Project for the New American Century

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Μέλη και Υποστηρικτές της PNAC:
Γκάρι Μπάουερ (Gary Bauer)
Ρόμπερτ Κέιγκαν
Μπιλ Κρίστολ
Ρίτσαρντ Περλ (Richard Perle)
Ντόναλντ Ράμσφελντ (Donald Rumsfeld)
Πωλ Γούλφοβιτς (Paul Wolfowitz)
Ρίτσαρντ Τσένι (Richard Cheney)
Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama)
Μαντλήν Ολμπράιτ (Madeleine Albright)
Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ (Richard Holbrooke)
Τζεμπ Μπους (Jeb Bush)
Στηβ Φορμπς (Steve Forbes)
Ντόναλντ Κέιγκαν
Φρέντερικ Κέιγκαν (Frederick Kagan)
Ζαλμάι Χαλιλζάντ (Zalmay Khalilzad)
Τζων Μακ Κέην (John McCain) [1]

Το "Project for the New American Century" συντ. PNAC (ελληνικά: «Σχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα») ήταν μια νεοσυντηρητική δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον, η οποία επικεντρώθηκε στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ιδρύθηκε ως μη κερδοσκοπικός εκπαιδευτικός οργανισμός το 1997, από τους Μπιλ Κρίστολ και Ρόμπερτ Κέιγκαν. Ο δηλωμένος στόχος του PNAC ήταν «η προώθηση της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεσίας».

Η PNAC, ήταν ίσως περισσότερο γνωστή για την ικανότητά της να προσελκύει διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις πίσω από την ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της, κάτι που επανειλημμένα απέδειξε με τις πολυάριθμες επιστολές και τις δημόσιες δηλώσεις της. Η PNAC σφυρηλάτησε έναν σημαίνοντα συνασπισμό δεξιών πολιτικών παραγόντων για την υποστήριξη των εκκλήσεών της για έναν επιθετικό «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» με στόχο κυρίως τη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της εισβολής στο Ιράκ. Στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου, τα στοιχεία της ατζέντας που περιγράφονται στην ιδρυτική διακήρυξη της PNAC επανεμφανίστηκαν με τη μορφή της «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» του Μπους το 2002, το λεγόμενο και Δόγμα Μπους.

Αν και ορισμένοι παρατηρητές έχουν υπερβάλει στην επίδρασή της -δύο μελετητές, για παράδειγμα, υποστήριξαν στο "Sociological Quarterly" ότι η PNAC σχεδόν μόνη της ανέπτυξε, πούλησε, θέσπισε και δικαιολόγησε έναν πόλεμο με το Ιράκ [2] η ομάδα ήταν αναμφισβήτητα ο πιο αποτελεσματικός υποστηρικτής των νεοσυντηρητικών ιδεών κατά την περίοδο μεταξύ της έναρξης της δεύτερης θητείας του προέδρου Μπιλ Κλίντον και της απόφασης του προέδρου Τζορτζ Μπους το 2003 να εισβάλει στο Ιράκ.

Μέχρι το 2006, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έμπλεκαν όλο και περισσότερο σε έναν αιματηρό πόλεμο κατά των εξεγέρσεων στο Ιράκ, η ομάδα σταμάτησε σταδιακά τις περισσότερες δραστηριότητές της. Πολλοί από τους διάφορους διευθυντές και υποστηρικτές της, ωστόσο, παραμένουν σήμερα ενεργοί, ιδίως στην προσπάθεια να προωθηθεί ο πόλεμος κατά του Ιράν.

Ιστορικό

Πριν από την ίδρυση της PNAC, οι νεοσυντηρητικοί και οι σκληροπυρηνικοί εθνικιστές σύμμαχοί τους, συμπεριλαμβανομένων των Ντόναλντ Ράμσφελντ και Ντικ Τσένεϊ, άρχισαν να προωθούν επιθετικά ιδέες που αποσκοπούσαν στην αντικατάσταση του μαχητικού αντικομμουνισμού που κυριαρχούσε στην πολιτική των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του Ψυχρού Πολέμου. Ένα βασικό βήμα σε αυτή τη διαδικασία ήταν η ίδρυση του περιοδικού ["Weekly Standard" το 1995 από δύο γόνους του νεοσυντηρητικού κινήματος -τον Γουίλλιαμ Κρίστολ (γιο του Ίρβινγκ) και τον Τζων Ποντχόρετζ (γιο του Νόρμαν). Μαζί με τον Fred Barnes, πρώην ανταποκριτή της εφημερίδας The New Republic, εξασφάλισαν χρηματοδότηση από τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Ρούπερτ Μέρντοχ για την υποστήριξη του περιοδικού, το οποίο γρήγορα αντικατέστησε το "Commentary" ως το προβεβλημένο μέσο έκφρασης των νεοσυντηρητικών ιδεών.

Το 1996, οι Κρίστολ και Κέιγκαν έγραψαν ένα άρθρο στο περιοδικό "Foreign Affairs"' που έγινε ένα είδος ιδρυτικής δήλωσης της νεοσυντηρητικής ατζέντας. Με τίτλο «Προς μια νεο-ρεϊγκανική εξωτερική πολιτική», το άρθρο καθιέρωσε διάφορους πυλώνες μιας ατζέντας εξωτερικής πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης μιας καλοπροαίρετης ηγεμονίας που βασίζεται εν μέρει στην προθυμία μονομερούς και προληπτικής χρήσης βίας. Οι Κρίστολ και Κάγκαν ρωτούσαν ρητορικά:

«Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των ΗΠΑ; Καλοπροαίρετη παγκόσμια ηγεμονία. Έχοντας νικήσει την "Αυτοκρατορία του Κακού", οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν στρατηγική και ιδεολογική υπεροχή. Ο πρώτος στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι η διατήρηση και η ενίσχυση αυτής της κυριαρχίας με την ενίσχυση της ασφάλειας της Αμερικής, την υποστήριξη των φίλων της, την προώθηση των συμφερόντων της και την υπεράσπιση των αρχών της σε όλο τον κόσμο» [3].

Το PNAC χρησίμευσε ως θεσμικό όχημα για την υποστήριξη των ιδεών που εκτίθεντο στο άρθρο. Στεγασμένο στο ίδιο κτίριο γραφείων στην Ουάσινγκτον με το "American Enterprise Institute", το PNAC στελεχώθηκε από έναν αριθμό ανερχόμενων νεοσυντηρητικών, οι οποίοι παρήγαγαν δηλώσεις και ανοικτές επιστολές για διάφορα θέματα και οργάνωσαν τη συλλογή υπογραφών από ελίτ πολιτικών παραγόντων. Σύμφωνα με τους μελετητές Stefan Halper and Jonathan Clarke η ίδρυση της PNAC σηματοδότησε μια "πλήρη μετάβαση γενεών" στον νεοσυντηρητισμό που συνέβη κάπου μεταξύ της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και του τέλους του πολέμου της Βοσνίας. Μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, oι νεότεροι νεοσυντηρητικοί είχαν καλύψει το κενό που άφησε η αυξανόμενη αδυναμία των παλαιότερων νεοσυντηρητικών απόψεων να παράσχουν ένα επαρκές ερμηνευτικό πλαίσιο για τις μεταβαλλόμενες πραγματικότητες των διεθνών γεγονότων στη δεκαετία του 1990 [4].

Καθιερώνοντας τη μορφή που θα χρησιμοποιούνταν στις μετέπειτα δημοσιεύσεις της PNAC, η δήλωση αρχών δημοσιεύθηκε σε μορφή επιστολής και υπογράφηκε από έναν εντυπωσιακό κατάλογο υποστηρικτών. Αν και πολλοί από τους υπογράφοντες τη δήλωση αρχών (και άλλα έγγραφα της PNAC) ήταν νεοσυντηρητικοί, νέοι και παλιοί υπήρχαν επίσης εκπρόσωποι από άλλους πολιτικούς και κοινωνικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων ηγετών της θρησκευτικής Δεξιάς όπως ο Γκάρυ Μπάουερ (Gary Bauer), επιφανών Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών, επιφανών ακαδημαϊκών υποστηρικτών ορισμένων νεοσυντηρητικών ιδεών όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) και ο Έλλιοτ Κοέν (Eliot Cohen). Αυτό το εύρος υποστήριξης κατέδειξε την επιτυχία του PNAC ως μέσου για τη δημιουργία ενός ευρύτερου συνασπισμού στρατιωτικών με επιρροή γύρω από τις νεοσυντηρητικές ιδέες και τους στόχους των ιδρυτών του. Σχεδόν δώδεκα από τους αρχικούς υπογράφοντες θα αποκτούσαν, περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, θέσεις στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, συμπεριλαμβανομένων των Ράμσφελντ, Γούλφοβιτς, Τσένι, Πόλα Ντομπριάνσκι, Ζαλμάι Χαλιλζάντ, Έλιοτ Άμπραμς και Σκούτερ Λίμπι.

Δραστηριότητες

Κατάλογος επιστολών και διακηρύξεων

- Καταστατικό ίδρυσης - διακήρυξη αρχών, 3 Ιουνίου 1997
- Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο Κλίντον για το Ιράκ, 26 Ιανουαρίου 1998.
- Επιστολή προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Newt Gingrich και στον αρχηγό των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, Trent Lott για το Ιράκ, 29 Μαΐου 1998.
- Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο Κλίντον για τον Μιλόσεβιτς, 20 Σεπτεμβρίου 1998.
- Δήλωση για την άμυνα της Ταϊβάν, 20 Αυγούστου 1999.
- Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο Μπους για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, 20 Σεπτεμβρίου 2001.
- Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο Μπους για το Ισραήλ, τον Αραφάτ και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, 3 Απριλίου 2002.
- Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο Μπους για το Χονγκ Κονγκ - συνεργασία Project for the New American Century και U.S. Committee for Hong Kong, 25 Νοεμβρίου 2002.
- Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο Μπους σχετικά με τον αμυντικό προϋπολογισμό, 23 Ιανουαρίου 2003.
- Δήλωση για το μεταπολεμικό Ιράκ, 19 Μαρτίου 2003.
- Δεύτερη δήλωση για το μεταπολεμικό Ιράκ, 28 Μαρτίου 2003.
- Δήλωση υποστήριξης στον λαό του Χονγκ Κονγκ - συνεργασία Project for the New American Century και U.S. Committee for Hong Kong, 29 Ιουνίου 20004
- Επιστολή των 100 για τη Δημοκρατία στη Ρωσία, 28 Σεπτεμβρίου 2004
- Ανοιχτή επιστολή στο Κογκρέσο για την αύξηση των στρατευσίμων, 28 Ιανουαρίου 2005.

Παραπομπές

  1. List of PNAC Signatories and Contributing Writers
  2. [David Altheide and Jennifer Grimes, “War Programming: The Propaganda Project and the Iraq War,” Sociological Quarterly, vol. 46, no. 4, 2005.]
  3. [Toward a Neo-Reaganite Foreign Policy]
  4. [Stefan Halper and Jonathan Clarke, America Alone: The Neoconservatives and the Global Order (Cambridge: Cambridge University Press, 2004), p. 99.]