Παναγιώτης Δεμέστιχας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Παναγιώτης Δεμέστιχας, Έλληνας εθνικιστής, ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς με το βαθμό του Αντιστρατήγου, Υπουργός στην κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου, γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου του 1885, στον οικισμό Αλεπού του χωριού Κότρωνα του τέως Δήμου Τευθρώνης της επαρχίας του Γυθείου στο Νομό Λακωνίας και πέθανε στις 14 Νοεμβρίου 1960 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε [1] την Τρίτη 15 Νοεμβρίου στις 4 το απόγευμα από το ναό του Α' Νεκροταφείου Αθηνών, όπου και τάφηκε.

Παντρεύτηκε το 1932, με την Αικατερίνη Καμπάνη και απέκτησαν απέκτησε τρία παιδιά, τον Πέτρο, την Ευαγγελία, [Βένη], και τον Γρηγόριο.

Παναγιώτ. Δεμέστιχας

Βιογραφία

Γονείς του ήταν οι αγρότες και κτηνοτρόφοι, Πέτρος και Βενετία Δεμέστιχα και είχε δύο αδέλφια, το Λεωνίδα και την Ποτίτσα σύζυγο Μιχαήλ Τσικνάκου. Το 1905 κατατάχθηκε ως εθελοντής Δεκανέας στο στρατό και αργότερα εισήλθε και φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών από την οποία αποφοίτησε στις 7 Ιουλίου 1912, με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού.

Στρατιωτική καρριέρα

Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους αρχικά ως Διμοιρίτης και στη συνέχεια ως Διοικητής Λόχου, αποκομίζοντας δύο τραυματισμούς στο πεδίο της μάχης. Στον Ελληνικό Εθνικό Διχασμό που ακολούθησε, συντάχθηκε με την πλευρά του Βασιλιά, όμως δεν αποστρατεύθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1917 και τον επόμενο χρόνο προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη. Συμμετείχε στο Μακεδονικό μέτωπο στη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου ως Αξιωματικός του Επιτελείου της ΧΙΙΙ Μεραρχίας και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας και της Κριμαίας το 1919 καθώς και στην μικρασιατική εκστρατεία, ως επιτελής της ΧΙΙΙ Μεραρχίας και Επιτελάρχης της V Μεραρχίας, έως το τέλος του πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή. Το 1922 στην οργάνωση της Στρατιάς του Έβρου, διετέλεσε Αξιωματικός του Επιτελείου του Γενικού Στρατηγείου και το 1925 προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη.

Στο τέλος του 1923, πήρε μέρος στο κίνημα Παναγιώτη Γαργαλίδη-Γεωργίου Λεοναρδόπουλου και Γεωργίου Ζήρα, μαζί με τον οποίο διέφυγε από τη Μακεδονία και κατέφυγαν στη Σερβία, ενώ στη συνέχεια πέρασε στην Βουλγαρία. Ο Δεμέστιχας για δεύτερη φορά στη στρατιωτική του καριέρα απέφυγε την αποστρατεία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αν και την ίδια εποχή αποτάχθηκαν περισσότεροι από 1.000 βασιλόφρονες αξιωματικοί, ο ίδιος μετατέθηκε σε στρατιωτική μονάδα στην Κρήτη. Κατά την χρονική περίοδο του 1934 που προήχθη στο βαθμό του υποστρατήγου έως το 1939, διετέλεσε Υπαρχηγός Γενικού Επιτελείου Στρατού, Διοικητής της ΙΙ και της IV Μεραρχίας. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταστολή του κινήματος του 1935, το οποίο διοργάνωσαν Βενιζελικοί αξιωματικοί, και βοήθησε στην επαναφορά του Βασιλιά Γεωργίου Β'. Υπηρέτησε από το 1938 έως το 1939, ως αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέως και Διοικητής της ΙΧ Μεραρχίας Πεζικού ενώ τον Αύγουστο του 1940 προήχθη σε Αντιστράτηγο κι ανέλαβε τη Διοίκηση του Α' Σώματος Στρατού, με το οποίο έως 11 Δεκεμβρίου 1940, πήρε μέρος στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο. Στη συνέχεια ανέλαβε διοικητής στο Ε' Σώμα Στρατού και στις 6 Μαρτίου 1941 μετατέθηκε εκ νέου στο Α' Σώμα στρατού, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου και την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, έχοντας υπό τις διαταγές του την 8η μεραρχία του Χαράλαμπου Κατσιμήτρου.

Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, προέτρεψε τον Ιωάννη Μεταξά να κηρύξει την επιβολή ολοκληρωτικού καθεστώτος και στήριξε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ο Δεμέστιχας θεωρεί ότι τα δύο πρώτα χρόνια του καθεστώτος υπήρξαν σωτήρια για την Ελλάδα, ενώ στη συνέχεια εκτιμά ότι ο Μεταξάς υπήρξε αναποτελεσματικός και όμηρος του Ιωάννη Διάκου και του Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, υφυπουργού Δημόσιας Τάξεως. Ο Δεμέστιχας ήταν απόφοιτος των Εκπαιδευτικών Κέντρων Επιτελών, Συνταγματαρχών, Τακτικών Σπουδών Πυροβολικού και Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως, ενώ το 1928 έλαβε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών και μιλούσε τη Γαλλική γλώσσα. Αποστρατεύθηκε το 1946 με το βαθμό του αντιστρατήγου.

Συνθηκολόγηση

Τη Μεγάλη Τρίτη, 15 Απριλίου 1941, από κοινού με το Διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού Γεώργιο Μπάκο, του Γ’ Σώματος Στρατού Γεώργιο Τσολάκογλου και με τον αρχηγό της μαχόμενης στρατιάς Ιωάννη Πιτσίκα τηλεγράφησαν στο αρχηγείο και ζήτησαν να εκδοθεί διαταγή συνθηκολογήσεως. Στο μήνυμα του ο Παναγιώτης Δεμέστιχας ανέφερε ότι, «..Δημιουργηθείσα κατάστασις θα επιφέρη αναποφεύκτως αιχμαλωσίαν, ατίμωσιν και άδοξον διάλυσιν Στρατού, ων δεν είναι άξιος. Άπασα ιεραρχία Σώματος Στρατού προτείνει συνθηκολόγησιν, ως μόνην απομένουσαν λύσιν άμεσον ανακωχήν μετά Γερμανών, επί όρω μη εισόδω Ιταλών εις ελληνικόν έδαφος..», όμως η απάντηση του Αλέξανδρου Παπάγου ήταν αρνητική και καθώς είχαν ξεσπάσει κρούσματα απειθαρχίας, έδωσε εντολή να τυφεκίζονται όσοι λιποτακτούν. Το βράδυ της 18ης Απριλίου συναντήθηκε στο Καλπάκι με τους Μπάκο και Σπυρίδωνα, Μητροπολίτη Ιωαννίνων και συμφώνησαν να στείλουν την επόμενη ημέρα τηλεγράφημα στην κυβέρνηση με 12ωρη προθεσμία συνθηκολογήσεως με τους Γερμανούς. Αν η απάντηση της κυβερνήσεως ήταν αρνητική, συμφώνησαν να σχηματίσουν κυβέρνηση στο Μέτσοβο και να συνθηκολογήσουν με τις γερμανικές αρχές, προκειμένου να μην παραδοθούν στις Ιταλικές δυνάμεις, όμως η συμφωνία τους δεν τηρήθηκε. Την επόμενη ημέρα ο Δεμέστιχας έστειλε στο Γενικό Επιτελείο το ακόλουθο μήνυμα, «...Λύσις καταστάσεως επείγει. Σημειούνται αντιπειθαρχικά κρούσματα. Μετά 24ωρον θα είναι αργά...».

Τελικά στις 20 Απριλίου 1941, από κοινού με τους Γεώργιο Τσολάκογλου και Γεώργιο Μπάκο, με τη συνεργασία και τη συνδρομή του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συνθηκολόγηση, καθώς ήδη από τις 18 Απριλίου είχε αρχίσει η αναχώρηση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του Βασιλιά Γεώργιου Β', η οποία ολοκληρώθηκε στις 22 Απριλίου και υπέγραψαν πρωτόκολλο ανακωχής με τον υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ, [Josef «Sepp» Dietrich], διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας των Ες-Ες με το όνομα «Αδόλφος Χίτλερ», στο Βοτονάσι του Μετσόβου.

Υπουργός

Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα Γερμανίας, Ιταλίας, Βουλγαρίας, συμμετείχε στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Ορκίστηκε στις 6.30 το απόγευμα της 30ης Απριλίου 1941 στα Παλαιά Ανάκτορα, το κτίριο της Βουλής, μαζί με τους Σωτήριο Μουτούση, Χαράλαμπο Κατσιμήτρο και Νικόλαο Μάρκου, από τον Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Παπαδόπουλο, ιερέα-εφημέριο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, μετά την άρνηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να ορκίσει την κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου.

Διατέλεσε

  • υπουργός Εσωτερικών [2] από τις 30 Απριλίου έως τις 20 Σεπτεμβρίου 1941 στην κυβέρνηση υπό τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, όμως παραιτήθηκε όταν οι Γερμανοί επέτρεψαν στους Βούλγαρους να καταλάβουν την Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία.

Με απόφαση του διόρισε Γενικό Διευθυντή των Τ.Τ.Τ. τον συνταγματάρχη Βάλβη, Γενικό Διευθυντή των Σ.Ε.Κ., [Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους], τον υποστράτηγο Γεώργιο Φεσσόπουλο, και Γενικό Διευθυντή του υπουργείου Συγκοινωνιών και εκπρόσωπο του υπουργείου στους Σ.Ε.Κ. τον συνταγματάρχη Νίκο Παπαλεονάρδο.

Δικαστήριο δοσιλόγων

Μεταπολεμικά δικάστηκε από το Ειδικό δικαστήριο Δοσιλόγων. Η ειδική κατηγορία που τον βάρυνε αναφέρονταν στη στρατιωτική του δράση και καθόριζε ότι,
«....α) στρατιωτικοί όντες και δη στρατηγοί, διοικηταί σωμάτων στρατού και μεραρχιών παρά την εντολήν παρά του αρχηγού του στρατού εγκατέλιπον την θέσιν των ενώπιον του εχθρού,
β) τυγχάνοντες στρατηγοί και διοικηταί ενόπλου στρατεύματος εις ανοικτόν τόπον διεπραγματεύθησαν μετά του εχθρού την σύναψιν ανακωχής, συνθηκολογήσαντες μετ' αυτού χωρίς προηγουμένως να πράξουν ό,τι το καθήκον και η στρατιωτική τιμή υπηγόρευε αυτοίς, εκ της τοιαύτης δε συνθηκολογήσεως κατέθεσεν τα όπλα το υπό την διοίκησιν αυτών στράτευμα...». Συνήγοροι του υπήρξαν οι δικηγόροι Αθηνών Άγγελος Τσουκαλάς και Σταματάκης.

Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο Δεμέστιχας του είχε αναφέρει από το 1941 ότι οι πολιτικοί δεν θα έπρεπε να κάνουν κυβέρνηση, όμως οι στρατιωτικοί είχαν υποχρέωση να τη σχηματίσουν, προκειμένου να σωθεί ότι ήταν δυνατόν και πως ο Δεμέστιχας του ζήτησε κατάλογο ικανών πολιτών, προκειμένου να τους τοποθετήσει ως νομάρχες. Ο Δεμέστιχας στην απολογία του [3] στις 19 Απριλίου 1945, τόνισε ότι τη Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου 1941, συναντήθηκε με το Γεώργιο Μπάκο που του ζήτησε να υπογράψουν τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση, όμως ο ίδιος αρνήθηκε να το υπογράψει, αν και συμφώνησε με το συνομιλητή του για την αναγκαιότητα της ανακωχής, όχι όμως με έκνομο τρόπο και μέσα, ενώ δικαιολόγησε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι σκοπός του ήταν η οργανωμένη αντίσταση με την τοποθέτηση καταλλήλων νομαρχών, ισχυρισμούς που επανέλαβαν οι συνήγοροι του Σταματάκης και Άγγελος Τσουκαλάς. Ο επίτροπος Νικόλαος Παπαδάκης, συγγενής του Νικολάου Ασκούτση, πρώην υπουργού και εκ των ηγετικών στελεχών του Ε.Α.Μ., ζήτησε την απαλλαγή του από την πρώτη κατηγορία και την ενοχή του για τη δεύτερη.

Η απόφαση εκδόθηκε στις 31 Μαΐου 1945 [4], λίγο μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, και μ' αυτήν το δικαστήριο δέχθηκε ότι από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία ότι συνήργησε στην ανακωχή και τη συνθηκολόγηση, ενώ η υπογραφή του στο σχέδιο της ανακωχής τέθηκε από το Γεώργιο Μπάκο, δίχως σχετική εξουσιοδότηση του Παναγιώτη Δεμέστιχα. Παράλληλα του επέβαλλε τις ποινές των δεκαπέντε χρόνων για τις διευκολύνσεις στον εχθρό και των είκοσι χρόνων για την προπαγάνδα και τις συγχώνευσε στην ανώτερη ποινή, «..διότι γενόμενος υπουργός συνέπραξεν μετά του πρωθυπουργού εις την εκτέλεσιν των αξιοποίνων πράξεων της συνεργασίας και διευκολύνσεως..» στις δυνάμεις Κατοχής. Παράλληλα, του επιβλήθηκε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ αποπέμφθηκε από το στράτευμα με παράλληλη έκπτωση από το βαθμό του. Παρέμεινε στη φυλακή έως το 1951, όταν αποφυλακίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα.

Συγγραφικό έργο

Έγραψε και δημοσίευσε το βιβλίο

  • «Παναγιώτης Δεμέστιχας, Αναμνήσεις», το οποίο επανεκδόθηκε το 2002 από τις εκδόσεις «Πελασγός», με την επιμέλεια του γιου του Πέτρου.

Στο έργο του αναφέρει ότι θεωρεί τον πρίγκιπα Ανδρέα ως εξαιρετικό αξιωματικό και πως οι κατηγορίες εναντίον του για ανυπακοή δεν ευσταθούσαν, αλλά είχαν πολιτικά ελατήρια. Με την προσωπική μαρτυρία του αναιρεί ολοκληρωτικά τις κατηγορίες εις βάρος του πρίγκιπα για εγκατάλειψη καθήκοντος και υποχώρηση, ενώ για την αιχμαλωσία του σώματος Τρικούπη κατηγορεί τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος εγκατέλειψε το ύψωμα Τομλού-Μπουνάρ την νύχτα της 16ης προς 17η Αυγούστου δείχνοντας ανυπακοή στις διαταγές.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Κηδείαι Εφημερίδα «Ελευθερία», 15 Νοεμβρίου 1960, σελίδα 2.
  2. Κυβέρνησις ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  3. Η δίκη των δοσιλόγων-Η απολογία του κ. Δεμέστιχα. Εφημερίδα «Εμπρός», 20 Απριλίου 1945, σελίδα 2.
  4. Η απόφασις δια τους δοσιλόγους. Εφημερίδα «Εμπρός», 1 Ιουνίου 1945, σελίδα 1.