Τζουζέπε Βέρντι

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι [Ιταλικά: Giuseppe Fortunino Francesco Verdi], παγκοσμίου φήμης Ιταλός εθνικιστής μουσικός και συνθέτης της Όπερας, της εποχής του Ρομαντισμού, μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται τα «Ριγκολέττο», «Ναμπούκο», «Τραβιάτα» και «Αΐντα», μέρη των οποίων όπως τα «La donna è mobile», «Va' pensiero», «Libiamo» και «Marcia Trionfale» που είναι πασίγνωστα, σημαντικός δραματουργός, μαέστρος, σεναριογράφος και πολιτικός που εκλέχθηκε βουλευτής για μια θητεία, γεννήθηκε την Κυριακή, στις 8 το απόγευμα της 9ης ή της 10ης Οκτωβρίου 1813 στο Λε Ρονκόλ [Roncole, σήμερα Ρόνκολε Βέρντι] στο Δουκάτο της Πάρμας, που τότε ανήκε στην Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία, ένα χωριό κοντά στο Μπουσσέτο [Busseto] στην περιοχή της Μπάσσα Παντάννα της Ρώμης στην Ιταλία, και πέθανε στις 02:50 το ξημέρωμα της 27ης Ιανουαρίου 1901 στο Μιλάνο, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Την κηδεία του παρακολούθησαν περισσότεροι από 200.000 χιλιάδες Ιταλοί.

Στις 4 Μαΐου 1836 παντρεύτηκε με την Μαργαρίτα Μπαρέτσι [Margherita Barezzi], με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Ο γάμος τους κατέληξε σε οικογενειακή τραγωδία, καθώς στις 18 Ιουνίου 1840 πέθανε από εγκεφαλίτιδα η σύζυγος του σε ηλικία 26 ετών. Στις 26 Μαρτίου 1837 απέκτησαν τη Βιρτζίνια Μαρία Λουίτζα [Virginia Maria Luiza] η οποία πέθανε στις 12 Αυγούστου 1838, σε ηλικία 17 μηνών και στις 11 Ιουλίου 1838 γεννήθηκε ο Ιτσίλιο Ρομάνο [Icilio Romano], που πέθανε στις 22 Οκτωβρίου 1839 σε ηλικία 18 μηνών. Το 1859 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με τη σοπράνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι, με την οποία συζούσαν πολλά χρόνια νωρίτερα.

Τζουζέπε Βέρντι

Βιογραφία

Κατάγονταν από μια αγροτική, για πολλές γενιές, οικογένεια της βορειοκεντρικής Ιταλίας. Πατέρας του ήταν ο Κάρλο Τζουζέπε Βέρντι, αγρότης και ιδιοκτήτης πανδοχείου, αγράμματος, αλλά και πολύ φτωχός για να δώσει στον γιο του πλήρη μόρφωση, και μητέρα του η Λουίτζια Ουττίνι [Luigia Uttini], επίσης αγράμματη η οποία προτού παντρευτεί τον Κάρλο ασχολούνταν με το γνέσιμο μαλλιού. Ο Τζουζέπε, που είχε μια μικρότερη αδελφή την Τζουζέπα Φραντσέσκα που γεννήθηκε το 1816.

Παιδικά χρόνια

Έδειξε από νωρίς το μουσικό ταλέντο του και ο Αντόνιο Μπαρέτσι [Antonio Barezzi], ένας πλούσιος έμπορος από το Μπουσέτο που ήταν ερασιτέχνης μουσικός, τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε στις σπουδές του. Από μικρό παιδί ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και λιγομίλητος. Κατά διαστήματα κατέφευγε στους αγρούς για να απολαύσει την ομορφιά της φύσεως, ενώ στα έξι του χρόνια, οι γονείς του διέθεσαν όλες τις οικονομίες τους για να του αγοράσουν ένα μεταχειρισμένο πληκτροφόρο μουσικό όργανο. Όταν ήταν 7 χρονών, βοηθούσε τον τοπικό ιερέα στη λειτουργία της Κυριακής κι ήταν απορροφημένος από τους ήχους του εκκλησιαστικού οργάνου, έτσι δεν ανταποκρίθηκε στη φωνή του ιερωμένου που ζητούσε το δισκοπότηρο. Τότε ο ιερέας του έδωσε μια κλωτσιά και τον πέταξε στην απέναντι γωνία. Ο Τζουζέπε περιέγραψε τη σκηνή λέγοντας, «..με μάτια πύρινα από την οργή τον καταράστηκα στην τοπική διάλεκτο, «ο θεός να σου ρίξει μια σαΐτα, ο θεός να σου ρίξει κεραυνό..». Μερικά χρόνια ένας κεραυνός σκότωσε το συγκεκριμένο ιερέα.

Σύντομα η οικογένεια του μετακόμισε στο Μπουσσέτο και η μόρφωση του Τζουζέπε διευκολύνθηκε από τις επισκέψεις του στη βιβλιοθήκη των Ιησουιτών της περιοχής. Σε ηλικία 10 ετών έγινε οργανίστας με μερική απασχόληση στο San Michele, όμως ο τίτλος του απονεμήθηκε το 1825, χρονιά που έγινε δεκτός στο σχολείο μουσικής του οργανίστα Προβέζι [Provesi], ενώ συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στο γυμνάσιο του Μπουσέτο. Παράλληλα, παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα στη μουσική σύνθεση στην οποία από πολύ νωρίς έδειξε καταπληκτική κλίση, ενώ αντέγραφε και αντικαθιστούσε τον οργανίστα της εκκλησίας και παράλληλα άρχισε να συνθέτει κομμάτια για την τοπική φιλαρμονική. Όταν ο δάσκαλός του πέθανε, μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, με έξοδα του Μπαρέτσι για σπουδές στο Ωδείο, όμως δεν έγινε δεκτός, καθώς είχε υπερβεί το όριο ηλικίας και δεν τοποθετούσε σωστά τα χέρια του στο πιάνο. Έμεινε στο Μιλάνο τρία χρόνια και σπούδασε κοντά στον Βιτσέντζο Λαβίνια [Vincenzo Lavigna], ένα μουσικό της Σκάλας της Μιλάνου.

Ενήλικα χρόνια

Tον Ιούνιο του 1833 επέστρεψε στο Μπουσέτο, λόγω του θανάτου της αδελφής του, της Τζουζέπα και κάθε Κυριακή κάλυπτε μεγάλες αποστάσεις για να παίξει εκκλησιαστική μουσική στη διάρκεια της λειτουργίας στην Παναγιά των Αγρών. Τον Οκτώβριο του 1834, διεκδίκησε τη θέση του οργανίστα και διευθυντή της χορωδίας της τοπικής εκκλησίας, όμως αν και αρχικά απέτυχε να καταλάβει τη θέση, την οποία κατέλαβε ο Φεράρι που τον υποστήριζαν τοπικοί παράγοντες της εκκλησίας. Τον ίδιο χρόνο διοργάνωσε την πρώτη του συναυλία στο Μιλάνο και τον Ιούλιο του 1835 απέκτησε το δίπλωμα που του επέτρεψε να γίνει αρχιμουσικός στο Μιλάνο. Το 1836 διορίσθηκε αρχιμουσικός της της Φιλαρμονικής ορχήστρας της εκκλησίας του Μπουσσέτο, καθώς ο Φεράρι παραιτήθηκε κάτω από τη πίεση των μουσικών κύκλων της πόλεως, όμως η εμπειρία αυτή του δημιούργησε έντονα αισθήματα αντικληρικισμού. Παραιτήθηκε από τη θέση το φθινόπωρο του 1838 και μετακόμισε με τη Μαργκερίτα στο Μιλάνο, όπου το 1839 παρουσίασε το πρώτο του μουσικό έργο, την όπερα «Ομπέρτο», στη Σκάλα του Μιλάνου, και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, διότι η μουσική του πλησίαζε εκείνη του Μπελλίνι.

Ο Βέρντι στο Μπουσέτο ήταν ιδιοκτήτης ενός μεγάλου κτήματος, στο οποίο υπήρχε μια έπαυλη γνωστή ως Σαντ’ Αγκάτα, όπου επέστρεφε κάθε χρόνο για να επιβλέψει τη συγκομιδή των γεωργικών προϊόντων αλλά και τις κτηνοτροφικές εργασίες. Εκεί έφερε το 1849 την ερωμένη του τη Τζουζεπίνα και ο γαμπρός του τον επέκρινε που έφερε μια πόρνη, ενώ άγνωστοι πετούσαν πέτρες στα παράθυρα του σπιτιού του. Ο Βέρντι έλεγε για το Μπουσέτο πως, «...Όταν έφτασα εδώ ....όλα τα όργανα έπαιζαν σκοπούς του Ριγκολέτου, του Τροβατόρε κι όλες τις άλλες όπερες βράδι-πρωί. Μ' ενόχλησε τόσο, που νοίκιασα όλα τα μηχανικά πιάνα που έπαιζαν οι πλανώδιοι μουσικοί γι' αυτή τη σεζόν. Μου κόστισαν 1000 φράγκα, αλλά τουλάχιστον έχω την ησυχία μου...».

Η οικογενειακή του ηρεμία διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1870, όταν ο Βέρντι δημιούργησε δεσμό με τη σοπράνο Τερέζα Σολτς, όμως το 1877, ο Βέρντι επέλεξε μείνει κοντά στη σύζυγο του κι όχι μαζί της. Μετά το 1890, η Τζουζεπίνα νοσούσε συνεχώς και πέθανε το Νοέμβριο του 1897. Το 1898 ο Τζουζέπε εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο και καθώς η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε ιδιαίτερες μετακινήσεις δεν παραβρέθηκε στην πρεμιέρα των Quattro Pezzi Sacri στο Παρίσι, όπου εκπροσωπήθηκε από τον Μπόιτο.

Το τέλος του

Στις 14 Μαΐου 1900, ο Βέρντι υπέγραψε τη διαθήκη του στο Μιλάνο, με την οποία όρισε μοναδική του κληρονόμο του την «ξαδέρφη του Μαρία», η οποία στην πραγματικότητα ονομάζονταν Filomena. Με τη διαθήκη του Βέρντι, ο οίκος ευγηρίας «La casa di riposo» [1], που ο ίδιος δημιούργησε, κληρονόμησε τα πνευματικά δικαιώματα όλων των έργων του. Την ίδια εποχή o Βέρντι αρνήθηκε να συνθέσει έργο για τον θάνατο του βασιλιά και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ανέθεσε στη Μαρία να καταστρέψει δύο κιβώτια που περιείχαν έργα της νεότητάς του, ενώ η τελευταία του επιθυμία ήταν «Όχι τυμπανοκρουσίες» στην κηδεία του.

Στις 21 Ιανουαρίου 1901, ο Βέρντι υπέστη καρδιακή προσβολή, στο Grand Hotel του Μιλάνο όπου διέμενε. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου απομάκρυνε τους υπόλοιπους πελάτες του, η αστυνομία απαγόρευε να περνούν από το δρόμο μπροστά στο ξενοδοχείο για να εξασφαλίζει την ηρεμία του ασθενούς, και το βασιλικό ζεύγος της Ιταλίας είχε συνεχή ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του. Ο Βέρντι πέθανε στις 2:50 το πρωί της 27ης Ιανουαρίου και τα περισσότερα καταστήματα της Ιταλικής πόλεως παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους. Η νεκρώσιμη ακολουθία του, στις 29 Ιανουαρίου 1901, αποτέλεσε αφορμή για τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική συνένωση στην ιστορία της Ιταλίας, καθώς ορχήστρες και χορωδίες από ολόκληρη την επικράτεια ενώθηκαν στο Μιλάνο υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Περισσότερα από 300.000 άτομα τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, τραγουδώντας το «Va Pensiero»-«Πέταξε σκέψη», απόσπασμα από την τρίτη πράξη της όπερας «Ναμπούκο», μελωδία που έγινε ο ύμνος της ιταλικής ενότητας. Τάφηκε κρύπτη του ιδρύματος για αναξιοπαθούντες μουσικούς το οποίο δημιούργησε ο ίδιος.

Πολιτικές / Ιδεολογικές απόψεις

Αναμνηστικό νόμισμα Βέρντι

Η εθνικιστική έξαρση του 19ου αιώνα που συνόδευσε το σχηματισμό των εθνικών κρατών επηρέασε πολύ και τη μουσική αυτών των χρόνων. Ο εθνικισμός ως ιδεολογία, αντανακλάται στη μουσική, κυρίως στην όπερα, από το πρώτο μισό του αιώνα, με πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις το Τζουζέπε Βέρντι και το κίνημα «Il Risorgimento» στην Ιταλία, τον Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ και τη γερμανική ρομαντική όπερα καθώς και το Μιχαήλ Γκλίνκα και τη Ρωσική όπερα.

Η μουσική σταδιοδρομία του Βέρντι συνδέθηκε με τις προσπάθειες για την πολιτική ένωση της χώρας του. Μια τάση που ο Βέρντι ενθάρρυνε με τη θεματολογία των έργων του, Ναμπούκο, Τραβιάτα, Ρισκολέτο, Αίντα, τα οποία, εμπνεόμενα από το ιστορικό παρελθόν και επενδυμένα με εντυπωσιακά χορωδιακά, δημιουργούσαν εύκολα στο κοινό συνειρμούς με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Έτσι συνδέθηκε πολύ στενά με τις προσπάθειες για την «Εθνική Αναγέννηση» [«Il Risorgimento»] της Ιταλίας, η οποία στην εποχή του Βέρντι ήταν χωρισμένη σε μικρά κρατίδια και το μεγαλύτερο μέρος του Βόρειου τμήματος της, μεταξύ του και το Μιλάνο, βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Αυστρίας. Ο Βέρντι ανήκε σε όσους αντιμάχονταν την Αυστρία και τους υποστηρικτές της. Το 1842, μετά την πρεμιέρα της όπερας «Ναμπούκο», η επωδός «Va' pensiero», χρησιμοποιήθηκε από το Ιταλικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ως διαμαρτυρία κατά της Αυστρίας κι έγινε ο ανεπίσημος ύμνος του «Ριζορτζιμέντο», του εθνικιστικού κινήματος για την ενοποίηση της Ιταλίας.

Το συγκεκριμένο μέρος της όπερας συνδέθηκε με τους αγώνες για την ιταλική ενοποίηση, καθώς προχωρούσε στον ιστορικό παραλληλισμό των εβραίων σκλάβων με τους Ιταλούς του 19ου αιώνα, ενώ και ο λιμπρετίστας Τεμιστόκλα Σολέρα πήρε ενεργό μέρος στον πατριωτικό αγώνα. Όταν η χορωδία τραγούδησε το «Va, pensiero» στην πρεμιέρα στο Μιλάνο, το κοινό με πατριωτικό ζήλο συμπόνεσε τους εξόριστους σκλάβους που θρηνούσαν για τη χαμένη πατρίδα τους, ζητώντας να επαναληφθεί το κομμάτι, πράξη που θορύβησε την αυστριακή αρχή και η όπερα απαγορεύτηκε. Έτσι η μελωδία ταυτίστηκε στη συλλογική συνείδηση με τους πατριώτες και με την επαναστατική Ιταλική εθνική αφύπνιση, όσων πολέμησαν την αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Στα 1859, ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ, βασιλιάς της Σαβοΐας ένας μετριοπαθής μονάρχης που τασσόταν υπέρ μιας μορφής συνταγματικής μοναρχίας, διαδέχτηκε τον Αλβέρτο στο θρόνο της Σαρδηνίας κι έκανε τον Καμίλο Καβούρ πρωθυπουργό του, έχοντας ως κοινό τους όνειρό την ένωση της Ιταλίας σε ένα κράτος. Σταδιακά η κίνηση υπέρ της απελευθερώσεως και της Ενώσεως της Ιταλίας, πήρε μορφή στο πρόσωπο του Βίκτορα Εμμανουήλ, ο οποίος συνδέθηκε φιλικά με τον Βέρντι. Ο Βέρντι ήταν συνειδητά πολιτικοποιημένος και γνώριζε ότι το σύνθημα «Viva V.E.R.D.I.» στους τοίχους των σπιτιών στη Βόρεια Ιταλία, που έκανε τους Αυστριακούς να απορούν, είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ιταλούς εθνικιστές πατριώτες, καθώς το ακρωνύμιο «V.E.R.D.I.» σήμαινε «Vittorio Emanuele, Re d’ Italia», δηλαδή «Βίκτωρ Εμμανουήλ, Βασιλιάς της Ιταλίας». Το κρυφό επαναστατικό μήνυμα που δέσποζε στους τοίχους της Ιταλίας τη δεκαετία του 1860, καλούσε τους Ιταλούς σε επανάσταση και ενοποίηση. Όταν το 1861 η Ιταλία έγινε Έθνος-κράτος, ο Βέρντι ήταν υποψήφιος για μια θέση βουλευτή στο Ιταλικό κοινοβούλιο, όπου τον ήθελε ο θεμελιωτής της ιταλικής ενοποιήσεως, ο Καμίλο Καβούρ. Ο Βέρντι είχε γνωστοποιήσει στον βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που απαιτούσε ένωση της Πάρμα με την υπόλοιπη Ιταλία. Εκλέχθηκε βουλευτής και παρέμεινε στη θέση ως το 1865, παραμερίζοντας το γράψιμο και τη μουσική. Στο υπόλοιπο της ζωής του, ο Βέρντι ήταν σεβαστός ως ο συνθέτης του «Il Risorgimento» [«Η Αναζωπύρωση»] που έφερε την ένωση της Ιταλίας.

Ο εθνικισμός του Βέρντι ήταν συγκαλυμμένος και δεν μπορούσε –σε καμία περίπτωση- να είναι φανερός. Στην Ιταλία υπήρχε λογοκρισία για όπερες με θέματα από την Ιταλική ιστορία καθώς το εθνικιστικό σκίρτημα των Ιταλών που άκουγαν την ίδια μουσική και τους ίδιους πατριωτικούς στίχους, αποτελούσε ανατρεπτική πράξη για το καθεστώς κατοχής. Αναζητούσε έμμεσους τρόπους για να προβάλει το εθνικιστικό μήνυμα του μέσω της όπερας και όπως έγραφε σ’ ένα γράμμα του στον Τζιουζέπε Τζιούστι, «...Δυστυχώς για εμάς αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί, πρέπει να καταφύγουμε στην μεταμφίεση».

Η όπερα «Ναμπούκο» αποτελεί για τον Βέρντι μια πρόφαση, καθώς ο πραγματικός του σκοπός είναι να μιλήσει για το «Ριζορτζιμέντο» το Ιταλικό εθνικιστικό κίνημα της εποχής, που ήταν εμπνευσμένο από τα κηρύγματα του Ναπολέοντα περί ισότητας, εθνικού κράτους και κυρίαρχου λαού [2]. Στην όπερα «Ναμπούκο» το κυρίαρχο θέμα δεν είναι οι υπόδουλοι Εβραίοι, η όπερα «Οι Λομβαρδοί στην πρώτη Σταυροφορία» δεν αναφέρεται στην σύγκρουση σταυροφόρων και Σαρακηνών, ενώ και η όπερα η «Αλτσίρα» δεν αναφέρεται σε σύγκρουση Ισπανών και Περουβιανών. Αναφέρονται όλες στον εθνικό αγώνα των Ιταλών για απελευθέρωση και ενοποίηση, με πεδίο δράσεως εξωτικά μέρη για να αποφύγει τη λογοκρισία των Αυστριακών.

Οι Ιταλοί τραγούδαγαν στους δρόμους το «Va pensiero» με τους εθνικιστικούς τόνους, το οποίο μετέτρεψαν στον ύμνο του «Ριζορτζιμέντο». Με την όπερα «Ναμπούκο» ταυτίστηκε όχι μόνο κάθε Ιταλός, όχι μόνο κάθε υπόδουλος λαός της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, αλλά και οι λαοί των Βαλκανίων. Στα θλιμένα λόγια των υπόδουλων που θρηνούν ο αρχιερέας Ζαχαρίας απαντά, δίνοντας ως προφητεία την λύτρωση:
«Εγερθείτε θλιμμένα μου αδέλφια,
Ο Κύριος μιλάει μέσα από τα χείλη μου.
Οι επονείδιστες αλυσίδες θα σπάσουν».

Ο Ιταλός μουσουργός αποτελεί μέρος της Εθνικής Ιταλικής συνειδήσεως και καταξιώθηκε στη συνείδηση του Ιταλικού λαού ως κάτι ιερό, καθώς υπήρξε προικισμένος συνθέτης με ηγετικές ικανότητες, αλλά και άδολη αγάπη στην καρδιά του. Εκφράστηκε για τις αγωνίες, τα πάθη και τις ευχές των Ιταλών και στη συνέχεια των πολιτών όλου του κόσμου, μέσα από τη μουσική του. Είχε δηλώσει, «..Οι πολιτικές ιδέες δε με φοβίζουν. Τρέμω τη μισαλλοδοξία και τη βία. Πιστεύω ακράδαντα πως οι μεγαλοφυΐες αλλάζουν τη μορφή του κόσμου. Ζητώ από εκείνους που κρατούν στα χέρια τους τις υποθέσεις του λαού, να είναι πολίτες με ζήλο, με συναίσθηση καθήκοντος και με άψογη τιμιότητα..».

Ο Βέρντι ήταν άνθρωπος εύθικτος και ευαίσθητος, ελεύθερος διανοούμενος και φανατικός αναγνώστης της Βίβλου, ο οποίος στα έργα του αναζητά το Θεό, την Πατρίδα, το Λαό, τη Δικαιοσύνη και την ελευθερία. Σύμφωνα με τη σύντροφο του και μετέπειτα σύζυγος του Ιωσηφίνα Στρεππόνι, που τον αποκαλούσε «αγαπημένο της Βέρντι» και του έλεγε «εσύ, χωριάτη, γεννήθηκες Πρίγκιπας», «Η ιδέα του Θεού είχε ριζώσει στο πνεύμα και τη συνείδηση του Βέρντι. Αλλά η θρησκεία του δεν ήταν η θρησκεία της Εκκλησίας» . Η Ιωσηφίνα ήταν θεοσεβούμενη και υπέφερε που ο Βέρντι απέφευγε την εκκλησία, καθώς από πολιτική άποψη είχε ταχθεί εναντίον της εκκλησίας, η οποία του προκαλούσε φόβο και αποστροφή με την πρόσκαιρη εγκόσμια εξουσία της.

Ένα μήνα μετά την κηδεία του η μεταφορά της σορού του από το κοιμητήριο στην τελευταία του κατοικία, σε μια κρύπτη του Οίκου Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς τον οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος, συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλούς κι έγινε αφορμή να εκφράσουν τη λατρεία και τον σεβασμό τους στον συνθέτη-εθνικό σύμβολο. Ενώ η πομπή διέσχιζε τους δρόμους του Μιλάνου, το πλήθος ένωσε τη φωνή του με τη Χορωδία και την Ορχήστρα της Σκάλας ψάλλοντας το «Va' pensiero».

Διακρίσεις

Το 1874 διορίστηκε μέλος της Ιταλικής Γερουσίας από το βασιλιά Βίκτωρ Εμμανουήλ Β', ανακηρύχθηκε μέλος της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και ονομάστηκε Ιππότης [Cavaliere] του Μεγάλου Σταυρού της Ιταλίας, ενώ αρνήθηκε την πρόταση του Ιταλού βασιλιά να του απονείμει τον τίτλο του Μαρκησίου, λέγοντας, «Είμαι ένας χωρικός».

Εργογραφία [3]

Καταξιώθηκε ως ο μεγαλύτερος μουσικός συνθέτης όπερας του 19ου αιώνος και συνέθεσε 26 όπερες, τις 19 στα πρώτα 18 χρόνια της συνθετικής του δραστηριότητας και τις επτά στα υπόλοιπα 34, και από το 1843 ως το 1850 αποδέχθηκε 13 παραγγελίες ενώ απέρριψε πολύ περισσότερες. Υπήρξε ο λυρικότερος συνθέτης των μελοδραμάτων της Ιταλίας, ένας από τους κορυφαίους συνθέτες στον χώρο της Παγκοσμίου Όπερας την οποία ανέδειξε σε κύριο είδος δημοσίου θεάματος στην Ιταλία του 19ου αιώνα, ενώ ορισμένα από τα πλέον δημοφιλή τμήματα έργων του, όπως η άρια «La donna è mobile» από την όπερα «Ριγολέτο», το χορωδιακό «Va' pensiero» από την όπερα «Ναμπούκο», το ντουέτο «Libiamo ne' lieti calici» από την όπερα «Λα Τραβιάτα» και το εμβατήριο «Marcia Trionfale» από την όπερα «Aida», συγκαταλέγονται στα έργα που συνεγείρουν ευρύτερα ακροατήρια. Με το έργο του απελευθέρωσε το Ιταλικό μελόδραμα από τους περιορισμούς του 1700, ενώ συντέλεσε στη μεταφορά και την προσαρμογή του στις πιο πολύπλοκες ψυχολογικές και δραματικές καταστάσεις.

Όπερες

  • «Έξι Ρομάντσες», το 1838,

Αν και τα πρώτα του έργα δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, ανέβασε την πρώτη του όπερα,

  • «Ουμπέρτο, ο κόμης του Σαν Μπονιφάτσιο», το οποίο έκανε πρεμιέρα στις 17 Νοεμβρίου 1839, στο θέατρο της Σκάλας του Μιλάνο με μεγάλη επιτυχία.

Ακολούθησαν οι όπερες,

  • «Μια μέρα βασιλείας» [«Un giorno di regno»], κωμική όπερα, που έκανε πρεμιέρα στις 17 Νοεμβρίου 1840,
  • «Ναμπούκο» [«Nabucco» σύντμηση του «Ναβουχοδονόσωρ»], έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα [Teatro alla Scala] του Μιλάνο στις 9 Μαρτίου 1842, με την Ιωσηφίνα Στρεππόνι, πριμαντόνα στη Σκάλα του Μιλάνου, πρώτη ερμηνεύτρια του «Ναμπούκο» στον ρόλο της Αμπιγκαΐλε, έργο που εξασφάλισε στον συνθέτη διεθνή καταξίωση και αναγνώριση.

Είναι μία εθνικιστικού [4] περιεχομένου όπερα σε 4 πράξεις πάνω σε ιταλικό λιμπρέτο του Τεμιστόκλα Σολέρα, βασισμένη στη βιβλική ιστορία και το θεατρικό έργο των Anicet-Bourgeois και Francis Cornu. Περιλαμβάνει εξαίσιες άριες, συγκλονιστικά χορωδιακά και πλούσια ορχηστρικά ηχοχρώματα και σ' αυτήν ο Βέρντι αφηγείται μία συναρπαστική ιστορία έρωτα, πολέμου και θρησκευτικών συγκρούσεων με φόντο βιβλικές αναφορές. Ο οριστικός τίτλος, με τον οποίο είναι σήμερα γνωστό το έργο, πρωτοδόθηκε τον Σεπτέμβριο 1844, σε μία παράσταση στην Κέρκυρα. Το γνωστότερο κομμάτι του «Ναμπούκο» είναι το χορωδιακό [«Va' pensiero» δηλαδή «Πέτα σκέψη»] των Εβραίων της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας.

Η όπερα γράφηκε όταν ο ιμπρεσάριος Μερέλι έδωσε στο Βέντι ένα λιμπρέτο βασισμένο στη βιβλική αφήγηση του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα, με τον τίτλο «Ναμπούκο» στα ιταλικά, όμως ο Βέρντι δεν έδωσε σημασία στο κείμενο για πέντε μήνες. Μια μέρα το έπιασε και το ξεφύλλισε. Χρόνια αργότερα, θα έγραφε, «..Μια μέρα, μια φράση. Μια άλλη μέρα, μια άλλη φράση. Πότε μια νότα, πότε μια φράση. Λίγο λίγο γράφτηκε η όπερα». Αντίθετα ο Γερμανός συνθέτης Ότο Νικολάι θεωρούσε το «Nabucco» σαν μουσικό έργο γεμάτο «Οργή, βρισιές, αιματοχυσία και φόνους», ενώ δεν δίστασε να δηλώσει ότι «..ο Βέρντι είναι αξιολύπητος και έχει καρδιά γαϊδάρου».

  • «Messa da Requiem»,
  • «Αττίλας»,
  • «Στιφέλιο»,
  • «Οι Λομβαρδοί στην Πρώτη Σταυροφορία», το έργο έκανε πρεμιέρα στις 11 Φεβρουαρίου 1843,
  • «Ερνάνης», το έργο έκανε πρεμιέρα στις 9 Μαρτίου 1844, στο «La Fenice» της Βενετίας,
  • «Δύο Φόσκαροι» [«Ι Due Foscari»], το έργο έκανε πρεμιέρα στις 3 Νοεμβρίου 1844, με λιμπρέτο βασισμένο στον Μπάιρον, στο θέατρο «Argentina» της Ρώμης,
  • «Giovanna d' Arco», το έργο έκανε πρεμιέρα στις 15 Φεβρουαρίου 1845, στη Σκάλα [Teatro alla Scala] του Μιλάνου,
  • «Αλζίρα», το 1845,
  • «Αττίλας», το 1846,
  • «Μάκβεθ», παραστάθηκε στις 14 Μαρτίου 1847, βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Σαίξπηρ, σε λιμπρέτο από τον Φραντσέσκο Πιάβε, με τη συνεργασία του Αντρέα Μαφέι.

Αφορμή για τη δημιουργία του έργου ήταν το συμβόλαιο που δέσμευε το Βέρντι με το Τεάτρο ντέλα Πέργκολα της Φλωρεντίας, για το ανέβασμα μιας όπερας. Η πλοκή του έργου τοποθετείται στη Σκωτία του Μεσαίωνα, όταν ο Μάκβεθ αναρριχάται στο θρόνο της χώρας, διαπράττοντας μια σειρά από δολοφονίες, με την προτροπή και της συζύγου του, Λαίδης Μάκβεθ, προκειμένου να εξαφανίσει οποιονδήποτε μπορεί να διεκδικήσει το θρόνο.

  • «Λουίζα Μίλλερ», στις 8 Δεκεμβρίου 1849 στο «San Carlo» της Νάπολι, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε με τις τοπικές αρχές, γεγονός που τον ανάγκασε να διακόψει κάθε συμβόλαιο με την πόλη.
  • «Ριγκολέτο» [«Rigoletto»], όπερα σε τρεις πράξεις που περιέχει 18 τραγούδια κι είναι βασισμένη στο ποιητικό δράμα «Ο Βασιλιάς διασκεδάζει» του Βίκτορα Ουγκώ. Παραστάθηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαρτίου 1851, στο θέατρο «La Fenice» της Βενετίας.

Την άρια «La donna è mobile» [5] απαγόρευσε στους μουσικούς να την αναπαράγουν ως την ημέρα της πρεμιέρας, να μην την κάνουν πρόβα στο σπίτι τους, ούτε καν να τη σφύριζαν, ενώ όταν πρωτοπαίχτηκε έγινε αμέσως επιτυχία.

  • «Λα Τραβιάτα» [«La Traviata», «Η παραστρατημένη»], που παραστάθηκε στις 6 Μαρτίου 1953 στο θέατρο «La Fenice» της Βενετίας. Ο Βέρντι θεώρησε την όπερα αποτυχία και στις 7 Μαρτίου 1853 έγραψε στον στον εκδότη του, Τίτο Ρικόρντι «..Η Τραβιάτα ήταν ένα φιάσκο, μην ψάχνεις να βρεις δικαιολογία, απλώς έτσι είναι..».

Το έργο βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, που στηρίζεται στο έργο «Η κυρία με τις καμέλιες» το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά υιού, και αφορά στην ιστορία της Μαρί Ντυπλεσί, διάσημης εταίρας της παρισινής κοινωνίας, με την οποία σχετιζόταν ο Γάλλος συγγραφέας. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1848, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της 23χρονης Ντυπλεσί από φυματίωση.

  • «Τροβατόρε», το έργο παραστάθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1853 στο θέατρο «Απόλλων» της Ρώμης.
  • «Ο Σικελικός Εσπερινός», έργο αφιερωμένο στους Γάλλους, το οποίο παραστάθηκε στις 13 Ιουνίου 1855, στην όπερα του Παρισιού.

Μια από τις πιο μεγαλειώδεις όπερες του Βέρντι, που η υπόθεση της βασίζεται στο ιστορικό γεγονός της εξέγερσης των Σικελών και διαδραματίζεται περί το 1282 στην υπό γαλλική κατοχή Σικελία, με πρωταγωνίστρια τη δούκισσα Έλενα, η οποία είναι ερωτευμένη με τον Αρρίγκο.

  • «Σιμόν Μποκκανέγκρα», το 1857.

Η πλοκή εκτυλίσσεται μεταξύ ενός βαρύτονου του Simon και του εχθρού του Fiesc με φόντο αιώνιους ανταγωνισμούς που απαγορεύουν οποιαδήποτε άλλη έκβαση εκτός από την τραγική.

  • «Χορός Μεταμφιεσμένων» [«Ballo in Mascera»], το 1859, εμπνευσμένο από την απόπειρα δολοφονίας στις 16 Μαρτίου 1792, κατά του βασιλιά Γουστάβου Γ' της Σουηδίας, ο οποίος θα πεθάνει λίγες μέρες αργότερα. Το έργο αποτέλεσε και την τελευταία του σύγκρουση με την αυστριακή λογοκρισία, καθώς το 1861 η Ιταλία έγινε ενιαίο κράτος.
  • «Η δύναμη του πεπρωμένου», παραστάθηκε το 1862 στην Αγία Πετρούπολη,
  • «Δον Κάρλος», παραστάθηκε το 1867 στο Παρίσι,
  • «Αΐντα» [«Aida»], το 1871.

Η όπερα είναι γραμμένη μετά από παραγγελία του θεατρόφιλου Ισμαήλ Ιμπν Ιμπραήμ Πασά, αντιβασιλιά της Αιγύπτου, που επιθυμούσε να προσδώσει ιδιαίτερη λάμψη στα εγκαίνια του κτιρίου της νέας όπερας του Καΐρου, που συνέπεσαν με τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ. Στο έργο του αφιερώνονται τραγούδια στον Παντοδύναμη Φθα, θεό των Μυστηρίων αλλά και των Τεχνών, κατά τους Αιγυπτίους. Με την «Αΐντα», ο Βέρντι παρουσίασε το πιο θεαματικό του έργο και μια μουσική καθαρά ιταλική.

Πρόκειται για τετράπρακτη όπερα, σε ποιητικό κείμενο του Αντόνιο Γκισλαντσόνι, σε σενάριο του Ογκίστ Μαριέτ, διαδραματίζεται στην Αίγυπτο, την εποχή των Φαραώ, όπου είναι αιχμάλωτη η Αΐντα, κόρη του βασιλιά της Αιθιοπίας και ερωμένη του αξιωματικού Ρανταμές. Η φήμη της όπερας οφείλεται, κυρίως, στο μουσικό μέρος και στην περίφημη θριαμβική παρέλαση των νικητών μπροστά στον Φαραώ.

  • «Οθέλος», το 1887, σε λιμπρέτο του Μπόιτο βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, έργο που πολλοί θεωρούν ως το σημαντικότερο έργο του Βέρντι,
  • «Φάλσταφ», το 1893, σε λιμπρέτο του Μπόιτο βασισμένο στο έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.

Το 1873 περιμένοντας το ανέβασμα της «Αΐντα» στη Νάπολη έγραψε ένα κουαρτέτο εγχόρδων, το μοναδικό ορχηστρικό έργο της ωριμότητάς του, ενώ έγραψε και μία σειρά από χορωδιακά έργα, καθώς μετά τον «Φάλσταφ» ζούσε αποτραβηγμένος στο κτήμα του κοντά στο Μπουσέτο και επέβλεπε το ανέβασμα των έργων του.

Εκκλησιαστική μουσική

Έγραψε και εκκλησιαστική μουσική, xαρακτηριστικά είναι τα έργα του,

  • «Η σάλπιγγα ηχεί», το 1848,
  • «Ύμνος των θεών», το 1862,
  • «Ελευθέρωσε με», το 1868,
  • «Άβε Μαρία», το 1880,
  • «Πάτερ Ημών», το 1888,

με κορυφαίο έργο του σε αυτό τον τομέα το

  • «Ρέκβιεμ», που είναι γραμμένο το 1874, έργο που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Αλεσάντρο Μαντσόνι.

Ο Βέρντι το 1869 συμμετείχε στη σύνθεση μιας συλλογικής λειτουργίας, στη μνήμη του διάσημου συναδέλφου του Τζοακίνο Ροσίνι, ο οποίος είχε πεθάνει το 1867, όμως η πρεμιέρα του έργου ακυρώθηκε και παρουσιάσθηκε ενώπιον κοινού το 1988 στη Στουτγάρδη. Το μουσικό υλικό της δικής του συμμετοχής το επεξεργάστηκε και το συμπεριέλαβε το 1874 στο «Ρέκβιεμ».

Μνήμη Τζουζέπε Βέρντι

Τον αποκαλούν «Μουσικό της Ζωής». Άρχισε την καριέρα του μετά τον θάνατο του Βιτσέντζο Μπελίνι, την αποχώρηση του Τζοακίνο Ροσίνι και την εποχή που ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι πλησίαζε στο τέλος της δημιουργικής του ζωής. Μετά τα πρώτα δειλά βήματα εξελίχθηκε βαθμηδόν σε κορυφαίο καλλιτέχνη και έφθασε να κάνει την όπερα αληθινό μουσικό δράμα, όπως έκανε ο σύγχρονός του Ρίχαρντ Βάγκνερ στη Γερμανία. Η μουσική του έχει ξεφύγει από τις αίθουσες συναυλιών και οι «τιφόζι» στα γήπεδα ενθαρρύνουν τις ομάδες τους, τραγουδώντας το «Θριαμβευτικό Εμβατήριο» από την« Αΐντα», το «Χορωδιακό των Σιδηρουργών» από τον «Τροβατόρε» συνοδεύει τηλεοπτικές διαφημίσεις, ενώ το «La donna è mobile» [«Φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει»] συγκινεί ακόμα και αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για την όπερα.

Ο μαέστρος Ρικάρντο Μούτι είπε γι' αυτόν, «...Είναι ένας συνθέτης απολύτως ικανός να απογυμνώσει και να μιλήσει για τα πάθη και τον πόνο μας, για τις ευχές και τα ελαττώματά μας κι αυτός είναι ένας από τους λόγους της παγκοσμιότητάς του: θα είναι για πάντα επίκαιρος. Όσο ο άνθρωπος έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και δεν μοιάζει με φιγούρα του «Σταρ Τρεκ», κάθε γενιά θα ανακαλύπτει στη μουσική του Βέρντι μία κουβέντα παρηγοριάς...». Ο Τζιοσούε Καρντούτσι έγραψε για τον «Νεμπούκο», «...Με τους πρώτους παλμούς της νεανικής του τέχνης, ο Τζιουζέπε Βέρντι προείδε και κήρυξε την αναγέννηση της πατρίδας του. Ω τραγούδια αξέχαστα και ιερά....».

Αρχείο Βέρντι

Μέρος της προσωπικής αλληλογραφίας του Βέρντι, το οποίο αποτελείται από 82 επιστολές που αντήλλαξε ο Βέρντι με τον Ιταλό κόμη Οπραντίνο Αριβαμπένε, έναν από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους καθώς τους συνέδεε μια φιλία 50 ετών, απέκτησε στα μέσα του 2015, στην τιμή των 120.000 ευρώ το ίδρυμα που είχε ιδρύσει ο συνθέτης για τους συνταξιούχους μουσικούς στο Μιλάνο. Οι δύο άντρες είχαν ανταλλάξει 200 επιστολές, μερικές από τις οποίες βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Γέιλ στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ άλλες έχουν χαθεί. Οι επιστολές γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1861 και 1886, δηλαδή τα πρώτα 25 χρόνια που η Ιταλία ήταν ενωμένη χώρα. Αναδεικνύουν την πολιτιστική και ιστορική πλευρά της εποχής, περιλαμβάνουν τα πολιτικά γεγονότα και μεταδίδουν το κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία.

Στις 223 σελίδες των επιστολών οι ειδικοί θεωρούν ότι θα ανακαλύψουν πολλές νέες πληροφορίες. Την εποχή που γράφτηκαν οι επιστολές ο Βέρντι διήνυε την περίοδο της απόλυτης μουσικής ωριμότητας και τα πρωτοσέλιδα των Ιταλικών εφημερίδων τον χαρακτήριζαν ως τον «...γκουρού του ιταλικού μελοδράματος» [6].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Giuseppe Verdi Foundation Rest Home for Musicians
  2. [Το «Ριζορτζιμέντο» [«Αναγέννηση»] ζητούσε την απελευθέρωση και ενοποίηση της Ιταλίας. Ξεκίνησε το 1820 με τους Καρμπονάρους και συνεχίσθηκε μετά το 1830 με τον Τζιουζέπε Γαριβάλδι και τον Μαντσίνι με την μυστική οργάνωση «Νεαρά Ιταλία». Ο Βέρντι που συμμετείχε στο κίνημα, έγραψε την όπερα «Ναμπούκο» κάποια χρόνια μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Πιεμόντε και πριν από τις εξεγέρσεις του τέλους της δεκαετίας του 1840, οι οποίες κατέληγαν στην Ιταλική ενοποίηση. Μεταφέρει μία θλίψη για την κατάσταση της χώρας του.]
  3. Τζουζέπε Βέρντι-Εργογραφία
  4. Ο «Ναμπούκο» του Βέρντι και το ιταλικό Ριζορτζιμέντο Γιώργος Πισσαλίδης, Ηλεκτρονική εφημερίδα «Ελληνικές Γραμμές», 18 Ιουλίου 2011
  5. Giuseppe Verdi-La donna e mobile
  6. Γράμματα στον... Βέρντι Γιώτα Φλώρου, Εφημερίδα «Το Βήμα», 17 Ιουλίου 2015