Πανσλαβισμός

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο πανσλαβισμός είναι πνευματικό, πολιτικό και πολιτιστικό δόγμα που αναπτύχθηκε τον 19ο αλλά και στις αρχές του 20ού αιώνα και αποσκοπούσε στην πολιτική συνένωση των σλαβικών λαών και την αύξηση της ισχύος τους με την δημιουργία ενιαίου Ομοσπονδιακού κράτους, υπό Ρωσικό έλεγχο. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα ιδεολογικό πρόσχημα και μια ηθική ιδεολογία της Ρωσικής επεκτατικής πολιτικής. Μεταξύ των κοινών συμβόλων του κινήματος, διακρίνονται κυρίως τα χρώματα, λευκό, μπλε και κόκκινο

Ilarion Lovcanski, πρώτος εξαρχικός Πατριάρχης

Ιστορική αναδρομή

Η ιδεολογική αφετηρία του πανσλαβισμού πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο Μάουρο Ορμπίνι το 1601 δημιούργησε τη θεωρία περί Σλάβων, η οποία από την Ιταλική γλώσσα μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε το 1772 στα Ρώσικα με εντολή του αυτοκράτορα Μεγάλου Πέτρου για να αποτελέσει της πανσλαβικής πολιτικής [1]. Ο Πανσλαβισμός τονίζει τα κοινά στοιχεία των σλαβικών λαών, επιδιώκει την ένωσή τους και επομένως την αύξηση της ισχύος τους. Ξεκίνησε από την επισήμανση της συγγένειας των σλαβικών γλωσσών και εξελίχτηκε σε κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας των σλαβικών λαών από τους Αυστριακούς, τους Ούγγρους και τους Οθωμανούς και υποστήριζε την ένωση τους σ' ένα κράτος ή σε μία συνομοσπονδία. Οι πανσλαβικές ιδέες εμφανίστηκαν στην μοναρχία των Αψβούργων και μεταφορείς τους ήταν Τσεχοσλοβακικοί συγγραφείς που συμμετείχαν στο εθνικό κίνημα των Τζωρτζ Ιωσήφ Σαφαρίκ και Αδάμ Φραντζ Κολλάρ. Το κίνημα τελικά διαμορφώθηκε το 1815, όταν τελείωσε ο πόλεμος κατά του Μεγάλου Ναπολέοντα.

Πρώτα χρόνια

Στην αυστροουγγρική επικράτεια υποβοήθησε την ανάπτυξη του εθνικισμού ανάμεσα στους Σλάβους, ενώ στη Ρωσία έλαβε πιο συντηρητική χροιά και οι σλαβόφιλοι αντιπαρατέθηκαν με όσους υποστήριζαν μεταρρυθμίσεις ανάλογες με εκείνες των κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Ο όρος πανσλαβισμός διατυπώθηκε το 1826 από τον Γιάν Χέρκελ [Jan Hercel], που διαμόρφωσε και τη θεωρία του, όμως το περιεχόμενο του δεν ήταν ξεκάθαρο. Πρώτος κήρυκας της ιδέας θεωρείται ο Ρώσος χρονογράφος Νέστορας, που ισχυρίστηκε ότι οι Σλάβοι ήταν μία από τις 70 φυλές που κατάγονται από τον Ιάφεθ, οι οποίες αργότερα πήραν διάφορα ονόματα κι ακολούθησαν ο Κροάτης καθολικός ιερέας Γεώργιος Κριγιάρεβιτς τον 17ο αιώνα και ο Σλοβάκος ποιητής Κόλαρ. Σκοπός τους ήταν να αντιμετωπίσουν την απειλή των ισχυρών γειτόνων τους Τούρκων, Ούγγρων και Γερμανών, οι οποίοι επανειλημμένα είχαν κατακτήσει τα μικρά σλαβικά κράτη της Ευρώπης. Tις δεκαετίες του 1830-40 Ρώσοι επιστήμονες της εποχής διατύπωσαν εθνικιστικές θεωρίες και απόψεις με στόχο την ενότητα και την εξύψωση των σλαβικών λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι θεωρίες τους βρήκαν απήχηση σε Δυτικούς επιστήμονες, όμως κυρίως στην Καθολική Εκκλησία, η οποία επιδίωκε την εξυπηρέτηση δικών της σκοπών εις βάρος της Ορθοδοξίας. Παράλληλα, οι βλέψεις της Ρωσίας στο νότο μέσα από την ανάπτυξη της ιδέας του πανσλαβισμού στρέφονταν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δήθεν για την προστασία των χριστιανικών λαών.

1ο Πανσλαβικό συνέδριο

Το καλοκαίρι του 1848 έγινε στην Πράγα το πρώτο σλαβικό συνέδριο. Οι συναντήσεις του πραγματοποιήθηκαν στο Παλάτι της Σόφιας, όπου διεξήχθησαν πολυάριθμες δημόσιες συζητήσεις και δρώμενα σχετικά με το επαναστατικό κίνημα του 1848. Διοργανωτές του συνεδρίου ήταν οι Σλάβοι της Τσεχοσλοβακίας, ενώ η Ρωσική Τσαρική αυτοκρατορία εκπροσωπήθηκε από τον μετέπειτα γνωστό ως αναρχικό Ρώσο μετανάστη Μιχαήλ Μπακούνιν [Mikhail Bakunin] [2]. Στο συνέδριο συμμετείχαν περίπου τριακόσιοι εκπρόσωποι και το έργο του συνεδρίου χωρίστηκε σε τρία τμήματα εργασίας. Πρόεδρος του συνεδρίου ήταν ο Frantisek Palacki, ένας γνωστός Τσέχος ιστορικός, που επιδίωκε συνεργασία με τη μοναρχία των Αψβούργων, πιστεύοντας ότι αυτή η πολιτική οντότητα ήταν πιο επιθυμητή για την υπεράσπιση των λαών της Κεντρικής Ευρώπης.

Κεντρικό Σλαβικό Κομιτάτο

Το πρώτο Κεντρικό Σλαβικό Κομιτάτο, ιδρύθηκε στη Ρωσία το 1845, κι είχε ως στόχο να προσηλυτίσει τους Βουλγάρους στην ιδέα του Ρωσικού Πανσλαβισμού, που θα έκανε πραγματικότητα τα οράματα του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου για κάθοδο των Ρώσων στη «ζεστή θάλασσα» όπως ονόμαζαν το Αιγαίο πέλαγος. Το 1858 ιδρύθηκε στη Μόσχα η «Σλαβική Φιλανθρωπική Επιτροπή», της οποίας ιδρύθηκαν παραρτήματα στις μεγάλες Ρωσικές πόλεις. Κύριος σκοπός της ήταν η αναζωπύρωση της εθνικής αλλά και της θρησκευτικής ταυτότητος των Βαλκάνιων Σλάβων. Ως το 1860 ιδρύθηκαν άλλα τρία Σλαβικά Κομιτάτα, στην Αγία Πετρούπολη, το Κίεβο και το Καζάν, ενώ πανσλαβιστικές εστίες ιδρύθηκαν σε όλα τα Βαλκάνια, τη Μακεδονία και τη Θράκη, οι οποίες, κατά τις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, το 1903, είχαν υπερβεί τις 90. Το 1867 πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα ένα πανσλαβιστικό συνέδριο υπό τον τίτλο «εθνογραφικό σλαβικό συνέδριο» στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες αντιπρόσωποι, όμως τελικά κυριάρχησε η μορφή του μεγάλου θεωρητικού του πανσλαβισμού Νικολάου Ιγνάτιεφ [3].

Κύρια προσπάθεια, που υπηρετούσε τον πολιτικό στόχο της Ρωσίας, ήταν να πείθει τους Ουνίτες στα Βαλκάνια, δηλαδή τους Ορθόδοξους Χριστιανούς που είχαν ασπαστεί στον Καθολικισμό, να αναγνωρίσουν τη Βουλγαρική Εξαρχία, χρησιμοποιώντας κυρίως υλικές και χρηματικές απολαβές. Ο Έλληνας πρεσβευτής στο Βελιγράδι, σε γραπτή του αναφορά το 1887 αναφέρεται σε χρηματικό ποσό 4.000.000 φράγκων, το οποίο είχε δοθεί για την εξυπηρέτηση των εθνικών αναγκών της Σερβίας στη Μακεδονία από πλευράς των Ρώσων. [4]. Προκειμένου να πετύχει το σκοπό της η Ρωσική πολιτική, βοηθούσε άλλοτε τους Βουλγάρους και άλλοτε τους Σέρβους, αρκετές φορές και τους δύο.

Βουλγαρική εξαρχία

Την περίοδο 1853-56 έλαβε χώρα ο 11ος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, γνωστός ως ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Σύμμαχοι της Τουρκίας ήταν η Αγγλία, η Γαλλία και το Βασίλειο της Σαρδηνίας. Ο πόλεμος έληξε με νίκη των συμμάχων, όμως το 1856 ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει προνόμια στους υπόδουλους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας με το Διάταγμα Χάττι Χουμαγιούν. Έκτοτε, και σε σταθερή βάση, η Ρωσία επιδίωκε την εθνικιστική αφύπνιση των νότιων σλαβικών φύλων [5] και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας. Έτσι, Βούλγαροι κατέφθαναν για σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και επέστρεφαν ώστε να εξαπλώσουν τον σλαβικό εθνοφυλετισμό και το Βουλγαρικό εθνικό συναίσθημα, στρεφόμενοι εναντίον και του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, με αποτέλεσμα την ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας το 1878, την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία το 1885 και συνεπακόλουθα την εκδίωξη από τις πατρογονικές τους εστίες, των Ελλήνων [6] [7] της Βόρειας Θράκης [8]. Ο κόμης Νικόλαος Πάβλοβιτς Ιγνάτιεφ, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και θερμός οπαδός του πανσλαβισμού, υποστήριξε την ίδρυση Βουλγαρικής Εξαρχίας αλλά και αυτόνομης Βουλγαρικής επαρχίας.

Η Ρωσική προσπάθεια έλαβε χαρακτήρα επιθετικό και επιδίωξε την αφύπνιση του εθνικισμού των σλαβικών φύλων και κυρίως της Βουλγαρίας, ενώ Βούλγαροι στέλνονταν για σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και επέστρεφαν ώστε να εξαπλώσουν τον σλαβικό εθνοφυλετισμό και σταδιακά επιχειρήθηκε μια προσπάθεια των Βουλγάρων να διεισδύσουν νοτιότερα. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, άρχισε η οικοδόμηση βουλγάρικων σχολείων καθώς και ο διορισμός δασκάλων και ιερέων που υποστήριζαν τις απόψεις της Εξαρχείας, ακόμη και σε περιοχές που το βουλγάρικο στοιχείο ήταν μειοψηφικό, ζητούν τις εκκλησίες των Ελλήνων, απαιτούν να γίνεται η Λειτουργία στα Σλαβικά, παύουν να μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη κι εξαπολύουν τρομοκρατία κατά των Ελληνικών πληθυσμών.

Η βουλγαρική προσπάθεια είχε ως στόχο,

  • την προσέλκυση των σλαβόφωνων πληθυσμών, όπου υπήρχαν, στην Εξαρχία και την καλλιέργεια βουλγαρικής συνειδήσεως,
  • τη συστηματική διείσδυση σε περιοχές με συμπαγή -μη βουλγαρικό- πληθυσμό με στόχο να δημιουργηθούν βουλγαρικοί θύλακες.

Στις 10 Μαρτίου 1870 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που αποτέλεσε και το πρώτο βήμα για την ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους και περιλάμβανε τον όρο ότι, «...Αν τα 2/3 τουλάχιστον των ορθοδόξων κατοίκων μιας περιφέρειας εκδηλώσουν την επιθυμία να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η επαρχία αυτή μπορεί να αποσπασθεί από τη δικαιοδοσία του Πατριάρχου...». Η πρώτη πολιτική πράξη συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Βουλγαρίας υπήρξε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, που προέβλεπε τη δημιουργία μεγάλου Βουλγαρικού κράτους, αλλά ματαιώθηκε με τη συνθήκη του Βερολίνου που έγινε τον ίδιο χρόνο.

Ανθελληνική πολιτική

Στο έργο «Ιστορία των παλαιών και νέων Βουλγάρων», την οποία εξέδωσε το 1846 ο Ρώσος πανσλαβιστής Γεώργιος Ιβάνοβιτς, εξαιρούταν η σλαβική καταγωγή των Βουλγάρων, γενάρχες των οποίων ορίζονταν αυθαίρετα οι Όμηρος, Θουκυδίδης και Μέγας Αλέξανδρος, προπαγάνδα που βρήκε πρόσφορο έδαφος μεταξύ των απλών χωρικών Βουλγάρων, που ήταν χαμηλού πνευματικού επιπέδου. Γενιές Βουλγάρων ανδρώθηκαν με την πεποίθηση της «βουλγαρικής Θεσσαλονίκης», αφού εκεί γεννήθηκαν οι Απόστολοι των Σλάβων Κύριλλος και Μεθόδιος, ενώ οι Ρώσοι κήρυκες του πανσλαβισμού, που διέτρεχαν τη βουλγαρική ύπαιθρο, επεξέτειναν τα όνειρα του βουλγαρικού λαού μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ο δάσκαλος Ντιμίτρι Μιλαντίνωφ, από την Αχρίδα, ανέπτυξε από το 1845 έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα περιδιαβαίνοντας την ύπαιθρο και μιλώντας για τις αυτοκρατορικές δόξες του βουλγαρικού έθνους. Η δράση του σταδιακά εντάθηκε, ώστε το 1861 οι Οθωμανικές Αρχές να τον συλλάβουν κατηγορώντας τον ως πράκτορα της Ρωσίας. Μαζί του συνελήφθη και ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, και το 1862 απεβίωσαν και οι δύο στη φυλακή, από τύφο. Ο Ντιμίτρι Μιλαντίνωφ εργάσθηκε μεθοδικά και με πείσμα για την προώθηση της βουλγαρικής ιδέας, ενώ η σημαντικότερη προσφορά του ήταν η έκδοση, σε χιλιάδες αντίτυπα, του έργου:

  • «Ιστορία του Παϊσίου» το 1857. Το βιβλίο διένειμε σε όλη τη Μακεδονία με σκοπό τον επηρεασμό των σλαβόφωνων κατοίκων.

Στο σλαβολογικό συνέδριο της Μόσχας η Κωνσταντινούπολη ανακηρύχθηκε «σλαβική πόλη», την οποία στο εξής όλοι οι Σλάβοι θα όφειλαν να αποκαλούν «Τσάριγκραντ». Το 1877, μετά τον νικηφόρο Ρωσοτουρικό πόλεμο ο Φιόντορ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογιέφσκι, επίσης σκληρός πανσλαβιστής, σημείωσε [9]: «Κωνσταντινούπολη και Κεράτιος θα γίνουν πλέον δικά μας. Κέντρο της πανσλαβιστικής μας αυτοκρατορίας Θα είναι η Κωνσταντινούπολη».

Ελλάδα & Ρωσία

Από τα μέσα του 18ου αιώνα άρχισε ένας ιδιόμορφος αγώνας στο εσωτερικό του Αγίου Όρους με αφετηρία την προσπάθεια την προσπάθεια του Πανσλαβισμού να πετύχει τον έλεγχο του. Η προσπάθεια αυτή εντάθηκε την περίοδο της Βουλγαρικής Εξαρχίας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε όταν το 1872 στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως καταδικάστηκε ο Εθνικισμός. Την ίδια εποχή η Τσαρική Ρωσία επιχείρησε να αλλοιώσει την σύνθεση των μονών του Αγίου Όρους με την εγκατάσταση Ρώσων μοναχών και την παροχή δωρεών για τη δημιουργία τεράστίων κτιριακών δομών σε διάφορες «σκήτες» του Όρους. Στις αρχές του 19ου αιώνα εντάθηκε η προσπάθεια για την επέκταση των πανσλαβικών συμφερόντων στο Άγιο Όρος [10] και περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την προώθηση της ιδέας της διεθνοποιήσεως του Αγίου Όρους, με τη Ρωσία επικεφαλής της κινήσεως, η οποία ξεκίνησε αγώνα καταλήψεως σημείων στον Άθω, με στόχο την ανύψωση τους σε μονές και την αύξηση των δικαιωμάτων τους, με απώτερο σκοπό τον εκρωσισμό του Αγίου Όρους.

Η Ρωσική πολιτική πρόβλεπε τη δημιουργία πυκνού δικτύου σκητών, κελιών και καλυβών, στις οποίες διαβίωνε Ρωσικό προσωπικό, αλλά και την κατάληψη μονών και σκητών. Η προσπάθεια τους συναντούσε την ανοχή της Ελληνικής πλευράς, που αντιμετώπιζε με παθητικό τρόπο τις συνεχείς παραβιάσεις των διεθνών συνθηκών από τη Ρωσική πλευρά. Η προσπάθεια ξεκίνησε στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα στην οποία μετά από συμφωνία, εγκαταστάθηκαν τριάντα Ρώσοι μοναχοί, που κατά παράβαση της αρχικής συμφωνίας, έγιναν ογδόντα το 1852 και περισσότεροι από εκατό το 1856, για να φτάσουν τους τριακόσιους το 1873, με σημαντικό ποσοστό τους να αποτελείται από πρώην αξιωματικούς του στρατού και ιδιαίτερα του Ναυτικού. Την ίδια χρονιά εξέλεξαν ηγούμενο το Ρώσο μοναχό Μακάριο.

Το πρώτο χτύπημα στη Ρωσική προσπάθεια στα σχέδια της για επεκτατισμό στο Άγιο Όρος, επέφερε η εμφάνιση της αιρέσεως των Ονοματολατρών ή Ιησουϊτών, που προκάλεσε τη μείωση του αριθμού των Ρώσων μοναχών. Ιδρυτής της αιρέσεως ήταν ο μοναχός Ιλαρίων που ζούσε στο μετόχι Σίμων ο Χαναναίος της Μονής Παντελεήμονος, ο οποίος δίδασκε ότι η συνεχής απαγγελία του ονόματος του Θεού σώζει τον άνθρωπο. Η αίρεση ξεκίνησε το 1907 με την έκδοση του βιβλίου του με τίτλο:

  • «Επί των ορέων του Καυκάσου», το οποίο δεν θεωρήθηκε ορθόδοξο.

Το τελειωτικό κτύπημα στη Ρωσική προσπάθεια επέφερε η επικράτηση των μπολσεβίκων, τον Οκτώβριο του 1917. Έκτοτε η θρησκεία τέθηκε σε διωγμό στην Ρωσία και τερματίστηκε η υποστήριξη προς τους πανσλαβιστές μοναχούς, ενώ οι συνθήκες του Νεϊγύ, των Σεβρών και της Λοζάνης, αναγνώρισαν την de jure κυριαρχία του Ελληνικού κράτους επί του Αγίου Όρους. Λίγο καιρό αργότερα, Ρωσικά αποσπάσματα πήραν με τη βία τους Ρώσους μοναχούς από το Άγιο Όρος και άδειασαν τα Ρωσικά μοναστήρια από αφιερώματα και τιμαλφή.

Ελλάδα & Βουλγαρία

Αντίστοιχα αθέμιτα μέσα χρησιμοποίησε η Βουλγαρία και εκτός από τη Μονή Ζωγράφου Βουλγαρικό χαρακτήρα έλαβαν και η σκήτη της Κοιμήσεως Θεοτόκου ή του Ξυλουργού, που ήταν η πρώτη κοινόβια σκήτη. Η Βουλγαρία εκμεταλλεύτηκε τη δυσκολία της της Ελληνικής πλευράς, από το 1941-44, δηλαδή στη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, όταν προσπάθησε να καταλάβει τη Μονή Ζωγράφου, χρησιμοποιώντας γι' αυτό το σκοπό, το Βουλγαρικό στρατό, ενέργεια που ήρθε σε συνέχεια ανάλογων επιδιώξεων των την περίοδο 1912-13, την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Την περίοδο εκείνη, ένας λόχος του Βουλγαρικού στρατού που είχε μεταβεί για προσκύνημα στη Μονή Ζωγράφου, αρνήθηκε να την εγκαταλείψει κι ύψωσε τη Βουλγαρική σημαία. Οι στρατιώτες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, ύστερα από πολιορκία, από 100 εθελοντές Έλληνες κελιώτες και άλλους εργαζόμενους σε μονές, οι οποίοι είχαν επικεφαλής τον αστυνόμο των Καρυών. Στις 21 Ιουνίου 1913 ο λόχος αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στον Πειραιά.

Στην περίοδο της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, οι Βούλγαροι που κατείχαν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εκτέλεσαν περισσότερους άμαχους απ' όσους τα στρατεύματα κατοχής στην υπόλοιπη Ελλάδα, πήραν ως «ντουρντουβάκια», δηλαδή εργάτες σε καταναγκαστικά έργα, περισσότερους από 100.000 άντρες πολλοί από τους οποίους δεν γύρισαν ποτέ, άρπαξαν χιλιάδες επιχειρήσεις και άλλαξαν χιλιάδες τοπωνύμια, ενώ βέβαιοι ότι θα πετύχουν το σκοπό τους, αναδάσωσαν περιοχές γύρω από πόλεις όπως η Ξάνθη και η Καβάλα, αφού η ξυλεία ήταν η βασική τους οικονομία. Οι Βούλγαροι σε Μακεδονία και Θράκη έκλεψαν εκκλησιαστικά κειμήλια και αρχαιότητες, ενώ από την δεκαετία του 1960, έχουν σκάψει όλη την Βουλγαρία για να βρούνε τον τάφο του Ορφέα στην προσπάθεια τους να ταυτιστούν με τους αρχαίους Θράκες. Ο πρώτος να αποκόψουν την ευρύτερη περιοχή της Θράκης από την αρχαία Ελλάδα, και ο δεύτερος, να δημιουργήσουν την ιστορία τους ως…Θράκες πλέον.

Σήμερα, οι Βούλγαροι συμμετέχουν σε παγκόσμιες εκθέσεις με αρχαιολογικά ευρήματα ως Θράκες. Τον Απρίλιο του 2015 στο Μουσείο του Λούβρου λειτούργησε η έκθεση «Εποποιία των Θρακών Βασιλέων», με αντικείμενα του αρχαίου πολιτισμού των Θρακών, τα οποία έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στα Βουλγαρικά εδάφη. Η έκθεση είχε διαρκέσει έως τις 20 Ιουλίου εκείνου του έτους και περιλάμβανε αντικείμενα από τις τελευταίες αρχαιολογικές ανασκαφές στον τάφο του Θράκα ηγεμόνα Σεύθη Γ'. Η συλλογή, που μεταφέρθηκε από τη Βουλγαρία στο Παρίσι στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, περιλάμβανε αντικείμενα από 17 Μουσεία της Βουλγαρίας. Στα εγκαίνια ήταν παρόντες ο τότε Βούλγαρος πρωθυπουργός, Μπόικο Μπορίσοφ, και οι υπουργοί Πολιτισμού της Βουλγαρίας, Βεζντί Ρασίντοφ, που ανέφερε: «...είμαι περήφανος που το όνομα της Βουλγαρίας έλαμψε, για πρώτη φορά, στην πρόσοψη του Λούβρου», και της Γαλλίας, Φλερ Πελερίν. Μεταξύ των ειδικών προσκεκλημένων ήταν η επικεφαλής της Unesco, Ιρίνα Μπόκοβα, και η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.

Οι περισσότεροι από τους στόχους του πανσλαβισμού εκπληρώθηκαν με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των σλαβικών λαών των Βαλκανίων καθώς επίσης εξασφαλίστηκαν η αναβίωση των σλαβικών γλωσσών και η αναγνώριση του λαϊκού πολιτισμού των επί μέρους λαών. Ο πανσλαβισμός, που οι ιδέες του ενεργοποίησαν τους καλύτερους εκπροσώπους της σλαβικής διανοήσεως καθώς και μελετητές που ειδικεύονται στη λαογραφία, την ιστορία και τη φιλολογία, εξακολουθεί να αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο για την Ελλάδα, αν και από κάποιους οι ιδέες του χαρακτηρίζονται στις μέρες μας ως ρομαντικά εθνικιστικά κινήματα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο Πανσλαβισμός ως εργαλείο της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια ceregreece.blogspot.com, Ρωξάνη Καπαντζάκη.]
  2. [[Μπακούνιν για Αντι-ιμπεριαλιστές athens.indymedia.org]
  3. [Πανσλαβισμός και η άνοδος του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού Σταύρος Καρκαλέτσης, «Μακεδονικός Αγώνας».]
  4. [«....Προς εξαγοράν υπέρ των σερβικών υποθέσεων κυρίως Οθωμανών υπαλλήλων, οίτινες υπό των Βουλγάρων επίσης δωροδοκούμενοι, κατεδίωκον τους Σέρβους διδασκάλους...» Νικόλαος Βλάχος, καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, «Το Μακεδονικό Ζήτημα ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος: 1878-1908», σελίδες 177η-178η.]
  5. [Στην πατρίδα του πανσλαβισμού «Τα Νέα», ηλεκτρονική έκδοση, Καραμανωλάκης Βαγγέλης, 26 Σεπτεμβρίου 2009.]
  6. [Ο Πανσλαβισμός είναι ένας από τους δύο ιστορικούς εχθρούς του Ελληνισμού Video, youtube, Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος, δημοσιογράφος και Αμυντικός αναλυτής.]
  7. [Η Ελλάς και ο Πανσλαβισμός anemi.lib.uoc.gr, Βλάσης Γαβριηλίδης, Αθήνα 1869.]
  8. [Οι άγνωστοι αγώνες του Θρακικού Ελληνισμού κατά του Πανσλαβιστικού κινδύνου sitalkisking.blogspot.com, Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης.]
  9. [Πανσλαβισμός και η άνοδος του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού Σταύρος Καρκαλέτσης, «Μακεδονικός Αγώνας».]
  10. [Πανσλαβισμός-Διεθνοποίηση maccunion.wordpress.com]