Νικόλαος Θεοτόκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Θεοτόκης, Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός που εκλέχθηκε βουλευτής και χρημάτισε υπουργός, γεννήθηκε το 1878 στην Κέρκυρα και εκτελέστηκε στις 15 Νοεμβρίου 1922 στην τοποθεσία Γουδή στην Αθήνα. Κηδεύτηκε στις 14:30 της ίδιας μέρας και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Νικόλαος Θεοτόκης (Αρχείο Θεοτόκη)

Βιογραφία

Καταγόταν από την αρχοντική Κερκυραϊκή οικογένεια Θεοτόκη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, που τα μέλη της διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. Μετά την Άλωση το 1453, ένας κλάδος της οικογένειας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1686, όταν ακολούθησε τον Φραγκίσκο Μοροζίνι στο Ναύπλιο, ενώ όταν καταλήφθηκε το Ναύπλιο από τους Τούρκους κάποια μέλη της συνελήφθησαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Όσοι διέφυγαν εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, όπου άλλοι συγγενείς τους, είχαν εγκατασταθεί αμέσως μετά την Άλωση και είχαν γραφτεί το 1525, στη Χρυσή Βίβλο των Ευπατρίδων, [Libro d'Oro]. Οι τίτλοι της οικογενείας Θεοτόκη αναγνωρίσθηκαν από την Ενετική Δημοκρατία και στις 29 Ιουλίου 1840, από την Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων.

Ο Νικόλαος Θεοτόκης ήταν ο πρωτότοκος γιος του Γεωργίου Θεοτόκη, πολιτικού που διατέλεσε πρωθυπουργός και αδελφός του Ιωάννη Θεοτόκη, επίσης πολιτικού και πρωθυπουργού και της Ζαΐρας Θεοτόκη, μητέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Υπηρέτησε στις ελληνικές πρεσβείες διάφορες στη Σόφια και στο Παρίσι, ενώ το 1913 ως ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο, ανήγγειλε στο Γερμανό Αυτοκράτορα την άνοδο στο θρόνο της Ελλάδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και τον Ιούνιο του 1916 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδος στην Γερμανική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδος τα «Νέα του GÖRLITZ» [1], «…μόλις έμαθε την επάνοδον του Βενιζέλου εις την αρχήν, υπέβαλε την παραίτησήν του και χωρίς να αναμείνη την απάντησιν της κυβερνήσεως, παρέδωσε την υπηρεσίαν της πρεσβείας εις τον α΄ γραμματέα αυτής. Ήδη θα διαμείνη εις τον Σεν Μορίτς της Ελβετίας...». Διετέλεσε επίσης πρέσβης στη Σόφια και στο Παρίσι. Το όνομα του περιλαμβάνεται μεταξύ των επιφανών Ελλήνων Τεκτόνων [2], που έδωσε στη δημοσιότητα η Μεγάλη Στοά Της Ελλάδος.

Πολιτική δράση

Το 1920 εκλέχθηκε βουλευτής Κέρκυρας και χρημάτισε υπουργός

  • Δικαιοσύνης, στην κυβέρνηση του Νικόλαου Καλογερόπουλου, από τις 24 Ιανουαρίου 1921 έως τις 26 Μαρτίου 1921,
  • Δικαιοσύνης και Στρατιωτικών, στην κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, από τις 26 Μαρτίου 1921, ενώ μετείχε στην τελευταία Κυβερνητική Επιτροπή, που αποφάσισε την εγκατάλειψη της ελληνικής Στρατιάς και του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.

Το τέλος

Σύλληψη

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1922 εκδηλώθηκε το κίνημα των Βενιζελικών συνταγματαρχών Νικόλαου Πλαστήρα, Στυλιανού Γονατά και του αντιπλοίαρχου Δημητρίου Φωκά, διοικητή της ναυτικής βάσεως στη Χίο, οι οποίοι απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, που στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο των επαναστατημένων μονάδων που βρίσκονταν στα ανοιχτά του Λαυρίου, παραιτήθηκε από τον θρόνο αφήνοντας τη θέση του στον πρωτότοκο γιο του Γεώργιο, και απομακρύνθηκε από την Ελλάδα. Η επαναστατική επιτροπή διόρισε την κυβέρνηση Κροκίδα, ο οποίος στις 14 Νοεμβρίου, αντικαταστάθηκε από τον Στυλιανό Γονατά. Υπουργός Στρατιωτικών ανέλαβε ο Θεόδωρος Πάγκαλος που ανακηρύχθηκε «δικτάτωρ Αρχηγός της Επαναστάσεως», ενώ έντονη δράση ανέλαβαν αξιωματικοί οπαδοί των ακραίων λύσεων, όπως οι Αλέξανδρος Οθωναίος, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος και ο Γεώργιος Κονδύλης.

Τον συνέλαβαν τη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου 1922 και στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, δικάστηκε από έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Οθωναίο, ως υπεύθυνος της μικρασιατικής καταστροφής. Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού της αριστεράς Γιάννη Κορδάτου, την οποία επιβεβαίωσε αργότερα ο Κώστας Δεσποτόπουλος, πολιτικός και βουλευτής της ΕΔΑ, τα σημαντικότερα έγγραφα καθώς και το βούλευμα της παραπομπής του μαζί με το κατηγορητήριο, δεν συντάχθηκε [3] από δικαστικό αλλά από τον Γεώργιο Παπανδρέου, τότε νεαρό δικηγόρο και μετέπειτα πρωθυπουργό. Θεωρήθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας, δηλαδή ότι ηθελημένα και σκόπιμα παραχώρησε ελληνικά εδάφη στον εχθρό, όμως η κατηγορία του δόλου ήταν αστήρικτη, καθώς τα εδάφη από τα οποία εκδιώχθηκε ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, δεν ανήκαν ποτέ στην Ελληνική επικράτεια.

Τι προηγήθηκε της δίκης

Αντίθετα με τους Θεόδωρο Πάγκαλο, Αλέξανδρο Οθωναίο, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και Αλέξανδρο Παπαναστασίου οι οποίοι με επιτακτικό τρόπο ζητούσαν να γίνουν εκτελέσεις, ο Στυλιανός Γονατάς μαζί με τους Νικόλαο Πλαστήρα και Δαγκλή, ήθελε να γίνει μια κανονική δίκη των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Φράνσις Οσ. Λίντλεϊ, πρέσβης της Αγγλίας στην Ελλάδα, ζήτησε και είδε τους Γονατά και Πλαστήρα, οι οποίοι τον καθησύχασαν ότι «...η Επανάσταση δεν εμφορείται από εκδικητές προθέσεις...», όπως εκείνος ανέφερε στην κυβέρνησή του, συμπληρώνοντας ότι η «Επαναστατική Επιτροπή», δηλαδή οι Στυλιανός Γονατάς ως αρχηγός, Νικόλαος Πλαστήρας, Λουκάς Σακελλαρόπουλος, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, Αχιλλέας Πρωτοσύγγελος και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς που αργότερα παραιτήθηκε αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία του Χατζηκυριάκου, δεσμεύθηκε ότι θα όσοι συνελήφθησαν ως υπεύθυνοι για την Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Χατζανέστης, Μιχαήλ Γούδας, Ξενοφών Στρατηγός, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, θα δικαστούν από τακτικό δικαστήριο και όχι από έκτακτο ή στρατοδικείο.

Ο μετέπειτα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, μαζί με 300 κατώτερους αξιωματικούς, τους οποίους συγκέντρωσε στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», εξέδωσαν ψήφισμα διά βοής, με το οποίο ζητούσαν την «...διά την άμεσον και αυστηράν τιμωρίαν των υπαιτίων της συμφοράς...». Συρόμενοι από τις εξελίξεις οι Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας, με διάγγελμά τους στις 4/17 Οκτωβρίου, δηλώνουν ότι είναι «...επιβεβλημένη η παραδειγματική τιμωρία των εχθρών της Πατρίδος...»... και «..ο οριστικός, ηθικός και πολιτικός, θάνατος των πολιτικών της καταστροφής». Την ίδια εποχή έφτασε στην Αθήνα ο Νικόλαος Πολίτης, ως εκπρόσωπος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την επόμενη ημέρα από την άφιξη του Πολίτη, ο Νικόλαος Λούρος, τότε πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών, κλήθηκε σε σύσκεψη, στο Εμπορικό Επιμελητήριο, προκειμένου να συζητηθεί «..θέμα μεγίστης εθνικής σπουδαιότητος». Εκεί ο αντισυνταγματάρχης Νότης Μπότσαρης αξιώνει από τους παριστάμενους να υπογράψουν δήλωση με την οποία να ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των προφυλακισμένων, ενώ ανάλογη ήταν η θέση και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μετά την άρνηση των παρόντων, ο Πολίτης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών του Βενιζέλου, οι οποίοι εκτίμησαν ως απαραίτητη «..την ανάγκην διά παραδειγματικήν τιμωρίαν των ενόχων», εννοώντας την με κάθε μέσο επιβολή της ποινής του θανάτου.

Στις 6 Οκτωβρίου συστάθηκε ανακριτική επιτροπή υπό την προεδρία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος στις 7 Οκτωβρίου διέταξε την απομόνωση όσων πολιτικών και στρατιωτικών κρατούνταν στις φυλακές Αβέρωφ. Η πρότασή τους συνοδεύτηκε από συλλαλητήριο προσφύγων της Μικράς Ασίας, την Κυριακή 9 Οκτωβρίου στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο επισφράγισε την ήδη ειλημμένη απόφαση της παραπομπής των θεωρούμενων ως ενόχων της Μικρασιατικής καταστροφής. Στο συλλαλητήριο μίλησε πρώτος ο Στυλιανός Γονατάς και στη συνέχεια ο Πλαστήρας, από τον εξώστη της Βουλής, ακριβώς πάνω από εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγνωστος Στρατιώτης, που απέδωσε όλα τα δεινά στους πολιτικούς, οι οποίοι «...με την ευτέλεια και την ανανδρία η οποία πάντοτε τους εχαρακτήρισεν...» επιχείρησαν να μεταθέσουν τις ευθύνες στους στρατιωτικούς «...Και είπαν: Η ήττα, η συμφορά είναι του στρατού, επειδή ο στρατός δεν ηθέλησεν να πολεμήσει. Συκοφαντία! Ο αγών είχε προδοθή!...». Την ίδια ώρα Στρατιωτικά αεροπλάνα έριχναν προκηρύξεις συμπαραστάσεως του Στρατού και του Στόλου στον λαό, ενώ τα Ψηφίσματα που εκδόθηκαν στο συλλαλητήριο, παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό Σωτήριο Κροκιδά. Στις 14 Οκτωβρίου 1922 δημοσιεύθηκε το διάταγμα «Περί συστάσεως και λειτουργίας Εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών», που υπογράφεται από τους Στυλιανό Γονατά, Νικόλαο Πλαστήρα, Λουκά Σακελλαρόπουλο, Γέροντα, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκου. Το διάταγμα περιλάμβανε σε δύο κεφάλαια όλες οι διαδικασίες και τις ποινές που θα επιβληθούν, ενώ στο ακροτελεύτιο άρθρο του ορίζεται ότι «...κατά των υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου εκδιδομένων αποφάσεων ουδέν χωρεί τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον, η εκτέλεσις δε αυτών γίνεται συμφώνως τοις κειμένοις νόμοις, διαταγή της Επαναστατικής Επιτροπής...».

Στις 17/30 Οκτωβρίου ο Πολίτης σε επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφέρει ότι ήταν σίγουρος πως, αν το κόμμα των Φιλελευθέρων κατερχόταν στις εκλογές αντιμέτωπο με τα άλλα κόμματα, με καθαρά δικούς του συνδυασμούς, θα αποτύγχανε, ενώ αναφερόμενος στους κατηγορουμένους γράφει, «...Η ανάκρισις βαίνει προς το τέρμα της και ήδη ήρχισεν η απολογία των κατηγορουμένων. Ταυτοχρόνως, η Επαναστατική Επιτροπή απεφάσισε την συγκρότησιν εκτάκτου στρατοδικείου, όπερ θα αρχίση να λειτουργή την προσεχή εβδομάδα. Η δίκη θα διαρκέσει ολίγας μόνον ημέρας και αν απολήξη εις θανατικάς αποφάσεις, η Επαναστατική Επιτροπή εννοεί να προβή εις την άμεσον εκτέλεσιν αυτών...». Στις 3 Νοεμβρίου με νέα έκθεσή του, ο Άγγλος πρέσβης, ενημέρωσε την κυβέρνηση του ότι οι δυο συνταγματάρχες υπαναχώρησαν και δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους. Στους λόγους της αφίξεως του Πολίτη στην Αθήνα αναφέρθηκε και ο Δημήτριος Γούναρης λέγοντας στην απολογία του, «..Διατί άλλο ήλθεν ο Πολίτης; Διατί άμα έφθασεν αυτός μετεβλήθησαν αι αποφάσεις των επαναστατών και ιδρύθη το έκτακτον στρατοδικείον;...» [4].

Δίκη

Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε το διάταγμα «..περί συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών». Πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ενώ βοηθοί του ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. Η έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου, δημοσιοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου και η δίκη έγινε στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, όπου ήδη είχαν μεταφερθεί από τις 15 Οκτωβρίου οι κρατούμενοι, ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Το αίτημα του να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο σε εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον θεόδωρο Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάσο Βουρνά, το κατηγορητήριο είχε χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανότατα συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της επαναστατικής επιτροπής. Περιλάμβανε κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής, λέγοντας, «...Αλλ' όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουργημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ'αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση...».

Αν και η συγκρότηση της συνθέσεως του Εκτάκτου Στρατοδικείου ήταν ευθύνη του υπουργείου Στρατιωτικών και του τότε υπουργού Αναστάσιου Χαραλάμπη, ο οποίος παρέδωσε κατάλογο με ονόματα αξιωματικών που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στα μέλη του στρατοδικείου, η επαναστατική επιτροπή τον αγνόησε και του γνωστοποίησε την απόφαση της και με τροποποιητικό διάταγμα ανέλαβε η ίδια την ευθύνη της συγκροτήσεως του.

Παράγοντες της δίκης

Το έκτακτο στρατοδικείο συνήλθε στις 31 Οκτωβρίου. Πρόεδρος του διορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη διορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης. Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής.

Συνήγορος υπερασπίσεως του ήταν κατηγορουμένων ήταν ο δικηγόρος Αριστοτέλης Ρωμανός, ενώ επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος. Υπήρχαν δώδεκα μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ τους οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μιχαήλ Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, που διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. Μάρτυρες υπερασπίσεως ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.

Απολογία

Απολογούμενος απευθύνθηκε στους στρατοδίκες λέγοντας, «...Περί ήττης αυτό δεν το ομολογώ. Ουδέ παραδέχομαι τοιαύτην. Ατυχίαν έσχεν, φρικτήν ατυχίαν, ήτις όμως είναι εκ των δυνατών εις όλους τους στρατούς. Οι μεγαλείτεροι (sic) στρατοί οι ενδοξότεροι στρατοί ητύχησαν, εν τη ιστορία αυτών. Διά τον στρατόν τον ιδικόν μας η ατυχία αυτή κατά την εμήν γνώμην δεν είναι ανεπανόρθωτος. Η δύναμις η ζωτική της φυλής ημών είναι μεγάλη. Ο Στρατός παρ΄ ημίν είναι Στρατός εθνικός. Ο,τι επετέλεσε το επετέλεσε διότι εν εαυτώ είχε την δύναμιν του Εθνους. Ο στρατός δι΄ όσων έπραξε διότι εν τη ιστορία θα μείνουν αναμφισβητήτως ως μεγάλαι σελίδες δόξης τα γενόμενα εν Μ.Ασία- επετέλεσε πράγματα τα οποία υπερβαίνουν ίσως όλα τα μέχρι τούδε παρ΄ αυτού του ιδίου Στρατού επιτελεσθέντας, ο οποίος εν τη επιτυχία αυτού σελίδας δόξης έδρεψε εν τη αποτυχία αυτού...».

Ο Ιωάννης Μεταξάς με επιστολή του, για την οποία είχε τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά, ζήτησε από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί στους κατηγορουμένους η άσκηση εφέσεως, πρόταση που απέρριψε η επαναστατική επιτροπή, έτσι στις 10 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης και τον ακολούθησε όλη η κυβέρνηση Κροκιδά, ώστε τέσσερις μέρες αργότερα να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά. Υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες, το αναφέρει ο βενιζελικός ιστορικός Φοίβος Γρηγοριάδης, ότι ο Θεόδωρος Πάγκαλος εισήλθε στην αίθουσα που συνεδρίαζαν οι στρατοδίκες για να αποφασίσουν την τύχη των «έξι», επηρεάζοντας σημαντικά την τελική απόφαση τους, η οποία θα ήταν μετριοπαθέστερη, καθώς, κατά πάσα πιθανότητα, θα τουφεκίζονταν τέσσερις και θα διασώζονταν ο Νικόλαος Στράτος.

Απόφαση

Η ετυμηγορία [5] του έκτακτου επαναστατικού Στρατοδικείου ανακοινώθηκε στις 6:40 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, από τον Πρόεδρο Αλέξανδρο Οθωναίο, «….Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων».

Εκτέλεση

Την απόφαση της εκτελέσεως του ανακοίνωσε ο επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης στις φυλακές «Αβέρωφ», όπου κρατούνταν μαζί με τους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους του, ενώ του απαγορεύτηκε η υποβολή ενδίκων μέσων. Σύμφωνα με το Γιώργο Λεονταρίτη [6], δημοσιογράφο και συγγραφέα-ιστορικό ερευνητή, έμεινε ψύχραιμος όταν του ανακοινώθηκε η θανατική ποινή, και προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του, λέγοντας της, «…Μην κλαις! Σου το ζητώ ως τελευταία χάριν! Συ, που υπήρξες τόσο καλή, μην μου αρνείσαι αυτήν τη χαρά...», ενώ εκείνη επαναλάμβανε συνεχώς, «…Πες μου Νίκο... Φαντάζεσαι ότι θα εκτελεστείς;…» και της απαντούσε «…Σου είπα κι άλλοτε... Απ' αυτούς όλα έπρεπε να τα περιμένωμεν...». Ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου γράφει στην έκθεσή του [7] προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ότι στις φυλακές ο Στράτος απευθύνθηκε στη σύζυγό του και της είπε αστειευόμενος, «Mais voyons, ne soit pas dans cet état! Cela ne fait pas aussi mal que tu penses!..», [«Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι! Δεν πονάει τόσο όσο νομίζεις.»]. Όταν ο ανθυπομοίραχος ο επιφορτισμένος με την αναγγελία της εκτελέσεως του είπε, «…Κύριε Θεοτόκη, πρέπει να ειδοποιηθείτε ότι εις τας ένδεκα θα μεταφερθείτε...», τον διέκοψε λέγοντας «…Έχει καλώς!».

Στον τόπο εκτελέσεως, ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης λιποθύμησε όταν ξεκίνησε να διαβάζει την απόφαση και την ανάγνωση συνέχισε ο λοχαγός Ιωάννης Πεπονής. Σε ερώτηση για το αν έχει κάποια «τελευταία επιθυμία», απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα και εξακολούθησε να κοιτάζει μακριά μέσα στο πλήθος, την ώρα που ο ιερέας έψαλλε τις τελευταίες ευχές και στη συνέχεια όταν ακούστηκε το «επί σκοπόν», από τον επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος, ανθυπολοχαγό Λίνο. Εκτελέστηκε από τα πυρά του αποσπάσματος και έγειρε ελαφρά προς τα πίσω κι ύστερα έπεσε μ' έναν υπόκωφο θόρυβο στο υγρό έδαφος, στις 11:26 το πρωί της 15 Νοεμβρίου 1922 [8], πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», ενώ ένας λοχίας του έδωσε τη χαριστική βολή στο κεφάλι.

Ακολούθησε κυβερνητική ανακοίνωση, η οποία έλεγε:
«Την 11ην και 30΄π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρο εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα, εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».
Ανακοινωθέν Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου
15 Νοεμβρίου 1922».

Δικαίωση

Ο αντίκτυπος της εκτελέσεως του ήταν τεράστιος και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση τους, που δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα, η Σουηδική και η Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτηση τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της. Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Στον τόπο εκτελέσεως στου Γουδή στην περιοχή του Χολαργού, στην οδό Αναστάσεως, με πρωτοβουλία του Δημητρίου Μαξίμου, στενού συνεργάτου του Δημητρίου Γούναρη, οργανώθηκε έρανος κι αναγέρθηκε ο βυζαντινής τεχνοτροπίας ναΐσκος της Αναστάσεως, ενώ στα έξι σημεία, όπου εκτελέστηκαν κι έπεσαν νεκροί οι έξι, φυτεύθησαν ισάριθμα κυπαρίσσια.

Ηθική αποκατάσταση

Τα αρχεία της προανακριτικής διαδικασίας του 1922 καταστράφηκαν από την κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του. Χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε «...Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος...» [9]. Στο εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Ελευθερίου Βενιζέλου από το Παρίσι, το οποίο έφτασε καθυστερημένα, δεν θα διαφοροποιούσε σημαντικά την κατάσταση, καθώς σ' αυτό αναφέρονταν, «...εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού...», δηλαδή να εκτελεστούν οι πρώην πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος καθώς και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης. Όμως το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή, είπε «....δύναμαι να σας διαβεβαιώσω με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ητις ακολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίας κατά της πατρίδος η ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν....». Σύμφωνα με το Γεώργιο Ζορμπά, επίτιμο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρόεδρο της Αρχής Καταπολεμήσεως Βρώμικου Χρήματος, «….Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων….».

Το 1933 η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, εντοίχισε μια αναμνηστική πλάκα στην αίθουσα των φυλακών «Αβέρωφ», όπου έγιεν η δίκη των Έξι. «Έν τή αίθούση τούτη τή 15/28 Νοεμβρίου 1922, άνεγνώσθη ή άπόφασις του έκτακτου στρατοδικείου δι' ής κατεδικάσθησαν εις θάνατον και έτυφεκίσθησαν έπί έσχάτη προδοσία, οί αείμνηστοι άνδρες Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Γεώργιος Χατζηανέστης, οίτινες άφιερώσαντες όλόκληρον τήν ζωήν των και τήν πολιτικήν των δρασιν υπέρ του έθνους, εκρίθησαν, παρά του νόμους, τό Σύνταγμα και τήν Ήθικήν, παρ' άνομων δικαστών προδόται της ελληνικής πατρίδος. Τό Υπουργείου Δικαιοσύνης ένετοίχισεν έν έτει 1933». Μέλη της Κυβερνήσεως Τσαλδάρη ήταν ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος και ο Γεώργιος Κονδύλης, δύο από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων του 1922, τα οποία οδήγησαν στη Δίκη, την καταδίκη και την εκτέλεση των Έξι.

Δικαστική απαλλαγή

Στις 20 Ιανουαρίου του 2008, ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, με αίτηση του προς τον Άρειο Πάγο, ζήτησε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, την οποία ο Βρετανός πρεσβευτής Φράνσις Όσβαλντ Λίντλεϋ, [Francis O. Lintley], είχε χαρακτηρίσει «...φάρσα από δικαστικής και νομικής απόψεως..» και για τους δικαστές έγραφε ότι «..ούτε αμερόληπτοι ήσαν, ούτε πείραν διέθετον..» ενώ ο Ολλανδός «....ένα είδος θεατρικής παράστασης…». Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2010 το Ζ΄ τμήμα του Αρείου Πάγου με την 1675/2010 απόφασή του, με ψήφους 3 προς 2 δέχθηκε τους ισχυρισμούς του, ανέτρεψε την καταδικαστική απόφαση λόγω παραγραφής και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή. Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο τον έκρινε αθώο κι έπαψε οριστικά τη δίωξη του, [10] από την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας που του είχε αποδοθεί, ενώ οι δικαστές τάχθηκαν υπέρ της επαναλήψεως της δίκης, κρίνοντας ότι έχουν αποκαλυφθεί νέα γεγονότα και αποδείξεις, από τα οποία προέκυψε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. Προσωπικό ημερολόγιο Νικόλαου Μαργαριτούλη 22 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1917, αρχείο Κωνσταντίνου Μαργαριτούλη
  2. Θεοτόκης Νικόλαος Μεγάλη Στοά Της Ελλάδος
  3. [Η Μικρασιατική καταστροφή και το ξερίζωμα του Ελληνισμού] Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοι Τολίδη.
  4. [Χαραλάμπους Βοζίκη, «Αι απολογίαι των θυμάτων της 15 Νοεμβρίου 1922»]
  5. Το κείμενο της καταδικαστικής αποφάσεως Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 16 Νοεμβρίου 1922, σελ.2
  6. [«Από τη δόξα στη συμφορά 1915-1922», Γεώργιος Λεονταρίτης, εκδόσεις «Μέτρον»]
  7. Έκθεση του Γεωργίου Πεσμαζόγλου προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνον επί της εκτελέσεως των Έξ
  8. Οι ένοχοι ετυφεκίσθησαν χθές Εφημερίδα Μακεδονία, 16 Νοεμβρίου 1922, σελ. 3
  9. Έξι θύματα «μοιραία και αναγκαία» Η «δίκη των έξι» και η ακύρωση της θανατικής ποινής 90 χρόνια μετά, Εφημερίδα «Το Βήμα», 19 Φεβρουαρίου 2012
  10. Οριστικά αθώοι οι 6 για τη Μικρασιατική Καταστροφή Εφημερίδα «Το Βήμα», 21 Οκτωβρίου 2010