Μητροπολίτης Θεοδώρητος (ο Βασματζίδης)

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κυρός Θεοδώρητος [το κοσμικό του όνομα ήταν Θεόδωρος Βασματζίδης ή Βασματζής], Έλληνας εθνικιστής, δημοδιδάσκαλος και καθηγητής Θεολόγος-απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτης Νευροκοπίου & Ραζλοκίου, Μακεδονομάχος με σημαντικό ρόλο στο διάστημα πριν αλλά και στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα αλλά και με συνολικά σημαντική εθνική δράση, διακεκριμένη πολιτική, πνευματική και θρησκευτική προσωπικότητα, γεννήθηκε περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 1867 στις Σέρρες και εκοιμήθη στις 3/15 Αυγούστου 1907 στο Νευροκόπι Δράμας. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Νευροκόπι και αρχικά ενταφιάστηκε στον Νάρθηκα του Ναού.

Μητροπολίτης Νευροκοπίου Θεοδώρητος
Μητροπολίτης Νευροκοπίου Θεοδώρητος.jpeg
Γέννηση: Ιούνιος 1867
Τόπος: Σέρρες, Μακεδονία (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Οθωμανική
Ασχολία: Θεολόγος, Δημοδιδάσκαλος, εθνικός αγωνιστής
Δολοφονία: 15 Αυγούστου 1922
Τόπος: Νευροκόπι, Μακεδονία (Ελλάδα)
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* Μητροπολίτης Νευροκοπίου *
Έναρξη Θητείας : 23 Οκτωβρίου 1903
Λήξη θητείας : 15 Αυγούστου 1907
Προκάτοχος
  • Μητροπολίτης Νικόδημος
Διάδοχος
  • Μητροπολίτης Δαμασκηνός

Βιογραφία

Πατέρας του Θεόδωρου -που είχε δύο μεγαλύτερους αδελφούς τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, ήταν ο Δημήτριος και μητέρα του η Βασιλική. Σύμφωνα με όσα επίσημα καταγράφονται η φτωχή οικογένεια είχε την ατυχία να αποβιώσει η μητέρα Βασιλική όταν ο Θεόδωρος ήταν σε νηπιακή ηλικία και αυτός ήταν ο λόγος που ο βιολογικός του πατέρας έδωσε τον Θεόδωρο για υιοθεσία. Στην πραγματικότητα, όπως την κατέγραψε [1] ο εθνικιστής λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης η μητέρα του Βασιλική τον εγκατέλειψε αφού τον βάπτισε, όταν ήταν λίγων ημερών, μέσα σε ένα καλάθι με σημείωμα όπου έγραφε το όνομά του, έξω από την κατοικία μιας εύπορης χριστιανικής οικογένειας στις Σέρρες.

Οικογένεια / Σπουδές

Ο Θεόδωρος υιοθετήθηκε από την εύπορη οικογένεια, του Κωνσταντίνου και της Ευθυμίας Βασματζή ή Βασματζίδη. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού, του Σχολαρχείου και της Α' τάξεως του Γυμνασίου στις Σέρρες, με Γυμνασιάρχη τον Ιωάννη Δέλλιο. Το 1882 ο ίδιος αποφάσισε και επέλεξε να συνεχίσει μαθήματα στο Διδασκαλείο Σερρών, έως το 1885, όπου είχε καθηγητή και Διευθυντή της σχολής τον Δημήτριο Μαρούλη και αποφοίτησε με το βαθμό του Πρωτοβάθμιου Δημοδιδασκάλου.

Δημοδιδάσκαλος

Μετά την αποφοίτηση του από το Διδασκαλείο Σερρών ο Θεόδωρος εργάστηκε, στην έναρξη του σχολικού έτους 1885-86, ως Δημοδιδάσκαλος στο Μελένικο όπου έμεινε μόνο τρεις εβδομάδες καθώς αποχώρησε, λόγω πολιτικών ερίδων, και ακολούθως τον Οκτώβριο του 1885 επέστρεψε στις Σέρρες, αφού έλαβε αποζημίωση δέκα λιρών. Στο τέλος της σχολικής περιόδου 1885-86 εργάστηκε στο σχολείο του χωριού Στανός της επαρχίας Αρδαμερίου της Χαλκιδικής. Η εκεί παραμονή του αποδείχθηκε σύντομη διότι ο τότε επίσκοπος Αρδαμερίου Κωνσταντίνος τον απομάκρυνε με το αιτιολογικό ότι υπήρξε μαθητής του Δημήτριου Μαρούλη τον οποίο ο Επίσκοπος κατηγορούσε πως «προτεστάντιζε» ενώ εισέπραξε μόνο το μισό της αποζημιώσεως που του αναλογούσε. Στη συνέχεια ο Θρεοδώρητος εργάστηκε και δίδαξε στα χωριά Λιαριγκόβη τη σημερινή Αρναία Χαλκιδικής, το σχολικό έτος 1886-87, και Ιερισσό Χαλκιδικής το σχολικό έτος 1887-88, και στη συνέχεια, με την μεσολάβηση του τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίνου (Βαφείδου), στο νησί της Θάσου, το σχολικό έτος 1888-89, στα χωριά Μέγα Καζαβίτη και Μαριές.

Εκκλησιαστική δράση

Το 1890 ο Θεόδωρος εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης πάντα υπό την προστασία, με τις συστάσεις και τη μεσολάβηση του επισκόπου Μαρωνείας, μετέπειτα Σερρών, Κωνσταντίνου (Βαφείδη). Στις 2 Οκτωβρίου του 1894, και πριν την αποφοίτηση του, χειροτονήθηκε διάκονος στην Πρέβεζα, όπου είχε καταφύγει λόγω των σεισμών στην Κωνσταντινούπολη, από τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο (Βαφείδη), ο οποίος στο μεσοδιάστημα είχε μετατεθεί στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, και έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Θεοδώρητος.. Τον Αύγουστο του 1895, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποφοίτηση του, με Άριστα, από τη Θεολογική σχολή της Χάλκης χειροτονήθηκε Ιερέας και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, προστατευόμενος του Πατριάρχη πρώην Ιεροσολύμων Νικοδήμου. Στις 14 Ιουλίου 1897 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, στις Κυδωνιές (Αϊβαλή), από τον Μητροπολίτη Εφέσου Ιωακείμ. Αμέσως μετά χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης, και διορίστηκε Αρχιερατικός Επίτροπος του τμήματος Βριούλων της Μητροπόλεως Εφέσου. Τον Νοέμβριο του 1899 επέστρεψε στις Σέρρες και ιδιώτευσε καθώς δεν αποδέχθηκε την θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου Καβάλας της Μητροπόλεως Ξάνθης, όπως του προτάθηκε.

Τον Μάιο του 1900 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και για δύο μήνες, Ιούλιο και Αύγουστο εκείνου του έτους, τοποθετήθηκε Αρχιερατικός Επίτροπος στην Πέραμο της Κυζίκου απ' όπου αποχώρησε λόγω των προστριβών του μητροπολίτη Κυζίκου με την κοινότητα της Περάμου με αιτία ενοριακό μοναστήρι της περιοχής και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου τοποθετήθηκε Εφημέριος στην νοσοκομειακή εκκλησία του Αγίου Νικολάου της συνοικίας του Γαλατά της Κωνσταντινούπολης και παράλληλα εργάστηκε ως διδάσκαλος Θρησκευτικών στο αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο της συνοικίας. Το 1901, και για τα επόμενα δύο έτη, τοποθετήθηκε Καθηγητής και Ιεροκήρυκας στις Σέρρες και δίδαξε θρησκευτικά στο Γυμνάσιο και στο Παρθεναγωγείο της γενέτειρας του.

Μητροπολίτης Νευροκοπίου & Ραζλοκίου

Στις 23 Οκτωβρίου του 1903 ο Θεοδώρητος εξελέγη μητροπολίτης Νευροκοπίου & Ροζλοκίου, εις αναπλήρωση του Μητροπολίτη Νικόδημου, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με 8 ψήφους (επί 11 ψηφισάντων) έχοντας συνυποψηφίους τους Αρχιμανδρίτες Αιμιλιανό Δάγγουλα (2 ψήφοι) και Γρηγόριο Παπαδόπουλο (1 ψήφος). Η χειροτονία του ως Μητροπολίτη πραγματοποιήθηκε στις 16 Νοεμβρίου του ίδιου έτους στο ναό των Αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες, και όχι στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από απαίτηση των συμπολιτών του. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Σερρών Γρηγόριος, συμπαραστατούμενος από τον Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Πανάρετο και τον Επίσκοπο Πολυανής Παρθένιο. Σύμφωνα με τον Στίπλωνα Κυριακίδη στην χειροτονία του παρέστη και η φυσική του μητέρα: Γράφει [2] ο Κυριακίδης:

«....ή  καθ'  εαυτού  μητέρα   του. Απεκαλύφθη ως εξής. Όταν  εχειροτονήθη ως άρχιερεύς εις τάς Σέρρας, επειδή ήταν αγα­πητός εις δλους τους Σερραίους, πήγαιναν να τόν συγχαρούν. Μεταξύ των πολλών πήγε και ή μάννα του, ή οποία τόν έγέννησε και δικαιολογήθπ δτι λόγω της πτώχειας τόν άφήκεν εις τόν δρόμον, να τόν πάρη ή θετή μάννα του. Αυτός, αφ' ου τήν εξήτασεν ακριβώς, που είναι το σπίτι της, της είπεν ως εξής: «Επειδή εσύ δεν με λυπήθηκες ως μάννα καί με έβα­λες εις τόν δρόμον να με φαν τα σκυλλιά, να με πατήσουν τα ζὠα, είς το εξής είς τα μάτια μου δεν θα βγής. Διότι ό Θεός που με έδωκεν, Αυτός προώρισε πώς θα μεγαλώσω και τί θα γίνω. Κάθε μήνα θα σου έρχωνται είς το σπίτι σου δυο λίραι χρυσαί». Αυτή  ήρχισε να κλαίη και έφυγε.....». 

Ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος εγκαταστάθηκε στην έδρα της Μητροπόλεως Νευροκοπίου στις 29 Δεκεμβρίου 1903 λόγω γραφειοκρατικών προβλημάτων που προκάλεσαν σημαντική καθυστέρηση στην έκδοση και αποστολή του σχετικού σουλτανικού βερατίου περί της εκλογής του. Σχεδόν ταυτόχρονα με την εγκατάσταση του στην έδρα της Μητροπόλεως διαπίστωσε [3] την υποχώρηση της Ελληνικής εκπαιδεύσεως στην περιοχή την οποία απέδωσε στην «οικονομική καχεξία» της Ελληνικής Ορθοδόξου κοινότητος, «ήτις δεν επιτρέπει μείζονας δαπάνας υπέρ των εκπαιδευτικών αναγκών», τη στιγμή που οι Βουλγαρίζοντες της περιοχής είχαν προικιστεί από την Εξαρχία «δι’ ωραίου και επιδεικτικωτάτου σχολικού κτιρίου». Ο Μητροπολίτης δε δίστασε να εισηγηθεί -και πέτυχε- την απόλυση του διευθυντή της αστικής σχολής Γ. Κύρου, µε τις κατηγορίες της αντεθνικής συµπεριφοράς και της προσβολής στο πρόσωπο του. Ο Κύρου θεωρήθηκε ύποπτος για φιλοβουλγαρική δράση και η απόφαση για την απόλυσή του πάρθηκε μόλις τρεις μήνες μετά το διορισμό του. Ο διευθυντής της αστικής σχολής αρνούμενος τις εναντίον του κατηγορίες, δε δέχτηκε να εγκαταλείψει τη θέση του, όμως μεταπείστηκε, αφού αποζημιώθηκε µε το ποσό των αποδοχών της πρώτης τετραμηνίας. Είναι προφανές ότι ο Θεοδώρητος απέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαμόρφωση εθνικού φρονήματος μέσω της Παιδείας και την άποψη του αυτή καταγράφει με τα ακόλουθα λόγια:

«..Πρωτίστη αναντιρρήτως και σπουδαιοτάτη αποστολή των ημετέρων εκπαιδευτηρίων και πανταχού μεν, ιδία δε εν ταις εμπεριστάταις επαρχίαις, είναι όπως, προς τω θρησκευτικώ αισθήματι και μάλιστα και πλείον ίσως τούτου ενταύθα, διεγείρωσιν εν τη καρδία της μαθητιώσης νεολαίας το εθνικόν φρόνημα».

Στο πλαίσιο της αποστολής του δημιούργησε σχολεία στα οποία φοιτούσαν τα παιδιά της περιφερείας του όπου οι διδάσκοντες ασχολήθηκαν και έδωσαν την κύρια προσοχή τους στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας από το σύνολο των κατοίκων, ακόμη και στα ελάχιστα δίγλωσσα χωριά της περιοχής. Από τις πρώτες προτεραιότητές του υπήρξε η ανασυγκρότηση των εκπαιδευτηρίων της κοινότητος, τα οποία επιθεωρούσε ο ίδιος, κάποιες φορές αναλαµβάνοντας και διδακτικό ρόλο. Αξιοσημείωτη είναι η πρότασή του σε συνεργασία µε τον πρόξενο Σερρών για την έκδοση βιβλίων για τους Ελληνόφρονες βουλγαροφώνους στη βουλγάρικη γλώσσα, αλλά µε Ελληνικούς χαρακτήρες, -κατ’ αντιστοιχία των καραµανλήδικων-, πρόταση η οποία δεν προχώρησε από το Ελληνικό κράτος. Σε έκθεση που υπέβαλε, τον Μάιο του 1904, τονίζει ότι είναι προφανές:

«.....πόσον επηρεάζει το έργον της σχολής η υπό των γονέων και δη των μητέρων άγνοια της υπό των τέκνων αυτών σπουδαζομένης γλώσσης» (καθίσταται αδήριτη η) «ανάγκη της διαδόσεως της Ελληνικής γλώσσης και μεταξύ των γυναικών ών αι πλείσται ουδέ γρυ Ελληνικόν λαλούσιν», παρόλο που από την άποψη της εθνικής συνειδήσεως τους «....ου μόνον αμιλώνται προς τους άνδρας αλλά και υπερβαίνουσιν αυτούς...»

Το Φθινόπωρο του 1904 ταξίδεψε στην Θεσσαλονίκη προκειμένου να διαμαρτυρηθεί στον Τούρκο Γενικό διοικητή και να του ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων του Έλληνα πατριώτη Αθανάσιου Θεοδώρου από το Τσερέσοβο. Στις 25 Μαΐου 1905 συνέταξε έκθεση που το περιεχόμενο της περιλαμβάνει σημαντικές όσο και πολύτιμες πληροφορίες για τα σχολεία που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν με ευθύνη των Ελληνικών Κοινοτήτων του καζά Νευροκοπίου, με τις οποίες σχηματίστηκε πλήρης και ολοκληρωμένη εικόνα για την εκπαίδευση που παρέχονταν στα παιδιά των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Σύμφωνα με την έκθεση του Μητροπολίτη το 1904, οι Έλληνες κατόρθωσαν να λειτουργήσουν στο Νευροκόπι δύο σχολεία, ένα τετρατάξιο Αρρεναγωγείο με δύο διδασκάλους και 60 μαθητές και ένα τετρατάξιο Νηπιοπαρθεναγωγείο με δύο διδασκάλισσες και 80 μαθήτριες και νήπια μαζί. Τον Σεπτέμβριο του 1906 αρνήθηκε την μετάθεση του στην Μητρόπολη Μελενίκου στην οποία εξελέγη στις 2 Αυγούστου εκείνου του έτους και με επιστολή του παρακάλεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να παραμείνει στο Νευροκόπι κάτι που με δική τους επιστολή ζήτησαν και οι κάτοικοι.

Ο Μητροπολίτης στις εκθέσεις του αναφέρεται, επίσης, στα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της περιφερείας του και προβαίνει σε σύγκριση των Ελλήνων με τους συνοίκους τους:

«...η ενταύθα ημετέρα κοινότης, φέρουσα άπαντα τα την ελληνικήν φυλήν χαρακτηρίζοντα γνωρίσματα, ως την ευφυΐαν, την δραστηριότητα, την εις την πίστην των πατέρων αφοσίωσιν, την φιλοπατρίαν, την φιλομουσίαν, το προοδευτικόν πνεύμα, αλλ’ ως μη ώφειλεν και τον κομματισμόν, επί μετριοπαθεία όμως ευτυχώς διακρινόμενον, υπερέχει των συνοίκων στοιχείων κατά τε την πνευματικήν και κοινωνικήν ανάπτυξιν και αποτελεί σπουδαίον παράγοντα της ενταύθα αγοράς και των διενεργουμένων εμπορικών εργασιών».

Tον Δεκέμβριο του 1905, με επιστολή του, ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος ζήτησε [4] οικονομική ενίσχυση από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο για την ανέγερση νέου μητροπολιτικού οίκου, δεδομένου ότι το παλαιό ήταν σε ελεεινή κατάσταση. Ήδη οι Βούλγαροι σχισματικοί είχαν ανεγείρει μεγαλοπρεπές μητροπολιτικό μέγαρο, προκαλώντας την εθνική αξιοπρέπεια των Ελλήνων. Η Ελληνική Κοινότητα Νευροκοπίου είχε αρχίσει τα έργα ανεγέρσεως Μητροπολιτικού Μεγάρου όμως δημιουργήθηκαν χρέη, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο αποτυχίας του εγχειρήματος. Ο Φώτιος δέχθηκε [5] ευχαρίστως να βοηθήσει και απέστειλε ποσό ίσο προς τα δύο τρίτα του όλου χρέους, ευχόμενος ταχεία αποκατάσταση του Γένους στη μαρτυρική Μακεδονία. Οικονομική βοήθεια προς την Κοινότητα Νευροκοπίου, για τον ίδιο σκοπό, επαναλήφθηκε [6] και στις αρχές του 1907.

Μακεδονικός Αγώνας

Στην περιφέρεια της Μητροπόλεως Νευροκοπίου, ή Βουλγαρική προπαγάνδα χρησιμοποίησε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, για να εξαναγκάσει τούς κατοίκους να απαρνηθούν την Ελληνικότητα τους και να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία. Όπως αναφέρει [7] ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος, η «σπείρα» των πρωτεργατών του βουλγαρικού κινήματος «μετά μεγίστης μυστικότητος εργασθείσα» κατόρθωσε να προσεταιριστεί ορισμένους προκρίτους, ανάμεσά τους «και αυτόν των εκ των Αποστολιδών αδελφών Μιχαήλ όστις, καίπερ ομόσας τον βουλγαρικόν όρκον, ουχ ήττον εν τω φανερώ απετέλει μέλος της Ελλην. Κοινότητος, δι’ οικογενειακούς πάντως λόγους». Παράλληλα από πολύ νωρίς άρχισαν τις δολοφονίες και στις 27 Ιουλίου 1902 δολοφονήθηκε στο Νευροκόπι ο Γάκης Χρυσοχόου ενώ στις 26 Οκτωβρίου 1903 στο Ζίρνοβο, το σημερινό Κάτω Νευροκόπι, ο Ελληνοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Χριστίδης και οι πρόκριτοι Ζαφείρης Ιωάννου και Γεώργιος Γερμανού.

Την ίδια εποχή, οι απόπειρες δολοφονίας, οι τραυματισμοί και οι άγριες ομαδικές και μεμονωμένες βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων έλαβαν ευρείες διαστάσεις. Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε αντιμετωπίστηκε χάρις στην εμπνευσμένη ηγεσία και την καθημερινή παρουσία του Μητροπολίτη Θεοδώρητου, ο οποίος με την αμέριστη συμπαράσταση και την ολόπλευρη στήριξη του τότε Μητροπολίτη Δράμας, μετέπειτα Εθνομάρτυρα και Άγιου Χρυσοστόμου, συνέτρεξε τους Έλληνες τής περιφέρειας του οι οποίοι αμύνθηκαν με σθένος. Παράλληλα, συμμετείχαν ολόθερμα στον Μακεδονικό αγώνα και άλλοι κορυφαίοι ιεράρχες όπως Μητροπολίτης Γρεβενών Αγαθάγγελος που εγκαταστάθηκε στα Γρεβενά το 1901, ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης που εγκαταστάθηκε στην Καστοριά το 1900, ο Γρηγόριος Ωρολογάς το 1902 στη Στρώμνιτσα, ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος που εγκαταστάθηκε το 1902 στην Κορυτσά, ο Μητροπολίτης Πελαγωνείας Ιωακείμ (ο Φορόπουλος) ο οποίος το 1903 μετατέθηκε από το Μελένικο στην Πελαγονία, ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος στη Θεσσαλονίκη, ενώ στον αγώνα συμμετέχει και ο Γρηγόριος Ωρολογάς που εγκαταστάθηκε το 1892 στις Σέρρες και μετέπειτα, ως Κυδωνιών, μαρτύρησε στην Μικρασιατική τραγωδία. Οι παραπάνω ιεράρχες ξεκίνησαν τον Μακεδονικό αγώνα στο διάστημα 1900-1902 ενώ ο Παύλος Μελάς έφτασε στη Μακεδονία το 1904. Τον Σεπτέμβριο του 1906, με αφορμή τη δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιου, ο Θεοδώρητος τέλεσε αρχιερατικό μνημόσυνο, την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1906, για τις ψυχές των πεσόντων Μακεδονομάχων.

Το τέλος του

Ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος, από το τέλος του Απριλίου έως το τέλος του Ιουνίου 1907, ταξίδεψε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη για λόγους που αφορούσαν την υγεία του η οποία είχε κλονιστεί από τον δύσκολο χειμώνα του 1905-1907. Αυτή ήταν η δεύτερη μόλις φορά που εγκατέλειπε την έδρα της Μητροπόλεως του στα χρόνια της Ιεραρχίας του. Επέστρεψε στο Νευροκόπι όπου και απεβίωσε 45 ημέρες αργότερα, στην αγριότερη φάση των εθνικών αντιπαραθέσεων στη\ν περιοχή της Μακεδονίας.

Μνήμη Μητροπολίτη Θεοδώρητου

Ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος, μέγας πατριώτης και μαχητής, μικρός το δέμας, ισχνός και ασθενικός, με μακριά μαύρη γενειάδα, ασκητικός στη μορφή αλλά και στο ήθος, εύγλωττος και ακούραστος, ενέπνεε αίσθημα σεβασμού με την παρουσία του. Αναδείχθηκε σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Νέος δυναμικός και αποφασιστικός, ικανός και άξιος της αποστολής του, πρωτοστάτησε κατά της βουλγαρικής Εξαρχικής προπαγάνδας, σώζοντας τον Ελληνισμό του Νευροκοπίου από την διπλή κατοχή. Διακρίθηκε για την μεγάλη μόρφωση του, το κύρος και το σπάνιο ηθικό ανάστημα του ενώ υπήρξε αυστηρός τηρητής του καθήκοντος και χρηστός στους τρόπους και την πολιτεία του. Αρχιεράτευσε στη νευραλγική, εξ αιτίας του σχίσματος, περιοχή Νευροκοπίου σε εποχή πολύ κρίσιμη για την τύχη του Ελληνισμού της Μακεδονίας και του Μακεδονικού Αγώνα. Διακρίθηκε για την αρετή, το σεμνό του ήθος και τους απέριττους τρόπους του. Η ένθεη φλόγα και το μεγάλο χάρισμα πού είχε να μεταδίδει τον ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την αυταπάρνηση, συντελέσαν αποφασιστικά στο να διατηρηθεί εις το ακέραιο και ακμαία η Ελληνικότητα της περιοχής του και να αναβαπτισθεί πνευματικά το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων της περιοχής του.

Ο Γεώργιος Χατζηκυριακού, Επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας, γράφει [8] για τον Θεοδώρητο: ...Ο Έλλην Μητροπολίτης Θεοδώρητος διαπρέπων επί παιδεία και αρετή, σεμνός το ήθος και απέριττος τους τρόπους, αγαπάται ή μάλλον λατρεύεται υπό του ποιμνίου του...».. Ο Χατζηκυριακού περιόδευσε κατά τα έτη 1905-06 όλη την περιοχή του καζά Νευροκοπίου, αναφέρεται με θαυμασμό στη δραστηριότητα του Μητροπολίτη Θεοδώρητου στον τομέα της εκπαίδευσης και προσθέτει:

«...Παρά τη Μητροπόλει κείται ο μητροπολιτικός ναός, ο μόνος της κοινότητος ημών ναός. Εν τω αυτώ του ναού περιβόλω το σχολικόν κτίριον, ευρύχωρον, εκτενές, καθάριον, βεβαμμένον. Μεγάλη αίθουσα διήκει εις μήκος∙ εις το εν  άκρον αυτής το αρρεναγωγείον μετά των μικροτέρων των παραδόσεων αιθουσών περιλαμβάνον 5 τάξεις και εις το έτερον το παρθεναγωγείον μετά 4 τάξεων και της νηπιαγωγικής...».

Ο Μητροπολίτης εντρύφησε με ειλικρινές ενδιαφέρον στην Ιστορία και την αρχαιολογία της περιοχής του Νευροκοπίου και σε συνεργασία με τον Πέτρο Παπαγεωργίου, τον σοφό Θεσσαλονικέα φιλόλογο, δημοσίευσε πολλές επιγραφές στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης. Εξ ίσου στενή σχέση και φιλία διατηρούσε με τον καθηγητή των «Αρσάκειων» Εκπαιδευτηρίων Αθανάσιο Γεωργιάδη. Η δραστηριότητα του αυτή τον κατέστησε ιδιαίτερα γνωστό στους Αθηναϊκούς κύκλους και η Χριστιανική Αρχαιολογική εταιρεία των Αθηνών τον ανακήρυξε αντεπιστέλλον μέλος της. Πράλληλα καταγράφεται ότι υπήρξε συνδρομητής στις εφημερίδες «Πρωία», «Κωνσταντινούπολις» και «Βυζαντίς» τις οποίες ελάμβανε τόσο στις Σέρρες όσο και στη συνέχεια στο Νευροκόπι.

Ο κώδικας της Μητροπόλεως, τον οποίο συνέταξε σε μεγάλο μέρος του, ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος διασώθηκε χάρις στον Παπά Ηλία Οικονομίδη. Ο ιεράς την 1η Αυγούστου του 1913 όταν μετά την ανακωχή η κωμόπολη περιήλθε στα χέρια των Βουλγάρων, παρέλαβε το αρχείο της Μητροπόλεως και τα οστά του Μητροπολίτη Θεοδωρήτου και κατάφυγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Περιθώρι. Εκεί ο Παπά Ηλίας Οικονομίδης εγκαταστάθηκε ως εφημέριος και έθαψε τα οστά του Κυρού Μητροπολίτη στο Νάρθηκα της Εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής. Στις 5 Αυγούστου του 1916 όταν Γερμανοί και Βούλγαροι εισέβαλαν στην περιοχή ο Παπά Ηλίας κατέφυγε στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στα Μέγαρα Αττικής συναποκομίζοντας το αρχείο το οποίο κατέληξε, αργότερα, στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Θεοδωρήτου Νευροκοπίου: Ιστορικαί τινές πληροφορίαι.... Στίλπων Κυριακίδης, Περιοδικό «Μακεδονικά», τόμος 2ος, Θεσσαλονίκη, 1953, σελίδα
  2. [Θεοδωρήτου Νευροκοπίου: Ιστορικαί τινές πληροφορίαι.... Στίλπων Κυριακίδης, Περιοδικό «Μακεδονικά», τόμος 2ος, Θεσσαλονίκη, 1953, σελίδα 46η.]
  3. [Βασίλειος Λαούρδας, «Η μητρόπολις Νευροκοπίου, 1900-1907. Εκθέσεις των Μητροπολιτών Νικοδήμου και Θεοδωρήτου», έκδοση: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών-Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου Aίμου (Ε.Μ.Σ.-Ι.Μ.Χ.Α.), Θεσσαλονίκη 1961.]
  4. [«Ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτη Νευροκοπίου Θεοδώρητου πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Φώτιο», 19 Δεκεμβρίου 1905.]
  5. [«Ευχα­ριστήρια επιστολή του Μητροπολίτη Νευροκοπίου Θεοδώρητου πρoς τoν Πατριάρχη Aλεξανδρείας Φώτιο», 31 Μαΐου 1906.]
  6. [«Ευχα­ριστήρια επιστολή του Μητροπολίτη Νευροκοπίου Θεοδώρητου πρoς τoν Πατριάρχη Aλεξανδρείας Φώτιο»», 6 Φεβρουαρίου 1907.]
  7. [Μητροπολίτης Θεοδώρητος, «Ιστορικαί τινες πληροφορίαι περί της ενταύθα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος από της εμφανίσεως του βουλγαρικού ζητήματος και εντεύθεν», Περιοδικό Μακεδονικά, τεύχος 2ο (1941-1952), σελίδες 414η-460η.]
  8. [Γεώργιος Χατζηκυριακού, «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν, εν Αθήναις 1906»]