Μανουήλ Γεδεών

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Εμμανουήλ Ιωαν. Γεδεών, Έλληνας εθνικιστής, οπαδός της Μεγάλης Ιδέας του Ελληνικού Έθνους, μεσαιωνολόγος ιστορικός, αρχειοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας που διατέλεσε Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και Υπομνηματογράφος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, που χαρακτηρίστηκε ως ο «τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης» [1], ένας από τους επιφανέστερους λογίους του Ελληνικού Έθνους στο Β' μισό του 19ου και το Α' μισό του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1851 στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως και πέθανε [2] τις τελευταίες ημέρες του Νοεμβρίου του 1943 στην Αθήνα. Η επανακομοιδή των οστών του στην Λέρο πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαΐου 1982 με τελετή που έλαβε χώρα στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο νησί. Η οστεοθήκη του τάφηκε στο Κοιμητήριο Ταξιάρχου Μιχαήλ Πλατάνου στη Λέρο.

Μανουήλ Γεδεών
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1851
Τόπος: Φανάρι, Κωνσταντινούπολη
Σύζυγος: Ευγενία Κων/νου Λαγουδάκη
Τέκνα: Σοφία Γεδεών-Καρανικόλα, Ισαβέλλα
Υπηκοότητα: Τουρκική, Ελληνική
Ασχολία: Ιστορικός, μεσαιωνολόγος
Θάνατος: Νοέμβριος 1943
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)

Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία Λαγουδάκη, κόρη του γιατρού Κωνσταντίνου Λαγουδάκη, και από το γάμο τους απέκτησαν δύο θυγατέρες, τη γνωστή εθνικίστρια παιδαγωγό και ψυχολόγο Σοφία Γεδεών-Καρανικόλα και την Ισαβέλλα Γεδεών.

Βιογραφία

Οικογένεια Γεδεών

Η οικογένεια Κοντογιαννάκη, όπως ήταν το αρχικό της επίθετο με καταγωγή από την Κρήτη, εγκαταστάθηκε στην Λέρο όπου ο ιερέας πρόγονος της Ιωάννης Κοντογιαννάκης μετονομάστηκε σε Ιωάννης Γεδεών, στη διάρκεια του ΙΖ' ή του ΙΗ' αιώνος. Το 1806 ή το 1807 ο καπετάνιος Μανουήλ Γεδεών, ο παππούς του Μανουήλ, φέρεται, σύμφωνα με τα βιβλία του Ναού της Παναγίας του Κάστρου στη Λέρο να περιλαμβάνεται μεταξύ των δανειστών του Ναού. Ο Ιωάννης Μ. Γεδεών, ο πατέρας του Μανουήλ, γεννήθηκε το 1812 στην Λέρο και πέθανε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη. Ως νεαρός εργάστηκε σε πλοία ντόπιων και το 1828 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασε και αποφοίτησε από το Αρρεναγωγείο του Αγιοταφίτικου Μετοχίου. Στη συνέχεια εργάστηκε κοντά στον αρχιτέκτονα Νικόλαο Νικολαΐδη από την Λέρο, ως το 1837 κι ακολούθως ανέλαβε ο ίδιος την ανοικοδόμηση του Πατριαρχικού Ναού και πολλών άλλων δημοσίων κτηρίων [3].

Ενήλικη ζωή

Ο Μανουήλ, που βαπτίστηκε στις 15 Ιουλίου του 1851, είχε έναν μικρότερο αδελφό τον Δημήτριο Γεδεών που αργότερα σταδιοδρόμησε ως Αυτοκρατορικός επίτροπος. Ο Μανουήλ σπούδασε στην Πόλη και στις 22 Ιουνίου 1869 αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, επί σχολάρχου του Φιλόθεου Βουεννίου, με τον τίτλο του δασκάλου της εγκυκλίου εκπαιδεύσεως. Στην ειδική τελετή της αποφοιτήσεως ο Μανουήλ κατέθεσε ειδική διατριβή με θέμα τον βίο του Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού. Ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες «Κωνσταντινούπολις», «Ομόνοια» του Βλάση Γαβριηλίδη, και την τουρκόφωνη «Μικρά Ασία», ενώ για μικρό διάστημα το 1876, έγινε ο εκδότης της εφημερίδος «Πρωΐα» και το 1877 της εφημερίδος «Ανατολή», ενώ από το 1881 έως το 1923, συνεργάστηκε με το περιοδικό «Εκκλησιαστική Αλήθεια», επίσημο όργανο του Πατριαρχείου του οποίου υπήρξε Αρχισυντάκτης, στις περιόδους από το 1882 ως το 1885, και από το 1888 ως το 1890, ενώ από το 1902 ως το 1923 είχε τον τίτλο του επίτιμου διευθυντή της.

Ο τίτλος του Μεγάλου Χαρτοφύλακα -τον οποίο κατείχε από το 1897-, διευκόλυνε την πρόσβαση του στα Πατριαρχικά αρχεία, ενώ η παρουσία του στην Κωνσταντινούπολη του έδωσε την ευκαιρία να αναμιχθεί σε όλα τα σημαντικά προβλήματα που απασχολούσαν εκείνη την εποχή το Πατριαρχείο, όπως το Βουλγαρικό Σχίσμα και τη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, από το 1916 έως το 1922. Κατά τη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', και αναμείχθηκε σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο είτε τους Έλληνες, την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [4].

Εξαναγκάστηκε δύο φορές να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη για εθνικούς λόγους, την πρώτη φορά το 1877, όταν εργάστηκε ως καθηγητής Θεολογία στο Λύκειο Αντωνιάδη στην Αθήνα όπου είχε μαθητή τον Ελευθέριο Βενιζέλο [5], και τη δεύτερη τον Οκτώβριο του 1920, όταν κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα διευθύνοντας τον ιδρυμένο από αυτόν το 1926, «Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων», καθώς και την ομώνυμη περιοδική έκδοση του συλλόγου, με τίτλο «Μεσαιωνικά Γράμματα». Στις αρχές τις δεκαετίας του 1930 ο Γεδεών ο Μανουήλ συνδέθηκε φιλικά με τον Γεώργιο Αρβανιτίδη [6], ο οποίος συνήθιζε να ενισχύει τα πενιχρά οικονομικά του Κωνσταντινουπολίτη λογίου, ενώ ο Γεδεών ανταπέδιδε την ευεργεσία παρέχοντας στο συλλέκτη μοναδικές και πολύτιμες πληροφορίες, διαμεσολαβήσεις στην ανεύρεση σπάνιων αντιτύπων. Παράλληλα συνήθιζε να του χαρίζει βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης, εμπλουτισμένα με πολύτιμες σημειώσεις, επιστολές λογίων με τους οποίους ο Γεδεών αλληλογραφούσε, αποκόμματα εφημερίδων, συχνά και φωτογραφίες.

Διακρίσεις

Ο Μανουήλ συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού και για την προσφορά του στην επιστήμη της ιστορίας, το έθνος και την Εκκλησία έλαβε πάρα πολλές διακρίσεις. Του απονεμήθηκαν:

  • ο τίτλος του «Μεγάλου Χαρτοφύλακος και Χρονογράφου της Μ. Εκκλησίας» το 1897,
  • ο τίτλος του υπομνηματογράφου της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων το 1919,
  • µέλος της αρχαίας Ακαδημίας της Ρουέν το 1893.

Εκλέχθηκε

  • αντεπιστέλλον µέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας το 1891,
  • Αξιωματικός της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως από το υπουργείο Παιδείας της Γαλλίας το 1903,
  • πρόσεδρο µέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας το 1929.

Εργογραφία

Η συγγραφική δραστηριότητα του Μανουήλ εκτείνεται σε διάστημα περισσότερων από 70 χρόνια. Ως συγγραφέας ασχολήθηκε με τη μουσική, τη βιογραφία, τη γραμματολογία, την πολιτική και τη θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, την εικονογραφία και τη λαογραφία. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ιστοριοδίφες. Υπήρξε από τους πιο βαθείς γνώστες της βυζαντινής και πατριαρχικής ιστορίας, όμως σύντομα στράφηκε στις ιστορικές έρευνες. Συνέγραψε περισσότερα από επτακόσια τριάντα δημοσιεύματα, τα οποία εκτείνονται από το 1870, όταν, σε ηλικία 19 ετών, πρωτοδημοσίευσε στην «Πανδώρα» και στην «Ομόνοια» του Βλάση Γαβριηλίδη, ως το 1940-41, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, όταν διέκοψε τη συγγραφική του εργασία, «...εμποδισμένος πιο πολύ από τις δυσκολίες των καιρών παρά από το πάθος των ματιών του».

Με την πτυχιακή του εργασία για τη ζωή του Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού ξεκίνησε το ερευνητικό του έργο. Ασχολήθηκε µε την ιστορία του Βυζαντίου και του Ελληνισμού μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Για τη συγκέντρωση στοιχείων μελετούσε Βυζαντινούς συγγραφείς, κώδικες μονών και ναών και χρησιμοποιούσε την προφορική παράδοση και για το λόγο αυτό πραγματοποιούσε πολλά και συχνά ταξίδια. Ταξίδεψε στη Λέρο, στην Πάτμο στην Κάλυμνο, στα Δαρδανέλλια, στην Προποντίδα, στη Θεσσαλονίκη και πολλές φορές στο Άγιο Όρος. Εβδομήντα κείμενα του αναφέρονται στην ιστορία των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας και σε γενικά θέματα της εκκλησιαστικής παραδόσεως και του θρησκευτικού βίου, ογδόντα σε θέματα της Βυζαντινής περιόδου, εκατόν σαράντα οκτώ σε διαχρονικά θέματα της Τουρκοκρατίας, ειδικότερα, τριάντα πέντε στον 15ο-16ο αιώνα, σαράντα οκτώ στον 17ο, εκατόν πενήντα τέσσερα στον 18ο -ως την Επανάσταση του 1821, ενενήντα τέσσερα στον 19ο και 20ό αιώνα. Πολλές εργασίες του δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της Κωνσταντινουπόλεως όπως, «Κωνσταντινούπολις», «Βυζαντίς», «Νεολόγος», «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και «Πρωία».

Όπως έγραψε το 1975 ο Φίλιππος Ηλιού, «...Ο σημερινός ερευνητής, εκείνος .... που ασχολείται με την ιστορία της Τουρκοκρατίας και του νεοελληνικού 19ου αιώνα, θα διασταυρωθεί, αναγκαστικά, με το έργο του Μανουήλ Ι. Γεδεών. Και θα μένει διαρκώς έκπληκτος όχι μόνο από την παραγωγικότητα..., .....αλλά, κυρίως, από την ιδιότυπη ποιότητα και, όπως θα λέγαμε σήμερα, από τον πρωτοποριακό χαρακτήρα των ζητήσεων και της προβληματικής του...».

Συγγράμματα

Το Αρχείο του Μανουήλ παραχωρήθηκε, από την κόρη του Σοφία Γεδεών-Καρανικόλα, στο Ιστορικό Μουσείο και Αρχείο Λέρου [7] στις 9 Οκτωβρίου 1988. Παρελήφθη στην Αθήνα από τον τότε προϊστάμενο του Τ.Α.Λ. Μανόλη Ήσυχο. Μέρος του έχει εκτεθεί, κατά επιθυμία της δωρήτριας, στο Ιστορικό Μουσείο Λέρου «Μανόλης Ήσυχος» όπου και παραμένει, ενώ το υπόλοιπο από τις 20 Μαΐου 1991, βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο Τοπικό Αρχείο Λέρου [8].

Ο Μανουήλ έγραψε και δημοσίευσε, στην Κωνσταντινούπολη, τα έργα,

  • «Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής 1453-1830», το 1883,
  • «Ο Άθως», το 1885,
  • «Κανονικαί διατάξεις κ.λ. των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως», δύο τόµοι το 1888 και το 1889,
  • «Πατριαρχικοί Πίνακες», το 1890,
  • «Βυζαντινόν Εορτολόγιον», το 1896,
  • «Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια», το 1910.

Στην Αθήνα έχουν εκδοθεί τα έργα,

  • «Έγγραφοι λίθοι και κεράµια», το 1892,
  • «Χρονικά της πατριαρχικής ιστορίας», το 1925,
  • «Ηµίγνωστοι σελίδες της ιστορίας των Αθηναίων», το 1927,
  • «Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913», το 1932,
  • «Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913», το 1934,
  • «Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912», από το 1936 έως το 1938,
  • «Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913», το 1939.

Μνήμη Μανουήλ Γεδεών

Ο Γεδεών, που χαρακτηρίστηκε ως ο «τελευταίος βυζαντινός χρονογράφος», θεωρείται θεωρείται πρόγονος στη μελέτη της πνευματικής ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Τα περισσότερα μελετήματα του δείχνουν πως πρώτος ο Γεδεών, πέρα από την συλλογή πληροφοριών ή από ένα κούφιο ρητορισμό εθνικών συγκινήσεων, κατόρθωσε με βάση την αρχειακή έρευνα να συλλάβει τον παλμό πραγματικής πνευματικής ζωής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περίοδο του Μεσαίωνα, και μάλιστα προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος. Ως ιστορικός ο Γεδεών δεν ακολούθησε μια συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά χρησιμοποίησε την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού. «Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων», το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Άλλο χαρακτηριστικό του είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων». Στα γραπτά του δεν χρησιμοποιούσε κεφαλαία γράμματα στις παραγράφους και περιόδους, λόγος για τον οποίο ο Γεώργιος Βαλέτας θεωρεί [9] ότι σε αυτό πιθανότατα μιμείται τους βυζαντινούς κωδικογράφους.

Το έργο του βοήθησε στην αποσαφήνιση παρεξηγήσεων σχετικά με αγιοποιήσεις, όπως στην περίπτωση της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας της Σαρανταπήχαινας, που από μερικούς θεωρήθηκε αγία της Ορθόδοξης Εκκλησίας που μάλιστα εορτάζει την 9η Αυγούστου, αν και δεν αναφέρεται στα «Μηναία» της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σχετικά με αυτό ο Μανουήλ Γεδεών σημειώνει χαρακτηριστικά στο «Βυζαντινόν Εορτολόγιον»: «...αν δε ποθ’ ευρεθή εν χειρογράφοις Συναξαρίοις ή Μηναίοις η μνήμη και της αλαζόνος βασιλίδος Ειρήνης της Αθηναίας, οφείλομεν και τούτο εις τον ηγούμενον του Στουδίου Θεόδωρον• αυτός εν επιστολή προς αυτήν λαμπρώς εγκώμιον αυτή πλέκων επαινεί...».

Αναλύοντας το ερώτημα γιατί κάποιοι εικονομάχοι ή αυτοκράτορες όπως ο Ιουστινιανός Β' αναφέρονται σε παλιά συναξάρια, λέει ότι ήταν κτήτορες στην περιοχή τους και οι πολίτες τους τιμούσαν στις τοπικές συνάξεις και από εκεί πέρασαν στα κοινά συναξάρια: «...Χαρακτήρα τοπικόν έχοντος εξ άρχης του Βυζαντινού Εορτολογίου, ουδεμίαν αμφιβολίαν έχομεν ότι της υπερκείμενης ταύτης των πόλεων οι αρχιερείς, καθώς και οι ευσεβείς άνακτες και πάντες οι των εν αυτή και πέριξ μονών ιδρυταί έδει να καταταχθώσι βαθμηδόν εν τω Βυζαντινώ, δηλαδή τω Κωνσταντινουπολιτικώ Εορτολογίω...Κατηριθμείτο δ' ευχερέστερον είπερ ην κτίτωρ ναών και μονών, ή προστάτης της ορθοδόξου πίστεως...του δε Εορτολογίου τοπικόν χαρακτήρα φέροντος, ήρκει μόνον η ενέγερσις ναών και μονών όπως ο δομήτωρ άναξ εισαχθή εις το εορτολόγιον». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε κείμενο του αναφέρεται στον Γεδεών και υποστηρίζει ότι πρόκειται για διανοούμενο «τάξαντος ἑαυτὸν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ συστηματικῶς μελετήσαντος τὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ τῆς γενετείρας τῶν πατέρων αὐτοῦ Λέρου». Στις 30 Μαΐου 1982 έγινε η τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του Μανουήλ Γεδεών στο Πάρκο του Αγίου Ιωάννου στο Λακκί της Λέρου, έργο του διάσημου Συμαίου γλύπτη Κώστα Βαλσάμη, προσφορά της Πανελληνίου Ενώσεως Λερίων και του Δήμου Λέρου.

Το 1939 γράφει για το «κρυφό σχολειό»:

«Μέχρι σήμερον οὐδαμοῦ ἀνέγνω ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων (κατά σημερινήν ἐκδοχήν καί φράσιν βεζίρην ἤ ἀγιάνην, ἤ σουλτάνον ἐμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ἤ οἰκοδομήν, τοῦθ᾽ ὅπερ ἠδύνατο να συμβῇ κατόπιν καταγγελίας χριστιανοῦ τινος, ἀπεριτμήτου Τούρκου, καθώς ὠνόμαζον αὐτούς. Εάν παραδεχθῶμεν δεκαπεντακισχιλίους τουλάχιστον ναούς ἐν τῇ ἐνορίᾳ τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὡς εἶχε πρό τοῦ 1821, τόσα στοιχειώδη σχολεῖα θ᾿ ἀποδεχθῶμεν ὑπάρχοντα ἀμέσως μετά τήν ἅλωσιν, εἴτε εἰς τούς τῶν ναῶν νάρθηκας, εἴτε εἴς τι κελλίον μικροῦ ἤ μεγάλου μοναστηρίου, εἴτε εἰς τόν οἰκισμόν, ὅπου διέμενεν ὁ παπάς τοῦ χωρίου».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια τόμος 4ος, 1964, σελίδα 242η.]
  2. [Μανουήλ Ιω. Γεδεών Γεώργιος Βαλέτας, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 396ο, 1η Δεκεμβρίου 1943, σελίδα 1418η.]
  3. [Η εθναρχική παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας και ο Μανουήλ Ιω. Γεδεών Σταύρος Ανεστίδης, Διδακτορική διατριβή, σελίδα 241η.]
  4. [«Μανουήλ Γεδεών, Ο τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης», Δέσποινα Καποδίστρια, περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχος 471ο, Σεπτέμβριος 2007, σελίδες 104η-107η.]
  5. [Λιλή Μακράκη, «Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910. Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη», εκδόσεις «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα 1992, σελίδα 130η.]
  6. [Bιβλιοθήκη Αρβανιτίδη Πανεπιστήμιο Κρήτης. Η βιβλιοθήκη του Αρβανιτίδη αγοράστηκε το 1980 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, έτσι σήμερα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του Γεδεών βρίσκεται στο Ρέθυμνο.]
  7. [Προσωπικό Αρχείο Μανουήλ Γεδεών «Αρχειομνήμων», Τοπικό αρχείο Λέρου.]
  8. [Μανουήλ Γεδεών Προσωπικό Αρχείο (1714-1946).]
  9. [«Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία) Γεώργιος Βαλέτας, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 396ο, 1 Δεκεμβρίου 1943, σελίδα 1420η.]