Στυλιανός Γονατάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Στυλιανός Γονατάς, Έλληνας στρατιωτικός και μετέπειτα πολιτικός που διατέλεσε γερουσιαστής, πρόεδρος της Γερουσίας, υπουργός και πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1876 στην Πάτρα και πέθανε [1] στις 29 Μαρτίου 1966, στις 11:30 το πρωί στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», στην Αθήνα. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε την Πέμπτη 31 Μαρτίου 1966 από την Μητρόπολη Αθηνών και τάφηκε με δημόσια δαπάνη στο Α' νεκροταφείο Αθηνών.

Συνοπτικές πληροφορίες
Στυλιανός Γονατάς
Γονατάς3.JPG
Γέννηση: 15 Αυγούστου 1876
Τόπος: Πάτρα, Αχαΐα (Ελλάδα)
Σύζυγος: Ροξάνδρα Δημητρίου Αισώπου
Τέκνα: Χαρίκλεια, Αγγελική
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Αξιωματικός (ε.α.), Πολιτικός
Θάνατος: 29 Μαρτίου 1966
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
Έναρξη Θητείας : 14 Νοεμβρίου 1922
Λήξη θητείας : 11 Ιανουαρίου 1924
Προκάτοχος
Διάδοχος

Ήταν παντρεμένος με την Ροξάνδρα Δημητρίου Αισώπου, κόρη γνωστού ιατρού των Αθηνών, και από το γάμο τους έγινε πατέρας δύο θυγατέρων της Χαρίκλειας και της Αγγελικής, μετέπειτα συζύγου του νομικού και πολιτικού Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη.

Βιογραφία

Παππούς του ήταν Στυλιανός Γονατάς αξιωματικός του Στρατού Ξηράς και πατέρας του ο Επαμεινώνδας Γονατάς, Αρεοπαγίτης δικαστικός. Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρα του όπου αποφοίτησε από το 2ο Γυμνάσιο Πατρών [2] και το 1892 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1897, στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο ήταν στο τελευταίο έτος στη Στρατιωτική σχολή Ευελπίδων και όπως περιγράφει στα απομνημονεύματα του:

«...Ὀλίγον πρίν τελειώσουν τά μαθήματα τῆς τελευταίας τάξεως ἐκηρύχθη ο Ἑλληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀλυτρώτου τότε ἀκόμη Κρήτης, καί οὕτω διεκόπησαν τά μαθήματα μας. Ὁ πρῲην ὅμως διοικητής μας καί τότε Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν Νικολάος Μεταξᾶς δέν ἠθέλησε νά ἐξέλθωμεν ἀξιωματικοί καί νά μετάσχωμεν τοῦ Πολέμου, ἐνῷ ὁ στρατός εἶχε μεγίστην ἀνάγκην ἀξιωματικῶν, καί τοῦτο διότι ἀπό τῶν πρώτων ἡμερῶν ἔλαβε δυσμενῆ διά τά Ἑλληνικά ὅπλα τροπήν καί κατέληξε τελικῶς εἰς τήν ἧτταν τῆς Ἑλλάδος. Ἐχρησιμοποιήθημεν ὅμως ὡς προγυμνασταί τῶν ἐθελοντῶν καί τῶν νεοσυλλέκτων εἰς τά ἐν Ἀθήναις ἔμπεδα……..Μετά τήν ἀνακωχήν καί τήν ὁριστικήν συνθηκολόγησιν μετά τῆς Τουρκίας εἰσήλθομεν πάλιν εἰς τήν Σχολήν, ἐπερατώσαμεν τά ὀλίγα μαθήματα τά ὁποῖα ἀπέμεναν καί κατόπιν ἐξετάσεων ὠνομάσθημεν ἀνθυπολοχαγοί τήν 10ην Νοεμβρίου τοῦ 1897, καταταγέντες ὅλοι ὑποχρεωτικῶς εἰς τό Πεζικόν…» [3]. 

Αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, πρώτος μετά από την πενταετή εκπαίδευση, όπως οριζόταν εκείνη την εποχή.

Στρατιωτική δράση

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, έχοντας το βαθμό του υπολοχαγού ορίστηκε το 1907 γραφέας στο προξενείο Αδριανουπόλεως, με το ψευδώνυμο «Στέργιος Γρηγορίου». Στις αρχές του 1908 συστήθηκε η «Πανελλήνιος Οργάνωσις» και ο Γονατάς ανέλαβε τη διεύθυνση του θρακικού τμήματος της οργανώσεως και με όπλα που στάλθηκαν εκεί αντιμετωπίστηκαν δυναμικά οι ομάδες των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Παράλληλα, μελέτησε και έκανε έρευνες στο βιλαέτι της Αδριανουπόλεως για να συντάξει τον εθνολογικό της χάρτη. Η έρευνα του κατέγραψε τον πληθυσμό των Πομάκων για τους οποίους κάνει ειδική αναφορά στην έκθεση του αναφέροντας ότι:

«...και ο μεν ελληνικός πληθυσμός είναι σχεδόν ομοιόμορφα διεσπαρμένος σε όλο το βιλαέτι, πυκνότερος βέβαια προς το νότο και τη θάλασσα, την πάντα αγαπητή στους Έλληνες, αραιότερος δε προς το βορρά και τα βουλγαρικά σύνορα. Εξαίρεση αποτελεί το βορειοδυτικό τμήμα της Θράκης, το αποτελούμενο από την οροσειρά της Ροδόπης (καζάς Αχή–Τσελεπή, Εγρή–Δερέ, Δαρή–Δερέ, Σουλτάν–Γερή) στο οποίο καθόλου σχεδόν δεν υπάρχουν Έλληνες, αλλά ευτυχώς ούτε και Βούλγαροι και το οποίο κατοικείται αποκλειστικά από βουλγαρόφωνους μεν αλλά φανατικούς Μωαμεθανούς, τους ονομαζόμενους Πομάκους...». 

Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1909 ως υπασπιστής του αρχηγού της Νικολάου Ζορμπά και συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους, στην εκστρατεία της Ρωσίας το 1918 και στην Μικρασιατική εκστρατεία το 1920, αρχικά ως επιτελάρχης Σώματος στρατού και ως διοικητής μεραρχίας με το βαθμό του συνταγματάρχη. Προς το τέλος της εκστρατείας και ενώ ήταν ήδη φανερή η αποτυχία της και η κατάρρευση του Μετώπου, μέσω Κρήνης, [Τσεσμέ], μαζί με τον Νικόλαο Πλαστήρα, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους αντί να συμμορφωθούν προς τις διαταγές των ανωτέρων τους, Το μέτωπο κομματιάστηκε, το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού Στρατού αιχμαλωτίστηκε, όμως οι μονάδες τους διέφυγαν στην Χίο και την Μυτιλήνη, όπου ετοίμασαν και επέβαλαν το κίνημα τους. Στις 31 Μαΐου 1924, μετά τη λήξη της πρωθυπουργικής του θητείας, προήχθη με ψήφισμα σε αντιστράτηγο, μαζί με τον Νικόλαο Πλαστήρα.

Κίνημα Γονατά-Πλαστήρα-Φωκά

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1922, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους Γονατά ως εκπρόσωπο του Στρατού της Λέσβου και Νικόλαο Πλαστήρα ως εκπρόσωπο του Στρατού στη Χίο και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά ως εκπρόσωπο του Στόλου, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβερνήσεως του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Για το λόγο αυτό κατηγορήθηκαν ότι αυτός και ο Πλαστήρας, ενδιαφέρθηκαν μόνο να μεταφέρουν τα τμήματα τους ανέπαφα στη Χίο και τη Λέσβο για να εξεγερθούν εναντίον της νόμιμης κυβερνήσεως. Η επανάσταση επικράτησε αμέσως στα νησιά και οι αρχηγοί της διέταξαν το στρατό να μπει στα πλοία και να πλεύσει στον Πειραιά, την ίδια μέρα, ενώ τύπωσαν προκηρύξεις κι έστειλαν αεροπλάνο να τις πετάξει πάνω από την Αθήνα, ενώ μαζί τους συντάχθηκε ως πολιτικός σύμβουλος και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, τον οποίο διόρισε Υπουργό Εσωτερικών στην Επαναστατική κυβέρνηση.

Στις 5 Οκτωβρίου 1922, έστειλε τηλεγράφημα στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι, όπου βρίσκονταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με το οποίο ζητούσε, «..Ειδοποιήσατε αυτόθι ευρισκόμενον πρώην Ύπατον Αρμοστήν Σμύρνης κ. Στεργιάδην όπως κατέλθη εις την Ελλάδα μέχρι της 15ης τρέχοντος μηνός (Οκτωβρίου) προκειμένου να λογοδοτήση επί ζητημάτων αφορώντων την εν Μικρά Ασία διοίκησίν του.», όμως η προσπάθεια του απέβη μάταιη. Την περίοδο αυτή ανακηρύχθηκε η πρώτη αβασίλευτη δημοκρατία στη νεότερη Ελλάδα με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη αρχικά ως αντιβασιλέα και κατόπιν ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Παράλληλα φρόντισε, μαζί με το Θεόδωρο Πάγκαλο, για την καλύτερη δυνατή οργάνωση του στρατού στον Έβρο και διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στη Λοζάνη.

Ο Στυλιανός Γονατάς στα «Απομνημονεύματα» του αναφέρει ότι από τις Αρχές του 1922 είχε σχηματιστεί συνωμοτική ομάδα μέσα στο Στράτευμα της Μικράς Ασίας με στόχο να ανατραπεί η ηγεσία του Στρατεύματος και η κυβέρνηση των Αθηνών. Οι συνωμότες τοποθέτησαν, όταν ξέσπασε το Κίνημα σε Χίο και Λέσβο, ως ηγέτη τον Γονατά που είχε την φήμη ικανού Αξιωματικού και μετριοπαθούς φιλοβασιλικού. Είναι φρικιαστικές οι εικόνες από την μια των Ελλήνων που είναι αβοήθητοι στην Προκυμαία της Σμύρνης και την ίδια ώρα να παρελαύνουν στους δρόμους της Αθήνας οι Αξιωματικοί του Κινήματος, της «Επαναστάσεως του 1922» όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, την οποία πρόβαλε με κάθε τρόπο ο βενιζελικός Τύπος με ναυαρχίδα το «Ελεύθερον Βήμα» του Δημητρίου Λαμπράκη που είχε προ της καταρρεύσεως του Μετώπου πρωτοσέλιδες φωτογραφίες του Γονατά, του Νικόλαου Πλαστήρα και των λοιπών κινηματιών, για να τους μάθει η Κοινή Γνώμη, καθώς σε λίγο θα τους είχε ως πολιτικούς ηγέτες. Τις σε βαθμό προδοσίας πράξεις του Πλαστήρα αποκάλυψε η Επιτροπή που συγκροτήθηκε από τους βενιζελικούς διοικούντες υπό τον Στρατηγό Μαζαράκη το 1923-1924 και η οποία Επιτροπή διώχθηκε από τους Πλαστήρα και Γονατά, για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Δίκη των Έξι

Αντίθετα με τους Πάγκαλο, Οθωναίο, Χατζηκυριάκο και Αλέξανδρο Παπαναστασίου οι οποίοι με επιτακτικό τρόπο ζητούσαν να γίνουν εκτελέσεις, μαζί με τους Πλαστήρα και Δαγκλή, ήθελε να γίνει μια κανονική δίκη των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Φράνσις Οσ. Λίντλεϊ, πρέσβης της Αγγλίας στην Ελλάδα, ζήτησε και είδε τους Γονατά και Πλαστήρα, οι οποίοι τον καθησύχασαν ότι «...η Επανάσταση δεν εμφορείται από εκδικητές προθέσεις...», όπως εκείνος ανέφερε στην κυβέρνησή του, συμπληρώνοντας ότι η «Επαναστατική Επιτροπή», δηλαδή οι Στυλιανός Γονατάς ως αρχηγός, Νικόλαος Πλαστήρας, Λουκάς Σακελλαρόπουλος, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, Αχιλλέας Πρωτοσύγγελος και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς που αργότερα παραιτήθηκε αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία του Χατζηκυριάκου, δεσμεύθηκε ότι θα όσοι συνελήφθησαν ως υπεύθυνοι για την Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Χατζανέστης, Μιχαήλ Γούδας, Ξενοφών Στρατηγός, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, θα δικαστούν από τακτικό δικαστήριο και όχι από έκτακτο ή στρατοδικείο.

Ο μετέπειτα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, μαζί με 300 κατώτερους αξιωματικούς, τους οποίους συγκέντρωσε στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», εξέδωσαν ψήφισμα διά βοής, με το οποίο ζητούσαν την «...διά την άμεσον και αυστηράν τιμωρίαν των υπαιτίων της συμφοράς...». Συρόμενοι από τις εξελίξεις οι Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας, με διάγγελμά τους στις 4/17 Οκτωβρίου, δηλώνουν ότι είναι «...επιβεβλημένη η παραδειγματική τιμωρία των εχθρών της Πατρίδος...»... και «..ο οριστικός, ηθικός και πολιτικός, θάνατος των πολιτικών της καταστροφής». Την ίδια εποχή έφτασε στην Αθήνα ο Νικόλαος Πολίτης, ως εκπρόσωπος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την επόμενη ημέρα από την άφιξη του Πολίτη, ο Νικόλαος Λούρος, τότε πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών, κλήθηκε σε σύσκεψη, στο Εμπορικό Επιμελητήριο, προκειμένου να συζητηθεί «..θέμα μεγίστης εθνικής σπουδαιότητος». Εκεί ο αντισυνταγματάρχης Νότης Μπότσαρης αξιώνει από τους παριστάμενους να υπογράψουν δήλωση με την οποία να ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των προφυλακισμένων, ενώ ανάλογη ήταν η θέση και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μετά την άρνηση των παρόντων, ο Πολίτης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών του Βενιζέλου, οι οποίοι εκτίμησαν ως απαραίτητη «..την ανάγκην διά παραδειγματικήν τιμωρίαν των ενόχων», εννοώντας την με κάθε μέσο επιβολή της ποινής του θανάτου.

Στις 6 Οκτωβρίου συστάθηκε ανακριτική επιτροπή υπό την προεδρία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος στις 7 Οκτωβρίου διέταξε την απομόνωση όσων πολιτικών και στρατιωτικών κρατούνταν στις φυλακές Αβέρωφ. Η πρότασή τους συνοδεύτηκε από συλλαλητήριο προσφύγων της Μικράς Ασίας, την Κυριακή 9 Οκτωβρίου στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο επισφράγισε την ήδη ειλημμένη απόφαση της παραπομπής των θεωρούμενων ως ενόχων της Μικρασιατικής καταστροφής. Στο συλλαλητήριο μίλησε πρώτος ο Στυλιανός Γονατάς και στη συνέχεια ο Πλαστήρας, από τον εξώστη της Βουλής, ακριβώς πάνω από εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγνωστος Στρατιώτης, που απέδωσε όλα τα δεινά στους πολιτικούς, οι οποίοι «...με την ευτέλεια και την ανανδρία η οποία πάντοτε τους εχαρακτήρισεν...» επιχείρησαν να μεταθέσουν τις ευθύνες στους στρατιωτικούς «...Και είπαν: Η ήττα, η συμφορά είναι του στρατού, επειδή ο στρατός δεν ηθέλησεν να πολεμήσει. Συκοφαντία! Ο αγών είχε προδοθή!...». Την ίδια ώρα Στρατιωτικά αεροπλάνα έριχναν προκηρύξεις συμπαραστάσεως του Στρατού και του Στόλου στον λαό, ενώ τα Ψηφίσματα που εκδόθηκαν στο συλλαλητήριο, παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό Σωτήριο Κροκιδά. Στις 14 Οκτωβρίου 1922 δημοσιεύθηκε το διάταγμα «Περί συστάσεως και λειτουργίας Εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών», που υπογράφεται από τους Γονατά, Νικόλαο Πλαστήρα, Λουκά Σακελλαρόπουλο, Γέροντα, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκου. Το διάταγμα περιλάμβανε σε δύο κεφάλαια όλες οι διαδικασίες και τις ποινές που θα επιβληθούν, ενώ στο ακροτελεύτιο άρθρο του ορίζεται ότι «...κατά των υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου εκδιδομένων αποφάσεων ουδέν χωρεί τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον, η εκτέλεσις δε αυτών γίνεται συμφώνως τοις κειμένοις νόμοις, διαταγή της Επαναστατικής Επιτροπής...».

Στις 17/30 Οκτωβρίου ο Πολίτης σε επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφέρει ότι ήταν σίγουρος πως, αν το κόμμα των Φιλελευθέρων κατερχόταν στις εκλογές αντιμέτωπο με τα άλλα κόμματα, με καθαρά δικούς του συνδυασμούς, θα αποτύγχανε, ενώ αναφερόμενος στους κατηγορουμένους γράφει, «...Η ανάκρισις βαίνει προς το τέρμα της και ήδη ήρχισεν η απολογία των κατηγορουμένων. Ταυτοχρόνως, η Επαναστατική Επιτροπή απεφάσισε την συγκρότησιν εκτάκτου στρατοδικείου, όπερ θα αρχίση να λειτουργή την προσεχή εβδομάδα. Η δίκη θα διαρκέσει ολίγας μόνον ημέρας και αν απολήξη εις θανατικάς αποφάσεις, η Επαναστατική Επιτροπή εννοεί να προβή εις την άμεσον εκτέλεσιν αυτών...». Στις 3 Νοεμβρίου με νέα έκθεσή του, ο Άγγλος πρέσβης, ενημέρωσε την κυβέρνηση του ότι οι δυο συνταγματάρχες υπαναχώρησαν και δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους. Στους λόγους της αφίξεως του Πολίτη στην Αθήνα αναφέρθηκε και ο Δημήτριος Γούναρης λέγοντας στην απολογία του, «..Διατί άλλο ήλθεν ο Πολίτης; Διατί άμα έφθασεν αυτός μετεβλήθησαν αι αποφάσεις των επαναστατών και ιδρύθη το έκτακτον στρατοδικείον;...» [4].

Πρωθυπουργός

Ο Γονατάς ανέλαβε την προεδρία της Επαναστατικής κυβερνήσεως στις 14/27 Νοεμβρίου 1922, ο έβδομος πρωθυπουργός εκείνη χρονιά, μετά την παραίτηση του μετριοπαθούς πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά στις 10 Νοεμβρίου, και παρέμεινε στη θέση του πρωθυπουργού έως τις 11 Ιανουαρίου του επομένου έτους. Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του και ειδικότερα τις πρώτες ώρες της, ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων στη δίκη των έξι, καθώς και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπερασπίσεως, ενώ ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανήλθαν στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος ανακοίνωσε την ετυμηγορία, ενώ τα αρχεία της προανακριτικής διαδικασίας του 1922 καταστράφηκαν από την κυβέρνηση του λίγους μήνες μετά την εκτέλεση των Έξι.

Στις 2 Ιανουαρίου 1924, οι Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας, ντυμένοι με τη στρατιωτική στολή τους, προσήλθαν στη Βουλή για να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς ηγέτες, στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Δ' Συντακτικής Συνελεύσεως, που προήλθε από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, με αποστολή να συντάξει νέο σύνταγμα. Μιλώντας από το βήμα της Βουλής, ο Στυλιανός Γονατάς, ανήγγειλε την παραίτηση της κυβερνήσεως του και στις 11 Ιανουαρίου τον διαδέχθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Αθήνα στις 4 Ιανουαρίου, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης.

Πολιτική δράση

Εκλέχτηκε «πληρεξούσιος Αθηνών» για πρώτη φορά το 1923, κατά τις εκλογές της Δ΄ Συντακτικής Συνελεύσεως, ενώ στις Γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929, εκλέχθηκε πρώτος γερουσιαστής στο νομό Αττικής και Βοιωτίας και από τις 16 Δεκεμβρίου 1929 έως τις 4 Νοεμβρίου 1932, διετέλεσε Υπουργός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Εκλέχθηκε τρεις φορές πρόεδρος της Γερουσίας, στις 4 Νοεμβρίου 1932, την 1η Απριλίου 1933 και στις 8 Μαρτίου 1934 και παρέμεινε στη θέση μέχρι την 1η Απριλίου 1935 όταν καταργήθηκε η Γερουσία. Συμμετείχε στην οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα, η οποία συγκροτήθηκε από αποστρατευμένους βενιζελικούς αξιωματικούς και ήταν από του ηγέτες του βενιζελικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, καθώς μαζί με τον Αναστάσιο Παπούλα, ήταν από τους εμφανείς ηγέτες της, όμως πραγματικός αρχηγός της ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, αυτοεξόριστος στη Γαλλία από το 1933, μετά την αποτυχία του Βενιζελικού κινήματος που είχε οργανώσει. Κατά διαστήματα ανέλαβε τα υπουργεία Ναυτικών, Στρατιωτικών, Γεωργίας και Συγκοινωνίας.

Εμπρησμός της συνοικίας Κάμπελ

Ως γενικός διοικητής Μακεδονίας από τις 16 Δεκεμβρίου 1929, κατηγορήθηκε ως φιλικά προσκείμενος προς την οργάνωση στην εθνικιστική οργάνωση «Εθνική Ένωσις Ελλάδος», που έγινε γνωστή με τα αρχικά «Ε.Ε.Ε.» ή ως «3Ε». Τον Αύγουστο του 1930, όταν υιοθετήθηκε η ιδέα της Αυτονομίας της Μακεδονίας και την αποκάλυψη της συμμετοχής αντιπροσώπου της εβραϊκής οργάνωσης «Μακάμπη» σε συνέδριο της Μακεδονικής Επιτροπής, η «Εθνική Παμφοιτητική Ένωσις», [Ε.Π.Ε.], Θεσσαλονίκης, κυκλοφόρησε φυλλάδια με τα οποία καλούσε τους κατοίκους να μποϋκοτάρουν τους Εβραίους εμπόρους. Το απόγευμα της 24ης Ιουνίου 1931, εθνικιστές φοιτητές της ΕΠΕ, μοίρασαν προκηρύξεις στα εβραϊκά καταστήματα της συμπρωτεύουσας, όμως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αντέδρασαν και συνεπλάκησαν με τους φοιτητές. Ο Γονατάς, όταν πληροφορήθηκε τα επεισόδια, διέταξε την κατάσχεση των φυλλαδίων που είχαν κυκλοφορήσει καθώς και τη σύλληψη των πρωταιτίων για τα επεισόδια. Την επόμενη μέρα κάλεσε τα προεδρεία της ΕΠΕ, της ΕΕΕ, των Εθνικών Λεγεώνων και των εφέδρων αξιωματικών για να τους κάνει συστάσεις, όμως αρνήθηκε να κηρύξει στρατιωτικό νόμο επειδή όπως δήλωσε, «…θα επέφερε περιορισμόν της νυκτερινής κινήσεως εις βλάβην όλων των κινηματογράφων και θα επαύξανε την οικονομικήν κρίσιν…» [5].

Μετά τον εμπρησμό του Εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη, στις 29 Ιουλίου 1931, διαχώρισε τη θέση του από την ενέργεια και εγκατέλειψε τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 4 Νοεμβρίου 1932, για να αναλάβει στην Αθήνα την προεδρία της Γερουσίας. Αργότερα κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός του εμπρησμού, ο συνοικισμός Κάμπελ μετονομάσθηκε σε συνοικισμό Στυλιανού Γονατά. Τον Ιούνιο του 1933, δύο χρόνια μετά τον εμπρησμό, που της έδωσε πανελλήνια δημοσιότητα, η οργάνωση πραγματοποίησε «πορεία προς την Αθήνα» και τετραψήφιος αριθμός Χαλυβδοκράνων κατήλθε σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, φτάνοντας στον Σταθμό Λαρίσης. Στη συνέχεια οι οπαδοί της παρέλασαν σε σχηματισμούς μέσω των αθηναϊκών λεωφόρων για να καταλήξουν στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, όπου τους υποδέχθηκαν ο Στυλιανός Γονατάς, με την ιδιότητα του προέδρου της Γερουσίας καθώς και οι υπουργοί Εσωτερικών Ιωάννης Ράλλης και Δικαιοσύνης και Σπυρίδων Ταλιαδούρος.

4η Αυγούστου / Κατοχή & μετέπειτα

Το 1938, στη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και της πρωθυπουργίας του Ιωάννη Μεταξά, συνελήφθη και εξορίσθηκε αρχικά στη Μύκονο και το 1939 στη Σύρο όπου παρέμεινε μέχρι την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Το όνομα του, όπως και των πολιτικών και στρατιωτικών Θεόδωρου Πάγκαλου, Αλέξανδρου Οθωναίου, Δημήτριου Μάξιμου, Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, Γεώργιου Παπανδρέου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Βασίλη Δελιγιάννη, Γεώργιου Πεσματζόγλου, Γεώργιου Μερκούρη, Περικλή Ράλλη, Ιωάννη Σοφιανόπουλου, Στέφανου Στεφανόπουλου, Ντίνου Ροδόπουλου, Πέτρου Μαυρομιχάλη, Σταύρου Κωστόπουλου, Κρείττωνα Δηλαβέρη, Δημήτριου Καθενιώτη, αλλά και πολλών Πανεπιστημιακών καθηγητών περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων που επισκέφθηκαν, συνατήθηκαν και συνεχάρησαν το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου για το σχηματισμό της κυβερνήσεως του. Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση που εκδόθηκε, «... Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς...» [6].

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής του Επιτροπής αποφάσισε «...να οργανώσει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας..», όμως το 1941 σε κρούση για συνεργασία που έκανε στο Στυλιανό Γονατά, αυτός τους προειδοποίησε πως «...θα καλέσει τους αξιωματικούς να οργανώσουν στρατιωτικά τμήματα υπό τον Τσολάκογλου για να συντρίψουν την ανταρσία..». Στη διάρκεια της κατοχής φυλακίσθηκε το 1943, για τέσσερις μήνες στις φυλακές του Χαϊδαρίου. Συμμετείχε στην προσπάθεια του ΕΔΕΣ του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, όμως διαγράφηκε το 1943, όταν διασπάστηκε η Οργάνωση και έκτοτε υπήρχαν δύο ΕΔΕΣ, ο «προδοτικός», κατά τους οπαδούς του Ζέρβα, με ηγέτη τον Γονατά και ο πιστός στις αξίες του συνδέσμου με αρχηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος διέγραψε τους στασιαστές και τον Νοέμβριο του 1943, τους αποκήρυξε από το μυστικό Τύπο καθώς και με καθημερινές τοιχοκολλήσεις στους δρόμους της Αθήνας. Προς το τέλος της κατοχής της Ελλάδας, από κοινού με τους Ιωάννη Ράλλη, Θεόδωρο Πάγκαλο και Ιωάννη Βουλπιώτη, με σκοπό την προστασία της υπαίθρου από τις λυσσαλέες επιθέσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ίδρυσαν τα «Τάγματα Ασφαλείας», «...Διότι εμφανώς ...{...}... έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχε υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σχεδίων του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος...».

Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προσήλθε ως μάρτυρας υπερασπίσεως στη δίκη του Ιωάννη Ράλλη, μαζί του κατέθεσαν ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, στρατηγός της 9ης Μεραρχίας στο Συμμοριτοπόλεμο και ο Άγγελος Έβερτ, αρχηγός της Αστυνομίας πόλεων. Στις 18 Μαρτίου 1945 μετά τη διαφωνία του με το Θεμιστοκλή Σοφούλη, ίδρυσε το «Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων», με το οποίο πήρε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, σε Πανελλαδική σύμπραξη με το Λαϊκό Κόμμα, επιτυγχάνοντας την εκλογή 34 βουλευτών. Στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 για την επάνοδο του Βασιλέως Γεωργίου Β, τάχτηκε υπέρ της επανόδου του βασιλιά στο θρόνο του.

Ανέλαβε

  • Υπουργός Δημοσίων Έργων από τις 18 Απριλίου 1946 έως τις 24 Ιανουαρίου 1947, στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Tσαλδάρη και από τις 24 Ιανουαρίου 1947 έως τις 29 Αυγούστου 1947, στην κυβέρνηση του Δημητρίου Μαξίμου.

Το 1950, με το κόμμα του συμμετείχε σε συνασπισμό με το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος του Ναπολέοντα Ζέρβα, συνασπισμός που διαλύθηκε πριν τις εκλογές, ενώ το ίδιο έγινε στις 20 Ιανουαρίου 1950 και με το κόμμα του Γονατά. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, ο Γονατάς έλαβε μέρος ως υποψήφιος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, όμως δεν κατάφερε να εκλεγεί και σχεδόν αποσύρθηκε από την πολιτική. Συμμετείχε στο Συμβούλιο του Στέμματος το 1965, όπου μαζί με το Γεώργιο Παπανδρέου πρότειναν τη διεξαγωγή εκλογών, τις οποίες αρνήθηκε ο τότε Βασιλιάς Κωνσταντίνος.

Διακρίσεις

Του απονεμήθηκε τον Ιανουάριο του 1924

  • ο Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος, από τον αντιβασιλέα Κουντουριώτη με πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου, για τη συνεισφορά του στην επανάσταση του 1922 καθώς και για την εγκατάσταση 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα.

Εργογραφία

Εξέδωσε το έργο

  • «Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957» [7], το 1958, το οποίο θεωρείται σημαντική πηγή πληροφορήσεως για τα γεγονότα της περιόδου που πραγματεύεται.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. Απεβίωσεν ο Στυλιανός Γονατάς Εφημερίδα «Μακεδονία», Τετάρτη 30 Μαρτίου, αρ.φύλ.17487
  2. 2ο Γυμνάσιο Πατρών
  3. «Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957» Ολόκληρο το βιβλίο
  4. [Χαραλάμπους Βοζίκη, «Αι απολογίαι των θυμάτων της 15 Νοεμβρίου 1922»]
  5. [Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια Θεσσαλονίκης
  6. [Πηγή: Εφημερίδες «Ακρόπολις», «Καθημερινή» και «Ελεύθερον Βήμα», 9 και 10 Μαΐου 1941]
  7. «Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957» Ολόκληρο το βιβλίο


Κατάλογος Πρωθυπουργών της Ελλάδος
Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος | Κανακάρης Αθανάσιος | Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης | Κουντουριώτης Γεώργιος | Ζαΐμης Ανδρέας| Μαυρομιχάλης Γεώργιος | Καποδίστριας Ιωάννης | Καποδίστριας Αυγουστίνος | Κολοκοτρώνης Θεόδωρος | Τρικούπης Σπυρίδων  | Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος | Κωλέττης Ιωάννης | Κόμης Josef Ludwig von Armansperg | Ignaz von Rundhart| Όθων της Ελλάδος| Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος | Όθων της Ελλάδος | Μεταξάς Ανδρέας | Κανάρης Κωνσταντίνος | Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος | Κωλέττης Ιωάννης | Τζαβέλας Κίτσος | Κουντουριώτης Γεώργιος | Κανάρης Κωνσταντίνος | Κριεζής Αντώνιος | Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος | Βούλγαρης Δημήτριος | Μιαούλης Αθανάσιος | Κολοκοτρώνης (Γενναίος) Ιωάννης | Βούλγαρης Δημήτριος | Μωραϊτίνης Αριστείδης | Βάλβης Ζηνόβιος | Κυριακός Διομήδης | Ρούφος Μπενιζέλος | Ρούφος Μπενιζέλος | Βούλγαρης Δημήτριος | Κανάρης Κωνσταντίνος | Βάλβης Ζηνόβιος | Κανάρης Κωνσταντίνος | Κουμουνδούρος Αλέξανδρος | Δεληγεώργης Επαμεινώνδας | Ρούφος Μπενιζέλος | Βούλγαρης Δημήτριος | Ζαΐμης Θρασύβουλος | Τρικούπης Χαρίλαος  | Δηλιγιάννης Θεόδωρος  | Βάλβης Δημήτριος | Κωνσταντόπουλος Κωνσταντίνος | Σωτηρόπουλος Σωτήριος | Δηλιγιάννης Νικόλαος | Ράλλης Δημήτριος | Ζαΐμης Αλέξανδρος | Θεοτόκης Γεώργιος | Μαυρομιχάλης Κυριακούλης | Δραγούμης Στέφανος | Βενιζέλος Ελευθέριος  | Γούναρης Δημήτριος | Σκουλούδης Στέφανος | Καλογερόπουλος Νικόλαος | Λάμπρος Σπυρίδων | Νικόλαος Στράτος | Πρωτοπαπαδάκης Πέτρος | Τριανταφυλλάκος Νικόλαος | Χαραλάμπης Αναστάσιος | Κροκιδάς Σωτήριος | Γονατάς Στυλιανός | Καφαντάρης Γεώργιος | Παπαναστασίου Αλέξανδρος | Σοφούλης Θεμιστοκλής | Μιχαλακόπουλος Ανδρέας | Πάγκαλος Δ. Θεόδωρος  | Ευταξίας Αθανάσιος | Κονδύλης Γεώργιος | Τσαλδάρης Παναγιώτης | Οθωναίος Αλέξανδρος | Δεμερτζής Κωνσταντίνος | Μεταξάς Ιωάννης | Κορυζής Αλέξανδρος | Ταμπακόπουλος Άγις | Σακελλαρίου Αλέξανδρος | Βασιλεύς Γεώργιος Α' | Τσουδερός Εμμανουήλ | Τσολάκοκλου Γεώργιος | Λογοθετόπουλος Κωνσταντίνος | Ράλλης Ιωάννης  | Παπανδρέου Γεώργιος | Βούλγαρης Πέτρος | Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός | Κανελλόπουλος Παναγιώτης | Σοφούλης Θεμιστοκλής | Πουλίτσας Παναγιώτης | Τσαλδάρης Κωνσταντίνος | Τσαλδάρης Κωνσταντίνος | Μάξιμος Δημήτριος | Τσαλδάρης Κωνσταντίνος | Σοφούλης Θεμιστοκλής | Διομήδης Αλέξανδρος | Θεοτόκης Ιωάννης |  Βενιζέλος Σοφοκλής | Πλαστήρας Νικόλαος | Βενιζέλος Σοφοκλής | Πλαστήρας Νικόλαος | Κιουσόπουλος Δημήτριος | Παπάγος Αλέξανδρος  | Καραμανλής Κωνσταντίνος | Γεωργακόπουλος Κωνσταντίνος | Καραμανλής Κωνσταντίνος | Δόβας Κωνσταντίνος | Καραμανλής Κωνσταντίνος | Πιπινέλης Παναγιώτης | Μαυρομιχάλης Στυλιανός | Παπανδρέου Γεώργιος | Παρασκευόπουλος Ιωάννης | Παπανδρέου Γεώργιος | Αθανασιάδης-Νόβας Γεώργιος | Τσιριμώκος Ηλίας | Στεφανόπουλος Στέφανος | Παρασκευόπουλος Ιωάννης | Κανελλόπουλος Παναγιώτης | Κόλλιας Κωνσταντίνος | Παπαδόπουλος Γεώργιος | Μαρκεζίνης Σπυρίδων | Ανδρουτσόπουλος Αδαμάντιος | Καραμανλής Κωνσταντίνος | Ράλλης Γεώργιος | Παπανδρέου Ανδρέας  | Τζαννετάκης Τζαννής | Γρίβας Ιωάννης | Ζολώτας Ξενοφών | Μητσοτάκης Κωνσταντίνος | Παπανδρέου Ανδρέας | Σημίτης Κωνσταντίνος | Καραμανλής Αλ. Κωνσταντίνος | Παπανδρέου Α. Γεώργιος | Παπαδήμος Λουκάς | Πικραμμένος Παναγιώτης  | Σαμαράς Αντώνιος | Τσίπρας Αλέξης | Βασιλική Θάνου | Τσίπρας Αλέξης | Μητσοτάκης Κυριάκος | Σαρμάς Ιωάννης | Μητσοτάκης Κυριάκος