Λευκάδιος Χερν

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Λευκάδιος Πατρίκιος Χερν, [Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn ή Koizumi Yakumo, Κοϊζούμι Γιακούμο], Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής, με Ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του, δημοσιογράφος, λαογράφος και πρεσβευτής της Ιαπωνίας στο Δυτικό κόσμο καθώς και συγγραφέας που θεωρείται εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας, γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου του 1850 στην Λευκάδα -που τότε ονομάζονταν Αγία Μαύρα- και πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 στο Shinjuko, στο Τόκιο της Ιαπωνίας, από οξύ πνευμονικό οίδημα. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Zōshigaya του Τόκυο.

Παντρεύτηκε με την Σετζούκο Κοϊζούμι, κόρη ενός Ιάπωνα πρώην σαμουράι ο οποίος είχε καταστραφεί και από το γάμο τους γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά, τον Καζούο, [Kazuo], τον Ιγουάο, [Iwao], και τον Κιγιόσι, [Kiyoshi], καθώς και μία κόρη, την Σουτζούκο, που πέθανε σε νεαρή ηλικία.

Harpers.jpg

Βιογραφία

Καταγωγή

Γονείς του Λευκάδιου ήταν ο Κάρολος Μπους Χερν, [Major Charles Bush Hearn], με καταγωγή από το Δουβλίνο της Ιρλανδίας, ο οποίος ήταν στρατιωτικός ιατρός-χειρουργός στο Βρετανικό σώμα, στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς Επτάνησα και η Ρόζα Κασιμάτη, κόρη του ευγενούς Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα και απώτερη καταγωγή από τον οικισμό Σκυλούς, στη σημερινή Καλλονή του νομού Ηρακλείου. Οι γονείς του γνωρίστηκαν στα Κύθηρα, όταν ο πατέρας του υπηρετούσε εκεί στο 76ο σύνταγμα πεζικού των Βρετανών που είχε σταλεί στο νησί για τη φρούρησή του και το Νοέμβριο του 1849 παντρεύτηκαν στη Λευκάδα. Είχε δύο ακόμη αδελφούς, ένα μεγαλύτερο το Γεώργιο–Ρόμπερτ, που πέθανε σε ηλικία ενός χρόνου και τάφηκε στη Λευκάδα κι ένα μικρότερο τον Τζέημς–Ντάνιελ, ο οποίος γεννήθηκε μετά την ακύρωση του γάμου και την επάνοδο της εγγύου μητέρας του στην Ελλάδα. Η μητέρα του παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με τον Ιωάννη Καββαλίνη, ακτοπλοϊκό πράκτορα και απέκτησαν τρία ή σύμφωνα με άλλη πηγή, έξι παιδιά, ενώ γνωστά είναι τα ονόματα μόνο των Άγγελου, Ζίζας και της Αικατερίνης. Η μητέρα του ταξίδεψε μια φορά ακόμη στο Δουβλίνο, επιδιώκοντας δίχως αποτέλεσμα, να συναντήσει τα παιδιά της και από το 1872 νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 1882, ενώ ο Κάρολος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο το 1857, με την Alicia Goslin Crawford.

Ο Λευκάδιος, σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη που διασώζεται στα αρχεία της Λευκάδος [1], βαπτίστηκε στις 4 το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1850 ή στις 22 Ιουνίου σύμφωνα με το σύγχρονο ημερολόγιο, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα, ενώ το σπίτι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Κύθηρα, σώζεται ως σήμερα, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Την 1η Αυγούστου του 1852 ο Λευκάδιος ήταν δύο ετών και ο πατέρας του που είχε μετατεθεί στις Δυτικές Ινδίες, έστειλε την οικογένειά του στο Δουβλίνο, στο σπίτι των γονέων του, όμως η μητέρα του δεν κατάφερε να προσαρμοστεί, αφού αντιμετώπισε δυσκολίες στην συγκατοίκηση με την οικογένεια του άντρα της και μετακόμισε κοντά στη Σάρα Μπρέναν, συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας Χερν, η οποία συμπαθούσε τον Λευκάδιο και τη μητέρα του. Μετά από κάποιο διάστημα, ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και κατάστησε ανίσχυρο, ως ουδέποτε τελεσθέντα, τον γάμο του, με αποτέλεσμα η Ρόζα Κασιμάτη να επιστρέψει το 1856, στην Ελλάδα. Μετά την έκδοση του διαζυγίου η κηδεμονία των παιδιών δόθηκε στον πατέρα κι ο πεντάχρονος Λευκάδιος δεν την ξαναείδε ποτέ. Στην ηλικία αυτή αυτή ένιωθε φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά και η Σάρα τον κλείδωνε στο υπόγειο, προκειμένου να ξεπεράσει τις φοβίες του.

Όταν έμαθε να διαβάζει κι έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ενθουσιάστηκε, κι αργότερα ο ίδιος έγραψε ότι μ' αυτήν του την ανακάλυψη «...εισήλθε στην προσωπική του αναγέννηση». Φοίτησε στο γαλλικό κολέγιο του Υβενό κοντά στην Ρουέν, μια μικρή ιερατική σχολή, όπου έμαθε καλά γαλλικά κι ήλθε σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία. Το Σεπτέμβριο του 1863, ο Χένρυ Χερν Μολυνέ, συγγενής και διαχειριστής της περιουσίας της θείας του, φρόντισε για την εγγραφή του ως εσωτερικού, στο Ρωμαιοκαθολικό κολέγιο του Σαίντ Κούθμπερτ, [«St. Cuthbert»], του Durham, [Ushaw Roman Catholic College], στην πόλη Ουσί της Αγγλίας, ένα αυστηρό σχολείο τριακοσίων μαθητών, όπου, σε ηλικία δεκαέξι ετών, στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έσπασε το σχοινί κι έχασε το αριστερό του μάτι. Τον επόμενο χρόνο η θεία του χρεοκόπησε και το 1868 ο Λευκάδιος, αδυνατώντας ν' ανταποκριθεί στα υψηλά δίδακτρα, εγκατέλειψε τις σπουδές του και φιλοξενήθηκε από μια παλιά υπηρέτρια της θείας του, στο σπίτι της στο Λονδίνο.

Εγκατάσταση στις ΗΠΑ

Στα 19 του χρόνια, με τη βοήθεια του Χένρυ Χερν Μολυνέ, ο οποίος του εξασφάλισε ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή κι ελάχιστα χρήματα για τα πρώτα του έξοδα, μετανάστευσε στις Η.Π.Α. και από το 1869 έως το 1872 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε και εμπλούτισε τις γνώσεις του με επισκέψεις στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της πόλεως. Έπειτα από μια περίοδο μεγάλης φτώχειας, μετακόμισε το 1872 κι εγκαταστάθηκε έως το 1877 στην πόλη Σινσιννάτι της πολιτείας του Οχάιο, όπου γνωρίστηκε μ' έναν Άγγλο εκδότη και τυπογράφο, τον Χένρυ Γουώτκιν, [Henry Watkin], που όπως προκύπτει από τη δημοσιευμένη αλληλογραφία του, ο Λευκάδιος τον αποκαλούσε «πατέρα». Ο Χένρι του εξασφάλισε εργασία ως διορθωτή δοκιμίων, ενώ τον παρότρυνε ν' ασχοληθεί με την δημοσιογραφία, ως αστυνομικός συντάκτης. Ο Λευκάδιος βρήκε μια θέση στην τοπική εφημερίδα την «Cincinnati Daily Enquirer» από το 1872 έως το 1875 κι αργότερα από το 1875 έως το 1877, στην εφημερίδα «Cincinnati Commercial», όπου σταδιακά αναρριχήθηκε σε υψηλότερες θέσεις. Κατά την παραμονής του στο Σινσιννάτι, [Cincinnati], φέρεται να σύναψε ένα γάμο μικρής διάρκειας ή κατ’ άλλους να συμβίωσε, με μια νεαρή μιγάδα μαγείρισσα, την Alethea «Mattie» Foley, γάμο που θεωρήθηκε ως «...σκάνδαλο παλλακείας», αφού ο νόμος δεν αναγνώριζε γάμους λευκών με μη λευκούς, γεγονός που προκάλεσε την απόλυσή του. Μετά την έκδοση του διαζυγίου του το 1877, ταξίδεψε μ' ένα ποταμόπλοιο κι αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη της Νέας Ορλεάνης.

Έζησε εκεί από το Νοέμβριο του 1877 έως το 1887, ενώ από τις 15 Ιουνίου 1878 εργάστηκε ως δημοσιογράφος κι αναδείχθηκε από το αστυνομικό ρεπορτάζ στη θέση του αρχισυντάκτη λογοτεχνίας στην εφημερίδα «Times Democrat», στη μεγαλύτερη τοπική εφημερίδα και ως συγγραφέας δημοσίευσε ποικίλα έργα, ενώ παράλληλα μετέφρασε γαλλικά λογοτεχνικά κείμενα, μεταξύ τους έργα των Θεόφιλου Γκωτιέ και Πιερ Λοτί. Παράλληλα συγκέντρωσε συνταγές της Νέας Ορλεάνης, με τις οποίες προχώρησε στην έκδοση βιβλίου, που ήταν το δεύτερο στην ιστορία των βιβλίων μαγειρικής της πόλεως. Την ίδια εποχή, διατηρούσε αλληλογραφία με τον αδερφό του, τον Ντάνιελ Τζαίημς, που κι εκείνος είχε εγκατασταθεί στην Αμερική, όμως τα δύο αδέρφια δε συναντήθηκαν ποτέ. Τότε ήλθε σε πρώτη επαφή με τον Σιναοϊαπωνικό πολιτισμό, όταν το Δεκέμβριο του 1884, επισκέφθηκε τα περίπτερα της Κίνας και της Ιαπωνίας, στη διάρκεια της Παγκόσμιας Βιομηχανικής Εκθέσεως που διοργανώθηκε στη Νέα Ορλεάνη. Με κέντρο την πόλη επισκέφθηκε τροπικές περιοχές, όπως τη Μαρτινίκα, τις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες, όπου έζησε τη διετία 1888-89 και ταξίδεψε στη Φιλαδέλφεια και τη Νέα Υόρκη, όπου η συνεργασία με το περιοδικό «Harper’s Magazine» του άνοιξε το δρόμο δημοσιογραφικής αποστολής για την Ιαπωνία.

Εγκατάσταση στην Ιαπωνία

Στις 8 Μαρτίου 1890 έφυγε για το Μόντρεαλ απ’ όπου έφτασε με τρένο έως το Βανκούβερ και στη συνέχεια με το πλοίο «Αβησσυνία» και με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, απεσταλμένου του αμερικάνικου περιοδικού, ταξίδεψε στην Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας κι έζησε από το 1890 έως το 1891 στο Ματσούε, [Matsue], από το 1891 έως το 1894 στο Κουμαμότο, [Kumamoto], από το 1894 έως το 1896 στο Κόμπε, [Kōbe], και τέλος από το 1896 έως το 1904 στο Τόκυο, [Tōkyō], όπου πέθανε. Δημοσίευσε στο αμερικανικό περιοδικό πως, εκείνο που σκόπευε ήταν να παρουσιάσει την πραγματική εικόνα της ζωής στην Ιαπωνία «...όχι σαν ένας απλός παρατηρητής, αλλά ως κάποιος που μπορεί να συμμετέχει στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και που επιπρόσθετα μπορεί να σκέφτεται με τις δικές τους σκέψεις». Μετά την άφιξη του, έσπασε το συμβόλαιό του με το περιοδικό κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Ματσούε, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας.

Lefkadios-setzouko.jpg

Μετά από 15 μήνες διαμονής στην Ιαπωνία, παντρεύτηκε με την Σετζούκο Κοϊζούμι, κόρη ενός πρώην σαμουράι της περιοχής, ο οποίος λόγω της εισβολής των «δυτικών αξιών» και της επακόλουθης διαβρώσεως των παραδοσιακών αρχών, είχε πλέον καταστραφεί.

Το 1896 κατοικούσε στο Κόμπε κι εργάζονταν ως δημοσιογράφος στο αγγλόφωνο «Χρονικό του Κόμπε», [«Kobe Chronicle»], όταν αποφάσισε και πήρε ιαπωνική υπηκοότητα καθώς και το ιαπωνικό επώνυμο του πρώην σαμουράϊ πεθερού του Κοϊζούμι και το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο, [Yakumo], που προερχόταν από το μυθολογικό έπος του έτους 712 «Kojiki» και από Λευκάδιος Χερν ονομάστηκε Κοϊζούμι Γιάκουμο, [το όνομά του σημαίνει «το μέρος όπου γεννιούνται τα σύννεφα»]. Προσχώρησε στον Σιντοϊσμό και ακολούθησε τα διδάγματα του Βουδισμού, θεωρώντας τους ως τρόπους καθημερινής ατομικής και συλλογικής ζωής και εξελίξεως, κι όχι ως στείρα θεολογικά δόγματα. Το Δεκέμβριο του 1986 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του πρόσφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Έζησε τα τελευταία 14 του χρόνια στην Ιαπωνία και συνέγραψε πάρα πολλά άρθρα για αμερικάνικα περιοδικά, λυρικά και πνευματικά βιβλία, που περιέγραφαν και κατέγραφαν την ζωή στη χώρα, ενώ διέδωσε στην Δύση μια άλλη Ιαπωνία, της χώρας των σαμουράι και των απλών παραδοσιακών αξιών. Τον Μάρτιο του 1903 συγκρούστηκε με τις διοικητικές αρχές του Πανεπιστημίου κι υπέβαλε παραίτηση από τη θέση του καθηγητή.

Το τέλος του

Πέθανε από πνευμονικό οίδημα. Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα, όπου τάφηκε. Στην πομπή προηγούνταν βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελεύθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της, ενώ ακολουθούσαν αυτοί κουβαλούσαν το φέρετρό του. Πιο πίσω βάδιζαν οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για το νεκρό, ενώ την πομπή έκλεινε η οικογένεια και οι φίλοι του. Μετά το θάνατό του οι φοιτητές του έστησαν αναμνηστική πλάκα στο μνημείο του, στην οποία υπάρχει το εξής κείμενο, «Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο».

Εργογραφία

Ο Λευκάδιος Χερν άφησε λογοτεχνικό έργο 4.000 σελίδων. Κυκλοφόρησαν τα έργα του:

  • «Two Years in the French West Indies» και
  • «Youma» με θέμα μία ανταρσία σκλάβων,

που εκδόθηκαν το 1890, στα πλαίσια της συνεργασίας του με το περιοδικό «Harper’s Magazine».

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του:

  • «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες», εκδόσεις «Εστία»,
  • «Εντός του Κύκλου των Ψυχών», εκδόσεις «Ίνδικτος»,
  • «Η Χώρα των Χρυσανθέμων», εκδόσεις «Κέδρος»,
  • «Ιαπωνικοί Θρύλοι», εκδόσεις «Σιδέρης»,
  • «Κείμενα από την Ιαπωνία», εκδόσεις «Ίνδικτος».
  • «Όνειρο Καλοκαιρινής Ημέρας».

Τιμές

Ο Χερν αοτελεί τον αυθεντικότερο ερμηνευτή της Ιαπωνίας στην Δύση. Επιπλέον, με την προσπάθειά του να συλλέξει λαϊκές ιστορίες και διηγήσεις, κατάφερε να διασώσει τις λαϊκές παραδόσεις και τις κοινωνικές αξίες από την διάβρωση και την λήθη του χρόνου και του εκσυγχρονισμού, γι' αυτό και τα βιβλία του διδάσκονται μέχρι και σήμερα στα σχολεία της Ιαπωνίας. Έχει χαρακτηρισθεί ως ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας, με οκτώ μουσεία αφιερωμένα στο έργο του σ' ολόκληρη την χώρα και την προτομή του στην κεντρική πλατεία του Τόκυο. Το 1965 ο σκηνοθέτης Μασάκι Κομπαγιάσι, [Masaki Kobayashi], μετέφερε 4 ιστορίες από το βιβλίο του «Kwaidan», στο ομώνυμο κινηματογραφικό έργο, ενώ τα άπαντα του με τίτλο «Reader’s Guide to Lafcadio Hearn» εκδόθηκαν το 2000 με τη σύμπραξη περισσότερων από 50 μελετητών του έργου του. Ο συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ τον περιγράφει ως κάποιον μοναδικό στον κόσμο της τέχνης και τον χαρακτηρίζει ως «....ένα θαύμα μεταφύτευσης, μπολιάσματος: τα έργα ενός Δυτικού, γραμμένα όμως από έναν Ανατολικό». Σύμφωνα με τον πρέσβυ επί τιμή Κωνσταντίνο Βάσση, δημοσιεύσεις κειμένων του Χερν υπάρχουν σε ελληνικά περιοδικά από τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατό του.

Η πόλη της Λευκάδας τον τίμησε, προβάλλοντας το έργο του με τη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη του Δήμου Λευκάδας, καθώς και με την οδό «Λευκάδιου Χερν», ενώ έχει αναγείρει την προτομή του στο Μποσκέτο στο Πάρκο των Ποιητών, δίπλα στις προτομές των Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και Άγγελου Σικελιανού. Στην περιοχή Σίντζουκου του Τόκυο, όπου ζούσε ο Λευκάδιος, η οποία είναι αδελφοποιημένη με τη Λευκάδα, διαμορφώθηκε το 1993 ένα πάρκο που φέρει το όνομα του και κοσμείται με προτομή του που προσφέρθηκε από την Ελλάδα. Το 2004, τα Ιαπωνικά Ταχυδρομεία, στο πλαίσιο μιας σειράς γραμματοσήμων που εκδίδονται κάθε χρόνο προς τιμήν προσώπων με μεγάλη συνεισφορά στον Ιαπωνικό πολιτισμό, κυκλοφόρησαν γραμματόσημο με το πορτραίτο του, αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τον θάνατο του. Στην πόλη Yaizu, [Shizuoka] στις 27 Ιουνίου 2007 την ημέρα των γενεθλίων του, εγκαινιάστηκε μουσείο προς τιμήν του. Στην επέτειο των 110 ετών από το θάνατό του, στη διάρκεια του διήμερου συμποσίου «Το Ανοιχτό πνεύμα του Λευκάδιου Χερν. Από τη Δύση στην Ανατολή», που διοργανώθηκε στις 5 και 6 Ιουλίου 2014 στο συνεδριακό κέντρο του ξενοδοχείου Ionian Blue στη Λευκάδα, εγκαινιάστηκε το «Ιστορικό Κέντρο Λευκάδιου Χέρν», το πρώτο μουσείο για το συγγραφέα, στον ευρωπαϊκό χώρο, το οποίο στεγάζεται σε ανακαινισμένη αίθουσα, στο ισόγειο του κτιρίου του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«Αρ. πρωτ. 334
    Εν Αγία Μαύρα της δώδεκα Ιουλίου 1850 χίλια οκτακόσια πενήντα έτος Νέον.
    Κατάστρωσις της σημερινής ληφθείσης πράξεως.
    Αγία Μαύρα χιλίων οκτακοσίων πενήντα Ιουνίου εικοσιέξ έτος παλαιόν εν ώρα εννάτη μετά μεσημβρίαν. Εβαπτίσθη υπ’ εμού του υποφαινομένου εφημερίου της ενταύθα εκκλησίας της οσιομάρτυρος Παρασκευής εν παιδίον αρσενικόν προσφρεθέν μοι παρά της Ευγενούς Κυρίας Ρόζας Κασιμάτη του Αντωνίου εκ Κυθήρων, αλλά κάτοικος εδώ και σύζυγος του απόντος Δόκτορος Καρόλου Μπουχ Ερν, Ιρλανδού Κόμητος Ανεσλμέθ, ιατρού της Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητος, βεβαιώσασά με ότι είναι παιδίον της νόμιμον, γενήσασα αυτό εις τας δεκαπέντε του τρέχοντος μηνός Ιουνίου Έτους Παλαιόν εν ώρα τετάρτη πριν μεσημβρίας και ανεδέχθη αυτό ο ευγενής Δρ Κύριος Ιωάννης Καββαδίας ποτέ Νικολάου εκ της πόλεως, ωνομάσας αυτό Πατρίκιον Λευκάδιον επί παρουσία των μαρτύρων Κυρίων Δημητρίου Λογοθέτη ποτέ Σπυρίδωνος και Σπυρίδωνος Βιτζινά του Γεωργίου, αμφοτέρων εκ της πόλεως εχόντων την κατά νόμον ηλικίαν. Η παρούσα πράξις υπογράφεται παρά των μαρτύρων και παρ’ εμού, ούσης της μητρός αγραμμάτου ως λέγει.
    Δημήτριος Λογοθέτης π. Σπυρίδωνος μαρτυρώ.
    Σπυρίδων Βιτζινάς π. Γεωργίου μαρτυρώ.
    Θεοφάνης ιερομόναχος Μελισσινός εφημέριος.
    Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω
    Θεοφάνης ιερομόναχος Μελισσινός εφημέριος.
    (Υπογρ. δυσανάγνωστος)
    Ληξίαρχος
    Εκ των φύλλων 21β, 22, 22β του βιβλίου Γενετηρίου, 28 Μαΐου 1850 εν πόλει Αγία Μαύρα»] Eφημερίδα «Ηχώ της Λευκάδος», Φεβρουάριος 1973