Πάουλ Κρούγκερ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Πάουλ (Στέφανους Γιοχάνες Πάουλους) Κρούγκερ, [Stephanus Johannes Paulus Kruger], επιχειρηματίας και πολιτικός, Γερμανικής καταγωγής, που διατέλεσε τέσσερις φορές Πρόεδρος της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, γνωστός ως ο «Λέων του Τράνσβααλ» όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά ­, ή «Oυμ» δηλαδή «Θείος» των «Μπόερς» [1], γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1825 στο αγρόκτημα Vaabank, στην περιοχή Κόλεσμπεργκ [Colosberg] στην Αποικία του Ακρωτηρίου, στη Νότια Αφρική και πέθανε στις 14 Ιουλίου 1904 στο Κλάρενς της Ελβετίας. Τον Δεκέμβριο του 1904 η σορός του μεταφέρθηκε και στις 16 Δεκεμβρίου 1904 στο νεκροταφείο Church Street στην Πρετόρια της Νοτίου Αφρικής.

Το 1842 παντρεύτηκε με την Μαρία ντι Πλέσις [Maria du Plessis] και από το γάμο του, τον ίδιο χρόνο, έγινε πατέρας ενός γιου, ο οποίος το 1846 πέθανε από ελονοσία ενώ την ίδια τύχη είχε και η σύζυγος του. Ο Πάουλ ξαναπαντρεύτηκε σχεδόν αμέσως, με την Τζεζίνα ντι Πλέσις, [Gezina du Plessis], που ήταν εξαδέλφη της πρώτης γυναίκας του. Η δεύτερη σύζυγος του, η οποία πέθανε στις 20 Ιουλίου 1901, έφερε στη ζωή επτά κόρες και εννέα γιους. Πολλά από τα παιδιά του Κρούγκερ πέθαναν σε παιδική ηλικία.

Stephanus Johannes Paulus Kruger.

Βιογραφία

Ο Πάουλ κατάγονταν από οικογένεια Πρώσων μεταναστών στην Νότιο Αφρική και δεν ήταν ήταν Ολλανδός, όπως οι περισσότεροι λευκοί κάτοικοι της γενέτειρας του. Πατέρας του ήταν ο Caspar Jan Hendrik Kruger και μητέρα του η Elisa Steyn, κόρη του μεγαλοκτηματία Douw Steyn. Ο Πάουλ μεγάλωσε στο αγρόκτημα Vaalbank, όμως λίγο καιρτό πριν συμπληρώσει τα δέκα χρόνια του οι γαιοκτήμονες και οικονομικά ευκατάστατοι γονείς του μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή γνωστή ως Rustenburg στο Τράνσβααλ. Ο Πάουλ δεν παρακολούθησε μαθήματα σε σχολείο όμως, έμαθε γραφή και ανάγνωση μόνος του. Ενώ ήταν ακόμη έφηβος έγινε ιδιοκτήτης φάρμας, την οποία ονόμασε «Ρεματιά», στη βάση των βουνών Magaliesberg και το 1841 εγκαταστάθηκε εκεί. Το 1842 μετά τον πρώτο του γάμο, ο Κρούγκερ μετακόμισε στο Ανατολικό Transvaal, όμως επέστρεψε αργότερα στο Rustenburg. Σε νεαρή ηλικία συμμετείχε στην κίνηση Γκραντ Τρεκ, που οδήγησε στη δημιουργία των κρατών των Μπόερς, τα οποία βρίσκονταν σε καθεστώς τριβής με τις αγγλικές αποικίες της νότιας Αφρικής.

Τα χρόνια που ακολούθησαν τα χρυσωρυχεία και τα αδαμαντορυχεία του Τράνσβααλ συγκέντρωσαν πλήθος ξένων [Uitlanders], οι οποίοι ξεπέρασαν πληθυσμιακά τους «αυτόχθονες» Μπόερς. Τον Ιανουάριο του 1852, όταν ο τότε ηγέτης του Τράνσβααλ Άντριους Πρετόριους συνήψε τη Συνθήκη του Σαντ Ρίβερ με τους εκπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας, ο Πάουλ ήταν παρών, ενώ το 1855 ήταν μέλος της επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της νεοσύστατης Νότιας Αφρικανικής Δημοκρατίας, αργότερα γνωστής ως Δημοκρατίας του Τράνσβαλ [Transvaal], της οποίας υπήρξε ένας από τους ιδρυτές κι έγινε Γενικός Διοικητής, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1873 που παραιτήθηκε. Ο Πάουλ αποσύρθηκε στο αγρόκτημα του, το Boekenhoutfontein, όμως η απομάκρυνση του από την πολιτική διήρκησε μόνο ένα χρόνο, καθώς το 1975 εξελέγη στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, στο οποίο λίγο αργότερα έγινε αντιπρόεδρος. Το 1877 και το 1878, επισκέφθηκε την Αγγλία με στόχο να πείσει την κυβέρνηση Ντισραέλι να ανακαλέσει την προσάρτηση, όμως η αποστολή του απέτυχε. Ο Κρούγκερ εναπόθεσε εναπόθεσε τις ελπίδες του στην κυβέρνηση του Γλάδστωνος και μετά την διάψευση τους, τον Δεκέμβριο του 1880 τέθηκε επικεφαλής του ένοπλου αγώνα των Μπόερς.

Πρόεδρος του Τράνσβααλ

Το 1883 εκλέχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας του Τράνσβααλ και τον ίδιο χρόνο επισκέφθηκε για τρίτη φορά το Λονδίνο, αυτή τη φορά για να υπογράψει τη συνθήκη που μετέβαλε τα δυτικά σύνορα της χώρας του. Το 1885 ο Κρούγκερ πειθαναγκάστηκε επί να αποδεχθεί την μετατροπή της Μπετσουαναλάνδης σε προτεκτοράτο, υπό την Βρετανική επικυριαρχία, και την έμμεση επέκταση της Αποικίας του Ακρωτηρίου προς Βορρά, ενώ μετά το 1887, όταν οι Βρετανοί προσάρτησαν το Τράνσβααλ, ο Κρούγκερ αναδείχθηκε ηγέτης στον αγώνα των Μπόερς για ανεξαρτησία. Το 1890, μπροστά στον κίνδυνο να αλλοιωθεί η ταυτότητα του λαού του Τράνσβααλ, του «λαού του Θεού» όπως τον αποκαλούσε, από τα «αποβράσματα της κοινωνίας», τους Ουιτλάντερς, τους ξένους χρυσοθήρες κι αποφάσισε να τους αποκλείσει από το Κοινοβούλιο [Volksraad], στο οποίο αντιπροσωπεύονταν μόνο οι εργαζόμενοι στα ορυχεία. Εξ αιτίας της αποφάσεως του οι επιχειρηματίες χρυσωρύχοι και αδαμαντορύχοι του κήρυξαν πόλεμο, καθώς διαφωνούσαν μαζί τους και στην πολιτική του στο θέμα των σιδηροδρόμων, η οποία, καθώς υποστήριζαν οι επιχειρηματίες, είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη άνοδο της τιμής των πολυτίμων μετάλλων.

Το 1895 οι Βρετανοί, ύστερα από μια αποτυχημένη στρατιωτική απόπειρα ανατροπής του Κρούγκερ, υποκίνησαν εξέγερση των Ουιτλάντερς. Στις 3 Ιανουαρίου 1896 ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος απέστειλε τηλεγράφημα [2] στον Κρούγκερ, με το οποίο τον συνεχάρη για την επιτυχημένη απώθηση μιας ομάδας Βρετανών ανταρτών που στάλθηκαν για την υποκίνηση πραξικοπήματος κατά της δημοκρατίας, με αιχμή του δόρατος Βρετανούς χρυσοθήρες της περιοχής. Η σκιώδης εξέγερση μετατράπηκε σε φιάσκο για τους Βρετανούς, με 65 αντάρτες νεκρούς, αλλά και έναν ηγέτη των Μπόερς, ενώ η αποστολή του τηλεγραφήματος προκάλεσε τις αντιδράσεις της βασίλισσας της Αγγλίας. Στις εκλογές, τον Μάιο του 1898, ο Κρούγκερ εξελέγη για τέταρτη φορά πρόεδρος, σχεδόν παμψηφεί, και επέβαλε εξοντωτική φορολογία κατά των ξένων ενώ αρνήθηκε να τους παραχωρήσει δικαίωμα ψήφου. Οι Μπόερς, οι οποίοι έως τότε δεν είχαν οργανωμένο στρατό, αγόρασαν όπλα και αναδείχθηκαν δεινοί πολεμιστές, με αρχηγό τους τον Κρούγκερ στον ένοπλο [3] αγώνα τους.

Πόλεμος των Μπόερς

Στις 9 Οκτωβρίου 1899 ο Κρούγκερ απέστειλε τελεσίγραφο στο Λονδίνο. «Αυτό που θέλετε στην πραγματικότητα είναι η χώρα μας» γράφει στον Βρετανό υπουργό Αποικιών Ιωσήφ Τσάμπερλεν, ζητώντας από τους Βρετανούς να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τα σύνορα. Το Λονδίνο δεν αποδέχθηκε την απαίτηση του Κρούγκερ και στις 11 Οκτωβρίου 1899 άρχισε ο πόλεμος των Μπόερς. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου οι Άγγλοι κινητοποίησαν 450.000 εκπαιδευμένους στρατιώτες για να υποτάξουν τους 88.000 άνδρες του Κρούγκερ. Ο πόλεμος στοίχισε τη ζωή σε 6.000 Βρετανούς, ενώ άλλοι 16.000 πέθαναν από τυφοειδή πυρετό και σε περίπου 26.000 Μπόερς. Σε αυτόν τον πόλεμο για πρώτη φορά «εγκαινιάστηκαν» τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου είχαν εγκλειστεί 150.000 γυναίκες, παιδιά και Αφρικανοί εργάτες που είχαν βοηθήσει τους μαχητές. Ο Κρούγκερ παραβρέθηκε στην τελευταία συνεδρίαση του Νοτιοαφρικανικού κοινοβουλίου και στις 29 Μαΐου 1900 εγκατέλειψε την Πρετόρια καθώς ο Άγγλος λόρδος Roberts, επικεφαλής στρατευμάτων, κατέλαβε την πόλη. Παρέμεινε κρυμμένος για εβδομάδες, μαζί με τους Ευρωπαίους συμμάχους του, ενώ ο πόλεμος συνεχίζονταν.

Το τέλος του

Τον Οκτώβριο του 1900 ο Κρούγκερ αναχώρησε από την Νότιο Αφρική, με το θωρηκτό «De Gelderland», το οποίο έστειλε η βασίλισσα Βίλτεμινα της Ολλανδίας, για να τον μεταφέρει. Η Τζεζίνα, η δεύτερη σύζυγος του, δεν τον ακολούθησε στην εξορία, καθώς ήταν σοβαρά άρρωστη για να ταξιδέψει και πέθανε στις 20 Ιουλίου 1901 στην Πρετόρια. Ο Κρούγκερ αποβιβάστηκε στη Μασσαλία κι από κει έφτασε στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας όπου εγκαταστάθηκε ως τη λήξη του πολέμου, έμαθε για την υπογραφή της συνθήκης ειρηνεύσεως [Vereeniging] γράφοντας τα Απομνημονεύματα του. Στη συνέχεια μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στο Clarens στην Ελβετία, όπου έμεινε τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του και πέθανε στις 14 Ιουλίου 1904.

Μνήμη Κρούγκερ

Ο Κρούγκερ, ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας του Τράνσβααλ, αναδείχθηκε ως ο πλέον ισχυρός αντίπαλος των Βρετανικών επεκτατικών τάσεων στην Αφρική. Προσπάθησε, δίχως επιτυχία, να επεκτείνει τα σύνορα του κράτους των Μπόερς μέχρι τον κόλπο της Ντελαγκόα και αντέδρασε στην πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία επεδίωκε τη διείσδυση και την προσάρτηση της επικράτειας των Μπόερς, μετά την ανακάλυψη των πλούσιων ορυχείων του Βιτβάτερσραντ. Υπήρξε δεινός διπλωμάτης, εύστροφος πολιτικός και εμπνευσμένος στρατιωτικός ηγέτης, κατάφερε πλήγμα εναντίον της πανίσχυρης ως την αυγή του 20ου αιώνα Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Προς τιμήν του ο Εθνικός δρυμός της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, εκτάσεως 27.720 τετραγωνικών χιλιομέτρων πήρε το όνομα του. Ο δρυμός βρίσκεται στο Τράνσβααλ και είναι ο πιο γνωστός της μεσημβρινής Αφρικής. Δημιουργήθηκε το 1898 από την κυβέρνηση του Τράνσβααλ με υπόδειξη του προέδρου. Στο πάρκο ζουν ελεύθερα ελέφαντες, τίγρεις, λιοντάρια, βουβάλια, στρουθοκάμηλοι, κροκόδειλοι και άλλα ζώα της αφρικανικής ζούγκλας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«Μπόερ» στην Ολλανδική γλώσσα σημαίνει αγρότης. Απόγονοι των Ολλανδών αποίκων που είχαν φθάσει στο Ακρωτήριο ήδη από τα τέλη του 17ου και του 18ου αιώνα, οι αγρότες και κτηνοτρόφοι Μπόερς ρίζωσαν επί περίπου 200 χρόνια στη Νότια Αφρική και ένιωθαν γηγενείς. Περί το 1830 οι Μπόερς δημιούργησαν δύο ανεξάρτητα κράτη στη Νότια Αφρική. Την Δημοκρατία του Τράνσβααλ και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης, ενώ περί τα μέσα του 19ου αιώνα η υπόλοιπη περιοχή είχε διαιρεθεί καθώς υπήρχαν μερικά μικρά ανεξάρτητα κρατίδια και οι βρετανικές αποικίες του Ακρωτηρίου και του Νατάλ.]
  2. [Το τηλεγράφημα του Γουλιέλμου έγραφε: «Εκφράζω τα ειλικρινέστερα συγχαρητήριά μου ότι εσείς και ο λαός σας, χωρίς να απευθυνθείτε στις φίλα προσκείμενες δυνάμεις για βοήθεια και βασιζόμενοι αποκλειστικά στο δικό σας σθένος, μπορέσατε να επαναφέρετε την ειρήνη κόντρα στις ένοπλες ορδές που εισέβαλαν στη χώρα σας και να διατηρήσετε την ανεξαρτησία σας απέναντι σε εξωτερικές επιθέσεις.».]
  3. [Το 1877, δέκα χρόνια μετά την ανακάλυψη του πρώτου διαμαντιού στην περιοχή, τα βρετανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Τράνσβααλ και οι Άγγλοι συγκρότησαν στην Πρετόρια μια κυβέρνηση από Βρετανούς υπαλλήλους. Τρία χρόνια αργότερα οι Μπόερς ξεσηκώθηκαν εναντίον των Βρετανών, οι οποίοι ανέπτυξαν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις με ορμητήριο το Νατάλ όπου είχαν προσαρτήσει και τη Χώρα των Ζουλού (τη Ζουλουλάνδη), προκειμένου να προστατεύσουν τις περιοχές τους, απέναντι στην πολιτική κυκλώσεως τους από τις Αγγλικές κτήσεις. Ο πόλεμος των Μπόερς εναντίον των Άγγλων είναι ο πρώτος μεταξύ λευκών στην Αφρικανική ήπειρο.]