Νίκος Χατζηαποστόλου

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Χατζααποστόλου Έλληνας εθνικιστής χορωδός, βαθύφωνος, μετέπειτα συνθέτης και αρχιμουσικός, διευθυντής ορχήστρας και χορωδίας, ο οποίος μαζί με τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη θεωρούνται οι βασικοί εκπρόσωποι της ελληνικής οπερέτας, γεννήθηκε το 1884 ή σύμφωνα με άλλη πηγή το 1879 [1], και πέθανε στις 9 Αυγούστου 1941 στην Αθήνα.

Ήταν παντρεμένος με τη σοπράνο Βιλελμίνα-Μίνα Κυριακού-Χατζηαποστόλου [2] και από το γάμο τους γεννήθηκε ο μαέστρος και συνθέτης Ανδρέας Χατζηαποστόλου [3], επίσης συνθέτης τραγουδιών.

Νίκος Χατζηαποστόλου

Βιογραφία

Λέγεται ότι, από πολύ μικρή ηλικία, τραγουδούσε καντάδες παρέα με το μετέπειτα διάσημο βαρύτονο Γιάννη Αγγελόπουλο στους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Σπούδασε μουσική στο «Ωδείον Λόττνερ» [«Lottner»], το σημερινό «Ελληνικό Ωδείο», με δάσκαλο το γνωστό Γερμανό καθηγητή Μπέμμερ και αποφοίτησε με άριστα.

Έκανε τα πρώτα βήματά του στην μουσική ως τραγουδιστής στο θέατρο του Λεωνίδα Αρνιώτη, στη σημερινή Εθνική Λυρική Σκηνή, ενώ συνεργάστηκε ως χορωδός στο «Ελληνικό Μελόδραμα» του Διονυσίου Λαυράγκα. Παράλληλα όμως συνέθετε και τραγούδια, όπως τα πασίγνωστα «Τα Κοραλλένια χείλη σου», σε στίχους του Αντώνη Χατζηαποστόλου και «Θα κόψω ρόδα μυρωμένα», σε ποίηση του Ιωάννη Πολέμη. Από το 1912 ως το 1922, υπήρξε διευθυντής της χορωδίας του ναού της Αγίας Ειρήνης Αθηνών, περίοδο που συνέθεσε και την τετράφωνη εκκλησιαστική μουσική, δηλαδή λειτουργίες, χερουβικά, ακολουθίες γάμου και άλλα, ενώ ως αρχιμουσικός Ελληνικής οπερέτας περιόδευσε σε διάφορες γειτονικές χώρες. Το 1928, ταξίδεψε στη Βιέννη και διευθύνοντας την εκεί ορχήστρα, ηχογράφησε δίσκους.

Αναφέρεται ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης, στάθηκε αφορμή για να διαρρήξει ο Χατζηαποστόλου τις σχέσεις του με τον Μίνω Μάτσα, όταν ηχογραφούσε στο στούντιο μια οπερέτα του. Τελειώνοντας αυτός, μπήκε ο Βαμβακάρης και άρχισε να προβάρει τα τραγούδια του με το μπουζούκι. Ο Χατζηαποστόλου έγινε έξαλλος και απείλησε τον Μάτσα ότι δεν θα ηχογραφούσε ξανά μαζί του. Κι ο Μάτσας του είπε, «...Μαέστρο μου, όπως εγώ δεν ανακατεύομαι με την παρτιτούρα σου, θα σε παρακαλούσα να μην ανακατεύεσαι με τη δουλειά μου...». Έκτοτε δεν συνεργάστηκαν ποτέ ξανά.

Λίγο καιρό πριν πεθάνει είχε αρχίσει να σχεδιάζει μια όπερα βασισμένη στην δική του μεγάλη επιτυχία «Ο Κατάδικος», όμως πέθανε χωρίς να προλάβει να την ολοκληρώσει. Λέγεται ότι μισή ώρα πριν το θάνατο του, σιγοτραγουδούσε κάποια νέα σύνθεση του και διηύθυνε με το χέρι του μια αόρατη ορχήστρα. Η προτομή του έχει στηθεί στην Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας, στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα [4].

Εργογραφία

Συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα της νεοελληνικής μουσικής και άφησε μεγάλο κι αξιόλογο έργο. Θεωρείται ως ένας από τούς κύριους θεμελιωτές της Ελληνικής οπερέτας και θεωρείται ως ο συνεχιστής του Νίκου Κόκκινου, παλιού συνθέτη αθηναϊκής καντάδας και καντσονέτας. Πολέμησε κάθε ξένη επίδραση στην τέχνη των ήχων και έδωσε στις συνθέσεις του «χρώμα» Ελληνικό και μάλιστα Αθηναϊκό. Το 1916, έγραψε την πρώτη του οπερέτα την «Μοντέρνα Καμαριέρα», που ανέβηκε στο «Θέατρο Παπαϊωάννου» και σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία. Η διαφορά της μουσικής του σε σχέση με αυτήν του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, είναι ότι η δική μουσική σύνθεση είναι λαϊκότερη, ενώ η υπόθεση των οπερετών του λιγότερο κωμική. Τα έργα του, ερμηνεύτηκαν μεταξύ άλλων από τους καλλιτέχνες, Γιάννη Αγγελόπουλο, Τίτο Ξηρέλλη, Πέτρο Επιτροπάκη, |Οδυσσέα Λάππα και άλλους γνωστούς ερμηνευτές.

Συνέθεσε περί τις σαράντα τρίπρακτες οπερέτες κι έγραψε 500 αυτοτελή τραγούδια, πολλά από τα όποια βραβεύτηκαν σε μουσικούς διαγωνισμούς και έγιναν δημοφιλή εντός και εκτός Ελλάδος. Κορυφαία θέση, μεταξύ τους, κατέχουν «Οι Απάχηδες των Αθηνών», που παραστάθηκαν για πρώτη φορά, με τεράστια επιτυχία, στις 17 Αυγούστου 1921 στο θέατρο «Αλάμπρα», σε λιμπρέτο του Γιάννη Πρινέα. Η παράσταση παίζονταν επί 3 συνεχόμενα χρόνια και παίζονται ακόμη από την Εθνική Λυρική Σκηνή, ενώ έγιναν και ταινία.

Τραγούδια του που δεν ανήκουν σε οπερέτες και αγαπήθηκαν πολύ είναι

  • «Ο Αγωγιάτης»,
  • «Σαν παραμύθι», το 1932. Λυρικό τραγούδι με τη Μίνα-Χατζηαποστόλου σε στίχους Ιωάννη Πολέμη. Βραβευμένο στο διαγωνισμό Columbia του 1933.
  • «Ο Κατάδικος» ή «Αγάπησα ιδού το έγκλημά μου»,
  • «Καινούργια αγάπη» ή «Το αιώνιο το παράπονο»,
  • Μια μαργαρίτα,
  • «Στις εκκλησιάς τα σκαλοπάτια»,
  • «Η Καρδιά της μάνας»,
  • «Το Μαντήλι»,
  • «Το νερωμένο κρασί»,
  • «Ο Προδωμένος»,
  • «Στον Αργαλειό».

Οπερέτες

  • «Μοντέρνα Καμαριέρα», το 1916,
  • «Τα ερωτικά γυμνάσια», το 1917,
  • «Η Μπεμπέκα», το 1918, παραστάθηκε μεταφρασμένη και στην Ιταλία,
  • «Οι Ερωτευμένοι», το 1919,
  • «Κοντεσσίνα», το 1920,
  • «Οι Απάχηδες των Αθηνών», το 1921. Το έργο, μάλλον, αποτελεί Ελληνική μεταφορά του σεναρίου της ταινίας «The Apaches of Paris», η οποία γυρίστηκε το 1915.

Στο έργο περιέχεται το τραγούδι «Ρετσίνα μου» που αποτελεί αναφορά στα τραγούδια του κρασιού, ιδιαίτερα αγαπητά την εποχή εκείνη και δείχνει την τάση του συνθέτη να υιοθετεί ένα πιο λαϊκό ύφος. Η οπερέτα παρουσιάστηκε στο κοινό για πρώτη φορά στις 17 Αυγούστου 1921 στο Θέατρο «Αλάμπρα» από το θίασο του Φώτη Σαμαρτζή. Τα δύο πρώτα χρόνια πραγματοποιήθηκαν 650 παραστάσεις σε θέατρα χωρητικότητας 1.000 περίπου θεατών. Η παρουσία της συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία στο «Θέατρο Κοτοπούλη» στην πλατεία Ομόνοιας, καθώς και σε άλλα θέατρα σε όλη την Ελλάδα. Το 1930 γυρίστηκε σε βουβή κινηματογραφική ταινία, με την μουσική να αναπαράγεται μέσω γραμμοφώνου, από την εταιρεία «Dag Φιλμ», με πρωταγωνιστές τον Πέτρο Επιτροπάκη, τενόρο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και τη Μαίρη Σαγκάνου, ενώ χαιρετίστηκαν ως η πρώτη ελληνική ηχητική ταινία. Η δεύτερη κινηματογραφική παραγωγή με βάση την οπερέτα έγινε το 1950 από την εταιρεία «Ολύμπια Φιλμς» με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα, Ντίνο Ηλιόπουλο, Μίμη Φωτόπουλο και Φραγκίσκο Μανέλλη.

  • «Το κορίτσι της γειτονιάς», το 1922,
  • «Πώς περνούν οι παντρεμένοι», το 1923,
  • «Η γυναίκα του δρόμου», το 1924,
  • «Μποέμικη αγάπη», το 1926,
  • «Παλιά και νέα χρόνια», το 1927,
  • «Η πρώτη αγάπη» [5], το 1929,
  • «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», το 1936, βασισμένη στην ομώνυμη κωμωδία του Σπύρου Μελά,
  • «Η καρδιά του πατέρα», το 1939,
  • «Γκρεμισμένη Φωλιά»,
  • «Γιόλα»,
  • «Το πρώτο φιλί»,
  • «Τα δίχτυα της αγάπης»,
  • «Η βλάμισσα»,
  • «Στα τριαντάφυλλα»,
  • «Μπλου-Μπλου»,
  • «Ο μαχαραγιάς»,
  • «Οι κανταδόροι της Πλάκας»,
  • «Οι πειραταί»,
  • «Πόλα»,
  • «Σαν η καρδιά πονάει», το 1941, και άλλες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Το 1884 είναι σύμφωνα με όλες τις αξιόπιστες πηγές το έτος της γεννήσεως του Νίκου Χατζηαποστόλου.]
  2. [Η Βιλελμίνα-Μίνα Κυριακού-Χατζηαποστόλου, υψίφωνος, καθηγήτρια πιάνου και τραγουδιού, Α' Βραβείο Εθνικού Ωδείου Μανώλη Καλομοίρη, όπου είχε καθηγήτρια τη Mαρίκα Καλφοπούλου. Διατέλεσε συνεργάτης «Ε.Ι.Ρ.-Ε.Ρ.Τ. από το 1938 μέχρι το 1994, έτος του θανάτου της με τις εκπομπές, «Ξαναζεί το παρελθόν», «Τα περασμένα ωραία χρόνια» και «Κάτω από το χαμόγελο της γυναίκας».]
  3. [Ο Ανδρέας Χατζηαποστόλου ως μαέστρος διηύθυνε πολλές ελαφρές ορχήστρες, μεταξύ αυτών την ορχήστρα του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών και απ' το 1965 έως το 1968 την ελαφρά ορχήστρα της τότε «Ε.Ι.Ρ.-Υ.ΕΝ.Ε.Δ.», σημερινή «Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση» [«Ε.Ρ.Τ.»]. Υπήρξε εκ των πρωτεργατών των μπελκαντίσιμων με κανταδόρικο ύφος τραγουδιών του κρασιού, «Εγώ θα κόψω το κρασί», «Θα το πιεις ένα ποτήρι θα το πιεις», αλλά και του ερωτικού ελαφρού τραγουδιού, «Αργά είναι για μας», «Όλα τα άλλαξες», «Αθήνα κόρη τ’ ουρανού», «Δώσε μου φτερά», «Χάθηκαν οι όμορφες οι μέρες». Πολλά τραγούδια του απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού, στη Μάλτα, στο Τόκιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τραγουδήθηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως οι Τώνης Μαρούδας, Σώτος Παναγόπουλος, Μαίρη Λίντα, Ρένα Βλαχοπούλου και άλλοι.]
  4. Νίκος Χατζηαποστόλου Γλυπτά της Αθήνας
  5. Νίκος Χατζηαποστόλου, «Η πρώτη αγάπη» Εθνική Λυρική Σκηνή