Αντρέι Βάιντα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αντρέι Βάιντα, [Andrzej Witold Wajda], Πολωνός εθνικιστής σκηνοθέτης του Θεάτρου και του κινηματογράφου, ένας από τους μεγάλους σκηνοθέτες του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού σινεμά, παραγωγός σημαντικών κινηματογραφικών ταινιών, πολέμιος του κομμουνισμού και τιμημένος με πολλές διεθνείς διακρίσεις, όπως Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες το 1981 για την ταινία «Άνθρωπος από Σίδερο», τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο το 2000 και τιμητική Χρυσή Άρκτο το 2006 στη Μπερλινάλε, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1926 στο Σουβάλκι, κοντά στα σύνορα Πολωνίας-Ρωσίας και πέθανε τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016 σε νοσοκομείο της Βαρσοβίας από πνευμονική ανεπάρκεια.

Έκανε τέσσερις γάμους. Το 1949 παντρεύτηκε με την Gabriela Obremba με την οποία χώρισαν το 1959. Στις 19 Δεκεμβρίου 1959 παντρεύτηκε με την Zofia Żuchowska και χώρισαν στις 14 Μαρτίου 1967. Στη συνέχεια παντρεύτηκε με την Beata Tyszkiewicz στις 13 Μαΐου 1967 και από το γάμο τους γεννήθηκε το 1967 η κόρη του, η Καρολίνα. Με τη Μπεάτα πήραν διαζύγιο στις 29 Οκτωβρίου 1969 και τον Ιανουάριο του 1974 παντρεύτηκε με την την Κριστίνα Ζαχβάτοβιτς, [Krystyna Zachwatowicz], ηθοποιό, σκηνοθέτη και σκηνογράφο, με την οποία έζησε ως το θάνατο του.

Αντρέι Βάιντα

Βιογραφία

Ο πατέρας του Ζακούμπ Βάιντα, [Jakub Wajda], ήταν Ίλαρχος του Ιππικού στον στρατό της Πολωνίας και δολοφονήθηκε [1] από τους Σοβιετικούς στο Κατύν στη Ρωσία, στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Οι μαζικές δολοφονίες στο δάσος του Κατύν αποδόθηκαν αρχικά στα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο Βάιντα έμαθε ότι πατέρας του είχε δολοφονηθεί από τους Σοβιετικούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε μετά την πτώση των Κομμουνιστικών καθεστώτων [2] στην Ανατολική Ευρώπη. Μητέρα του Αντρέι ήταν η Ανιέλα Βάιντα, [Aniela Wajda], το γένος Białowąs, δασκάλα σε Ουκρανικό σχολείο.

Ο Αντρέι την περίοδο της κατοχής της Πολωνίας από τους Γερμανούς έζησε στην Κρακοβία όπου εργαζόταν σαν σιδεράς και κλειδαράς, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του ζωγράφιζε. Μετά τον πόλεμο, το 1946, εισήχθη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κρακοβίας όπου σπούδασε ζωγραφική και ειδικά τους ιμπρεσιονιστές όπως τον Πωλ Σεζάν, όμως δεν αποφοίτησε καθώς δεν αποπεράτωσε τις σπουδές του στη ζωγραφική. Το 1949 και για τέσσερα χρόνια, σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Ακαδημία Τεχνών της Κρακοβίας και συνέχισε στη νεοϊδρυθείσα τότε Ανώτερη Ακαδημία Κινηματογράφου του Λοτς. Το 1957 κέρδισε το ειδικό βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ των Κανών για την ταινία «Κανάλ» που αφορούσε την εξέγερση των Πολωνών παρτιζάνων το 1944, γεγονός που έδωσε τεράστια δυναμική στην καριέρα του. Τάχθηκε από την αρχή στο πλευρό του κινήματος «Αλληλεγγύη», απέκτησε στενή πολιτική και φιλική σχέση με τον Λεχ Βαλέσα. Το 1981, χάρη στο βραβείο που απέσπασε στο Φεστιβάλ των Κανών απέφυγε τη φυλάκιση από το κομμουνιστικό καθεστώς της Πολωνίας, καθώς εντάχθηκε ως μέλος στο σωματείο «Αλληλεγγύη» τον ίδιο χρόνο. Στις 13 Δεκεμβρίου 1981 ο στρατηγός Γιαρουζέλσκι κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην Πολωνία, βγάζοντας το στρατό στους δρόμους των πόλεων και συλλαμβάνοντας χιλιάδες στελέχη της «Αλληλεγγύης». Ο Βάιντα λόγω της σχέσεως του με το Βαλέσα και της αντιπάθειας του για το κομμουνιστικό καθεστώς και το στρατηγό Γιαρουζέλσκι υποχρεώθηκε να κινηματογραφεί εκτός Πολωνίας, στην οποία επέστρεψε το 1989, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Υπήρξε για πολλά χρόνια σύμβουλος του Λεχ Βαλέσα. Από το 1978 έως το 1983 ήταν Πρόεδρος της Πολωνικής Ενώσεως Κινηματογράφου και την περίοδο από το 1989 έως το 1991 διετέλεσε γερουσιαστής της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ενώ από το 1992 έως το 1994 ήταν μέλος του Προεδρικού Συμβουλίου της Πολωνίας για τον Πολιτισμό. Το 1994 ο Βάιντα ίδρυσε το Κέντρο Ιαπωνικής Τέχνης και Τεχνολογίας στην Κρακοβία, και του απονεμήθηκε το Ιαπωνικό παράσημο του Τάγματος του Ανατέλλοντος Ηλίου. Παρέμεινε σε πλήρη πολιτική και κινηματογραφική-σκηνοθετική δράση ως τα βαθιά γεράματα. Λίγες ημέρες πριν το θάνατο του είχε μεταφερθεί για νοσηλεία σε νοσοκομείο της Πολωνικής πρωτεύουσας, όπου βρισκόταν σε φαρμακολογικό κώμα, όπως δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων οικείος της οικογένειας. Ο Βάιντα άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο και την είδηση του θανάτου του γνωστοποίησε μέσω των Μέσων Κοινωνικής Δικτυώσεως, η Ένωση Πολωνών Σκηνοθετών.

Κινηματογραφική παραγωγή

Ο Βάιντα για ένα διάστημα εργάστηκε ως βοηθός του σκηνοθέτη Αλεξάντρ Φορντ. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1954 με μια ταινία για τη ζωή των νέων της Βαρσοβίας την περίοδο της κατοχής της Πολωνίας από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Γέρζι Σκολιμόφσκι και ο Ρομάν Πολάνσκι, ενώ στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του σκηνοθέτησε σχεδόν 50 ταινίες, όπως

  • «Μια Γενιά», το 1954.

Η ταινία περιγράφει την ιστορία της εξεγέρσεως της Βαρσοβίας το 1944 εναντίον των Γερμανών, η οποία διαδραματίστηκε υπό το αδιάφορο βλέμμα του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού. Στην ταινία ο Βάιντα εστιάζει στον εφιάλτη της ήττας και της ψυχικής καταρρεύσεως των Πολωνών στρατιωτών, που ο ηρωισμός τους αποδείχτηκε μάταιος. Το πρώτο μέρος γυρίστηκε ως ρεπορτάζ, ενώ το δεύτερο αποτελεί μια αποκαλυπτική διήγηση των περιπλανήσεων τους, στους υπονόμους της Βαρσοβίας.

  • «Κανάλ» ή «Ήρωες της Βαρσοβίας», [«Kanal»], το 1956.

Το σενάριο της ταινίας στηρίχθηκε στο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ Πολωνού λογοτέχνη Βλαντίσλαφ Σ. Ρέιμοντ και η ιστορία της διαδραματίζεται στην πόλη του Λοτζ, ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κέντρα υφαντουργίας του 19ου αιώνα.

  • «Στάχτες και Διαμάντια», [«Popiół i Diament»], το 1958, με την οποία εδραιώθηκε στο χώρο του κινηματογράφου,
  • «Λότνα», το 1959,
  • «Αθώοι Γόητες», [«Niewinni Czarodzieje»], το 1960,
  • «Όλα για Πούλημα», [«Wszystko na Sprzedaż»], το 1968,
  • «Οι πύλες του Παραδείσου», το 1968,
  • «Μωσαϊκό» το 1968, η μοναδική κωμωδία στην καριέρα του Wajda,
  • «Κυνηγώντας Μύγες» το 1969 ,
  • «Τοπίο μετά τη Μάχη» το 1970,
  • «Ο γάμος», [«Wesele»], το 1973,
  • «Η Γη της Επαγγελίας», [Ziemia obiecana], το 1975.
  • «Ο άνθρωπος από μάρμαρο», [Czlowiek Z Marmuru], το 1977, αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας του Βάιντα, η οποία ολοκληρώθηκε με την ταινία «Βαλέσα-Η Δύναμη της Ελπίδας», το 2013.

Ο Βάιντα είχε γράψει το σενάριο της ταινίας πολλά χρόνια πριν γυριστεί η ταινία και έπεισε τους υπάλληλους του Πολωνικού Υπουργείου Πολιτισμού, ότι δεν αποτελούσε κριτική του κομμουνιστικού κράτους. Η παραγωγή της ταινίας συνδέει την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία με την άμεση κριτική του ψεύδους, της βίας και της δουλοπρέπειας, ενώ η δραματική πορεία του Ματέους Μπίρκουτ έγινε σύμβολο της πάλης του ατόμου με τον κομμουνισμό. Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο «FIPRESCI» στις Κάννες το 1978 [3].

  • «Η Νεκρή Τάξη» το 1978, ντοκυμαντέρ-ταινία αφιερωμένη στην ομότιτλη θεατρική παράσταση του μεγάλου Πολωνού σκηνοθέτη Tadeusz Kantor.
  • «Χωρίς Αναισθητικό» το 1978,
  • «Οι Δεσποινίδες του Βίλκο» το 1979,
  • «Ο Μαέστρος», το 1980.
  • «Ο άνθρωπος από σίδερο», [«Czlowiek z Ζelaza»], το 1981, που αποτελεί τη συνέχεια της ιστορίας του Μπίρκουτ και του γιου του Μάτσιεκ, που αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Αντρέι Βάιντα, η οποία ολοκληρώθηκε με την ταινία «Βαλέσα-Η Δύναμη της Ελπίδας» του 2013.
  • «Δαντόν», [«Danton»], το 1982, με πρωταγωνιστή τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ,

Το Νοέμβριο του 1793, ο Δαντόν επιστρέφει στο Παρίσι όταν ο Ροβεσπιέρος έχει εξαπολύσει διωγμό κατά των βασιλοφρόνων, προβαίνοντας σε μαζικές εκτελέσεις. Πρόκειται για τη διασκευή του θεατρικού έργου «Υπόθεση Δαντόν» της Πολωνού συγγραφέως Στανισλάβα Πρζιμπισέφσκα, την εποχή που το στρατιωτικό καθεστώς της Πολωνίας έκλεισε στις φυλακές τα στελέχη της «Αλληλεγγύης», και παραλίγο να στείλει στη λαιμητόμο τον Λεχ Βαλέσα. Η ταινία απέσπασε τα βραβεία, BAFTA Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1984, Σεζάρ Σκηνοθεσίας το 1983, Βραβείο Ερμηνείας από το Φεστιβάλ του Μόντρεαλ το 1983, από κοινού στους Ζεράρ Ντεπαρντιέ και Βόιτσεκ Πσόνιακ).

  • «Η Θυσία του Κόρτσακ», το 1990
  • «Κατύν», το 2007.

Η επιχειρηματολογία της Σοβιετικής Ενώσεως, την οποία είχε υιοθετήσει και η Πολωνία την περίοδο της κομμουνιστικής διακυβερνήσεως, ισχυριζόταν πως οι 22.500 Πολωνοί αξιωματικοί και διανοούμενοι, οι οποίοι αιχμαλωτίσθηκαν το 1939, δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς εθνικοσοσοαλιστές μετά το 1941, ενώ στην πραγματικότητα εκτελέσθηκαν το 1940, με εντολή του Ιωσήφ Στάλιν. Η διαταγή της δολοφονίας τους αποδείχθηκε μετά το 1990 και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, την αποδέχεται πλέον και η Ρωσική κυβέρνηση, όμως πέραν πάσης λογικής εξακολουθούν να την αρνούνται οι Έλληνες κομμουνιστές [4]. Ο Βάιντα συνδέεται προσωπικά με την ιστορία, καθώς ο πατέρας του ήταν αξιωματικός και το όνομα του βρίσκεται στην λίστα των θυμάτων. Όπως δήλωσε ο Βάιντα, «...ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έβλεπα την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. ή ότι η ελεύθερη Πολωνία θα με άφηνε να μεταφέρω στη μεγάλη οθόνη το έγκλημα του Κατίν και τα ψέματα που το περιέβαλλαν. Το έγκλημα του Στάλιν χωρίς αμφιβολία στέρησε από εμένα τον αγαπημένο μου πατέρα σε νεαρή ηλικία και η μητέρα μου έζησε μέσα στο ψέμα και την αγωνία, περιμένοντας να επιστρέψει ο σύντροφός της. Παρά τις προσωπικές μου μνήμες, αυτό που έχει σημασία στο θέμα του Κατίν είναι ότι χάθηκε όλη η ελίτ της διανόησης της Πολωνίας που, φαίνεται, αποτελούσε εμπόδιο στα επεκτατικά σχέδια της Ε.Σ.Σ.Δ.». Το φιλμ προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης το 2008, ενώ κέρδισε το Βραβείο Κοστουμιών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου την ίδια χρονιά.

  • «Γλυκειά Έξαψη», [«Tatarak»], το 2009. Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο Alfred Bauer στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 2009 καθώς και με το Βραβείο FIPRESCI στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου της ίδιας χρονιάς.
  • «Ο Πιλάτος και οι άλλοι»,
  • «Μια αγάπη στη Γερμανία»,
  • «Λεχ Βαλέσα: Άνθρωπος της Ελπίδας», το 2013, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Η ταινία αποτελεί το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αντρέι Βάιντα, η οποία είχε ξεκινήσει το 1977 με την ταινία «Ο άνθρωπος από μάρμαρο» και συνεχίστηκε το 1981 με την ταινία «Ο άνθρωπος από σίδερο».

Ο Βάιντα είχε δηλώσει ότι η τριλογία «...έχει δημιουργηθεί από την ανάγκη για να αντισταθούμε στην Πολωνία και είναι χαρακτηριστικό ότι το σενάριο για να ολοκληρωθεί το φιλμ, ετοιμαζόταν δεκατρία χρόνια (σ.σ. προκειμένου να γυριστεί το πρώτο μέρος της τριλογίας)... Οπότε είμαι πολύ χαρούμενος που κατάφερα να ολοκληρώσω τις συγκεκριμένες τρεις ταινίες.».

Η ταινία αναπαράγει την ιστορία της πραγματικής συνεντεύξεως της δημοσιογράφου Οριάννας Φαλάτσι, η οποία εμφανίζεται στο διαμέρισμα του Λεχ Βαλέσα για να πάρει συνέντευξη από τον μελλοντικό νικητή του Βραβείου Νόμπελ το 1983. Η συνομιλία διαπερνά όλη την ταινία, καθώς η Οριάννα Φαλάτσι θέτει ερωτήματα στον θρυλικό ηγέτη του κινήματος της «Αλληλεγγύης», που αποκαλύπτουν την αλήθεια ενός χαρισματικού άνδρα με εκπληκτική πολιτική διαίσθηση. Σκιαγραφεί το προφίλ του Βαλέσα, μέσα από τα πολιτικά γεγονότα, τις δράσεις και τις παρεμβάσεις του, όμως εστιάζει στον καθημερινό άνθρωπο και την αγάπη προς την οικογένειά του.

Η αφήγηση περιλαμβάνει τα χρόνια που ο Βαλέσα ήταν ένας απλός ηλεκτρολόγος της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης στα ναυπηγεία του Γκντανσκ, ο οποίος σταδιακά ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στην «Αλληλεγγύη» και εξελίχθηκε σε ανυποχώρητο αγωνιστή της αλλαγής, που αντιστάθηκε στο κομμουνιστικό καθεστώς, πάλεψε μαζί με τον Πολωνικό λαό για ελευθερία και η δράση του σηματοδότησε παράλληλα την πτώση του σιδηρού παραπετάσματος. Στην ταινία πλαισιώνεται από το χαρακτηριστικό και δυναμικό soundtrack, που περιλαμβάνει το κλασσικό τραγούδι «A Song for Lech Walesa», το οποίο ερμηνεύει ο τραγουδιστής Paul Henry Dallaire. Η ταινία τιμήθηκε, το 1981, με τον Χρυσό Φοίνικα και το Βραβείο Οικουμενικής Κριτικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κανών.

  • «Gilles Jacob: Πολίτης των Καννών», το 2014,
  • «Μετείκασμα», [Powidoki], [«Afterimage»], η οποία παρουσιάστηκε στο κοινό το Σεπτέμβριο του 2016 στο Φεστιβάλ του Τορόντο του Καναδά. Η ταινία δεν έχει προβληθεί ως το θάνατο του Βάιντα στις κινηματογραφικές αίθουσες και αποτελεί την υποψηφιότητα της Πολωνίας για τα βραβεία Όσκαρ 2016.

Το μνημειώδες έργο του Βάιντα αποτελεί ενδελεχή σπουδή στην ανθρώπινη φύση και την ακαμψία που την διέπει. Ο σκηνοθέτης αφηγείται σ' αυτή τα τελευταία χρόνια της ζωής ενός ζωγράφου της αβάν-γκαρντ και θεωρητικού της τέχνης, του Βλαντισλάβ Στρεμίνσκι, που πολέμησε εναντίον της σταλινικής εξουσίας.

Πολιτικές απόψεις

Ο Βάιντα υπήρξε έντονα πολιτικοποιημένος σε όλη του τη ζωή και όταν τιμήθηκε με Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου εκφώνησε έναν συναισθηματικά φορτισμένο πολιτικό λόγο κι ευχαρίστησε τον ελεύθερο κόσμο για την υποστήριξη του προς την Πολωνία «...η οποία επέστρεψε στην οικογένεια των δημοκρατικών χωρών, στον δυτικό κόσμο και τους θεσμούς του», ενώ απηύθυνε έκκληση για εμβάθυνση της αλληλεγγύης, της αγάπης και της συνεργασίας μεταξύ των λαών. Κυρίαρχο θέμα στο κινηματογραφικό του έργο αποτελούσε το πολωνικό παρελθόν και παρόν. Αυτοαποκαλούνταν «ζωγράφος του πολωνικού κινηματογράφου» και η πολωνική ιστορία από τον 19ο μέχρι τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα και της «Αλληλεγγύης» του Λεχ Βαλέσα κυριαρχούσε στο έργο του.

Σύμφωνα με το Αγγλικό Πρακτορείο Ειδήσεων B.B.C., ο Βάιντα είχε πει για το έργο του σκηνοθέτη ότι «...ο καλός Κύριος έδωσε στον σκηνοθέτη δύο μάτια, ένα για να βλέπει στην κάμερα και το άλλο να είναι σε εγρήγορση για όσα συμβαίνουν γύρω του». Ο Βάιντα δήλωνε «...πολύ αισιόδοξος όσο αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι θεωρώ ο μοναδικός τρόπος, για να είναι η Ευρώπη μία κοινότητα. Η οποία βέβαια Ευρώπη ξεκινά από την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι η μητέρα μας, μας έχει γεννήσει και αυτό είναι μία πραγματικότητα...».

Τιμητικές διακρίσεις

Τέσσερις ταινίες του προτάθηκαν, δίχως ευτυχή κατάληξη, για το αντίστοιχα Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Πρόκειται για τα έργα

  • «Η Γη της Επαγγελίας», [Ziemia obiecana], [«The Promised Land»], το 1975,
  • «The Maids of Wilko», το 1979,
  • «Man of Iron», το 1981,
  • «Katyń», το 2007.

Το 2000 τιμήθηκε από την Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου για τη συνολική προσφορά του, στον χώρο της Έβδομης Τέχνης για περισσότερες από πέντε δεκαετίες και το χρυσό αγαλματίδιο του το παρέδωσε η ηθοποιός Τζέιν Φόντα. Μια σειρά από ταινίες που σκηνοθέτησε απέσπασαν διεθνείς κινηματογραφικές διακρίσεις, όπως το Χρυσό Βραβείο του 9ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας το 1975, την Αργυρή Άρκτο για το «Holy Week» το 1996.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [O Ζακούμπ Βάιντα το 1939 φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο και το 1940 εκτελέσθηκε με μια σφαίρα στον σβέρκο από την N.K.V.D., τη μυστική αστυνομία του Ιωσήφ Στάλιν. Μαζί του δολοφονήθηκαν με τον ίδιο άνανδρο κι απάνθρωπο τρόπο, από Ρώσους πράκτορες, 22.500 Πολωνοί αξιωματικοί και διανοούμενοι, στο δάσος του Κατύν στη Ρωσία.]
  2. [Τρεις Πολωνοί, φανατικοί Καθολικοί, συνέβαλαν στην κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο Πάπας της Ρώμης Κάρολος Ιωσήφ Βοϊτίλα, ο Λεχ Βαλέσα και ο Αντρέι Βάιντα. Ο Πάπας Ιωσήφ αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας τον Οκτώβριο του 1978 κι ήταν ο πρώτος Πολωνός Πάπας σε ηλικία μόλις 58 ετών. Με την ονομασία Ιωάννης Παύλος Β' διαδέχθηκε τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Α' ο οποίος απεβίωσε 33 μέρες μετά την εκλογή του. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα, δημιουργός της κινηματογραφικής τριλογίας «Νονός», στο τρίτο μέρος της παραγωγής, ενοχοποιεί το Βατικανό για την εξόντωση, με δηλητήριο, του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Α' προκειμένου να τον διαδεχθεί ο Κάρολος Βοϊτίλα. Ο Πάπας σε συνεργασία με το ανεξάρτητο συνδικαλιστικό σωματείο «Αλληλεγύη» του Λεχ Βαλέσα, που αριθμούσε 9.5 εκατομμύρια μέλη, όλοι τους μη κομμουνιστές, άρχισαν και επέβαλαν το γκρέμισμα των Κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης.]
  3. [Το 1978 ο τέως πρόεδρος του Φεστιβάλ των Καννών Ζιλ Ζακόμπ έβγαλε κρυφά από την Πολωνία την ταινία «Ο άνθρωπος από μάρμαρο», με την οποία εγκαινίασε την παράδοση των Καννών να προβάλλουν ταινίες παρακάμπτοντας τη λογοκρισία. Τότε, ο Ζιλ Ζακόμπ, που ήταν γενικός αντιπρόσωπος του Φεστιβάλ των Καννών, πήγε στη Βαρσοβία για να ετοιμάσει την επιλογή του 1978, όμως δεν του δόθηκε άδεια να παρακολουθήσει την ταινία. Όπως διηγήθηκε ο Ζιλ Ζακόμπ στο Γαλλικό Πρακτορείο ειδήσεων «....Μια μέρα ο Τόνι Μολιέρ, φίλος του Βάιντα, μου δείχνει μια κόπια που είχε φθάσει μέσω μυστηριωδών διαδρομών. Επικοινωνώ με τον Αντρέι μέσω της γυναίκας του Κριστίνα που είναι γαλλόφωνη και αποφασίζουμε να παρουσιάσουμε την ταινία στις Κάννες χωρίς να είναι παρών ο Βάιντα. Για να κρατήσουμε απόλυτη μυστικότητα, είχα την ιδέα για μια “ταινία-έκπληξη”. Μεταφέρθηκε με μπομπίνες κρυμμένες σε ένα διαμέρισμα, με τον παραπλανητικό τίτλο “Θα φτύσω στους τάφους σας». Όταν προβλήθηκε η ταινία, η επιτυχία ήταν άμεση. «Για πρώτη φορά, μια ευρωπαϊκή ταινία αναλύθηκε στην πολιτική στήλη των “New York Times”. Ήταν συγκινημένος και περήφανος», θυμάται ο Ζιλ Ζακόμπ, που θεωρεί το Βάιντα, «ένα μπαρόκ κινηματογραφιστή με έντονο λυρισμό», που αποτελούσε «τη συνείδηση ενός ολόκληρου λαού».]
  4. Πέθανε ο Αντρέι Βάιντα Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11 Οχτώβρη 2016