Νίκος Γούναρης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Γούναρης, Έλληνας τραγουδιστής ο οποίος ονομάστηκε «τροβαδούρος της Αθήνας», γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1915 στη Ζαγορά Πηλίου στο νομό Μαγνησίας ή σύμφωνα με άλλη πηγή [1] στην Αθήνα και πέθανε την Τετάρτη 5 Μαΐου 1965, στις 5:30 το απόγευμα στην Αθήνα, από καρκίνο. Ήταν παντρεμένος με τη Βαλεντίνη και είχαν αποκτήσει έναν γιο, τον Κώστα. Η κηδεία του έγινε στο μητροπολιτικό ναό Αθηνών και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο.

Νίκος Γούναρης

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο μουσικός Κώστας και η Όλγα Γούναρη, και σε ηλικία μόλις 4 ετών ασχολήθηκε με το μαντολίνο του πατέρα του, ενώ μεγαλώνοντας σπούδασε βιολί. Περί το 1930 σύμφωνα με το Δημήτρη Κότταλη, τραγουδούσε ντουέτο με τον πατέρα του στο Βόλο και στη συνέχεια εργάστηκε ως βαρκάρης στο λιμάνι της Κέρκυρας. Εκεί τον άκουσε ο επαγγελματίας κιθαρίστας Αλ. Ζαμάνος και τον πήρε μαζί του στη Λευκάδα, όπου το 1936 άρχισε την καλλιτεχνική του καριέρα τραγουδώντας στο ζαχαροπλαστείο «Δελέζα», ενώ συμμετείχε στη Μαντολινάτα του «Ομίλου Φιλοπρόοδων Νέων», παίζοντας μαντολίνο [2].

Νέος έμεινε μερικώς ανάπηρος, όταν ένα κάρο πάτησε και έλιωσε τα δάχτυλα του ποδιού του και το 1946 υποβλήθηκε στην πρώτη ορθοπεδική εγχείρηση και η κατάσταση βελτιώθηκε μεν, αλλά δεν αποκαταστάθηκε και το 1965 λόγω της παθήσεως του ζάχαρου, εξελίχθηκε σε γάγγραινα. Λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε σε κέντρα της Αθήνας, ενώ τότε κυκλοφόρησε και τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Ήθελα νά 'μουνα Αδάμ». Σύντομα ήταν γνωστός καλλιτέχνης και είχε καταγράψει επιτυχία με τραγούδια όπως «Όμορφη Αθήνα», «Πες μου γιατί», «Πως θα μπορούσα να σε ξεχάσω» με τα οποία καταξιώθηκε στο χώρο του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού στη διάρκεια της τριπλής Κατοχής.

Συμμετείχε στην Αντίσταση, στην οποία πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες και τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης. Το 1947 πρωτοταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου απογείωσε την καλλιτεχνική του διαδρομή, δημιουργώντας μύθο γύρω από το όνομά του, ενώ εμφανίστηκε μεταξύ άλλων στο «Carnegie Hall» της Νέας Υόρκης και στο «War Memorial Theatre» του Σαν Φρανσίσκο. Το 1961, η ελληνοαμερικανική οργάνωση ΑΧΕΠΑ, για να εξασφαλίσει την εμφάνισή του σ’ ένα από τα ετήσια συνέδριά της που έγινε στο Μόντρεαλ του Καναδά, του κάλυψε το κόστος των αεροπορικών του εισιτηρίων από το Γιοχάνεσμπουργκ και επιπλέον αμοιβή 5.000 δολαρίων. Το τραγούδι «Τρέχουνε τα σύννεφα», που συνέθεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν το τελευταίο, πριν επιστρέψει το Μάρτιο του 1965 άρρωστος στην Αθήνα.

Ο Ανδρέας Καραντώνης στο βιβλίο του «Θυμάμαι την Αμερική», [Εκδόσεις «Το Ελληνικό Βιβλίο»], στο οποίο αναφέρει τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στις Η.Π.Α., από τις 9 Οκτωβρίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 1961 και περιγράφει [3] ένα βράδυ στο κέντρο «Αθήναι» του Σικάγου, όπου άκουσε τον Νίκο Γούναρη.

'«.... Ψάχνοντας κατά τύχη ανακαλύπτουμε ένα ελληνικό κέντρο, συστημένο για «εξωτικό». Ήταν το «Αθήναι» …Μπήκαμε, μούσκεμα στη βροχή. …Στο βάθος, η εξέδρα με την «εξωτική ορχήστρα». Και ποιος ο μαέστρος; Απίστευτο μου φάνηκε. «Ο δημοφιλής Νίκος Γούναρης με την κιθάραν του», και τα λοιπά! Δεν τον είχα δει ή ακούσει στην Ελλάδα παρά μόνο από το ραδιόφωνο, και να που μου ήταν γραφτό να τον συντύχω στην άκρη του κόσμου. …εκείνη τη βραδυά, το Νίκο Γούναρη, τον βάφτισα μέσα μου «εθνικό ήρωα». …. Κουνιούνταν σα δαιμονισμένος, απάνω, κάτω, έχωνε την κιθάρα του κάτω από το πηγούνι του, σα να έκοβε μ’ αυτήν το κεφάλι του, γούρλωνε τα μάτια του, άρπαζε το μικρόφωνο, μιλούσε, τραγουδούσε, ούρλιαζε, σε μια γλώσσα δική του. Κι’ όλα αυτά, σε μια αδιάκοπη διαπασών, ακράτητος, ακούραστος, ανένδοτος, βέβαιος για το αποτέλεσμα. Το φρένιασμά του, είχε μεταδοθεί και στα μπουζούκια, που με τις τρομερές διπλοπενιές τους κάναν το «Αθήναι» να τρέμε συθέμελο έτσι που νόμιζες πως χόρευαν κι’ οι Καρυάτιδες….»

Εργογραφία

Ήταν ο συνθέτης και ερμηνευτής ορισμένων από τα καλύτερα τραγούδια του χρονικού διαστήματος από το 1945 έως το 1955, όπως τα

  • «Για τις γυναίκες ζούμε όλοι»,
  • «Γύρνα πάλι αγάπη μου»,
  • «Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες»,
  • «Αυτός ο άλλος»,
  • «Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη»,
  • «Ένα βράδυ που ’βρεχε»,
  • «Το γιασεμί»,
  • «Μη σε τρομάζουν τα γκρίζα μου μαλλιά»,
  • «Μπαμ και κάτω»,
  • «Λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές»,
  • «Όμορφη Αθήνα»,
  • «Μια κότα στρουμπουλή»,
  • «Ο κόσμος άλλαξε»,
  • «Πάμε στα μπουζούκια»,
  • «Πλαφ και πλουφ»,
  • «Γλυκά μου μάτια»,
  • «Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια»,
  • «Όταν γελάς»,
  • «Σουσουράδα»,
  • «Σκαλί καλέ μου σκαλί»,
  • «Σε είδα να κλαδεύεις»,
  • «Τι μου ‘κανες και σ’ αγαπώ»,
  • «Όμορφη Αθήνα»,
  • «Τώρα που σε γνώρισα».

Στην εποχή που μεσουρανούσε ήταν και ο μόνος αποδεκτός από τους ρεμπέτες, και ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου γράφει στο βιβλίο του «Ντόμπρα και σταράτα», «…από αυτούς του Ευρωπαϊκού, μόνο ένας, είναι σωστός. Ο Γούναρης. Αυτό το παιδί είναι δικός μας. Από το ρεμπέτικο ξεκίνησε, μας εκτιμά και τον εκτιμάμε», ενώ ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε πει «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι».

Προτομή του έχει ανεγερθεί έξω από τον Άγιο Γεώργιο, στη Λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του Παραδείσου Αμαρουσίου, με πρωτοβουλία των Ελλήνων της Αμερικής.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές