Λουίτζι Πιραντέλλο

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο [Ιταλικά: Luigi Pirandello], Ιταλός εθνικιστής, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934 [1], Ακαδημαϊκός, κορυφαίος δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, πεζογράφος και ίσως ο σημαντικότερος σύγχρονος Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1867 στο Πόρτο Εμπέντοκλε, πόλη στη νότια ακτή της Σικελίας, κοντά στο Αγκριτζέντο [Τζιρτζέντι, Girgenti] της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα και πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1936 στη Ρώμη. Τάφηκε αρχικά στη Ρώμη, όμως το 1946 οι στάχτες του μεταφέρθηκαν μέσα σε Ελληνικό βάζο στο Αρχαιολογικό μουσείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ το 1949 η βίλα «Χάος» στην οποία γεννήθηκε, ανακηρύχθηκε Εθνικό Ιταλικό μνημείο και οι στάχτες του μεταφέρθηκαν εκεί.

Παντρεύτηκε το 1894 με την Maria Antonietta Portolano, κόρη του συνεταίρου του πατέρα του, η οποία μετά τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας Πιραντέλο, παρουσίασε έντονα ψυχικά προβλήματα και το 1919, νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική καθώς έπασχε από νευρικό κλονισμό που μετατράπηκε σε ανίατη παράνοια. Με την Antonietta απέκτησε τρία παιδιά, τον πρωτότοκο Stefano, παντρεμένο με την Olinda Labroca, ο οποίος αναδείχθηκε σε εξαιρετικό δραματουργό και πεζογράφο, τον Fausto, παντρεμένο με την Pompilia D’Aprile, ο οποίος έγινε ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της Ρωμαϊκής Σχολής και η Lietta, η οποία είχε έναν άτυχο γάμο με τον Χιλιανό διπλωμάτη Manuel Aguirre.

Luigi Pirandello

Βιογραφία

Προερχόταν από αστική οικογένεια του Risorgimento που ήταν ιδιοκτήτρια κτημάτων και ορυχείων θείου. Γονείς του ήταν η Κατερίνα Ρίτσι Γκραμίτο [Caterina Ricci-Gramitto] και ο Στέφανος Πιραντέλο [Stefano Pirandello], έμπορος εσπεριδοειδών και θειαφιού, που έχασε όλη την περιουσία του το 1903, όταν πλημμύρισε το θειικό ορυχείο του. Ο Πιραντέλο γεννήθηκε σε μια βίλα με το όνομα «Χάος», όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του για να αποφύγει την επιδημία χολέρας κι έγραψε γι' αυτό, «...Είμαι παιδί του χάους, και όχι αλληγορικά, πραγματικά». Σπούδασε νομικά, φιλολογία και γλωσσολογία στα πανεπιστήμια του Παλέρμο και της Ρώμης το 1887, από το οποίο απομακρύνθηκε όταν διαφώνησε με κάποιον από τους καθηγητές του και συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βόννης, όπου το 1891, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή επάνω στη Σικελική διάλεκτο.

Η οικονομική καταστροφή του πατέρα του τον ανάγκασε να αποδυθεί σε σκληρό αγώνα επιβιώσεως ο οποίος τον οδήγησε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και τον υποχρέωσε ν' ασχοληθεί επαγγελματικά με τη διδασκαλία και τη συγγραφή και από το 1897 ως το 1922, δίδαξε ως καθηγητής αισθητικής και ύφους στο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο της Ρώμης [Real Istituto Di Magistere Femminile]. Στη Ρώμη συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά. δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του, ενώ το 1909 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την Ιταλική εφημερίδα «Corriere della Sera», η οποία διάρκεσε ως το θάνατο του.

Το 1924 έλαβε το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής στο Παρίσι, ενώ το 1925 συνυπέγραψε το «Μανιφέστο των Φασιστών διανοουμένων», το οποίο συνέταξαν ο Τζιοβάνι Τζεντίλε και ο Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι, ενώ το προσυπέγραψαν κάποιοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιταλίας, ανάμεσά τους και οι Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Σαλβατόρε ντι Τζάκομο και Τζουζέπε Ουνγκαρέτι. Τον ίδιο χρόνο με τη βοήθεια του Μπενίτο Μουσολίνι που ήταν μεγάλος θαυμαστής του, ανέλαβε τη διεύθυνση του Θεάτρου Τέχνης της Ρώμης, το οποίο ίδρυσε ο πρωτότοκος γιος του μαζί με άλλους συγγραφείς. Η σχέση του με τον Μουσολίνι έχει συζητηθεί εκτενώς και οι μελετητές αναφέρουν ότι η υιοθέτηση του Φασισμού από τον Πιραντέλο αποτελούσε στρατηγικό τέχνασμα, όμως τους διαψεύδει η δήλωσή του «Είμαι φασίστας γιατί είμαι Ιταλός». Η ιδιαίτερη εκτίμηση που έτρεφε γι' αυτόν και το έργο του ο Μουσολίνι του άνοιξε τις πόρτες στα μεγάλα πολιτιστικά κέντρα του κόσμου από το Λονδίνο και το Παρίσι μέχρι την Αργεντινή και τη Βραζιλία. Ο Πιραντέλο το 1931, ταξίδεψε και παρέμεινε για ελάχιστες μέρες στη Λισαβόνα.

Στο θέατρο συνάντησε την ηλικίας 25 χρόνων Marta Abba, ηθοποιό και μετέπειτα σύντροφό του, και κατάφερε να ισορροπήσει συναισθηματικά, ενώ γι' αυτήν έγραψε και τα περισσότερα από τα μεταγενέστερα έργα του. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934, για το σύνολο του έργου του.

Ο Λουίτζι θαύμαζε την Ελλάδα και υποστήριζε ότι η οικογένεια του είναι Ελληνικής καταγωγής και πως το επίθετό τους αποτελεί παραφθορά του ονόματος «Πυράγγελος» [2], άποψη που μετέφερε σε συνέντευξη του στον Κώστα Ουράνη. Στη συνάντηση τους είχε πει ακόμη, «...Την Ελλάδα τη φέρω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει τη σκέψη μου και παρηγορεί τη ψυχή μου...». Την αποκάλυψη περί της Ελληνικής του καταγωγής έκανε λίγο πριν πεθάνει, σε αποκλειστική συνέντευξη του -δεν δέχθηκε άλλους δημοσιογράφους- που παραχώρησε το 1936 στην Νέα Υόρκη, στο δημοσιογράφο και θεατρικό συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη.

Το τέλος του

Προς το τέλος της ζωής του υπέστη δύο καρδιακές προσβολές, ο οργανισμός του εξασθένησε και πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο. Με τη διαθήκη του πρόβλεψε τα διαδικαστικά της κηδείας και της ταφής του. Είχε αφήσει συγκεκριμένες οδηγίες που δεν εφαρμόστηκαν καθώς το κυριότερο που απαιτούσε ήταν η καύση του, στην οποία ήταν αντίθετη η Καθολική εκκλησία αλλά και το Φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, με αποτέλεσμα να γίνει κηδεία και ταφή του με δημόσια δαπάνη.

Ο Αντρέα Καμιλέρι, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του έργου του στην Ιταλία, έγραψε τη βιογραφία του Πιραντέλο, με τον οποίο γνωρίστηκαν λίγο καιρό πριν πεθάνει ο μεγάλος συγγραφέας. Αργότερα ο Καμιλέρι ανακάλυψε πως ο Πιραντέλλο ήταν πρώτος εξάδελφος της γιαγιάς του, δηλαδή ήταν παιδιά δύο αδελφάδων και έκτοτε δηλώνει υπερήφανος για τη σχέση τους.

Εργογραφία

Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και πιο γνωστούς λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς της Ιταλίας, καθώς και μια εξίσου σημαντική προσωπικότητα της παγκόσμιας θεατρολογίας. Αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα τόσο στην Ιταλία και στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Τα έργα του μεταφράστηκαν στις περισσότερες γνωστές γλώσσες του κόσμου και παραστάθηκαν από καταξιωμένους ηθοποιούς σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία και τοποθετώντας τον στο πάνθεον των θεατρικών συγγραφέων. Έχει παραδώσει καλά θεατρικά, μυθιστορήματα αλλά και διηγήματα, που είναι ρεαλιστικές ιστορίες οι οποίες σκιαγραφούν την ανθρώπινη ψυχή, όμοια με αυτά τού Μοπασάν ακόμα και στην έκταση. Έζησε ζωή στερημένη από χαρά και ευτυχία, κι έκανε τα πρώτα του βήματα ως ποιητής και φιλόλογος, μετά έγινε δάσκαλος και πεζογράφος, και στα σαράντα του χρόνια τελείωσε το πρώτο του θεατρικό έργο, όμως στη συνέχεια έγραψε άλλα σαράντα τρία, καθώς και επτά μυθιστορήματα.

Ο όγκος του έργου του είναι εντυπωσιακός και περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό από νουβέλες που συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο «Novelle per un anno», και περιλαμβάνει έργα της περιόδου από το 1922 έως το 1937. Παρουσιάστηκε ως διάδοχος του Σικελιώτη βερίστα [3] Τζιοβάνι Βέργκα [Giovanni Verga] υποστηρίζοντας την άποψη του Βέργκα για ένα σωστό καλλιτεχνικό πρόγραμμα, όπως τη δημιουργία ενός βάσιμου οίκτου ενάντια στη μοχθηρή μοίρα, οίκτος που να στηρίζεται στην ουσιαστική παρατήρηση. Αργότερα όμως ο Πιραντέλλο το επέκτεινε σε «εσωτερική» όραση, ένα βερισμό της ψυχής. Η επιρροή του στο μοντέρνο θέατρο υπήρξε τεράστια, αν και συχνά αγνοείται, όπως και στην μοντέρνα λογοτεχνία. Στα θεατρικά έργα του αποκρυσταλλώθηκε το ύφος του γνωστό ως «πιραντελλισμός».

Το 1914, μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εκτός Ιταλίας θεατρικό έργο του Πιραντέλλο,

  • «Η Μέγγενη» στην Αθήνα, στο θέατρο της Κυβέλης, όταν στην Ελλάδα δεν τον γνώριζε σχεδόν κανείς.

Εμφανίστηκε στα γράμματα μεταφράζοντας τις

  • «Ρωμαϊκές Ελεγείες» του Γκαίτε, και το 1899 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του.

Μυθιστορήματα

Αργότερα επηρεασμένος από το φίλο και σύμβουλό του Capuana έστρεψε το ενδιαφέρον του στη νατουραλιστική φαντασία κι έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο

  • «Ο Απόκληρος», το 1893, και ακολούθησαν τα,
  • «Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ» [«Il fu Mattia Pascal»], το 1904, που η απήχησή του τον επέβαλε σαν πεζογράφο,
  • «Οι γέροι και οι νέοι» [«I vecchi e i giovani»], το 1909,
  • «Τερτσέτι», το 1912,
  • «Η τράπουλα», το 1915,
  • « Η πρώτη νύχτα και άλλα διηγήματα», περιλαμβάνει τα επιμέρους έργα,
«Η πρώτη νύχτα»,
«Η νυχτερίδα»,
«Εάν»,
«Το καθήκον του γιατρού»,
«Βιογραφία του Λουίτζι Πιραντέλο»,
  • «Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες» [«Uno, nessuno e centomila»], το 1925. Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα, το οποίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις «Ίνδικτος».

Θεατρικά έργα

Έγραψε τα θεατρικά,

  • «Η ηδονή της τιμιότητας», το 1917,
  • «Così è se vi pare», [«Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε»], το 1918 στη Ρώμη,
  • «Όλα σε καλό», το 1920,
  • «Sei personaggi in cerca di autore», [«Έξι χαρακτήρες ζητούν συγγραφέα»], το 1921,
  • «Enrico IV», [«Ερρίκος Δ’»], το 1922,
  • «Να ντύσουμε τους γυμνούς», το 1922,
  • «Ciascuno a suo modo», [«Καθένας με τον τρόπο του»], το 1924,
  • «Questa sera si recita a soggetto», [«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»], το 1930,
  • «Οι γίγαντες του βουνού», το 1943.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Luigi Pirandello-Biographical The Nobel Prize in Literature 1934
  2. [«...Είμαι από την Σικελία, δηλαδή την Μεγάλη Ελλάδα και υπάρχει ακόμη πολύ από την Ελλάδα στην Σικελία. Το μέτρο, η αρμονία και ο ρυθμός ζουν ακόμη. Εξ' άλλου είμαι και ο ίδιος εγώ Ελληνικής καταγωγής. Ναι, ναι μην εκπλήσσεσθε. Το οικογενειακό μου όνομα είναι Πυράγγελος. Το Πιραντέλλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του Πιράτζελο-Πιραντέλλο...».]
  3. [Ο Βερισμός αποτελεί μορφή του λογοτεχνικού ρεαλισμού που επικρατούσε στην Ιταλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνος.]