Γιαν Πάλατς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιαν Πάλαχ ή Πάλατς, [Jan Palach], όπως ονομάζεται συνήθως στα ελληνικά, Τσέχος εθνικιστής και αντικομμουνιστής φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής, σύμβολο της αντιστάσεως και του αγώνα κατά της Σοβιετικής κομμουνιστής κατοχής και της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968, το όνομα του οποίου είναι ταυτισμένο με την «Άνοιξη της Πράγας», γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1948 στο Βσέτατι [Všetaty], μία μικρή πόλη σε απόσταση 50 χιλιόμετρα από την Πράγα και πέθανε από καθολικά εγκαύματα 3ου βαθμού, ύστερα από νοσηλεία τριών ημερών στην Εντατική μονάδα, στο νοσοκομείο Λεγκέροβα, 500 μέτρα μακριά από την πλατεία Βεντσεσλάο, το απόγευμα της Κυριακής 19 Ιανουαρίου 1969. Η κηδεία του Πάλατς έγινε στις 25 Ιανουαρίου, παρουσία πλήθους 50.000 ατόμων.

Γιαν Πάλαχ

Βιογραφία

Ο πατέρας του Γιαν, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ή κατ’ άλλους εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής, επιχείρηση που κρατικοποιήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς, πέθανε όταν ο Γιαν ήταν 13 ετών. Το 1966 ο Γιαν αποφοίτησε από το γυμνάσιο της γενέτειρας του και έδωσε εξετάσεις στο τμήμα Φιλοσοφίας, όπου δεν έγινε δεκτός, παρότι πέτυχε στις εξετάσεις, λόγω της καλύψεως των θέσεων εισαγομένων. Αρχικά σπούδασε για ορισμένα εξάμηνα στη Σχολή Οικονομίας της Πράγας, αλλάζοντας για το τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Κάρλοβι στην Πράγα την περίοδο που ξεκινούσε η πολιτική περίοδος που αποκλήθηκε «Άνοιξη της Πράγας». Λίγες μέρες πριν την Σοβιετική κομμουνιστική στρατιωτική επέμβαση και κατοχή στην Τσεχοσλοβακία, ο Γιαν είχε επιστρέψει από ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση, το οποίο ενίσχυσε τις αντικομμουνιστικές του πεποιθήσεις.

Άνοιξη της Πράγας

Στις 5 Ιανουαρίου 1968 ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και η ομάδα του αναλάμβαναν την ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας μετά από έντονη εσωκομματική πάλη με τους σκληροπυρηνικούς του Νοβότνυ. Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ξεκινά αργά και με συμβιβασμούς, όμως η δημοσίευση στις 9 Απριλίου 1968 του προγράμματος για τον τσεχοσλοβακικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό καθιστά πρόδηλο πως κάτι συμβαίνει στην Τσεχοσλοβακία. Στις 27 Ιουνίου 1968 δημοσιοποιείται ένα κείμενο που επιγράφεται «το μανιφέστο των 2000» που ζητά από τον Ντούμπτσεκ πιο γρήγορους ρυθμούς στην πορεία του εκδημοκρατισμού. Το κείμενο υπογράφουν προσωπικότητες της Τσεχοσλοβακικής κοινωνίας και αποτελεί τον καταλύτη των εξελίξεων, καθώς καθίσταται φανερό ότι το εγχείρημα δεν είναι απλώς μια ενδοκομματική υπόθεση αλλά το αγκαλιάζει η κοινωνία. Ο Ντούμπτσεκ απευθυνόμενος στον λαό, μαζί με τον πρόεδρο στρατηγό Σβόμποντα, αλλά και στους Σοβιετικούς, τονίζει την απόφαση του για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Στις 20 Αυγούστου 1968 η Μόσχα διαμήνυσε ότι δεν ανεχόταν το πείραμα ανανεώσεως που επιχειρούσε ο γραμματέας του Τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού κόμματος, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ. Σοβιετικής Ενώσεως συνέρχεται σε έκτακτη συνεδρίαση, λαμβάνοντας την απόφαση εισβολής στην Πράγα. Στις 22:00, τα τανκ πέντε χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας καθώς και χιλιάδες στρατιώτες εισβάλουν στην Τσεχοσλοβακία. Σύμφωνα με ανακοίνωση του σοβιετικού πρακτορείου ΤΑΣΣ, «βρίσκεται σε εξέλιξη αδελφική βοήθεια στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας προς το λαό της Τσεχοσλοβακίας για να σταματήσει η πορεία της αντεπανάστασης που απειλούσε τις ιστορικές κατακτήσεις της».

Την ίδια ημέρα χιλιάδες λαού ξεχύνονται στους δρόμους της Πράγας, στήνοντας οδοφράγματα και αποδοκιμάζοντας τους εισβολείς, ενώ ο Ντούμπτσεκ επισπεύδει το προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβριο, 14ο συνέδριο του κόμματος και το συγκαλεί εκτάκτως στις 22 Αυγούστου 1968. Οι χίλιοι ενενήντα τέσσερις αντιπρόσωποι στηρίζουν την ηγεσία και προκηρύσσουν γενική απεργία. Ο Ντούμπτσεκ και άλλα τέσσερα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στην Μόσχα για «συνομιλίες» με την Σοβιετική ηγεσία. Στους δρόμους διαδηλώνουν χιλιάδες πολίτες, πετώντας πέτρες κατά των εισβολέων. Αρχίζουν οι πυροβολισμοί κατά του πλήθους και αρκετοί άνθρωποι σκοτώνονται. Μετά το ξημέρωμα, οι συγκεντρώσεις, οι πορείες και οι διαμαρτυρίες μεταφέρονται στην πλατεία Βενσεσλάς. Στη Μόσχα ηττημένοι οι Τσεχοσλοβάκοι μεταρρυθμιστές ηγέτες, υπογράφουν στις 26 Αυγούστου 1968 το «πρωτόκολλο της Μόσχας» που δρομολογεί την μετάβαση στο παλιό πολιτικό status, έτσι ως τις αρχές του 1969, καταργούνται στο σύνολο τους οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ενώ οι σκληροπυρηνικοί, με επικεφαλής τον Χούζακ και σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής ακυρώνουν το έκτακτο 14ο συνέδριο.

Αυτοπυρπόληση Πάλατς

Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων και συμφοιτητών του, ο Πάλατς τους μήνες που ακολούθησαν την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία συμμετείχε σε μια σειρά φοιτητικών κινητοποιήσεων καθώς και στις διαδηλώσεις που οργανώθηκαν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Παράλληλα κατέστρωσε σχέδιο για κατάληψη του κεντρικού κτιρίου του ραδιοφωνικού σταθμού της Πράγας ως το έναυσμα για γενική απεργία ενώ τον Νοέμβριο συμμετείχε στη μεγάλη απεργία στη χώρα. Στις αρχές Ιανουαρίου 1969 κατέθεσε την ιδέα του τυπωμένη σε επιστολή στον επικεφαλής των φοιτητών ενόψει μίας συνεδριάσεως στο Πανεπιστήμιο. Στην επιστολή του περιέγραφε την ανάγκη «μία μικρή και αποφασισμένη ομάδα φοιτητών να αναλάβουν μία πρωτοβουλία που θα ταρακουνήσει το κοινό».

Το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου 1969 ο Γιαν το πέρασε με την οικογένειά του στο πατρικό του, όπου είχε βρεθεί από την προηγούμενη ημέρα για την κηδεία ενός θείου του. Ο αδερφός του, ο Τζίρι, θυμάται: «...Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι σίγουρα είχε πάρει ήδη την απόφασή του. Αλλά δεν έδειχνε τίποτα παράξενο η συμπεριφορά του». Στις 16 Ιανουαρίου το πρωί, ο Γιαν χαιρέτησε την οικογένεια του κι έφυγε με το τραίνο για την Πράγα. Φτάνοντας πήγε στην πλατεία με το άγαλμα του Σαν Βεντσεσλάο, στα σκαλιά του Εθνικού Μουσείου στα νότια της κεντρικής πλατείας, κρατώντας στο χέρι του ένα μπιτόνι βενζίνη. Περιέλουσε το σώμα του, άναψε ένα σπίρτο και μετά από έξι κομμουνιστικής Σοβιετικής κατοχής, ο Πάλατς αυτοπυρπολήθηκε το απόγευμα της Πέμπτης 16ης Ιανουαρίου 1969. Μάταιες απέβησαν οι προσπάθειες των περαστικών να εμποδίσουν την απέλπιδα πράξη του και τις συνέπειες της. Ο Γιάροσλαβ Σπάικερ, ελεγκτής τραμ που ήταν εκείνη την ώρα στο σημείο, διηγείται χρόνια μετά πως είδε τις φλόγες κι αρχικά πίστεψε ότι ήταν κάποιο αυτοκίνητο που καίγονταν. Όμως «...ξαφνικά είδα έναν άντρα να τρέχει καλυμμένος από τις φλόγες. Σκέφτηκα ότι είχε γίνει κάποιο ατύχημα. Έτρεχε γρήγορα και φώναζε να του πετάξουμε ένα παλτό . ...{...}... Έτρεχε και εγώ έτρεχα από πίσω του. Λίγο πιο κάτω, εδώ πάνω στην πλατεία, έπεσε κάτω. Εγώ περίμενα δίπλα του τη σωστή στιγμή για να του ρίξω το παλτό μου που κρατούσα στο χέρι μου. Γύρισε ανάσκελα και του έριξα το παλτό».

Στην τσάντα του Πάλατς βρέθηκε ένα σημείωμα, γραμμένο σε τετράδιο: «Επειδή οι λαοί μας βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας, αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε για να ξυπνήσουμε τη λαϊκή συνείδηση. Η ομάδα μας αποτελείται από εθελοντές, πρόθυμους να πυρποληθούν για τον κοινό σκοπό. Επειδή μου έτυχε να τραβήξω τον αριθμό 1, έγραψα εγώ την πρώτη επιστολή κι έγινα ο πρώτος ανθρώπινος δαυλός. Απαιτούμε την κατάργηση της λογοκρισίας και την απαγόρευση της «Ζπράβι» [«Zpravy»] [1] Αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας εντός πέντε ημερών, στις 21 Ιανουαρίου 1969, κι αν ο λαός μας δεν παράσχει επαρκή υποστήριξη στα αιτήματά μας με κήρυξη γενικής απεργίας, θα ανάψει ο δεύτερος δαυλός» «Ο δαυλός Νο 1». O Γιαν είχε γράψει την επιστολή ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με πέντε συμφοιτητές του κι έκανε τέσσερα αντίγραφα.

Το τέλος του

Στις 15:10 μετά το μεσημέρι ο ελεγκτής σταμάτησε ένα ασθενοφόρο που περνούσε. Ο Γιαν είχε τις αισθήσεις του όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου έπεσε σε κώμα, όμως τη νύχτα ξαναβρήκε τις αισθήσεις του. Το πρωί της 17ης Ιανουαρίου το πρώτο ιατρικό ανακοινωθέν του καθηγητή Ράντκο Βράμπεκ αναφέρει: «Έχουμε επαφή μαζί του, συνεργάζεται πολύ καλά με το προσωπικό του νοσοκομείου. Η κατάστασή του παραμένει κρίσιμη». Τα εγκαύματα καλύπτουν το 80% της επιφάνειας του κορμιού του και έχει σοβαρά προβλήματα στους πνεύμονες. O Βράμπεκ είπε ότι ο Γιαν ρωτούσε και ξαναρωτούσε αν είχε δημοσιευθεί το γράμμα που έστειλε. «Μας ζητούσε να του φέρουμε εφημερίδες και να του τις διαβάσουμε. Επέμενε να δει ο ίδιος τη δημοσίευση». Την τελευταία μέρα της ζωής του Γιαν οι γιατροί επέτρεψαν σε μία ομάδα συμφοιτητών του να τον επισκεφτούν. «Φοβόμασταν πολύ ότι και άλλοι φοιτητές θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του», θυμούνται. Το απόγευμα της Κυριακής 19 Ιανουαρίου, μετά από τρεις επώδυνες ημέρες, ο Πάλατς υπέκυψε στα καθολικά εγκαύματα του. Ο δημοσιογράφος Βλαντιμίρ Πρικάζκι θυμάται ότι βγήkε στο ραδιόφωνο μαζί με έναν συμφοιτητή του νεκρού για να μεταφέρουν την τελευταία επιθυμία του: να μη θυσιάσει άλλος τη ζωή του, όμως τα επόμενα χρόνια άλλα 16 άτομα ακολούθησαν το παράδειγμά του.

Τι ακολούθησε

Οι κομμουνιστικές αρχές της Τσεχοσλοβακίας και οι στρατιωτικές αρχές κατοχής, μετά από την αρχική τους αμηχανία, ανακοίνωσαν ότι ο Πάλατς έπεσε θύμα συμφοιτητών του, που άλλαξαν το υγρό που χρησιμοποιούν αρτίστες του τσίρκου για να δημιουργούν φωτιές με βενζίνη. Παράλληλα υπό τον φόβο για κλιμάκωση της εντάσεως, επέτρεψαν διήμερο λαϊκό προσκύνημα στη σορό του Γιαν στο πανεπιστήμιο του Κάρλοβι απ’ όπου παρέλασε τεράστιο πλήθος ανθρώπων. Η νεκρώσιμη πομπή διέσχισε τους δρόμους της Πράγας, κάτω από μαύρα κρέπια που σκέπαζαν τα παράθυρα όλων των σπιτιών. Στην κηδεία του Πάλατς, όπου κυριάρχησαν εθνικιστικά, αντικομμουνιστικά και αντισοβιετικά συνθήματα, το Σάββατο 25 Ιανουαρίου 1969 παραβρέθηκαν περισσότεροι από 8.000 άνθρωποι και τον επικήδειο εκφώνησε ο πρύτανης της Φιλοσοφικής Σχολής, που τόνισε: «....Η Τσεχοσλοβακία θα μπορεί να θεωρείται δημοκρατική χώρα μόνο όταν δεν θα χρειάζονται τέτοιου είδους θυσίες...». Στην πρόσοψη του Πανεπιστημίου οι συμφοιτητές του είχαν αναρτήσει ένα τεράστιο πανό με την φράση του Μπέρτολντ Μπρεχτ: «Δυστυχισμένος ο λαός που δεν έχει ήρωες, κι ακόμη πιο δυστυχισμένος αυτός που χρειάζεται ήρωες».

Την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκε μεγάλη πορεία στο κέντρο της Πράγας. Οι κομμουνιστικές αρχές της Τσεχοσλοβακίας αλλά και οι σοβιετικές αρχές κατοχής επεχείρησαν να παρουσιάσουν τον Πάλατς ως ψυχοπαθή και τοξικομανή, όμως οι φίλοι του, οι καθηγητές του και οι γονείς του τον περιέγραψαν ως επιμελή, με αίσθηση του χιούμορ και ικανή δόση ειρωνείας. Έναν μήνα αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου 1969 ένας άλλος φοιτητής, ο Ιαν Zajνc, αυτοπυρπολήθηκε στην ίδια θέση και ακολουθήθηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους από τον Evžen Plocek στην πόλη Jihlava. Για την αποφυγή της μετατροπής του τάφου του Πάλατς σε επίκεντρο αντικαθεστωτικών εκδηλώσεων, στις 25 Οκτωβρίου 1973, η μυστική αστυνομία ξέθαψε τα οστά του, τα αποτέφρωσε και η στάχτη τους μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο του Βσέταρι, κοντά στο χωριό που μεγάλωσε. Μετά την «βελούδινη επανάσταση» και την κατάρρευση του κομμουνισμού, οι στάχτες του Γιαν τάφηκαν εκ νέου στο κοιμητήριο Ολσάνι.

Μνήμη Γιαν Πάλατς

Το παράδειγμα του Πάλατς, ή την συμφωνία τους, ακολούθησαν και άλλοι τουλάχιστον επτά νέοι άνδρες που αυτοπυρπολήθηκαν στην Τσεχοσλοβακία, όμως η δική τους θυσία παρέμεινε άγνωστη, καθώς η κομμουνιστική λογοκρισία λειτούργησε αποτελεσματικά. Λίγους μήνες μετά τη θυσία του, ο εξόριστος Τσέχος αστρονόμος Λούμπος Κόχουτεκ έδωσε το όνομα του Πάλατς σε ένα αστεροειδή που ανακάλυψε, τον οποίο ονόμασε «1834 Palach». Το 1989, αμέσως μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος με την αποκαλούμενη «Βελούδινη Επανάσταση», ο Πάλατς τιμήθηκε από τον πρωθυπουργό Βάκλαβ Χάβελ, ο οποίος επέλεξε ως πρώτη κίνηση να αποτίσει φόρο τιμής στον Πάλατς. Παράλληλα ο Πάλατς τιμήθηκε με την κατασκευή ενός χάλκινου σταυρού ένα στο δάπεδο της πλατείας, όπου θυσιάστηκε, ενώ δόθηκε τ’ όνομα του σε κεντρική πλατεία της Πράγας. Ο μπασίστας των Stranglers Ζαν Ζακ Μπαρνέλ τον μνημονεύει στο τραγούδι του «Euromess» [2], το 1979, ενώ οι Kasabian, το 2004, του αφιέρωσαν το μουσικό βίντεο του τραγουδιού τους «Club Foot» [3]. Ένας καμεραμάν που μπήκε κρυφά στο νοσοκομείο, δύο ημέρες μετά την αυτοπυρπόληση του Γιαν, τράβηξε πλάνα με τον Πάλατς στο κρεβάτι του δωματίου στο νοσοκομείο της Πράγας και είκοσι χρόνια αργότερα παραχώρησε στην κρατική τηλεόραση, τις σκηνές που είχε τραβήξει. Ο Τζίρι Πάλατς, ο αδελφός του Γιαν, που επέστρεψε στην Πράγα λίγες ώρες μετά τον αδελφό του, θυμάται ότι, φτάνοντας στον σταθμό του τρένου, άκουσε στο ραδιόφωνο την είδηση για έναν φοιτητή που είχε αυτοπυρποληθεί. «Στις ειδήσεις έλεγαν μόνο τα αρχικά του ονόματός του. Ήξερα αμέσως ότι ήταν αυτός».

Ο Βλαντιμίρ Πρικάζκι που ήταν δημοσιογράφος στην κρατική εφημερίδα, διηγείται ότι στην επιστολή του ο Γιαν «...Έγραφε ότι αν τα αιτήματά του δεν ικανοποιούνταν, ο λαός θα πρέπει να προχωρήσει σε απεργίες διαρκείας. Την εποχή εκείνη κανείς δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει με αυτό. Ήταν τον Νοέμβριο του 1989 που οι πολίτες ξεκίνησαν τελικά αυτή την απεργία δίχως τέλος». Από την πλευρά της η γιατρός Κμουνίκοβα η οποία έμεινε στο δωμάτιο του Γιαν τρία ημερόνυχτα λέει: «...Στην κατάσταση που ήταν, είναι πολύ σπάνιο να έχει κανείς καθαρό μυαλό και να καταλαβαίνει τα πάντα. Ούτε μία στιγμή -και αυτό ήταν τελικά χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του- δεν μίλησε ούτε για τον ίδιο, ούτε για την προσωπική του ζωή. Τη δεύτερη και την τρίτη μέρα ήξερε ότι θα πεθάνει. Δεν μιλούσε πολύ, δεν μετάνιωνε για τίποτα αλλά πάντα, μέχρι το τέλος, κρατούσε ζωντανό στο μυαλό του τον αγώνα του». Η γιατρός είχε ηχογραφήσει κρυφά μερικά από τα τελευταία λόγια του Palach: «Δεν μπορώ να πάω παρακάτω, δεν γίνεται. Ο άνθρωπος πρέπει να παλεύει το κακό όσο το αντέχει. Εδώ ίσως δεν είναι ακόμα δυνατό».

Σύμφωνα με τη Γιαροσλάβα Μορέσοβα, ειδική στα εγκαύματα, που ήταν η πρώτη γιατρός που τον περιέθαλψε, ο Πάλατς της δήλωσε πως δεν αυτοπυρπολήθηκε ενάντια στη σοβιετική κατοχή αυτή καθ’ εαυτή, αλλά εναντίον στην «πτώση του ηθικού» που είχε προκαλέσει η εισβολή στους συμπολίτες του. Όπως και στο γραπτό του μήνυμα, έτσι και στο νοσοκομείο ο Γιαν επανέλαβε ότι ήταν μέρος μιας ευρύτερης ομάδας που θα χρησιμοποιούσε την αυτοπυρπόληση για να αρθεί η λογοκρισία και να σταματήσει η κυκλοφορία της φιλοσοβιετικής εφημερίδας «Ειδήσεις», ωστόσο τίποτε δεν είναι γνωστό γι’ αυτή την ομάδα και η ύπαρξη της έχει αμφισβητηθεί. Αμφισβητούμενο είναι επίσης αν υπαγόρευσε όντως στο Λουμπομίρ Χολέτσεκ, ηγέτη απεργών αντικαθεστωτικών φοιτητών που τον επισκέφτηκε λίγο πριν το θάνατο του στο νοσοκομείο, ότι καλούσε τους άλλους φοιτητές να μην επαναλάβουν την πράξη του, για να «συμβάλλουν ζωντανοί στον αγώνα». Ο ψυχίατρος Μίλαν Τσέρνι που διατάχθηκε από την κομμουνιστική κυβέρνηση να εξετάσει τον Πάλατς για να διευκρινίσει αν ήταν ανισόρροπος ή αν είχε άλλα βαριά ψυχολογικά προβλήματα που τον οδήγησαν στην πράξη του, εξήγησε: «...Αν πρέπει να μιλήσω για τον Γιαν Πάλατς από ψυχιατρική άποψη θα πρέπει να μιλήσω για κάποιον. Δεν ήταν άρρωστος. Είχε κάνει μία πράξη καθόλου συνηθισμένη. Συνήθως μιλάμε για τέτοιες πράξεις σαν κάτι το ανώμαλο. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ο Γιαν Πάλατς δεν ήταν ψυχοπαθής ούτε είχε τάσεις αυτοκτονίας. Δεν ήθελε να πεθάνει ο ίδιος. Ήθελε να ξυπνήσει τους ανθρώπους γύρω του».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η «Ζπράβι» ήταν η εφημερίδα που τύπωναν και διένειμαν στην Τσεχοσλοβακία οι κομμουνιστικές Σοβιετικές δυνάμεις κατοχής.]
  2. Jean Jacques Burnel-Euromess
  3. Kasabian-Club Foot