Λουί Φερντινάν Σελίν

Από Metapedia
(Ανακατεύθυνση από Λουί Φερντινάντ Σελίν)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Λουί Φερντινάν Σελίν, [Louis-Ferdinand Céline], φιλολογικό ψευδώνυμο του Λουί Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς, [Louis Ferdinand Auguste Destouches], Γάλλος εθνικιστής γνωστός ως «ο αναρχικός» της Δεξιάς [1], γιατρός, συγγραφέας, φυλλαδιογράφος και δοκιμιογράφος ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1894 στην οδό Ράμπ Ντύ Πόν στον αριθμό 18 στο Κουρμπεβουά, [Courbevoie], πόλη της παρισινής περιφέρειας και πέθανε [2] την 1η Ιουλίου 1961 στο Μεντόν, [Meudon], προάστιο του Παρισιού, από ρήξη ανευρύσματος, μια ημέρα μετά την ολοκλήρωση του έργου του «Rigadoon». Τάφηκε σε ένα μικρό νεκροταφείο στο Bas Meudon, τμήμα του προαστίου Meudon στο διαμέρισμα Hauts-de-Seine.

Στις 19 Ιανουαρίου 1916, παντρεύτηκε στο Λονδίνο, σε πρώτο γάμο με την Σουζάν Νεμπού, [Suzanne Nebout], και χώρισαν ένα χρόνο αργότερα, ενώ στις 10 Αυγούστου 1919 παντρεύτηκε με την Εντίθ Φολλέ, [Edith Follet], κόρη του προέδρου του τμήματος της Ιατρικής στη Ρεν, όπου σπούδαζε Ιατρική και στις 15 Ιουνίου 1920, απέκτησαν μια κόρη, την Κολέτ Ντετούς, [Colette Destouches], η οποία πέθανε στις 9 Μαΐου 2011, σύμφωνα με δημοσιεύματα γαλλικών εφημερίδων [3]. Στις 15 Φεβρουαρίου 1943, παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο με την Λουσέτ Αλμανζόρ, [Lucette Almanzor], Γαλλίδα δασκάλα χορού κι έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής του.

Λουί Φερντινάντ Σελίν

Βιογραφία

Ο Λουί ήταν γόνος μιας μεσοαστικής γαλλικής οικογένειας. Πατέρας του Λουί ήταν ο Φερνάν Ντετούς [Fernand Destouches] γόνος οικογένειας μικροευγενών από τη Χάβρη και μητέρα του η μικροαστικής καταγωγής Μαργκερίτ Λουίζ Σελίν Γκιγιόν, [Marguerite-Louise-Céline Guilloux], από το Παρίσι, των οποίων ήταν το μόνο παιδί. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ήταν λογοτέχνης και σώζονται κάποια από τα ποιήματα του καθώς και ένα μυθιστόρημα με θαλασσινές περιπέτειες. Το 1897 η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Λουί έζησε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στη συνοικία της Όπερας. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία Φοίνιξ με μέτρια καριέρα και η μητέρα του είχε κατάστημα νεωτερισμών στη Στοά Σουαζέλ.

Σπουδές

Ο Λουί, αποφοίτησε το 1907 από το Δημοτικό σχολείο, στο οποίο είχε μέτριες μαθητικές επιδόσεις, και την περίοδο μεταξύ του Αυγούστου 1907 και Οκτωβρίου 1909, έζησε στη Γερμανία και την Αγγλία σπουδάζοντας τις αντίστοιχες γλώσσες, καθώς η οικογένεια του τον προόριζε για έμπορο και τον Νοέμβριο του 1909 επέστρεψε στη Γαλλία. Τον Ιανουάριο του 1910 εργάστηκε για ένα διάστημα σε κατάστημα υφασμάτων, ενώ από το Σεπτέμβριο του ίδιο χρόνου έως το Μάρτιο του 1911, εργάστηκε σε κοσμηματοπωλείο. Το 1912 κατατάχτηκε εθελοντής στο 12ο Σύνταγμα Ιππικού του γαλλικού στρατού, λίγο πριν πριν την κανονική του κλήτευση και συμμετείχε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με το βαθμό του λοχία στο 12ο σύνταγμα Θωρακοφόρων του Ιππικού. Στους πρώτους μήνες του πολέμου το σύνταγμα του πολέμησε στην Ιπρ, στο μέτωπο της δυτικής Φλάνδρας όπου τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξιό του μπράτσο τον Νοέμβριο του 1914, όταν υπηρετούσε ως στρατιωτικός σύνδεσμος και παρασημοφορήθηκε δύο φορές, μεταξύ άλλων και με τον πολεμικό σταυρό τον Οκτώβριο του 1914. Μετά την πρόσκαιρη, όπως αποδείχθηκε ανάρρωσή του, αποσπάστηκε στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 1915, όπου εργάστηκε στα γαλλικά γραφεία διαβατηρίων, όμως ως ανάπηρος σε ποσοστό 75%, κρίθηκε ακατάλληλος για τη μάχη, γεγονός που τον κατέστησε ακατάλληλο για στρατιωτική υπηρεσία κι αποστρατεύθηκε. Στο Λονδίνο γνώρισε τα μιούζικ-χολ και τις γυναίκες-χορεύτριες και εργάζονταν σ' αυτά.

Το Μάρτιο του 1916 στάλθηκε στο Καμερούν ως επόπτης των φυτειών της εταιρείας που εργαζόταν, όμως μετά από οκτώ μήνες, έλυσε το συμβόλαιό του και, τον Φεβρουάριο του 1917, ταξίδεψε στην Ντουάλα για νοσηλεία, λόγω δυσεντερίας και στις 10 Μαρτίου 1917, επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι. Εργάστηκε ως μεταφραστής άρθρων από τη γαλλική στην Αγγλική γλώσσα στο περιοδικό Eureka, ένα λαϊκό επιστημονικό περιοδικό και το Φεβρουάριο του 1918 προσελήφθη στην αποστολή Rockefeller κατά της φυματίωσης και από το Μάρτιο έως το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ταξίδεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στην πόλη της Ρουέν, [Rennes], στην περιοχή της γαλλικής Βρετάνης, όπου γνώρισε το γιατρό Φολλέ κι αρραβωνιάστηκε την κόρη του Εντίθ. Τα επόμενα χρόνια έμεινε μαζί με την οικογένεια Φολλέ και ετοιμάζεται για το απολυτήριο Γυμνασίου και τον Ιούλιο του 1919 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο με το βαθμός «καλώς», χάρη στο συντομευμένο πρόγραμμα εξετάσεων, που πρόβλεπε η εφαρμογή ειδικού νόμου για τους παλιούς πολεμιστές.

Ιατρικές σπουδές

Το 1919 παντρεύτηκε με την Εντίθ Φολλέ και γράφηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Ρουέν, επωφελούμενος απ' τον ειδικό νόμο για τους παλαιούς πολεμιστές. Το 1922 έχοντας ολοκληρώσει τα δυόμισι από τα τέσσερα χρόνια του κύκλου σπουδών, παρακολούθησε μαθήματα στο νοσοκομείο μητρότητας στο Παρίσι και τον Ιανουάριο του 1923 στο νοσοκομείο Cochin στο Παρίσι καθώς και στο εργαστήριο του Félix Mesnil στο Ινστιτούτο Παστέρ. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1924, στη διάρκεια των οποίων έδειξε ενδιαφέρον για τους κανόνες υγιεινής, την 1η Μαΐου 1924 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή, η οποία βαθμολογήθηκε με το βαθμό «λίαν καλώς» και είχε ως τίτλο, «Η ζωή και το έργο του Φ.Ι. Σέμελβάις», ήταν δηλαδή σχετική με το έργο του αυστρο-ούγγρου ιατρού του 19ου αιώνα Φιλίπ Ιγκνάς Σέμμελβαϊς, [Philippe Ignace Semmelweis], γνωστού για τις θέσεις του σε θέματα υγιεινής και πρωτοπόρου στον αγώνα κατά της επιλόχειας λοίμωξης.

Διορίστηκε ως γιατρός στη Γενεύη για τρία χρόνια και το 1925, συμμετείχε ως ο επικεφαλής σε ιατρικές αποστολές της Κοινωνίας των Εθνών, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου έζησε από κοντά ως γιατρός του προσωπικού το σύστημα ιατρικής φροντίδας και μελέτησε ζητήματα κοινωνικής ιατρικής, στο νεόκτιστο εργοστάσιο Ford στο Ντιτρόιτ, την Κούβα, στον Καναδά, στη Νιγηρία και τη Σενεγάλη, στο διάστημα από το μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1926, καθώς και σε Ευρωπαϊκές χώρες. Το 1926 στη Γενεύη, έχοντας ήδη χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, γνώρισε κι ερωτεύθηκε την 23χρονη Αμερικανίδα χορεύτρια Ελίζαμπεθ Κρέιγκ, [Elizabeth Craig], όμως η σχέση τους τελείωσε όταν εκείνη τον εγκατέλειψε, λίγο καιρό μετά την έκδοση του βιβλίου και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το 1928 επέστρεψε στη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι κι άνοιξε ιδιωτικό ιατρείο στην Μονμάρτη, όπου εργάστηκε ως γιατρός-μαιευτήρας των «φτωχών», «...ανήμπορος γιατρός των καθημαγμένων...», κατά την Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, μεταφράστρια στα Ελληνικά, του έργου του «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» και δεν δέχεται αμοιβή από τους φτωχούς ασθενείς του. Το 1931 εργάστηκε στην δημοτική κλινική στο Κλισί του Παρισιού ενώ τον Δεκέμβριο του 1932 εγκατέλειψε τη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη μαζί με τη μητέρα του.

Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στη Γαλλία και το 1933 παρακολούθησε μια δημόσια εκτέλεση στις φυλακές του Μπουλβάρ Αραγκό στο Παρίσι, ενώ το 1935 συνάντησε και δημιούργησε σχέση με την μετέπειτα σύζυγό του, τη χορεύτρια Λυσέτ (Λιλή) Αλμανζόρ. Το 1939 ανέλαβε υπηρεσία ως γιατρός στο υπερωκεάνειο «Σέλλα», το οποίο συγκρούστηκε στις αρχές του 1940, γεγονός που τον υποχρέωσε να επιστρέψει στη στεριά. Λίγο αργότερα οι Γερμανοί εισέβαλλαν στη Γαλλία και ο Σελίν έφυγε στα δυτικά της χώρας, όμως το 1941 εγκαταστάθηκε στην Μονμάρτρη και ανέλαβε καθήκοντα γιατρού του στρατηγού Πεταίν, επικεφαλής της κυβερνήσεως του Βισύ.

Ιδεολογικές απόψεις

Ο Σελίν υποστήριξε την ιδέα της Ευρώπης των λευκών κατοίκων κι αντιτάχθηκε στην ανάμειξη των φυλών. Το 1936 από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο, ταξίδεψε στη Μόσχα για την έκδοση του βιβλίου κι ενώ ως τότε ασπάζονταν τις απόψεις της σοσιαλιστικής αριστεράς, απογοητεύτηκε από την εικόνα της, επέστρεψε γεμάτος αηδία για το κομμουνιστικό σύστημα και μετατράπηκε σε μαχητικό πολέμιο του κομμουνισμού. Κατηγορήθηκε ως μισάνθρωπος, όμως η αλήθεια είναι ότι λάτρευε τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, αρνιόταν να πληρωθεί για τις υπηρεσίες που πρόσφερε ως γιατρός, ενώ υπήρξε φιλόζωος με ιδιαίτερη αγάπη στις γάτες και ο Μπεμπέρ, ο αγαπημένος του γάτος, τον ακολούθησε στη φυγή του από τη Γαλλία και στις περιπέτειες του στη Γερμανία και τη Δανία.

Το 1937 έγραψε τη μπροσούρα

  • «Mea Culpa», στην οποία αποκήρυξε τις μέχρι τότε ιδέες του κι ασκούσε κριτική στον Καπιταλισμό, τον Κομμουνισμό και το Σοβιετικό σύστημα [4], κάτι που θα του στοιχίσει το μίσος της αριστεράς, ενώ τα επόμενα χρόνια, έγραφε και μια μπροσούρα εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Το 1937 δημοσίευσε το

  • «Κουραφέξαλα για μια σφαγή», [«Bagatelles pour un massacre»],

που αποτελεί καταγγελία της Γαλλικής και Ευρωπαϊκής παρακμής, της στάσεως των Δυτικών Δημοκρατιών υπέρ του πολέμου, καθώς και της κυριαρχίας των Ελευθεροτεκτόνων και των Εβραίων μετοίκων στο καθεστώς της Τρίτης Δημοκρατίας ενώ επισήμαινε τους κινδύνους για τη Λευκή φυλή. Το κείμενο χαρακτηρίστηκε ως αντισημιτικός λίβελλος και σ' αυτό είναι φανερός ο θαυμασμός κι η συμπάθεια για την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ.

Το 1938 κυκλοφόρησε το βιβλίο

  • «Σχολή των πτωμάτων», [«L' École des cadavres»],

στο οποίο υποστηρίζει ξεκάθαρα την πανευρωπαϊκή συμμαχία με την Γερμανία ενώ αντιμάχεται με σφοδρότητα τη Εβραϊκή επιρροή [5], και την πορεία προς ένα νέο πόλεμο, τον οποίο θεωρεί ως ευρωπαϊκό εμφύλιο. Παράλληλα καταγγέλλει έναν «εβραιοποιημένο κόσμο» γράφοντας: «Οι Εβραίοι είναι τέρατα, υβρίδια, αποτυχημένοι που πρέπει να εξαφανισθούν. Ο Εβραίος ουδέποτε υπέστη καταπίεση από τον Άριο. Καταπιέστηκε μόνος». Μέρος του έργου του μεταφράστηκε από το πρακτορείο Welt-Dienst και ο Σελίν ανέπτυξε σχέσεις με τον Λουί Νταρκιέ, Γάλλο εθνικοσοσιαλιστή, εκδότη της εφημερίδας «Η αλυσσοδεμένη Γαλλία». Το 1939 ο εκδοτικός οίκος «Γκαλιμάρ», που με βάση το συμβόλαιο που είχε υπογράψει ο Σελίν διατηρούσε τα δικαιώματα εκδόσεως των έργων, απέσυρε τα βιβλία του από την αγορά.

Μετά τη Γαλλική ήττα και τη συνθηκολόγηση ο Σελίν έγραψε το

  • «Χάλια Μαύρα», [Les Beaux Draps], ιδεολογικό και πολιτικό έργο,

με το οποίο τάχθηκε υπέρ της Γαλλο-Γερμανικής συνεργασίας κι υποστήριξε ότι μια γαλλογερμανική συμμαχία ήταν η μόνη απάντηση εναντίον της διεθνούς εβραιομασονικής συνωμοσίας, που είχε κέντρα το Λονδίνο, την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. Παράλληλα με κείμενα του που δημοσιεύθηκαν σε εθνικιστικές εφημερίδες υποστήριξε δημόσια, ήδη από το 1941, την οργάνωση «Γαλλικής Λεγεώνας Εθελοντών» εναντίον των Μπολσεβίκων. Για τα έργα του καταδικάστηκε σε θάνατο από λαϊκό δικαστήριο που το αποτελούσαν στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας κι ανατέθηκε στο συγγραφέα Ροζέ Βαγιάν να τον εντοπίσει και να τον εκτελέσει, όμως ο Βαγιάν δίστασε να εκτελέσει την απόφαση.

Τα έργα του αυτά παρέμειναν αδημοσίευτα μετά τον πόλεμο έως το 2011, μετά από απόφαση της τελευταίας συζύγου του, της Lucette Destouches συνταξιούχου δασκάλας χορού.

Μεταπόλεμος

Το 1944, πριν τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου και μετά την κατάρρευση του Καθεστώτος του Βισύ, ο Σελίν εγκατέλειψε τη Γαλλία. Μετά την αναχώρηση της οικογένειας το διαμέρισμα τους στην οδό Ζιραρντόν στη Μονμάρτρη, παραβιάστηκε και τα έπιπλα, η μοτοσυκλέτα και τα χειρόγραφά του καταστράφηκαν ή εκλάπησαν. Ο Σελίν, μαζί με τη σύζυγό του, κατέφυγε στη Γερμανία κυνηγημένος λόγω των εθνικιστικών του απόψεων, αρχικά στο Μπάντεν-Μπάντεν, στη συνέχεια στο Βερολίνο, ώσπου εγκαταστάθηκε στο επιταγμένο κάστρο του Σιγκμάριγκεν στην νοτιοδυτική Γερμανία, που ορίστηκε ως έδρα της Γαλλικής κυβερνήσεως του Στρατάρχη Πεταίν αλλά και ως κατοικία Γάλλων εθνικιστών και υποστηρικτών της Ευρωπαϊκής συνεργασίας. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1944 περίπου χίλιοι Γάλλοι «συνεργάτες» κατέλυσαν στο κάστρο, στην περιοχή Baden-Wurttemberg. Μεταξύ τους ο επίσης εθνικιστής Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Λουσιέν Ρεμπατέ και ο Fernand de Brinon, που αργότερα εκτελέστηκε από τους Γκωλιστές. Το κάστρο ορίστηκε ως έδρα της εξόριστης Γαλλικής κυβερνήσεως, κι εκεί ο Philippe Pétain και αρκετοί άλλοι συνεργάτες του παρέμειναν ως το τέλος του πολέμου. Στο κάστρο ο Σελίν ανέλαβε καθήκοντα της ιατρικής φροντίδας για τους Γάλλους πρόσφυγες, μεταξύ τους και ο ηθοποιός Ρομπέρ Λε Βιγκάν, τον όποιο είχε γνωρίσει το 1934, όταν άρχισε να συχνάζει στη Μονμάρτρη.

Στη Δανία

Στις 6 Μαρτίου ο Σελίν, έμαθε για το θάνατο της μητέρας του και στις 27 Μαρτίου 1945 το ζεύγος Σελίν κατέφυγε στην Κοπεγχάγη της Δανίας, όπου ο Λουί συνελήφθη με απαίτηση των γαλλικών αρχών και στις 19 Απριλίου 1945, δικαστής του Δικαστηρίου του Σηκουάνα εξέδωσε ένταλμα εναντίον του με βάση το άρθρο 75 του Γαλλικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο δεν είχε καμία επίδραση στην παρουσία του στη Δανία, καθώς ο δικηγόρος Thorvald Mikkelsen είχε νομιμοποιήσει την παρουσία της οικογένειας Σελίν στη χώρα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1945, η γαλλική πρεσβεία στην Κοπεγχάγη ζήτησε την έκδοση του και τέθηκε αμέσως υπό κράτηση, μαζί με τη σύζυγό του Lucette, και φυλακίστηκε. Το Δανικό κράτος αρνήθηκε να τον εκδώσει και έμεινε στη φυλακή έως τις 6 Νοεμβρίου 1946, για περίπου 11 μήνες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και στις 24 Ιουνίου 1947, υποσχέθηκε να «...μην εγκαταλείψει τη Δανία, χωρίς άδεια από τις αρχές της Δανίας….». Στις 19 Μαΐου 1948, η οικογένεια Σελίν εγκαταστάθηκε στο Klarskovgaard κοντά στο Korsør στην θάλασσα της Βαλτικής, σε ένα σπίτι που ανήκε στον Thorvald Mikkelsen. Συνολικά οι Σελίν παρέμειναν στη Δανία επί έξι ολόκληρα χρόνια, με τον συνεχή φόβο μιας ενδεχόμενης εκδόσεως του στη Γαλλία, η οποία θα ισοδυναμούσε με εκτέλεση.

Τον Νοέμβριο του 1948 έγραψε το μικρό κείμενο

  • «A l'agité du bocal», μια απάντηση στον Ζαν-Πωλ Σαρτρ,

ενώ το 1949 κυκλοφόρησε το

  • «Casse-pipe», αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με κεντρικό θέμα τις εμπειρίες του στο στρατό.

Καταδίκη και επιστροφή στη Γαλλία

Αν και θεωρήθηκε και κατηγορήθηκε ως φιλοναζί, ο Σελίν είχε εκφραστεί αρνητικά για την «..άρια ηλιθιότητα του Χίτλερ», ενώ τον κατηγόρησαν ως συνεργάτη των Γερμανών, επειδή διετέλεσε προσωπικός γιατρός του στρατάρχη Πετέν. Στις 17 Οκτωβρίου του 1949 το Δικαστήριο του Σηκουάνα, σταμάτησε τις διαδικασίες εναντίον του και στις 3 Δεκεμβρίου, ο κυβερνητικός επίτροπος υποστήριξε ποινική διαδικασία σε βάρος του, για αδικήματα κατά της ασφάλειας του Γαλλικού κράτους. Στην πατρίδα του αναγγέλθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1949 και στις 25 Ιανουαρίου 1950 άρχισε η δίκη του για εσχάτη προδοσία, στην οποία καταδικάστηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1950, σε φυλάκιση ενός έτους, 50.000 φράγκα πρόστιμο, κατάσχεση της μισής του περιουσίας και εθνική αναξιότητα. Στις 25 Απριλίου 1951 το στρατοδικείο του Παρισιού, με πρωτοβουλία του εθνικιστή δικηγόρου του Ζαν-Λουί Τιξιέ-Βινιανκούρ, μετέπειτα υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας, τον απάλλαξε ως τον ανάπηρο πολέμου Λουί Ντετούς, χωρίς να γίνει αντιληπτό ότι επρόκειτο για τον Σελίν, βάσει διατάγματος υπέρ των αναπήρων πολέμου και την 1η Ιουλίου 1951, επέστρεψε αεροπορικώς στο αεροδρόμιο της Νίκαιας, από την Κοπεγχάγη.

Η οικογένεια Σελίν πέρασε το καλοκαίρι στη Νίκαια της Γαλλίας, επισκέφθηκαν τους γονείς της συζύγου του και το Σεπτέμβριο του 1951, το ζευγάρι μετακόμισε στο Meudon, όπου η Lucette άνοιξε σχολή χορού και ο Λουί ιατρείο. Υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο «Γκαλιμάρ» και εγκαταστάθηκε σε μια μικρή βίλα στο νοτιοδυτικό παρισινό προάστιο όπου έζησε ως έγκλειστος το υπόλοιπο της ζωής του, κι επιδόθηκε στη συγγραφή βιβλίων, δίχως να δείξει την παραμικρή υποχώρηση στις ιδέες και τα πιστεύω του. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε μέσω του τύπου, μετά την ταφή του στο Meudon. Το σπίτι όπου έζησε, κάηκε τη νύχτα της 23ης Μαΐου 1968, και η φωτιά κατέστρεψε τα χειρόγραφα, τα έπιπλα και τα αναμνηστικά, που υπήρχαν σ' αυτό.

Εργογραφία

Ο Σελίν θεωρείται από τους νεωτεριστές συγγραφείς του 20ου αιώνα και το έργο του που είναι καταξιωμένο, διεκδικεί μια εξέχουσα θέση στα Γαλλικά και Ευρωπαϊκά γράμματα. Επέλεξε το Σελίν ως λογοτεχνικό ψευδώνυμο, από το μικρό όνομα της αγαπημένης γιαγιάς του, κι έγραψε τα έργα:

  • «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», στις 5 Οκτωβρίου 1932, τον χρόνο που πέθανε ο πατέρας του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 2.000 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Denoël & Steele» και προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή του, ενώ απέσπασε το βραβείο Renaudot στη Γαλλία και ύμνους διεθνώς.

Το βιβλίο που είναι αφιερωμένο στην Ελίζαμπεθ Κρέιγκ, την Αμερικανίδα χορεύτρια την οποία γνώρισε το 1926 στη Γενεύη, γοήτευσε σε μεγάλο βαθμό τους μαρξιστές κριτικούς και ο Λουί Αραγκόν από κοινού με την Ελσα Τριολέ το μετέφρασαν στα ρωσικά κι εκδόθηκε στη Ρωσία το 1936, με πρόλογο του Ιβάν Ανισίμοφ, ενώ ο Λέον Τρότσκι έγραψε το 1935, κριτική για το βιβλίο στην αμερικανική έκδοση «Atlantic Monthly», με τίτλο «Μυθιστοριογράφος και πολιτικός», όπου μεταξύ άλλων αναφέρει, «...Ο Σελίν μπήκε στη λογοτεχνία όπως οι άλλοι μπαίνουν στο ίδιο τους το σπίτι....». Το έργο περιέχει μέρη από πραγματικές εμπειρίες του Σελίν καθώς και άλλες εμπειρίες δοσμένες με διαφορετικό τρόπο μέσα από τις περιπέτειες του αντιήρωα του Φερντινάν Μπαρνταμύ.

  • «Εκκλησία», [«Église»], το 1933 θεατρική κωμωδία σε πέντε πράξεις,
  • «Θάνατος επί πιστώσει», το 1936, στο οποίο περιγράφει τα παιδικά του χρόνια σε ένα ασφυκτικό, μικροαστικό περιβάλλον που είχε επίκεντρο το κατάστημα της μητέρας του.
  • «Η ιστορία του μικρού Μουκ»,
  • «Guignol's Band» το 1944, στο οποίο εξιστορούνται οι περιπέτειες του Φερντινάν Μπαρνταμύ στο Λονδίνο.
  • «Μακελειό», το 1948, νουβέλα που δημοσιεύθηκε σε γαλλικό περιοδικό, στην οποία ασχολούνταν με το θέμα του πολέμου,
  • «Μαγεία για μια άλλη φορά», [«Féerie pour une autre fois»], το 1952,
  • «Normance» το 1954,
  • «Συνομιλίες με τον καθηγητή Υ», το 1955,
  • «Από έναν πύργο ο άλλος», [«D'un château l'autre»] το 1959,

αυτοβιογραφικό για την περίοδο της εξορίας του στο Σιγκμάριγκεν, στο οποίο αφηγείται με απελπισία γεμάτη πίκρα και σπαραγμό τις εμπειρίες του κατά την περίοδο της φυγής του. Το βιβλίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Γκαλιμάρ», όμως ο Σελίν, απευθύνει μέσα από τις σελίδες του ένα ανελέητο υβρεολόγιο κατά του εκδότη του Γκαστόν Γκαλιμάρ.

  • «Βορράς», [«Nord»], το 1960, με εικόνες από την περιπλάνηση του στην ρημαγμένη από τους βομβαρδισμούς Γερμανία πριν την φυγή του στη Δανία.

Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα,

  • «Η γέφυρα του Λονδίνου», [«Le Pont de Londres Guignol's Band ΙΙ»],
  • «Ριγκοντόν», [«Rigodon»], το 1969, στο οποίο περιγράφει το ταξίδι του προς το Σιγκμάρινγκεν.

Λογοκρισία του έργου του

Το λογοτεχνικό του έργο αποκλείστηκε το 2011, με την υπογραφή του Φρεντερίκ Μιτεράν, ανιψιού του Φρανσουά Μιτεράν, από τις εθνικές εκδηλώσεις εορτασμού μνήμης, που είχε προγραμματίσει το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού υπάκουσε στην απαίτηση του Σερζ Κλαρσφέλντ, προέδρου της F.F.D.J.F. [«Ένωση Τέκνων Απελαθέντων Εβραίων»] της Γαλλίας, ο οποίος ζήτησε να απαλειφθεί ο Σελίν από τον κατάλογο κι ανακάλεσε την αρχική του απόφαση [6]. Ο Σερζ Κλαρσφέλντ στην επιστολή του γράφει: «Η Δημοκρατία οφείλει να προστατεύει τις αξίες της. Ο Φρεντερίκ Μιτεράν οφείλει να μην καταθέσει τα συμβολικά του άνθη στο μνήμα του Σελίν, όπως ο Φρανσουά Μιτεράν υποχρεώθηκε να μην καταθέσει πια άλλα στεφάνια στον τάφο του στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν» [7]. Ο αποκλεισμός του Σελίν προκάλεσε την ικανοποίηση του Σερζ Κλαρσφέλντ, ο οποίος είπε, «...έστειλα τα συγχαρητήριά μου στον Φρεντερίκ Μιτεράν, αφού είχε το θάρρος να αποκηρύξει την απόφαση του υπουργείου του και δεν άφησε να περάσει αυτό το σφάλμα...», όμως ο Ανρί Γκοντάρ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, εκδότης των «Απάντων» του Σελίν, στις εκδόσεις «La Pleiade», είπε από την πλευρά του, «...Κανείς δεν επικοινώνησε μαζί μου...{...}...Νομίζω ότι πρέπει να αναγνωριστεί η αξία της λογοτεχνίας που δημιούργησε ο Σελίν...».

Λογοτεχνική κριτική

Ο Σελίν υπήρξε χαρισματικός συγγραφέας κι έλεγε ότι «...τα μυθιστορήματα της δεκαετίας τού 1950 ήταν τα ίδια μ’ αυτά του 19ου αιώνα, μόνο που οι συγγραφείς προσέθεταν εδώ κι εκεί ένα τραίνο, ένα αεροπλάνο, ή μια τηλεφωνική συσκευή....». Το λογοτεχνικό του ύφος χαρακτηρίζεται από λυρισμό, ποιητικότητα, αμεσότητα που φτάνει και ξεπερνά την ωμότητα και πληθωρικότητα της αφηγήσεως του που συχνά αγγίζει το παραλήρημα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η ενσωμάτωση λαϊκών, υβριστικών και συχνά πορνογραφικών εκφράσεων σε ένα εκλεπτυσμένο και ευφυές λεξιλόγιο. Το αφηγηματικό του ύφος ανανέωσε τη γαλλική αλλά και την παγκόσμια λογοτεχνία, ενώ επηρέασε συγγραφείς όπως ο Χένρι Μίλερ, ο Κουρτ Βόνεγκουτ και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ. Οραματιστής και κοντόφθαλμος, λυρικός και χυδαίος, ανθρωπιστής και πικρόχολος, κατάφερε να περιγράψει με αριστουργηματικό τρόπο, χωρίς κανέναν φραγμό και σε όλη της την ένταση όλη η γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Υπήρξε είδωλο για πολλούς Αμερικανούς συγγραφείς με τον Μπάροουζ και τον Γκίνσμπεργκ να τον επισκέπτονται στο σπίτι του στο Παρίσι, όπου ζούσε αποτραβηγμένος λίγο πριν το θάνατό του το 1961.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Σελίν: ο «αναρχικός» της Δεξιάς, Περιοδικό «Νέα Τάση», περίοδος Β', τεύχος 2ο Ιούνιος-Ιούλιος 1987, σελίδες 32η-34η, μετάφραση: Ζ.Ρ.]
  2. Απεβίωσεν ο Σελίν, ο γνωστός Γάλλος φιλοναζιστής συγγραφεύς Εφημερίδα «Μακεδονία», 6 Ιουλίου 1961, σελίδα 5.
  3. Céline raconté par sa fille Colette Destouches, Fluctuat un oeil sur la pop culture Céline raconté par sa fille Colette Destouches
  4. [Ενδεικτική είναι η επιστολή που έστειλε ο Λουί στην Κάρεν Μαρί Γιένσεν, Γαλλίδα χορεύτρια και φίλη του, στις 15 Οκτωβρίου 1936, όπου έγραφε
    Αγαπητή Κάρεν (...) σας αγαπώ. Προσπαθώ να είμαι σκληρός, όμως μερικές φορές η μοναξιά είναι αφόρητη. Ήμουν για ένα μήνα στο Λένινγκραντ. Ναι, εκεί όλα είναι ποταπά, τρομακτικά, απερίγραπτα διεφθαρμένα. Μια αηδία. Βρώμικα, φτωχά, αποκρουστικά. Μια φυλακή ανθρώπινων σκιών. Παντού αστυνομία, γραφειοκρατεία αρρωστημένο χάος. Όλα απάτη και τυραννία (...)
    Σας φιλώ πολύ,
    Λουί]
  5. [«....Εγώ, αν ήμουν δικτάτορας, θα πέρναγα άλλον νόμο, έναν ακόμα και θα ήταν ο τελευταίος. Πρώτον, όλοι οι Εβραίοι σ'αυτή τη χώρα, με την κήρυξη του πολέμου, ηλικίας 17-60 ετών, μισο-Εβραίοι, Εβραίοι κατά το ένα τέταρτο, διασταυρωμένοι, παντρεμένοι με Εβραίες, μασόνοι, θα στέλνονται αποκλειστικά στις μονάδες πεζικού που μάχονται στην πρώτη γραμμή. Κάθε παράβαση του νόμου θα τιμωρείται με θανατική ποινή. Οπότε, όλοι οι Εβραίοι στην πρώτη γραμμή κανένα προνόμιο και οι τραυματίες τους δε θα μεταφέρονται. Θα γίνουν καλά στο μέτωπο ή θα ψοφήσουν εκεί αν χρειαστεί. Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τους Εβραίους ακόμα κι όταν είναι νεκροί...»]
  6. [«...έπειτα από προσεκτική και ώριμη σκέψη, και όχι υπό συναισθηματική πίεση, αποφάσισα να μη συμπεριληφθεί ο Σελίν στις εθνικές εκδηλώσεις...» Ο Μιτεράν αποκλείει Σελίν, Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 24 Ιανουαρίου 2011.]
  7. [O Σελίν φέρνει τη γερμανική κατοχή ξανά στο προσκήνιο Φίλιππος Χατζόπουλος, εφημερίδα «Η Καθημερινή», 29 Ιανουαρίου 2011.]