Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος Έλληνας εθνικιστής ανώτατος αξιωματικός του Στρατού Ξηράς με το βαθμό του Αντιστράτηγου, που διατέλεσε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού [Α/Γ.Ε.Σ.] την περίοδο 1946-47 στη διάρκεια των πρώτων σταδίων της ενόπλου ανταρσίας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και πολιτικός που διατέλεσε για σύντομο χρονικό διάστημα Υπουργός Εθνικής Αμύνης, Υπουργός Βόρειου Ελλάδος, καθώς και Γενικός Γραμματέας της οργανώσεως Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μαζέικα Κλειτορίας, κοντά στα Καλάβρυτα του νομού Αχαΐας και πέθανε στις 16 Αυγούστου 1962 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε την Κυριακή 17 Αυγούστου [1].

Ήταν παντρεμένος με την Μαρίκα Σπηλιωτοπούλου και από το γάμο τους γεννήθηκαν δύο γιοί, το 1921 ο μετέπειτα Λοχαγός Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, που σκοτώθηκε στον Αύγουστο του 1948 σε επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου της περιοχής Θεοτόκου στο όρος Γράμμος, το 1925 ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, μετέπειτα Νομικός, Πανεπιστημιακός καθηγητής, ακαδημαϊκός και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και μία κόρη, η Αθηνά [2] [3].

Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος (1946)

Βιογραφία

Ο Παναγιώτης κατατάχθηκε ως εθελοντής στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, ενώ στη συνέχεια εισήλθε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε τον Απρίλιο του 1914 ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Συμμετείχε στις μάχες στο στο Μακεδονικό Μέτωπο στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 προήχθη στο βαθμό του Υπολοχαγού και το 1918 στο βαθμό του Λοχαγού, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στις δυνάμεις που πήραν μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Το 1923 προήχθη σε Ταγματάρχη και ανέλαβε διοικητής του 34ου Συντάγματος. Με την ιδιότητα του παρουσιάστηκε το 1927, στον τότε Υπουργό Στρατιωτικών στον οποίο δήλωσε υποταγή στις αποφάσεις της κυβερνήσεως, ενώ το 1930 προήχθη στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη και το 1934 του Συνταγματάρχη.

Στο Μεσοπόλεμο υπηρέτησε σε διοικητικές θέσεις και σε θέσεις διευθυντή Προσωπικού του Στρατού, ενώ γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών της οποίας υπήρξε απόφοιτος. Την περίοδο από το 1937 έως το 1940 υπήρξε διοικητής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών και στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ήταν αρχικά επιτελάρχης και στη συνέχεια του ανατέθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1940, η διοίκηση του Νοτίου Συγκροτήματος της Ι Μεραρχίας Λαρίσης και στις 22 Δεκεμβρίου 1940, η Διοίκηση της 15ης Μεραρχίας Πεζικού. Στο Μέτωπο της Αλβανίας διέταξε γραπτά τους αξιωματικούς του σε περίπτωση εκδηλώσεως λιποψυχίας «..εξουσιοδοτώ υμάς, όπως εκτελείτε επιτόπου πά­ντα φεύγοντα της γραμμής..» [4]

Κατοχή της Ελλάδος

Ο Σπηλιωτόπουλος υπήρξε ο πρώτος αρχηγός [5] της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε και διοικούσε την αντιστασιακή οργάνωση «Θέρος». Σύμφωνα με έκθεση του Υποστρατήγου Παρασκευά Ζερβέα, στις 25 Οκτωβρίου 1943, ο Σπηλιωτόπουλος μαζί τους επίσης Συνταγματάρχες Μπαλοδήμο και Αντωνόπουλο, ταξίδεψαν στην Πάτρα, αναζητώντας επαφή με τους Άγγλους, καθώς και την υπογραφή Πρωτοκόλλου με το οποίο ο Ελληνικός Στρατός αναλάμβανε την υποχρέωση συνεργασίας με τον Αγγλικό Στρατό. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση η άφιξη τους σχολιάστηκε δυσμενώς και θεωρήθηκε ότι ήταν προσπάθεια να πετύχουν την αρχηγία των τοπικών αντιστασιακών ομάδων. Ο Παρασκευάς Ζερβέας θεώρησε την άφιξη του Σπηλιωτόπουλου ως τορπιλισμό της δικής του αποστολής ως ρυθμιστού στην Πελοπόννησο, όμως τον ενημέρωσε για την συνεργασία του με τους Άγγλους [6]. Το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1944 κατέβηκε στην Αθήνα από το βουνό ο Κρις Γουντχάουζ με σκοπό τη συνένωση των αντικομουνιστικών οργανώσεων κι είχε σειρά συναντήσεων με αντιπροσώπους των στρατιωτικών οργανώσεων, ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών, μεταξύ τους ο Σπηλιωτόπουλος, με τον οποίο συναντήθηκαν στις 29 Ιανουαρίου, που εκπροσωπούσε την «Επιτροπή των Έξι Συνταγματαρχών» [7].

Στις αρχές Αυγούστου του 1944 ο Σπηλιωτόπουλος, διορίστηκε εκπρόσωπος των Συμμάχων Δυνάμεων της Ανωτάτης Διοικήσεως της Μέσης Ανατολής και στρατιωτικός Διοικητής Αττικής, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, πράξη που προκάλεσε την αντίδραση του Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος με επιστολή του στον πρωθυπουργό κατηγόρησε τον Σπηλιωτόπουλο ως δοσίλογο [8]. Ο διορισμός του Σπηλιωτόπουλου επικυρώθηκε με τη Συμφωνία της Καζέρτας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, στην οποία προβλέπονταν ότι οι Ελληνικές ανταρτικές δυνάμεις τίθονταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι, τα Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνταν όργανα του εχθρού και θα αντιμετωπίζονταν ως τέτοια εκτός αν παραδίδονταν σύμφωνα με τις διαταγές του Σκόμπι, ενώ όλες οι δυνάμεις στην Αττική θα διευθύνονταν από τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο. Μια από τις εντολές ήταν να θέσει όλες τις εθνικές οργανώσεις, εκτός των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό ενιαία διοίκηση στο νέο σώμα που θα ονομαζόταν «Εθνικός Στρατός Αθηνών».

Παράλληλα, εφάρμοσε ένα σχέδιο άμυνας απέναντι στους Κομμουνιστές αντάρτες, αναθέτοντας την φύλαξη της πόλεως από ενδεχόμενη κατάληψή της από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, στην Χωροφυλακή Πρωτευούσης, στην Αστυνομία Πόλεων, και σε μία σειρά εθνικών οργανώσεων, όπως η «Χ» του Γρίβα, ο «ΕΔΕΣ Αθηνών», η «ΠΕΑΝ», η «ΡΑΝ», η «Εθνική Δράση», το «Εθνικό Κομιτάτο», η «Ιερά Ταξιαρχία» και άλλες που τις διηύθυναν αξιωματικοί του στρατού, ενώ διένειμε τους άνδρες των Εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και της εθνικιστικής οργανώσεως «Χ» σε κεντρικά ξενοδοχεία και κτίρια της Αθήνας. Στις 16 Αυγούστου 1944, με διαταγή του ορίστηκε διοικητής του 1ου Συντάγματος Πεζικού ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας.

Αποστολή Έκτορα Τσιρονίκου

Ο Ιωάννης Ράλλης, ο τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός, με επίσημη επιστολή του [9] στις 20 Αυγούστου 1944 [10] [11] στον Έκτορα Τσιρονίκο, τότε υπουργό Οικονομικών, του ανέθεσε να συναντηθεί στο Βελιγράδι, με τον Χέρμαν Νοϋμπάχερ, Γερμανό πολιτικό διοικητή των Βαλκανίων, με τον οποίο ο Τσιρονίκος συνδέονταν φιλικά από την προπολεμική περίοδο. Σκοπός του ήταν να προσπαθήσει ν’ αποτρέψει τις πολεμικές αναμετρήσεις μέσα στην πόλη της Αθήνας καθώς και τις ανατινάξεις έργων κοινής ωφελείας, όπως είχαν αποφασίσει οι Γερμανοί ανώτατοι στρατιωτικοί στην Ελλάδα. Ο Τσιρονίκος αποδέχθηκε την αποστολή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής του [12] [13] και στις 28 Αυγούστου 1944 συναντήθηκε με τους Σπύρο Μαρκεζίνη και Χρήστο Ζαλοκώστα, εκπρόσωπο του συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλου, ο οποίος ήταν εντεταλμένος στρατιωτικός διοικητής Αθηνών από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου και συμφώνησαν να ζητήσει από τη Γερμανική Διοίκηση,

  • Να αφαιρεθεί η δυναμίτιδα από φράγμα Μαραθώνα,
  • Να μη καταστροφή το λιμάνι του Πειραιά, το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής και το τηλεφωνικό κέντρο,
  • Να μεταβιβαστεί η διοίκηση των Γερμανικών Δυνάμεων Αθηνών από τον υποστράτηγο των S.S. Σιμάνα εις τον υποστράτηγο της Βέρμαχτ Φέλμυ, αν και σύμφωνα με τον Τσιρονίκο του ζητήθηκε να μεταφέρει [14] ότι έπρεπε «...Να ειδοποιηθούν οι Γερμανοί ότι πιθανώς από το Σαββάτο το Ε.Α.Μ. θα αρχίσει προβοκάτσιες κατά των Γερμανών με τμήματα του ντυμένα ως ευζώνους ή χωροφύλακες και τούτο δια να προκαλέσει τον αφοπλισμό των οργάνων της τάξεως....».
  • Να κηρυχθεί η πρωτεύουσα ανοχύρωτος πόλη και να εγκαταλείψουν οι Γερμανοί τα οχυρά του Λυκαβηττού,
  • Να αντικατασταθεί ο Διοικητής Ειδικής Ασφαλείας Λάμπου με του συνταγματάρχη Ραφτοδήμο.

Στη συνέχεια ο Τσιρονίκος, αναχώρησε [15] την 1η Σεπτεμβρίου 1944 μαζί με την οικογένεια του και συναντήθηκε στο Βελιγράδι με τον Χέρμαν Νοϋμπάχερ. Στη συνέχεια συναντήθηκε με παράγοντες του Γερμανικού καθεστώτος στο Βερολίνο και πέτυχε ν’ αντικατασταθεί ο στρατηγός Σιμάνα από τον Φέλμυ. Μεταξύ 7ης και 8ης Σεπτεμβρίου δόθηκαν οι απαραίτητες οδηγίες για μη καταστροφή των Αθηνών και εκκένωση της πόλεως δίχως μάχη, ενώ αφαιρέθηκαν 80 τόνοι δυναμίτης από το Φράγμα της λίμνης του Μαραθώνα και αντικαταστάθηκε ο Λάμπου, όμως ο Τσιρονίκος δεν επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αυστρία.

Μεταπελευθερωτικά

Στις 12 Οκτωβρίου 1944, την ημέρα της αποχωρήσεως των Γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα, ο Σπηλιωτόπουλος εξέδωσε ολιγόλογη εγκύκλιο, η οποία τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους της πρωτεύουσας και έγραφε, «H Πατρίς Ανέστη! Οι βάρβαροι δεν πατούν πλέον το ιερόν έδαφός μας. Η στιγμή είναι επίσημος και ιερά, όσον ελάχισται εις την πολυκύμαντον Ιστορίαν του Γένους. Ας την δεχθώμεν με τον σεβασμόν και την αξιοπρέπειαν που αρμόζει εις Έλληνας.»

Σύμφωνα με έκθεση του Λίνκολν Μακβή, Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1945, ήταν μέλος του αντικομουνιστικής οργανώσεως «Σύνδεσμος Αξιωματικών», η οποία αποτελούσε στην ουσία την ηγετική ομάδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ηγετικό ρόλο έπαιζε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Βεντήρης, υπαρχηγός του επιτελείου, δημοκρατικός, απότακτος του 1935, που είχε μετακινηθεί προς τα δεξιά και θεωρούσε προτεραιότητα την αντιμετώπιση της αριστεράς. Μέλη του Συνδέσμου Αξιωματικών φέρονται να ήταν επίσης, οι συνταγματάρχες Λάιος, Κιτριλάκης, Ζαγκλής, Μπαλοδήμος και Γρανίτσας, οι αντισυνταγματάρχες Δόβας, Καρατζένης, Αργυρόπουλος, Σταθάτος και ο ταγματάρχης Παπαγεωργόπουλος, με τον οποίο συνδεόταν και μια ομάδα αξιωματικών που είχε υπηρετήσει στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία και είχε πολεμήσει κατά του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά. Ο Σπηλιωτόπουλος μετά την απελευθέρωση ορίστηκε επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών. Ο Σπηλιωτόπουλος θεωρούσε ότι, «Εάν επιχειρούσε ο ΕΛΑΣ να καταλάβει την εξουσίαν, και αν ακόμη έδιδα δια­ταγήν αντιστάσεως εις την εισβολήν, η απόκρουσίς της θα ήτο αδύνα­τος» [16].

Στη συνέχεια ορίστηκε Διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως των νέων Αξιωματικών και στις 16 Μαΐου 1946 Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού [Γ.Ε.Σ.]. Μετά την απομάκρυνση της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και τη δημιουργία αυτής του Δημητρίου Μάξιμου, η κυβέρνηση και η στρατιωτική ηγεσία οργάνωσαν, την Άνοιξη του 1947, την πρώτη μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση του στρατού, με την κωδική ονομασία «Τέρμινους», εναντίον του αποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» [Δ.Σ.Ε.]. Η επιχείρηση αποτελούσε σχέδιο που είχε οργανώσει ο στρατηγός Ρόουλινγκς με τον αντιστράτηγο Σπηλιωτόπουλο, και στόχευε στην εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας και την απώθηση των ανταρτών από την κεντρική Ελλάδα. Ο «Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών» [«Ι.Δ.Ε.Α.»] χαρακτήριζε το σχέδιο ως «...ανεδαφικό και ασυγχρόνιστο, καταδικασμένο εκ των προτέρων να αποτύχει..», όμως συνέβη.

Σε ένα απόρρητο «Σημείωμα επί της Δημοσίας Τάξεως» που απέστειλε στις 7 Ιουλίου 1946 στο βασιλιά Γεώργιο ο τότε βουλευτής Χρήστος Ζαλοκώστας, τον ενημέρωνε για την απόφαση της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη για την ίδρυση, όπως ήταν η πρόταση του Σπύρου Μαρκεζίνη, ενός νέου «Μακεδονικού Κομιτάτου», το οποίο θα φρόντιζε να σωθεί η Βόρεια Ελλάδα. Σε σύσκεψη υπό τον υπουργό Μαυρομιχάλη, στην οποία συμμετείχαν ο Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης και ο Χρήστος Ζαλοκώστας, αποφασίστηκε η ίδρυση του Κομιτάτου και η διάθεση 100 εκατομμυρίων δραχμών, τα οποία θα κατανέμονταν 50.000.000 στον στρατηγό Κωνσταντίνο Βεντήρη για την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, 40.000.000 εις τον στρατηγό Γεωργούλη, για τη Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία και 10.000.000 εις τον στρατηγό Δημήτριο Γιατζή, για τη Στερεά Ελλάδα. Το Κομιτάτο απαρτίστηκε από τους στρατηγούς Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο και Κωνσταντίνο Βεντήρη, τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, το βουλευτή Καβάλας Ν. Γρηγοριάδη, και τους διευθυντές των εφημερίδων Αχιλλέα Κύρου της «Εστίας», Δημήτριο Καλαποθάκη του «Εμπρός» και Βοβολίνη της εφημερίδος «Ελληνικόν Αίμα». Ταυτόχρονα το Γενικό Επιτελείο Στρατού άρχισε την αποστολή όπλων, 600 στη Θεσσαλονίκη, 750 στη Δυτική Μακεδονία και 200 στη Στερεά Ελλάδα, τα οποία διανεμήθηκαν σε εθνικιστές πολίτες, με στόχο την αυτοπροστασία τους και την καταδίωξη ανταρτικών κομμουνιστικών ομάδων.

Στις 17 Ιανουαρίου 1947, σε απόρρητη ανάλυσή του προς το υπουργείο Εξωτερικών για την κατάσταση σε όλη την Ελλάδα, ο Σπηλιωτόπουλος υπογράμμιζε ότι στην περιοχή του νομού Έβρου, δρούσε συγκρότημα δυνάμεως περίπου 700-800 κομμουνιστών ανταρτών. Το συγκρότημα αυτό, εμφανίσθηκε να είναι καλά οργανωμένο και όπως τόνιζε, «...Προέβη κατ’ επανάληψιν εις ισχυράς επιθετικάς ενεργείας κατά των ημετέρων τμημάτων ευθύς άμα τη εμφανίσει του. Τελευταίως από 17 Δ/μβρίου και εντεύθεν εξεδήλωσε 3 ισχυράς επιτυχείς επιθέσεις, της τελευταίας τοιαύτης, εκδηλωθείσης κατά της διλοχίας του χωρίου Κυριακή...» [17], ενώ εκτιμούσε ότι τα ανταρτικά τμήματα της Θράκης, είχαν καλή ηγεσία. Παρέμεινε στη θέση του Αρχηγού έως τις 19 Φεβρουαρίου 1947 και στη συνέχεια μέχρι στις 30 Μαρτίου 1948 όταν τέθηκε σε αποστρατεία [18] και συνταξιοδοτήθηκε, υπηρέτησε ως Γενικός Επιθεωρητής Στρατού.

Πολιτικές θέσεις

Μετά τη συνταξιοδότησή του ανέλαβε τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ενώ τοποθετήθηκε ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας από τις 30 Ιουλίου έως τις 27 Οκτωβρίου 1951, στην κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου [19], και ως Υπουργός Βορείου Ελλάδος από τις 5 Μαρτίου έως τις 17 Μαΐου 1958 στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου [20].

Η προτομή του από ορείχαλκο, είναι έργο του Θανάση Απάρτη κατασκευασμένη το 1970 και βρίσκεται τοποθετημένη στην Πλατεία του Αγίου Θωμά και εδράζεται σε ψηλή μαρμάρινη βάση πάνω σε δίβαθμο βάθρο [21].

Εργογραφία

Έγραψε και δημοσίευσε το βιβλίο

  • «Τεκμήρια για τον πόλεμο του 1940-1941. Δράση της XV Μεραρχίας Πεζικού-Η άλλη όψη για τη Συνθηκολόγηση», εκδόσεις «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων».

Παραπομπές

  1. Απέθανεν ο στρατηγός Παν. Σπηλιωτόπουλος Εφημερίδα «Μακεδονία», 18 Αυγούστου 1962, σελίδα 5.
  2. [«Θα ζήσωμε ελεύθεροι ως Έλληνες», Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Β. Καζάνης.]
  3. [Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος–Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος] Γκέρμπεσι (Προφήτης Ηλίας) Αχαΐας.
  4. [Διονύσης Χαριτόπουλος, «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», σελίδα 230.]
  5. Οι νέοι αρχηγοί των Σωμάτων Ασφαλείας Εφημερίδα «Ακρόπολις», Τρίτη 3 Ιουνίου 1941, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, αριθμός σελίδος 345η.
  6. [ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Ανταρτικές οργανώσεις Πελοποννήσου, τόμος 5ος, έγραφα 39-47.]
  7. [Διονύσης Χαριτόπουλος, «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», σελίδα 182η.]
  8. [Μετά το διορισμό του Σπηλιωτόπουλου ο Ναπολέων Ζέρβας έστειλε επιστολή στον Γεώργιο Παπανδρέου στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων, «...Δεν υπάρχει περίπτωσις ανοχής της εκλογής ταύτης. Τούτο θα ήτο από μέρους μας αναξιοπρεπές. Δεν είναι ανεκτόν να διορίζονται δοσίλογοι ως ανώτεροι διοικητές, άνθρωποι οι οποίοι από της πρώτης ημέρας συνεργάσθηκαν με τον κατακτητή...».]
  9. [«ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ / Εν Αθήναις τη 28η Αυγούστου 1944 / Αξιότιμε κύριε Συνάδελφε, / Εν συνεχεία της από 20ής τρέχ. επιστολής μου, δι’ ης επανελάμβανον υμίν την ην και προφορικώς σας είχον εκθέσει γνώμην μου, περί ανάγκης αναχωρήσεως υμών, διά Βελιγράδιον, ίνα αυτόθι συναντηθήτε μετά του Πρεσβευτού κ. Νοϊμπάχερ προς επίλυσιν επειγούσης φύσεως οικονομικών ζητημάτων, εκκρεμούντων επί ζημία του λαού μας, έρχομαι σήμερον διά της παρούσης να επιμείνω όπως αποφασίσητε τάχιστα ν’ αναχωρήσητε. Ων, δυστυχώς, σφόδρα απησχολημένος και μη έχων ουδέ στιγμήν να διαθέσω σήμερον το απόγευμα όπως συναντηθώμεν, αναγκάζομαι να εκθέσω Υμίν εγγράφως τους λόγους οίτινες με ωθούν εις την εμμονήν μου και οίτινες είναι οι κάτωθι: δημιουργηθείσα πολεμική κατάστασις των τελευταίων ημερών νομίζω ότι δεν παρέχει το ενδόσημον να δύναταί τις να πιστεύη ότι οι εν Ελλάδι ευρισκόμενοι γερμανικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί θα δυνηθούν ν’ αποσυρθούν εγκαίρως εκ της χώρας μας. Εάν το ενδεχόμενον τούτο ήθελε πραγματοποιηθή, θα ήτο επιβεβλημένον εν τούτοις να μη μεταβληθή η Ελλάς, και μάλιστα η πρωτεύουσα αυτής, εις θέατρον απεγνωσμένων πολεμικών επιχειρήσεων, διότι τοιούτου γεγονότος αι συνέπειαι θα είναι, ως ευκόλως πας τις κατανοεί, τρομακτικαί. / Θα επεθύμουν, λοιπόν, να δυνηθήτε να εκθέσητε ταύτα σθεναρώς εκ μέρους της Κυβερνήσεώς μας εις τον κ. Νοϊμπάχερ, ίνα ούτος πειθόμενος περί του ορθού της γνώμης μας, χρησιμοποιήση όπου δει αμέσως το κύρος του προς αποφυγήν του ολέθρου, ο οποίος θα ηπείλει την Πατρίδα μας την εις τοσαύτας μέχρι τούδε εκτεθείσαν άνευ λόγου καταστροφάς. Επί τη ευκαιρία ταύτη θα δυνηθήτε ωσαύτως να ζητήσητε παρά του κ. Νοϊμπάχερ, ίνα αξιώση να παύση η ενταύθα γερμανική αστυνομία τας αδικαιολογήτους κατά νομιμοφρόνων πολιτών διώξεις, διότι, ως άριστα γνωρίζετε, υμείς όστις πάντοτε προθύμως ενισχύσατε τας σχετικάς διαμαρτυρίας μου, εάν αι δώξεις αύται συνεχισθούν, θα καταστή αδύνατον εις την Κυβέρνησίν μας να παραμείνη εις την αρχήν, διότι θα χάση, δικαίως, παν κύρος. / Δεχθήτε, αξιότιμε συνάδελφε και φίλε, την έκφρασιν της εξαιρέτου υπολήψεως και φιλίας μου.Ι.Δ. ΡΑΛΛΗΣ / Υ.Γ.: Την στιγμήν ακριβώς, καθ’ ην είχον ετοίμην την παρούσαν διά να σας την αποστείλω, μοι ανεκοινώθη παρά του κ. Φον Γκραίβενιτς ότι, κατά περίεργον σύμπτωσιν, ο κ. Νοϊμπάχερ ετηλεφώνησεν εκ Βελιγραδίου, ότι μη δυνάμενος να έλθη ενταύθα, παρακαλεί να σας επιτραπή να μεταβήτε αμέσως αυτόθι, διά να συνεννοηθή μεθ’ υμών επί των εκκρεμούντων ζητημάτων. Ούτω καθίσταται και εκ τούτου του λόγου απαραίτητος η απόφασις της ταχίστης αναχωρήσεώς σας και ελπίζω ότι θα συντελέση η σύμπτωσις αύτη εις το να υπερνικηθή και η τελευταία σας επιφύλαξις. Ι.Δ. ΡΑΛΛΗΣ»] Το κείμενο της επιστολής Ράλλη
  10. [Εφημερίδα «Τα Νέα», 30 Μαΐου 1955]
  11. Χρήστος Ζαλοκώστας, «Χρονικό της Σκλαβιάς», σελίδες 254-255, και επιστολή του Τσιρονίκου στην εφημερίδα «Τα Νέα», 20 Μαΐου 1955]
  12. [Αγαπητέ μοι κ. Πρόεδρε, / Ταύτην την στιγμήν λαμβάνω την υπό σημερινήν ημερομηνίαν επιστολήν Σας προς το περιεχόμενον της οποίας, όπως είναι φυσικόν είμαι απολύτως σύμφωνος. / Οι ενδοιασμοί, ους διετύπωσα διά την μετάβασίν μου εις Βελιγράδιον, ωφείλοντο εις την σκέψιν μήπως η μετάβασίς μου αύτη ερμηνευθή ως φυγή και η ενδεχομένη τυχόν εκ της καταστάσεως διακοπή συγκοινωνιών, εμποδίζουσά με να επανέλθω, εκληφθή ως φόβος λογοδοσίας διά την υπό της Κυβερνήσεώς μας ασκηθείσαν πολιτικήν. Η ήδη όμως διαμορφωθείσα κατάστασις και οι σοβαρώτατοι κίνδυνοι συμπληρώσεως της καταστροφής της Πατρίδος μας, εξήλειψαν, ως επόμενον, πάντα ενδοιασμόν. / Το προς την Πατρίδα καθήκον παραμερίζει την στιγμήν ταύτην πάσαν άλλην προσωπικήν σκέψιν. Ως εκ τούτου δεν διστάζω να προσφέρω την υστάτην ταύτην υπηρεσίαν. Λυπούμαι διότι θα απουσιάσω από το πλευρόν Σας εις τόσον δυσκόλους ημέρας, είμαι όμως απολύτως πεπεισμένος ότι θα φέρετε εις ευτυχές τέρμα τα δεινά της Πατρίδος μας, δι’ ον σκοπόν θα διαθέσω και εγώ όλας μου τας δυνάμεις διά την επιτυχίαν της αποστολής μου. / Παρήγορος είναι δι’ εμέ η διαβεβαίωσις των Γερμανικών Αρχών, ότι εφ’ όσον δεν προκληθούν δι’ απερισκέπτων πράξεων των ημετέρων, δεν θα προβούν εις αφοπλισμόν των ενόπλων δυνάμεων, ας διαθέτετε διά την τήρησιν της τάξεως.Λόγω των περιστάσεων και δι’ ην περίπτωσιν δεν ηθέλομεν επανιδωθή ταχέως επιθυμώ κ. Πρόεδρε, να Σας διαβεβαιώσω ότι θα παραμείνη αλησμόνητος εις εμέ η στενή και φιλική συνεργασία μας. ως και αι τεράστιαι προσπάθειαι τας οποίας Υμείς κατεβάλατε διά ν’ ανακουφίσητε εκ των παντοίων δυσχερειών τον Ελληνικόν Λαόν κατά το άνευ προηγουμένου τραγικόν χρονικόν διάστημα της υφ’ Υμών διακυβερνήσεως της χώρας. Εάν σήμερον ο λαός δεν δύναται να κρίνη αμερολήπτως το έργον μας, είμαι βέβαιος ότι η Ιστορία θα αναγνωρίση ότι ολίγαι Κυβερνήσεις έπραξαν όσα η ιδική μας, ήτις μετά πλήρους αυταπαρνήσεως ειργάσθη διά την ανακούφισιν της δυστυχίας του λαού. Παρακαλώ, αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της βαθυτάτης προς Υμάς αγάπης, φιλίας και τιμής. / ΕΚΤΩΡ ΤΣΙΡΟΝΙΚΟΣ»] Ολόκληρη η επιστολή Τσιρονίκου
  13. Χρήστος Ζαλοκώστας, «Χρονικό της Σκλαβιάς», σελίδες 254-255, και επιστολή του Τσιρονίκου στην εφημερίδα «Τα Νέα», 20 Μαΐου 1955]
  14. [Εφημερίδα «Τα Νέα», 30 Μαΐου 1955]
  15. [Εξακολουθεί η νευρικότης καθ΄όλην την πρωτεύουσα Εφημερίδα «Ελευθερία», Σάββατον 2 Σεπτεμβρίου 1944.]
  16. [Διονύσης Χαριτόπουλος, «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», σελίδα 606.]
  17. Η μάχη της Κυριακής Έβρου το 1947.
  18. Τίθενται δέκα αντιστράτηγοι εν αποστρατεία Εφημερίδα «Ελευθερία», 28 Μαρτίου 1948, σελίδα 1.
  19. Κυβέρνησις ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  20. Κυβέρνησις ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  21. Γλυπτά της Αθήνας-Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος