Ιωάννης Αλταμούρας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ιωάννης Αλταμούρας Έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα, με Ιταλό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, ο οποίος αν και πέθανε πολύ νέος θεωρείται ένας από τους πρώτους σημαντικούς Νεοέλληνες ζωγράφους της μετεπαναστατικής περιόδου που διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του, γεννήθηκε το 1852 στη Φλωρεντία της Ιταλίας, και πέθανε στα μέσα του Μαΐου 1878 στο νησί των Σπετσών, όπου και τάφηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας. Τα οστά του, όπως εκείνα της αδελφής του Σοφίας Αλταμούρα αλλά και της μητέρας του Ελένης Μπούκουρα, μεταφέρθηκαν από τους συγγενείς τους στο A΄ Νεκροταφείο Αθηνών και εναποτέθηκαν σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα-Aλταμούρα.

Ιωάννης Αλταμούρας

Βιογραφία

Οι γονείς του Ιωάννη γνωρίστηκαν το 1852. Πατέρας του ήταν ο Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα [Francesco Saverio Altamura] [1] Ιταλός ζωγράφος και γαριβαλδινός επαναστάτης, ενώ μητέρα του ήταν η Ελένη Μπούκουρα, κόρη σημαντικής οικογένειας των Σπετσών και η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος. Οι πρόγονοι της πήραν μέρος στην Εθνεγερσία του 1821 και η Ελένη ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, ο οποίος το 1844 δημιούργησε το πρώτο θέατρο της Αθήνας και ήταν αδελφή του Αναστάση Μπούκουρα. Η μητέρα του, που από τη σχέση της με τον Αλταμούρα απέκτησε τρία παιδιά εκτός γάμου, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο, προκειμένου να παντρευτεί με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό. Το 1857 ο σύζυγος της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ [Jaine Benhman Hay], παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.

Η Ελένη Μπούκουρα με τον Ιωάννη και τη Σοφία, που την ακολούθησαν, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό σπίτι της μητέρας του στην Αθήνα, αλλά και στις Σπέτσες από όπου καταγόταν η οικογένειά της, ενώ είδε τον πατέρα του μόνο άλλη μια φορά στη ζωή του το 1876, όταν στο δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα από τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη, πέρασε από τη Νάπολη όπου ζούσαν ο πατέρας και ο αδελφός του Αλέξανδρος, ελληνοποίησε το όνομα του βάζοντας την κατάληξη «ς» στο τέλος του.

Καλλιτεχνική δραστηριότητα

Από την παιδική του ηλικία ο Ιωάννης εμφάνισε την έμφυτη κλίση του για την ζωγραφική, στην οποία μυήθηκε από τη μητέρα του. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του έγινε δεκτός στο «Σχολείο των Τεχνών», την μετέπειτα «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών» των Αθηνών, όπου τη διετία 1871-72 μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Την πρώτη του παραγγελία, ο Αλταμούρας είχε πάρει από τον βασιλιά Γεώργιο Α', που διέκρινε το ταλέντο του νεαρού ζωγράφου και του έδωσε υποτροφία στη Βασιλική Ακαδημία της Κοπεγχάγης την περίοδο 1873–1876 κοντά στον Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν [Carl Frederik Sørensen]. Το 1875, ενώ βρίσκονταν ακόμα στη Δανία, έστειλε στην έκθεση των «Ολυμπίων» στην Αθήνα το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο B' τάξεως.

Στη Δανία ζωγράφισε πολλές από τις θαλασσογραφίες του, καθώς επισκέπτονταν ψαροχώρια και παράκτιες πόλεις της Δανίας και της Σουηδίας. Επίσης ταξίδεψε με πλοία του Βασιλικού Ναυτικού της Δανίας στην Ιταλία, στη Μαδέρα και αλλού, μελετώντας τα καράβια και στα έργα του αποτυπώνονται εικόνες από αυτά τα ταξίδια. Πολλές από τις θαλασσογραφίες του τις δημιούργησε στην παραθαλάσσια πόλη της Δανίας Skagen όπου πέρασε αρκετούς μήνες, ζωγραφίζοντας. Στο Skagen είχε δημιουργηθεί μία αποικία από Δανούς καλλιτέχνες της Σχολής Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης που ζωγράφιζαν τοπία της υπαίθρου. Στη Δανία ο Ιωάννης ερωτεύθηκε μια νεαρή ζωγράφο, την Άννα, η οποία όμως προτίμησε τον φίλο του Ιωάννη, το ζωγράφο Ancher.

Ο Ιωάννης επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1862, άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα. Σταδιακά έγινε ιδιαίτερα γνωστός και αναδείχθηκε στον πλέον ακριβοπληρωμένο Έλληνα ζωγράφο της εποχής του. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο ζωγράφος δώρισε στον βασιλιά δύο έργα του, τα οποία ανήκουν στη Συλλογή Τατοΐου και βρίσκονται σήμερα στη Δανία.

Το τέλος του

Ο Ιωάννης προσβλήθηκε από φυματίωση στη Δανία. Επέστρεψε στην Ελλάδα αναζητώντας πιο ήπιο κλίμα για να αντιμετωπίσει την ασθένεια του, η οποία συνέχισε να υποσκάπτει τον οργανισμός του και στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε. Οι γιατροί που τον παρακολουθούσαν τον έστειλαν στις Σπέτσες, όπου εγκαταστάθηκε στο πετρικό της μητέρας του ελπίζοντας να αντιστρέψει την κατάσταση της υγείας του. Προσπάθησε μάταια και τελικά πέθανε το 1878 στο σπίτι των προγόνων του. Ο θάνατός του όπως κι εκείνος της αδελφής του, που είχε πεθάνει το 1852 -επίσης από φυματίωση- οδήγησε την μητέρα του στον νευρικό κλονισμό και την τρέλα.

Εργογραφία

Κατατάσσεται στην ακαδημαϊκή «Σχολή του Μονάχου», όμως ήταν επηρεασμένος και από την ακαδημαϊκή σχολή της Δανίας. Η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι είχε αρχίσει να ξεπερνά την αυστηρή γραμμή του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον πρώιμο ιμπρεσιονισμό. Τα περίπου διακόσια σημαντικά ζωγραφικά έργα του, μικρά και μεγάλα, λάδια, σχέδια και ακουαρέλες, 45 από τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδος μεταξύ τους και «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές, δημιουργήθηκαν σε διάστημα δέκα ετών. Ζωγράφισε και προσωπογραφίες και μία αυτοπροσωπογραφία του χάρισε στο Μουσείο Σκάγκεν στη Δανία.

Το 1878, δύο πολεμικές θαλασσογραφίες του

  • «Η Πυρπόληση της πρώτης οθωμανικής φρεγάτας στην Ερεσό από τον Παπανικολή» και
  • «Η Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον δύο οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας»,

παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Ο δεύτερος πίνακας παρουσιάστηκε το 1884 και στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, ενώ το 1911, μία θαλασσογραφία του παρουσιάστηκε στην Διεθνή Έκθεση της Ρώμης.

Άλλα έργα του είναι

  • «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης»,
  • «Ναυμαχία των Πατρών», έργο που παραγγέλθηκε στον Ιωάννη από το τότε Υπουργείο Ναυτικών Υποθέσεων και πουλήθηκε πανάκριβα.
  • «Ψαράς στο Μπόνχαλμ».

Το 2011, από τις 31 Μαρτίου μέχρι τις 22 Μαΐου, το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε στην Αθήνα μεγάλη έκθεση έργων του ζωγράφου, καθώς και έργων του πατέρα του, της μητέρας του και του αδελφού του, εμπλουτισμένη με ντοκουμέντα, σημειώσεις, έγγραφα και αντικείμενα της οικογένειας αλλά και κινηματογραφικές προβολές. Η έκθεση είχε τίτλο «Ιωάννης Αλταμούρας–Θρύλος στη ζωή και στην τέχνη» και ορισμένα από τα έργα που παρουσιάστηκαν σ' αυτήν είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας χάρη στις δύο μικρανιψιές της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα, κόρες του γιατρού, καθηγητή και συλλέκτη Θόδωρου Δημητριάδη. Στη διάρκεια της προβλήθηκε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Κλεώνης Φλέσσα για την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, με τίτλο «Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα. Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος», το οποίο αποτελεί συμπαραγωγή του «Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της «Ε.Ρ.Τ., καθώς και τρία επιπλέον ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή των απογόνων του Αλταμούρα,

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η καταγωγή του Francesco Saverio Altamura ήταν ελληνική, καθώς η μητέρα του, Σοφία Περήφανου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. O Αλταμούρα ήταν φανατικός εθνικιστής και συμμετείχε στην ιταλική επανάσταση του 1848 εναντίον του αυστριακού ελέγχου. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως κατάφερε να αποδράσει.]