτης της προκηρύξεως της «Φοιτητικής Συντροφιάς». Τον Φεβρουάριο του 1927 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο και πήρε το πτυχίο του και τον Ιούνιο του 1931, αναγορεύτηκε διδάκτορας, µε εισηγητή τον καθηγητή Νίκο Βέη, µε θέμα «Ελληνικά χειρόγραφα της σερβίδος βασιλίσσης Ελισάβετ». Η διατριβή του παρέμεινε ανέκδοτη στην Ελληνική γλώσσα και το 1930 δημοσιεύθηκε στη Γερμανική γλώσσα. Συμμετείχε και πέτυχε στο διαγωνισμό του Υπουργείου Παιδείας, πρόγραμμα Γεωργίου Παπανδρέου και την τριετία από τον Ιούνιο του 1932 έως το Σεπτέμβριο του 1935 πραγματοποίησε ανώτερες σπουδές φιλολογίας και αρχαιολογίας στο Μόναχο, για πέντε εξάμηνα, το Βερολίνο και το Παρίσι από ένα εξάμηνο, και ειδικεύτηκε στην κλασική αρχαιότητα, όμως διέπρεψε στην έρευνα της βυζαντινής φιλοσοφίας, όμως η παλαιογραφία αποτέλεσε το επιστημονικό του ενδιαφέρον. Την ίδια περίοδο πραγματοποίησε εκπαιδευτικά ταξίδια στην Αγγλία, την Ιταλία, την Ελβετία και τη Γαλλία, ενώ τον Οκτώβριο του 1935 επέστρεψε στην Ελλάδα.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Τον Μάιο του 1929 μετά από διαγωνισμό προσλήφθηκε και εργάστηκε ως επιμελητής χειρογράφων [1] στην Εθνική Βιβλιοθήκη, µε διαλείμματα, από το 1929 έως το 1948, ενώ από τον Ιούλιο του 1943 έως τον Ιούλιο του 1945 εργάστηκε ως έφορος της 6ης Εφορίας αρχαιοτήτων στην Πάτρα και με τη Συντακτική Πράξη 59/1945 επέστρεψε και έως το 1948 διατέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το Φεβρουάριο του 1948 εκλέχθηκε και κατέλαβε την έδρα της Νέας Ελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνυποψήφιος του ήταν ο Εμμανουήλ Κριαράς, όπου δίδαξε Νεότερη Ελληνική Φιλολογία έως τον Ιούνιο του 1969 που παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για την τοποθέτηση κυβερνητικού επιτρόπου στα Πανεπιστήμια. Διατέλεσε κοσμήτορας της Σχολής τα ακαδημαϊκά έτη 1952-53 και 1961-62.

Δίδασκε ένα βασικό μάθημα ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας το οποίο ανέπτυσσαν στα δύο πρώτα έτη ενώ στα μεγαλύτερα έτη δίδασκαν μαθήματα εντοπισμένα σε έργα, σχολές και περιόδους µε ανάλυση των σχετικών κειμένων, όπως Σολωμός, Θυσία του Αβραάμ, Βαλαωρίτης, Παλαμάς (Ασάλευτη ζωή), Βυζαντινά δημώδη μυθιστορήματα, Ερωφίλη, Ερωτόκριτος, Γρυπάρης, Αναλύσεις ποιημάτων κορυφαίων ποιητών, Πεζογράφοι της γενιάς του 1880. Επίσης δίδασκε ένα φροντιστήριο «Ασκήσεις εις την ελληνικήν παλαιογραφία», ενώ από τον πρώτο χρόνο της καθηγεσίας του, φρόντισε για τη διδασκαλία της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας στους πρωτοετείς φοιτητές. Ο Πολίτης βρισκόταν σε διαρκή επαφή µε ξένους νεοελληνιστές σε ολόκληρη την Ευρώπη και συχνά πραγματοποιούσε διαλέξεις στο Παρίσι, στην Αγγλία και στη Γερμανία.

Το 1964, ύστερα από πρόταση του Πολίτη, ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Γεώργιος Σεφέρης, ενώ το 1971 οι Πολίτης και Σεφέρης από κοινού με τους Ιωάννη Κακριδή και Μ. Παπαθωμόπουλο, ίδρυσαν την εταιρεία «Μεσαιωνική και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» με σκοπό την έκδοση κειμένων της παλαιότερης λογοτεχνίας από τον 11ο έως το 17ο αιώνα. Το 1966 ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης [Μ.Ι.Ε.Τ.], και ο εμπνευστής του Παλαιογραφικού Αρχείου της Τράπεζας, ενώ την περίοδο από το 1966 έως το 1969 και από το 1974 έως το 1982 υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης [Μ.Ι.Ε.Τ.]. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καθώς και μέλος του εποπτικού συμβουλίου στο Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών.

Το Σεπτέμβριο του 1977 μετακόμισε οικογενειακώς από τη Θεσσαλονίκη και έκτοτε, έως το θάνατο του, ήταν κάτοικος Αθηνών. Υπήρξε πολέμιος της ιδεολογίας του κομμουνισμού και δημοσίευσε άρθρα για το παιδομάζωμα [2]. Στην απογευματινή συνεδρίαση της 20ης Μαρτίου 1980 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών [3] στην έδρα της Ιστορίας της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας και στις 19 Μαΐου 1981 έγινε η επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία.

Εργογραφία

Ασχολήθηκε με την κριτική βιβλίων και το Μάρτιο του 1929 δημοσίευσε την πρώτη σχετική κριτική, ενώ από τον ίδιο χρόνο έως το 1932 έγραψε άρθρα στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» για πρόσωπα, έργα και πράγματα της Ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1936 και το 1939 συμμετείχε στις ανασκαφές στην Ικαρία, ενώ ήδη από το 1936 είχε αρχίσει να δημοσιεύει θέματα αρχαιολογίας σε εφημερίδες και περιοδικά. Ήταν συνδιευθυντής μαζί με τον Στίλπωνα Κυριακίδη, από το 1952 έως το 1976, στην περιοδική έκδοση «Ελληνικά» της «Ελληνικής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών» και το 1951, υπήρξε ένας από τους ιδρυτές εκ των ιδρυτών της Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» στη Θεσσαλονίκη και πρόεδρός της έως το 1976, διάστημα που κάλυψε 25 χρόνια, ενώ με την παραίτηση του ανακηρύχθηκε ισόβιος επίτιμος πρόεδρος της. Η εταιρεία οικοδόμησε το καλλιτεχνικό πεδίο στην πόλη και προετοίμασε το έδαφος για όλους τους πολιτισμικούς θεσμούς που ιδρύθηκαν τα επόμενα χρόνια.

Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύθηκαν σε πρακτικά, επετηρίδες και περιοδικά όπως η «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», «ΕΕΦΣΠΘ», «Κρητικά Χρονικά», «Νέα Εστία», «Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών», «Φιλόλογος» και άλλα, ενώ χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα «Α.Ε.», «Ερασιτέχνης αρχαιολόγος», «Απλός Αναγνώστης», «Δάσκαλος» και «Ο Αθηναίος». Υποστήριξε ότι «...το περίφημον κρυφό σχολειό είναι ένα ιστορικό ψέμμα», αφού γράφει ότι, «...Ίσως ο ρομαντικός εραστής των γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων ν' απογοητευθεί όταν μάθει πως το περίφημο κρυφό σχολείο της τουρκοκρατίας είναι απλούστατα ένα ιστορικό ψέμα...», καθώς δεν πρέπει να μιλάμε για τέχνη και παιδεία στους δύο πρώτους αιώνες μέχρι και το τέλος του 16ου αιώνος, ενώ «..από τις αρχές του 17ου αιώνα..» αρχίζουν να γίνονται αισθητά τα ρεύματα για μια πνευματική αναγέννηση, όπου «..όχι κρυφά μα φανερά σχολεία ιδρύονται τώρα σε πάρα πολλές πόλεις…».

Με άρθρο του που δημοσίευσε το 1964 στο περιοδικό «Εποχές» [4], ο Εμμανουήλ Κριαράς κατατάσσει τον Πολίτη όπως και το Γεώργιο Ζώρα, στη φιλολογική γενιά του 1930 καθώς η προσφορά του στις νεοελληνικές σπουδές θεωρείται από τις σημαντικότερες. Από το εργαστήριό του βγήκαν πολλοί νεοελληνιστές, όπως ο Πανεπιστημιακός καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς, που το 1980 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και δημοσίευσε πάρα πολλές φιλολογικές, βιβλιογραφικές και παλαιογραφικές εργασίες. Ως συγγραφέας, διακρίθηκε κυρίως για τις κριτικές εκδόσεις του Διονυσίου Σολωμού και έργων της κρητικής λογοτεχνίας, ειδικά για τη μελέτη του στον Ερωτόκριτο.

Συγγραφικό έργο

Από τα έργα του αξίζουν να μνημονευτούν

  • «Οδηγός για τη σύνταξη καταλόγων χειρογράφων» το 1961,
  • «Ποιητική ανθολογία», σε έξι τόμους
  • «Κατζούρμπου»,
  • «Άπαντα Διονυσίου Σολωμού 1948-1960»,
  • «Ο Σολωμός στα γράμματά του»,
  • «Γύρω στον Σολωμό»,
  • «Μελέτες και άρθρα»,
  • «Συνοπτική ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας»,
  • «Μετρικά»,
  • «Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Αγίου Όρους»,
  • «Συνοπτική αναγραφή χειρογράφων ελληνικών συλλογών»,
  • «Θέματα της λογοτεχνίας μας»,

καθώς και ένα έργο στην αγγλική,

  • «Ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας»,

και ένα στη γαλλική γλώσσα,

  • «Παλαιογραφία και βυζαντινή και νεοελληνική λογοτεχνία».

Πηγές

  • Μνήμη Λίνου Πολίτη «Ελληνικά», Τόμος 34ος, 1982-83, περιοδική έκδοση από την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Κατάλογος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης
  2. [Περιοδικό «Νέα Εστία», Τεύχος 505, σελίδα 895]
  3. Τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών κατά σειρά εκλογής
  4. [Εμμανουήλ Κριαράς, «Η φιλολογική γενιά του '30», περιοδικό «Εποχές», τεύχος 9, Ιανουάριος 1964, σελίδες 11-16]