Μάχη στο Μανιάκι

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο ερχομός του Ιμπραήμ Πασά από την Αίγυπτο στην Ελλάδα αποτέλεσε σημαντική απειλή για τους επαναστατημένους Έλληνες κυρίως της Πελοπονήσσου. Ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, πίστευε ότι μετά τις ήττες στο Κρεμμύδι και στη Σφακτηρία, για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος χρειάζονταν νέες Θερμοπύλες. Επειδή η ηγεσία της Ελλάδος αργούσε να λάβει αποφάσεις, πήρε τη δική του απόφαση να χτυπήσει τον Ιμπραήμ άμεσα, μόνος του, με όσους άνδρες μπορούσε να συγκεντρώσει. Με τη βοήθεια του αδελφού του Νικήτα, άρχισε να συγκεντρώνει στρατό στην Τριπολιτσά. Τρεις ημέρες αργότερα ξεκινούσε για τη Μεσσηνία, με 1.600 περίπου πολεμιστές, με μεγάλη βιασύνη να προλάβει τον Ιμπραήμ πριν φύγει από το Νιόκαστρο. Φθάνοντας στη Μεσσηνία, σταμάτησε στη Δραήνα και έλαβε την εσπευσμένη απόφαση να στήσει ενέδρα έξω από το Μανιάκι και να χτυπήσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ αποφασιστικά. Ο Παπαφλέσσας ήταν ξεκάθαρα αποφασισμένος να πολεμήσει και να πεθάνει στήνοντας νέες Θερμοπύλες. Εκεί μάλιστα, έλαβε επιστολή από τον αδελφό του, ο οποίος είχε μείνει πίσω συνεχίζοντας τη στρατολογία, με την οποία τον συμβούλευε να μην επιχειρήσει να σταματήσει στη Μεσσηνία τον Ιμπραήμ, αλλά να περάσει στη Μάνη, όπου από τα βουνά θα μπορούσαν να χτυπήσουν πιο άνετα τον Αιγυπτιακό στρατό και να διαφύγουν χωρίς μεγάλες απώλειες. Έστειλε την ακόλουθη απάντηση στον αδελφό του (πηγή: "Ελληνική Επανάσταση", Δ. Κόκκινου, εκδόσεις Μέλισσα"):

"Νικήτα, Έλαβα την επιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες. Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος, και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν πρώτη μπάλα του Ιμβραήμ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας και εσείς μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαίς".

Έφυγε για το Μανιάκι στις 16 Μαΐου, χωρίς να περιμένει τον αδελφό του και τον Πλαπούτα. Οι πιο σημαντικοί οπλαρχηγοί που τον ακολούθησαν ήταν ο Κεφάλας και ο Παπα-Γιώργης. Στις 18 Μαΐου άρχισαν να οχυρώνονται σε τρία υψώματα.

Τοποθεσία "Ταμπούρια Παπαφλέσσα". Πίσω ακριβώς από το μνημείο και δεξιά και αριστερά είχαν οχυρωθεί οι Έλληνες αγωνιστές και διεξήχθη η μάχη.

Στις 20 Μαΐου 1825, ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ Πασά στο Μανιάκι, με 1.300 άνδρες. Από αυτούς οι περισσότεροι έφυγαν βλέποντας "τον κάμπον να μαυρίζη από τον στρατόν των Αιγυπτίων". Έμειναν κάποιες εκατοντάδες. Απαντώντας στις συστάσεις εκείνων που του υπεδείκνυαν να υποχωρήσουν, ο Παπαφλέσσας είπε: "Εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραΐμη πόσος είναι. Ήρθα για να πολεμήσω... Τη φευγάλα να μην την βάζετε καθόλου εις τον νουν σας. Καθίστε εδώ να πεθάνωμεν σαν αρχαίοι Έλληνες". Ο δε Βοϊδής Μαυρομιχάλης φώναξε: "Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος ξημερωθεί αύριο, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια". Οι εναπομείναντες μαχητές οχυρώθηκαν πρόχειρα στο όρος Μάλλια, στη θέση Μανιάκι, σήμερα γνωστή και ως "Ταμπούρια του Παπαφλέσσα". Ο στρατός του Ιμπραήμ αποτελούνταν από περίπου 6.000 Αιγυπτίους. Δεν ήταν ο συνήθης στρατός των Τούρκων. Διέθετε πολλά κανόνια, Μηχανικό, πειθαρχημένο Ιππικό και προπαντός πολλούς Ευρωπαίους Αξιωματικούς με εμπειρία στον πόλεμο. Ακόμη και από τους εναπομείναντες Έλληνες μαχητές, πολλοί εγκατέλειπαν τα ταμπούρια τους μέχρι και την τελευταία στιγμή, άλλοι κρυφά και άλλοι φανερά, προτιμώντας αντί του βέβαιου θανάτου, να ζήσουν και να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ κάπου αλλού.

Το πρωί στις 20 Μαΐου 1825, άρχισε η πρώτη επίθεση των Αιγυπτίων με πυκνά πυρά, εναντίων 300 περίπου ταμπουρωμένων Ελλήνων. Από τους τρεις λόφους τα πυρά των Ελλήνων έκαναν μεγάλη ζημιά στους εχθρούς. Οι πλαγιές των λόφων είχαν γεμίσει νεκρούς. Το μεσημέρι η επίθεση κόπασε για ανασύνταξη των δυνάμεων του Ιμπραήμ. Η νέα επίθεση είχε περισσότερο πείσμα και μεγαλύτερη ένταση. Οι στρατιώτες του Ιμπραήμ πλησίαζαν όλο και περισσότερο αν και συναντούσαν σφοδρή αντίσταση πυρός. Ο Πλαπούτας που πλησίαζε στο Μανιάκι με τους άνδρες του, έριξε μερικά πυρά για να δώσει θάρρος στον Παπαφλέσσα και τους πολεμιστές του. Ωστόσο δεν μπόρεσε να πάρει μέρος στη μάχη. Δεν πρόλαβε να μπει στη μάχη ούτε ο αδελφός του Παπαφλέσσα, που ερχόταν με επτακόσιους περίπου μαχητές. Τα καριοφίλια των Ελλήνων σώπαιναν και αναλάμβαναν δράση τα γιαταγάνια και τα μαχαίρια, μια και ο εχθρός άρχισε να πηδάει μέσα στα ταμπούρια τους. Και αυτή η άγρια μάχη σώμα με σώμα, ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αιγύπτιους, δεν μπόρεσε να κρατήσει για πολύ ώρα. Ένα ένα τα ταμπούρια των Ελλήνων άρχισαν να σιγούν. Πρώτο σίγησε το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Όλοι όσοι εβρίσκονταν σε αυτό ήταν νεκροί. Το οχύρωμα του Βοϊδή Μαυρομιχάλη με τους Μανιάτες, κράτησε περισσότερο, αλλά τελικά σίγησε και αυτό. Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, Δημήτρης, για να μην πέσει το λάβαρο της μάχης στα χέρια των εχθρών, έσχισε το ύφασμα σε λωρίδες, τις οποίες έκρυψε στο στήθος του, κατόρθωσε να διασχίσει τις εχθρικές φάλαγγες και να σωθεί. Άρχισε να σουρουπώνει όταν η μάχη έλαβε τέλος οριστικά . Μία άλλη μάχη των Θερμοπυλών είχε ιστορικά επαναληφθεί στο Μανιάκι. Οι απώλειες των Αιγυπτίων ήταν υπερδιπλάσιες των Ελλήνων.

Στον Ιμπραήμ που ζήτησε να δει τον Παπαφλέσσα, οι στρατιώτες, του πήγαν το ακέφαλο πτώμα του. Ο Αιγύπτιος στρατηγός διέταξε τότε να βρεθεί και η κεφαλή. Ο κορμός του κατόπιν, προσδέθηκε σε έναν πάσσαλο που στήθηκε στο έδαφος και προσαρμόστηκε σ' αυτόν η κεφαλή με τρόπο ώστε ο Παπαφλέσσας να φαίνεται όρθιος. Ο Ιμπραήμ τον κοίταξε αρκετή ώρα και είπε ότι: "Ήταν ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, αλλά να τον επιάναμε ζωντανό".

Στην εκκλησία της Αναστάσεως, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, που κτίστηκε το 1910, φυλλάσονται τα οστά των αγωνιστών που έπεσαν στην Μάχη.