Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε [Johann Gottlieb Fichte] Γερμανός εθνικιστής, που χαρακτηρίστηκε ως «ο πατέρας του Γερμανικού εθνικισμού» κι ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του ιδεολογικού εθνικισμού στην Ευρώπη, φιλόσοφος, ιδρυτική μορφή του φιλοσοφικού κινήματος του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που έμεινε γνωστό ως «γερμανικός ιδεαλισμός», γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1762, στο Ραμενάου [Rammenau] στην περιοχή Oberlausitz στην Άνω Λουσατία της Σαξονίας και πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 1814 στο Βερολίνο, που τότε ανήκε στο Βασίλειο της Πρωσίας, από επιδημία τύφου. Τάφηκε σε νεκροταφείο της πόλεως, όπου βρίσκονται οι τάφοι των Βίλελμ Φρίντριχ Χέγκελ, Μπέρτολτ Μπρεχτ και Χέρμπερτ Μαρκούζε.

Ήταν παντρεμένος από το 1793, με την Johanna Maria Rahn, ανιψιά του Γερμανού ποιητή Φρίντριχ Γκότλιμπ Κλόπστοκ [Friedrich Gottlieb Klopstock], την οποία γνώρισε το 1790 στη Ζυρίχη και γιος τους ήταν ο Immanuel Hermann Fichte.

Johann Gottlieb Fichte

Βιογραφία

Ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας φτωχής και πιστής οικογένειας που εργάζονταν σε υφαντήριο και ο πατέρας του ήταν Σουηδικής καταγωγής. Από μικρός αντιδρούσε στις πιέσεις για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, ενώ τα έργα του Λέσινγκ, που εξυμνούσαν την ελευθερία της σκέψεως, επέδρασαν σημαντικά στη θεωρητική του κατάρτιση. Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Πφόρτα από το 1774 έως το 1780 και στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στα Πανεπιστήμια της Ιένας, το 1780, και της Λειψίας, από το 1781 έως το 1784, ενώ λόγω οικονομικών δυσχερειών, κατά το χρόνο των σπουδών του και παράλληλα, παρέδιδε μαθήματα κατ' οίκον, τα οποία τα συνέχισε και αργότερα. Με την ιδιότητα αυτή πήγε στη Ζυρίχη το 1788 και στη Βαρσοβία το 1791, αλλά έφυγε μετά δοκιμασία δύο εβδομάδες. Το 1790 ήρθε σε επαφή με το σύστημα της «υπερβατικής φιλοσοφίας» του Ιμμάνουελ Καντ, γεγονός το οποίο τον έκανε να εγκαταλείψει τη θεωρία περί «αιτιοδοξίας» του Μπαρούχ Σπινόζα.

Το 1793 δημοσίευσε ανώνυμα το

  • «Απόπειρα κριτικής κάθε αποκαλύψεως» κι όταν τον επόμενο χρόνο ο Ιμμάνουελ Καντ αποκάλυψε την ταυτότητα, ο Φίχτε έγινε διάσημος. Τον ίδιο χρόνο έγραψε το πολιτικό έργο
  • «Συμβολή στην διόρθωση των κρίσεων τού κοινού για την Γαλλική Επανάσταση».

Σε αυτό σκόπευε να εξηγήσει τον αληθινό χαρακτήρα της Γαλλικής Επαναστάσεως, να δείξει πόσο το δικαίωμα για ελευθερία είναι αδιαχώριστα συνυφασμένο με την ίδια την ύπαρξη τού ανθρώπου ως νοήμονος υποκειμένου της πράξης και να τονίσει την εγγενή προοδευτικότητα των κρατικών διατάξεων και την επακόλουθη ανάγκη για την αναμόρφωση ή βελτίωσή τους.

Το 1794 ανέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας στην Ιένα και στην περίοδο που ακολούθησε δημιουργήθηκε το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του. Την εποχή αυτή δημοσίευσε διαλέξεις για την σημασία της ύψιστης πνευματικής καλλιέργειας και τις υποχρεώσεις που αυτή επέβαλλε, διαλέξεις που έδωσε όχι μόνο στους μαθητές του αλλά σε όλους τους σπουδαστές τού πανεπιστημίου. Λίγο αργότερα με την υποστήριξη του τότε Πρώσου Πρωθυπουργού, πήρε την έδρα του καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης Ερλάγκεν.

Το 1795 υπήρξε από τους εκδότες του περιοδικού «Φιλοσοφική Επιθεώρηση» [«Philosophisches Journal»] και το 1798 ανέπτυξε σε κείμενο την ιδέα της θρησκείας. Πριν να το τυπώσει, ο Φίχτε, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, έγραψε έναν σύντομο πρόλογο

  • «Περί των βάσεων της πίστης μας σε μια θεία διακυβέρνηση τού Σύμπαντος», όπου ο Θεός ορίζεται ως η ηθική τάξη τού σύμπαντος, ο αιώνιος νόμος τού δικαίου που αποτελείτο θεμέλιο όλου τού είναι μας.

Κατηγορήθηκε για αθεϊσμό και η εκλεκτορική κυβέρνηση της Σαξονίας, ακολουθούμενη από όλα τα γερμανικά κράτη πλην της Πρωσίας, απαγόρευσαν την κυκλοφορία του περιοδικού και απαίτησαν την αποπομπή του Φίχτε από την Ιένα. Μετά την δημοσίευση δύο απολογητικών έργων το 1799, ο Φίχτε απείλησε με παραίτηση σε περίπτωση πειθαρχικής επιπλήξεως. Προς μεγάλη του στενοχώρια, η απειλή του θεωρήθηκε ως υποβολή παραιτήσεως, η οποία έγινε αποδεκτή. Σε διαλέξεις του το 1804-05 ανέλυσε το Διαφωτισμό και καθόρισε τη θέση του στην ιστορική εξέλιξη της γενικής ανθρώπινης συνειδήσεως, όμως εκεί υποδεικνύονται και οι ατέλειές του και προβάλλεται η πίστη στην θεϊκή τάξη τού σύμπαντος ως της ύψιστης όψης της ζωής τού Λόγου.

Διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας στο Κένιξμπεργκ, στην Κοπεγχάγη. Το 1807, όταν για πρώτη φορά ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Φίχτε μεταπήδησε σ` αυτό. Το 1807 έγινε κοσμήτορας της φιλοσοφικής Σχολής και το 1811 εκλέχθηκε πρώτος Πρύτανης του ίδιου πανεπιστημίου.

Φιλοσοφικές αντιλήψεις

Θεωρείται συνεχιστής της θεωρίας του Καντ, όμως απέρριψε όσα υλιστικά στοιχεία ενυπήρχαν σ` αυτήν και μάλιστα την άποψη για την αντικειμενική ύπαρξη του «πράγματος καθ` εαυτό» που την έκρινε ως νόθο αλλά και μη λογικό παράρτημα του καντιανού συστήματος και θεωρείται ερμηνευτής της προς την κατεύθυνση του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Εκείνο που τον χαρακτηρίζει είναι η πίστη στο «Εγώ» στο υποκείμενο, την υπεροχή του οποίου πάνω στον αντικειμενικό κόσμο, αποδέχεται και αναγνωρίζει ως καθοριστική δύναμη. Από εδώ πηγάζει μια αισιοδοξία και προσοχή προς το άτομο, που εκφράζεται με το χαιρέτισμα κάθε κίνησης που γίνεται από την ανθρώπινη κοινωνία για καλυτέρευση της θέσης της και των συνθηκών ζωής της. Θεωρεί το «Εγώ» ως τη μοναδική πραγματικότητα και παντοδύναμη δημιουργό αιτία, από την οποία πηγάζουν όλα τα πράγματα και που τελικά ταυτίζεται με την αυτοσυνείδηση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η δημιουργική ικανότητα της λογικής υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο σύστημα του και συμπεραίνει: «Δράση! Δράση! Ιδού ο λόγος της υπάρξεώς μας».

Στην πορεία της ιστορίας ο Φίχτε διέκρινε πέντε εποχές. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από την άλογη συμπεριφορά, η δεύτερη προσδιορίζεται από την επιβολή νόμων, εκ μέρους μιας μειονότητας, οι οποίοι στόχο έχουν τον έλεγχο της συμπεριφοράς της μάζας των ανθρώπων, η τρίτη κυριαρχείται από την ανεξέλεγκτη ανάδυση του ενστίκτου, το οποίο αποσκοπεί στον περιορισμό των νόμων. Η τέταρτη καθορίζεται από τη σταδιακή αναγνώριση και υιοθέτηση λογοκρατικού τύπου διαδικασιών, η δε πέμπτη διέπεται από την ολοκληρωτική εκπλήρωση της πνευματικής παρουσίας του ανθρώπου στην κοινωνία.

Αρχικά χειροκρότησε με ενθουσιασμό τη γαλλική επανάσταση και τις αλλαγές που έφερε στον οικονομικό, στον πολιτικό και τον πνευματικό τομέα, όμως αργότερα απογοητευμένος από την τροπή της, τις επεμβάσεις του Ναπολέοντα, ιδιαίτερα μετά το 1806 όταν τα στρατεύματα του εισέβαλαν στη Γερμανία, στράφηκε προς τον μυστικισμό και στον εθνικισμό. Η στάση του ως προς το κράτος αλλάζει και υποστηρίζει τη δημιουργία δυνατού αυταρχικού κράτους. Κηρύσσει την κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων και την αναγκαιότητα της ελευθερίας της έκφρασης των σκέψεων από κάθε άνθρωπο, ενώ αναπτύσσει τη θεωρία της υπεροχής του γερμανικού κράτους. Σύμφωνα με μια μνημειώδη ρήση του «...Τέσσερα πράγματα είναι πάντοτε μεγαλύτερα απ' όσο τα νομίζουμε: τα χρόνια μας, τα χρέη μας, τα σφάλματά μας και οι εχθροί μας.»

Ιδεολογικές απόψεις

Ο Φίχτε ανήκει στη μεγάλη τριάδα του κλασικού γερμανικού ιδεαλισμού και ήταν μαζί με τους Φρίντριχ Σέλλινγκ και Γκέοργκ Χέγκελ οι θεμελιωτές του «γερμανικού ιδεαλισμού», της εθνικής φιλοσοφικής σχολής που εξαρτούσε τη γνώση και την κατανόηση του κόσμου από τα αισθητηριακά μας όργανα και την εμπειρία μας, όπως αυτή συσσωρεύεται «μέσω του γονιδιακού επικαθορισμού μας», «νοηματοδοτώντας τις αντιλήψεις μας». Έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο Εγώ, θεωρώντας ότι η αντίληψη του καθενός για τον κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο παρά προβολές του κι ότι πάνω σε αυτό τον άξονα χτίζει, γκρεμίζει και ξαναχτίζει τις ουτοπίες του Από σταθερός θαυμαστής της Γαλλικής Επανάστασης κατέληξε σφοδρός πολέμιος της και ακραίος μακιαβελιστής, θεμελιώνοντας θεωρητικά τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Αποδέχεται ότι «οι άνθρωποι είναι κακοί και πάντοτε έτοιμοι να δείξουν την κακότητά τους κάθε φορά που θα βρουν ευκαιρία γι΄ αυτό» και υποστηρίζει ότι «Από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά υπερτίμησαν τη θεωρία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ελευθερία και την προπατορική ισότητα των πάντων», ενώ αναγνωρίζει στον ηγεμόνα το δικαίωμα να γίνει δικτάτορας.

Ο Φίχτε πρόβαλε στις διεθνείς σχέσεις το πιστεύω του για την κακότητα των ανθρώπων και αντιλαμβάνονταν τα γειτονικά προς τη Γερμανία κράτη ως κίνδυνο για την εδαφική της ακεραιότητα. Θεωρεί πως δεν αρκεί να υπερασπιζόμαστε το εθνικό έδαφος, αλλά να εκμεταλλευόμαστε κάθε ευκαιρία για να μεγαλώσει το δικό μας κράτος και υποστήριζε ότι «Στις σχέσεις με τα άλλα κράτη, δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε δίκαιο εκτός από το δίκαιο του ισχυρότερου». H αντίληψη της εθνότητας ως μιας κοινότητας με δημογραφικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία, και πολιτισμό υπήρξε προϊόν των σκέψεων του και υποστήριζε ότι η ύπαρξη ενός έθνους δεν αποτελεί επιλογή των μελών του, αλλά αποτέλεσμα των κοινών αυτών χαρακτηριστικών, τα οποία διαμόρφωναν τη συνείδησή τους.

Υπήρξε ένθερμος εθνικιστής, συμβάλλοντας με το έργο και τον στοχασμό του στην αφύπνιση του γερμανικού λαού από τον γαλλικό ζυγό, με τον αγώνα του να τον μετουσιώνει σε γνήσιο σύμβολο και πρόδρομο του γερμανικού εθνικισμού. Προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεμελιώδη «μεγάλη ιδέα» για το γερμανικό έθνος, απέναντι στη στρατηγική ή στρατιωτική διαπερατότητα του γερμανικού χώρου από τους ναπολεόντειους ή τους άλλους στρατούς, και το πολύπαθο των γερμανικών εδαφών.

Τον χειμώνα του 1807–08, αντιδρώντας στην κατοχή γερμανικών χωρών από τον Ναπολέοντα, εκφώνησε στο Βερολίνο, παρουσία και Γάλλων κατασκόπων, τις δεκατέσσερις «Ομιλίες προς το Γερμανικό Έθνος» [Reden an die deutsche Nation] επιβάλλοντας στο κοινό του την άποψη ότι η Γερμανία είναι μια, ότι πρέπει αυτονόητα να είναι ένα ενιαίο κράτος, και ότι αν δεν είναι το οφείλει στις ραδιουργίες των εχθρών της. Προέβη επίσης, στην ενεργό διεκδίκηση των υποκειμενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου απέναντι στο κράτος, το οποίο υποστήριζε ότι όφειλε να διανέμει τόσα τα αγαθά, όσο και τις κοινωνικές του δραστηριότητες στον λαό. Στο έργο του «Φυσικό Δίκαιο» υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να μπορεί να ζει και να έχει τα μέσα για τη συντήρησή του, ενώ αν μέσα σε μια κοινότητα υπάρχει έστω και ένας που δεν τα διαθέτει, τότε κινδυνεύει η ασφάλεια όλων.

Στους λόγους του ενώ χρησιμοποιούσε τον γαλλικό όρο για το Έθνος [Nation], όμως στη δική του εκδοχή το Έθνος δεν ήταν μια πολιτική σύμβαση. Ήταν μια ενότητα ανθρώπων που συγκροτούσαν ενιαίο σώμα εξαιτίας της κοινής γλώσσας, της κοινής παράδοσης και του κοινού πολιτισμού. Η έννοια αυτή κινούνταν ανεξάρτητα από κοινωνικές ομάδες και τάξεις, ανεξάρτητα από τις όποιες εσωτερικές διαφορές. Δεν χρειαζόταν η ανατροπή της τάξης του κόσμου για την υιοθέτησή της. Η νέα αυτή ιδέα έδινε σχεδόν μεταφυσικές ιδιότητες στον γερμανικό λαό. Η σύγκριση εμπεριείχε όπως ήταν φυσικό την «αξιολόγηση». Προφανώς τα χαρακτηριστικά του γερμανικού λαού όφειλαν να είναι υπέρτερα από τα αντίστοιχα των εχθρών του ή των γύρω του αλλοεθνών. Από το σημείο αυτό δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να διαχωριστεί ο κόσμος σε λαούς εκλεκτούς, «ανώτερους» και σε αντίστοιχους ταπεινούς, «κατώτερους». Το κριτήριο για την ταξινόμηση λαών και ανθρώπων ήταν ο «πολιτισμός».

Εισήγαγε την ιδέα της «υπεροχής», αναφερόμενος σε μια πνευματική υπεροχή, ως το αναγκαίο συστατικό του προτεινόμενου από αυτόν οραματικού ρόλου του έθνους του, που θα βασιζόταν σε μια διαδικασία ενοποίησης. Υποχρέωσε την γερμανική «ελίτ» να εγκαταλείψει τον κοσμοπολιτισμό της και να αισθανθεί γερμανική, οδηγώντας την να μιλάει για την άρρηκτη ενότητα του γερμανικού λαού, για την αρχέγονη εσωτερικότητα του, και την ειδική του αποστολή εντός της ιστορίας, κάτι που κατά τον φιλόσοφο πρέπει να ισχύει για κάθε έθνος. Κατά τον Φίχτε «...πάντοτε και χωρίς καμία εξαίρεση, τα περισσότερο πολιτισμένα κράτη είναι τα πλέον επιθετικά.» Έλεγε ότι οι Γερμανοί, οφείλουν την ταυτότητά τους στη μοναδικότητα της γλώσσας τους, η οποία «..εξελίσσεται χωρίς καμιά διακοπή από την αρχική εκείνη στιγμή που γεννήθηκε η γλώσσα σαν φυσική δύναμη». Μόνο η ελληνική, πίστευε ο Φίχτε, μπορεί να συναγωνιστεί τη γερμανική, αφού και αυτή μιλιέται αιώνες, «χωρίς διακοπή», αφού και αυτή «ουδέποτε δέχτηκε από άλλες γλώσσες κάτι που δεν εξέφραζε μια δική της αντίληψη».

Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους στηρίχθηκε στις διακηρύξεις του Φίχτε περί του «δικαίου του αίματος», ενώ η άποψη του ότι «Η ζωή του ατόμου δεν υπάρχει, καθότι δεν έχει καμία αξία από μόνη της και πρέπει να βυθιστεί στο τίποτα, ενώ αντίθετα μόνο η φυλή υπάρχει και μόνο αυτή πρέπει να θεωρείται ότι πραγματικά ζει», είναι χαρακτηριστική των πολιτικών του πεποιθήσεων, καθώς εκφράζει την σχέση ατόμου και φυλής. Η φυλή είναι η μόνη που ζει αιώνια, ενώ τα άτομα αποτελούν στιγμιαίες εκφάνσεις της. Το άτομο οφείλει να ζει για την φυλή του ως ένας αναπόσπαστος κρίκος στην αλυσίδα των γενεών, πολεμώντας για ανώτερες αξίες και ιδανικά, όπως είναι η φιλοπατρία, η γενναιότητα και η αυτοθυσία.

Εργογραφία

Ασχολήθηκε με το πρόβλημα της υποκειμενικότητος και της συνειδήσεως. Συνέγραψε αρκετά έργα πολιτικής φιλοσοφίας, εκλαϊκευμένου χαρακτήρα. Θεωρείται ένας από τους πατέρες του γερμανικού εθνικισμού κυρίως στο ζήτημα του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού.

Έγραψε τα έργα

  • «Απόπειρα κριτικής κάθε αποκαλύψεως», το 1793, έργο που εκδόθηκε με τη βοήθεια του Ιμμάνουελ Καντ,
  • «Αποκατάσταση της ελευθερίας της σκέψης των ηγεμόνων της Ευρώπης», το 1793,
  • «Συμβολή στην διόρθωση των κρίσεων τού κοινού για την Γαλλική Επανάσταση», το 1793,
  • «Στοχασμοί σχετικά με τη Γαλλική επανάσταση», το 1794,
  • «Θεμελιώδεις αρχές ολόκληρης της επιστήμης», το 1794,
  • «Μαθήματα περί της αποστολής του διανοουμένου», το 1794,
  • «Περί των βάσεων της πίστης μας σε μια θεία διακυβέρνηση τού Σύμπαντος», το 1795,
  • «Θεμελίωση του φυσικού δικαίου», το 1796,
  • «Το σύστημα διδασκαλίας για την ηθική», το 1798,
  • «Για τα αίτια της πίστης μας προς μια θεία διακυβέρνηση του κόσμου», το 1798,
  • «Το κλειστό εμπορικό κράτος», το 1800,
  • «Εισαγωγή στην ευτυχισμένη ζωή», το 1806,
  • «Λόγοι προς το γερμανικό έθνος», το 1808,
  • «Η θεωρία περί των εθίμων»,
  • «Ο προορισμός του ανθρώπου»,
  • Φυσικό δίκαιο,
  • «Καθοδήγηση προς τη μακάρια ζωή».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι