Σπίρτο

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το σπίρτο ή πυρείο είναι μικρό κομμάτι ξύλου ή χαρτόνι με κεφαλή από εύφλεκτη ύλη ή εύφλεκτο υλικό, συνήθως φώσφορο και ανάβει φωτιά υπό ελεγχόμενες συνθήκες, όταν τριφτεί με κάποια κατάλληλη ή και απλή επιφάνεια. Πωλούνται σε πακέτα, από μικρά καταστήματα, υπεραγορές και καταστήματα γενικών αναγκών.

Σπίρτα

Γενικά

Το σπίρτο στις αρχές του 21ου αιώνα, περιείχε περί τα 20 διαφορετικά συστατικά. Η άκρη της κεφαλής του επικαλύπτεται από ένα μείγμα από χλωρικό κάλιο, το οποίο ελευθερώνει οξυγόνο που καίει το θείο και δημιουργεί τη φλόγα, θειάφι και ζελατίνα, η οποία αποτελεί τη συγκολλητική ύλη. Η ειδική επιφάνεια αναφλέξεως αποτελείται από ένα μείγμα διοξειδίου του μαγγανίου, κοινώς πυρολουσίτης που λειτουργεί ως καταλύτης, σκόνης γυαλιού και ακίνδυνου ερυθρού φωσφόρου. Με την τριβή αποσπώνται κομμάτια φωσφόρου που αντιδρούν βίαια με το χλωρικό κάλιο προκαλώντας την αρχική έκρηξη και την φλόγα θερμοκρασίας 2.000ο C, που καίει το θείο και μεταδίδεται στο ξυλαράκι. Η μετάδοση της φλόγας επιτυγχάνεται με παραφίνη, ενώ η παρεμπόδιση της διάρκειας του χρόνου που μένει αναμμένη η καύτρα, απαιτεί την παρουσία φωσφορικού αμμωνίου. Το διχρωμικό κάλιο ελαττώνει την ταχύτητα αναφλέξεως, ενώ η προσθήκη γης διατόμων, που είναι ένα λεπτοκοκκώδες υλικό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου και σκελετούς θαλάσσιων οργανισμών, βοηθά στο να είναι πορώδης η κεφαλή, ώστε να μεταδίδεται καλλίτερα η φλόγα.

Είδη σπίρτων

Υπάρχουν δυο ειδών σπίρτων:

  • τα απλά, τα οποία ανάβουν έπειτα από τριβή σε κάθε τραχεία επιφάνεια. Η εύφλεκτη ύλη τους αποτελείται από υποθειούχο φωσφόρο, χλωρικό κάλιο και γυαλί σε σκόνη.

και

  • τα ασφαλείας, όπως αποκαλούνται όσα ανάβουν μόνο έπειτα από τριβή σε ειδική επιφάνεια.

Προήλθαν από την εφαρμογή της μεθόδου των αδελφών Lundstrom, κυρίως του Τζων Έντβαρντ Λούντστρομ, από τη Σουηδία. Η εύφλεκτη ύλη τους αποτελείται από χλωρικό κάλιο, διοξείδιο μαγγανίου, διχρωμικό κάλιο, θειούχο αντιμόνιο και γυαλί σε σκόνη και για να ανάψουν πρέπει να τριφτούν σε κατάλληλη επιφάνεια με επίχρισμα από άμορφο φωσφόρο και συγκολλητικό.

Ιστορία

Το 577 κατασκευάστηκε στην Κίνα, ένα είδος σπίρτου το οποίο ήταν ένα μικρό ξυλάκι από πεύκο διαποτισμένο με θείο, ενώ το 1680 o Ρόμπερτ Μπόιλ κατασκεύασε, ανεπιτυχώς, σπίρτα με φωσφόρο και θείο. Στη βιομηχανική εποχή κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1805, από τον K. Σανσέλ, βοηθό του καθηγητή Λ. Ζ. Τενάρ στο Παρίσι και η κεφαλή αποτελείτο από μίγμα χλωριούχου καλίου, θείου, ζάχαρης και ελαστικού, ενώ άναβε έπειτα από βύθιση της κεφαλής του σε μπουκάλι αμιάντου που περιείχε θειικό οξύ. Είχε υψηλό κόστος και ήταν επικίνδυνο στη χρήση του, γεγονός που το καθιστούσε αντιεμπορικό και εμπόδιζε την ευρεία διάδοσή του. Το σπίρτο τριβής κατασκευάστηκε στις 27 Νοεμβρίου 1826 από τον Άγγλο φαρμακοποιό Τζον Ουόκερ και το 1831 ο Γάλλος Σαρλ Σωριά πρόσθεσε στο σπίρτο λευκό φωσφόρο για να αφαιρέσει την έντονη και ενοχλητική μυρωδιά. Η παρουσία του λευκού φωσφόρου επέβαλε τη φύλαξή τους σε αεροστεγώς κλεισμένα κουτιά και όσοι ασχολήθηκαν με την κατασκευή και την χρήση τους, προσβλήθηκαν από ασθένειες των οστών, καθώς σε κάθε κουτί υπήρχε ποσότητα λευκού φωσφόρου, ικανή να προκαλέσει το θάνατο ανθρώπου. Το 1836 ο Γιάννος Ιρίνι, Ούγγρος φοιτητής Χημείας, κατασκεύασε το αθόρυβο σπίρτο, όταν ένα αποτυχημένο πείραμα του Μάισνερ, ο οποίος ήταν καθηγητής του, του έδωσε την ιδέα και αντικατέστησε το χλωριούχο κάλιο με διοξείδιο του μολύβδου. Στη συνέχεια πούλησε την πατέντα στον Ίστβαν Ρόμερ, Ούγγρο φαρμακοποιό και κατασκευαστή σπίρτων, που ζούσε στη Βιέννη, για 60 φιορίνια.

Ο λευκός φώσφορος απαγορεύτηκε το 1872 στη Φινλανδία, το 1874 στη Δανία, το 1879 στη Σουηδία, το 1881 στην Ελβετία και το 1901 στην Ολλανδία, ώσπου το 1906 υπογράφηκε στη Βέρνη της Ελβετίας η ομώνυμη σύμβαση, που επέβαλλε την απαγόρευση στη χρησιμοποίηση του λευκού φωσφόρου στα σπίρτα, ενώ κάθε χώρα δεσμευόταν να θεσπίσει σχετικό νόμο. Ακολούθησαν στην απαγόρευση, το 1908 το τότε Ηνωμένο Βασίλειο, με νομό που ίσχυσε από τις 31 Δεκεμβρίου 1910, το 1919 η Ινδία και η Ιαπωνία και το 1925 η Κίνα, ενώ στις ΗΠΑ δεν θεσπίστηκε ποτέ απαγορευτικός νόμος, όμως το 1913 επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος στα σπίρτα που περιείχαν λευκό φωσφόρο. Το 1844 κατασκευάστηκε το σπίρτο ασφαλείας από τον Σουηδό Γκούταβ Έρικ Πας, που το 1854 βελτιώθηκε από τον Τζων Έντβαρντ Λούντστρομ, που με τον αδελφό του δημιούργησαν εργοστάσιο στο Γιόνκοπινγκ της Σουηδίας. Η ασφάλειά του επιτεύχθηκε με το διαχωρισμό των συστατικών αναφλέξεως, που διαμοιράστηκαν μεταξύ της κεφαλής του σπίρτου και της επιφάνειας τριβής, ενώ αντικαταστάθηκε ο λευκός με ερυθρό φώσφορο. Οι αδελφοί Λούντστρομ πούλησαν την πατέντα τους των σπίρτων ασφαλείας, αρχικά στη γαλλική οικογένεια «Κουαζάν & Υιοί», [«Coigent père & Fils], στη Λυών, οι οποίοι στη συνέχεια αμφισβήτησαν την υποχρέωση της πληρωμής της, υποστηρίζοντας ότι η εφεύρεση ήταν γνωστή από παλαιότερα στη Βιέννη. Το 1858 οι Βρετανοί κατασκευαστές σπίρτων «Μπράιαντ και Μέι», [«Bryant & May»], επισκέφτηκαν τη Σουηδία για να καταφέρουν την εισαγωγή σπίρτων ασφαλείας, δίχως επιτυχία, όμως το 1862 αγόρασαν τα δικαιώματα της πατέντας και λειτούργησαν δικό τους εργοστάσιο. Η αεροπορική μεταφορά των σπίρτων ασφαλείας, τα οποία θεωρούνται επικίνδυνα αντικείμενα, δεν απαγορεύεται, όμως είναι υποχρεωτική η δήλωση της μεταφοράς τους.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι