Μιλτιάδης Κοιμήσης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μιλτιάδης Κοιμήσης, Έλληνας ανώτατος στρατιωτικός του Πεζικού με το βαθμό του υποστρατήγου, γεννήθηκε το 1878 στην Αμφιλοχία και εκτελέστηκε στις 24 Απριλίου 1935 στην Αθήνα, μαζί με το συνάδελφο και συμπατριώτη του Αναστάσιο Παπούλα, για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 των Νικόλαου Πλαστήρα και Ελευθέριου Βενιζέλου.

Μιλτιάδης Κοιμήσης

Βιογραφία

Αποφοίτησε το 1904 από τη Σχολή Υπαξιωµατικών του Στρατού, ενώ σπούδασε επίσης στη Γαλλία. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική εκστρατεία ως διοικητής της 9ης Μεραρχίας. Το 1922 διετέλεσε μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Ως στρατηγός, διοικητής της 7ης Μεραρχίας, που είχε την έδρα της στη Δράμα, συνέβαλε [1] [2] μαζί με την οικογένεια Δουμπέσα, που ήταν ιδιοκτήτες της γης όπου βρίσκεται σήμερα το γήπεδο της Δόξας Δράμας, ώστε να αποκτήσει ιδιόκτητο γήπεδο η ποδοσφαιρική ομάδα της Δράμας, κι ήταν παρών την 1η Ιουλίου 1927 στα εγκαίνια του. Τη διετία 1929-1930 υπηρέτησε ως ο 49ος διοικητής [3] της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και γενικός διευθυντής του υπουργείου Στρατιωτικών.

Στις 31 Οκτωβρίου 1922, ως αντισυνταγματάρχης ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη «δίκη των έξι», στο Έκτακτο Στρατοδικείο που συνεδρίασε στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, μαζί με τους Αναστάσιο Παπούλα, αντιστράτηγο ε.α., Μιχαήλ Πάσσαρη, συνταγματάρχη, Π. Σουμίλα, υποστράτηγο, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχη, Θεόδωρο Σκυλακάκη, ταγματάρχη και υπασπιστή του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγό, Λεωνίδα Σπαή, λοχαγό, Αναστάσιος Βενετσανόπουλο, διευθυντή επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιο Δημητρίου Ράλλη, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίωνα Νέγρη, Βενιζελικό πολιτικό, και Κωνσταντίνο Ρέντη, διπλωματικό υπάλληλο και αργότερα υπουργό. Το 1933 αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποστράτηγου λόγω της συμμετοχής του στο κίνημα του Νικόλαου Πλαστήρα.

Κίνημα του 1935

Συμμετείχε στην πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», ενώ άλλοι αξιωματικοί είχαν συγκροτήσει την «Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση» [Ε.Σ.Ο.], στην οποία συμμετείχαν ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέμενε να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τη Γαλλία, συνελήφθη από την Ιταλική αστυνομία και κρατήθηκε στο Πρίντεζι, μέχρι να ξακαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα. Στο Κίνημα συμμετείχαν οι φρουρές της Βόρειας Ελλάδος το 3ο και 4ο Σώμα Στρατού, κάποιες μονάδες στην Αθήνα και στρατιωτικές μονάδες στην Κρήτη, ενώ ο Βενιζέλος σε επιστολή του, από τα Χανιά, στην Επιτροπή όριζε ότι στόχος ήταν η Θεσσαλονίκη. Το απόγευμα της 1ης Μαρτίου, ομάδα στρατιωτικών, υπό τους Στέφανο Σαράφη και Χριστόδουλο Τσιγάντε, κατέλαβε το Πρότυπο Σύνταγμα Ευζώνων στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, ενώ άλλη ομάδα με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε κατέλαβε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Την ίδια ώρα άνδρες του Ναυτικού, με επικεφαλής τον υποναύαρχο Ιωάννη Δεμέστιχα, κατέλαβαν τον Ναύσταθμο και τα πλοία, «Αβέρωφ» στο οποίο ανέλαβε κυβερνήτης ο αντιπλοίαρχος Θεόδωρος Κουντουριώτης, υιός του ναυάρχου, «Έλλη», «Ψαρρά», «Λέων», «Νίκη» καθώς και τα υποβρύχια «Κατσώνης» και «Νηρεύς».

Ο ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας αποφάσισε αντί ο στόλος να πλεύσει προς Θεσσαλονίκη ή προς Καβάλα να πάει προς τα Χανιά, όπου βρισκόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η απόφαση αυτή έκρινε και την τύχη του κινήματος. Μόλις έφθασε ο Στόλος ο Βενιζέλος ζήτησε τον απόπλου του για Θεσσαλονίκη όπου είχε επαναστατήσει η 6η Μεραρχία Σερρών με επικεφαλής τον μέραρχο της, υποστράτηγο Αναγνωστόπουλο. Το πρωί της 3ης Μαρτίου στασίασε στην Καβάλα το Δ΄ Σώμα Στρατού και το βράδυ της ίδιας μέρας είχαν συνταχθεί μαζί τους όλες οι μονάδες από τον Έβρο μέχρι τον Στρυμόνα. Στις 4 Μαρτίου 1935 ο Βενιζέλος ανέλαβε επίσημα την αρχηγία του κινήματος και ο στόλος έφθασε στην Καβάλα την Τρίτη 5 Μαΐου. Η κυβέρνηση αντέδρασε, με επικεφαλής τον Γεώργιο Κονδύλη, αλλά και την βοήθεια της Βρετανίας και της Γαλλίας. Στις 6 Μαρτίου έφτασαν στο Φάληρο αγγλικά και γαλλικά πολεμικά πλοία, ενώ η Γιουγκοσλαβία δάνεισε αεροπλάνα και η Ιταλία συνέχισε να κρατά υπό φρούρηση τον Πλαστήρα. Παράλληλα οι αεροπορικές δυνάμεις βομβάρδισαν τις Σέρρες και με πολεμικά πλοία βομβαρδίστηκε η Καβάλα. Το απόγευμα της 11ης Μαρτίου οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καταλάβει όλες τις επαναστατημένες πόλεις και ο Βενιζέλος το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου με το «Αβέρωφ» αναχώρησε από τα Χανιά για την Κάσο, που ήταν υπό Ιταλική κατοχή.

Η δίκη των κινηματιών αξιωματικών ξεκίνησε στις 18 Μαρτίου 1935 και στους κατηγορούμενους προστέθηκε ο απόστρατος συνταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής, μάρτυρας κατηγορίας στη Δίκη των Έξι, ο οποίος ήταν στο Σύνταγμα Ευζώνων. Το στρατοδικείο καταδίκασε σε ισόβια στους Λεωνίδα Σπαή, Στέφανο Σαράφη, Χριστόδουλο και Ιωάννη Τσιγάντε, Στεφανάκο, Τριανταφυλλίδη, ενώ τους επιβλήθηκε η ποινή της καθαιρέσεως, που πραγματοποιήθηκε δημόσια στις 2 Απριλίου. Στις 3 Απριλίου το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης καταδίκασε σε θάνατο τον επίλαρχο Στυλιανό Βολάνη, που τουφεκίστηκε τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου. Η δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας» ξεκίνησε στις 13 Απριλίου 1935 στην Αθήνα, με κατηγορούμενους Αναστάσιο Παπούλα, Μιλτιάδη Κοιμήση, Σκανδάλη, Μπιτζάνη και άλλους. Μέχρι τις 14 Απριλίου του 1935, σε όλη την χώρα, παραπέμφθηκαν και δικάστηκαν 1.130 στρατιωτικοί και πολίτες, 60 από τους οποίους καταδικάστηκαν σε θάνατο. Συνολικά σε Στρατό-Αστυνομία-Χωροφυλακή και σε σύνολο 5.000 αξιωματικών οι 1.500 περίπου αποτάχθηκαν ή αποστρατεύθηκαν. Το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τους Αναστάσιο Παπούλα και Μιλτιάδη Κοιμήση, που εκτελέστηκαν τα ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης 24 Απριλίου.

Συγγραφικό έργο

Ο Κοιμήσης δημοσίευσε πολλά άρθρα με ιστορικό περιεχόμενο καθώς και ιστορικές μελέτες.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές